Θεατρο - Οπερα

«Πόσο κοστίζει να ζεις;» στο Θέατρο Πόρτα: Σωματική αναπηρία - ψυχικά αδιέξοδα

Μια καλοδουλεμένη, χωρίς ανώφελους σκηνοθετικούς ακροβατισμούς παράσταση σε ένα έργο χωρίς ανατρεπτική γραφή, αλλά σημαντικό κοινωνικό μήνυμα.

Δημήτρης Τσατσούλης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Πόσο κοστίζει να ζεις;»: Ο Δημήτρης Τσατσούλης γράφει κριτική για την παράσταση σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, στο Θέατρο Πόρτα.

Η Μαρτίνα Μάγιοκ, γεννημένη στην Πολωνία και πολιτογραφημένη Αμερικανίδα, μεγαλωμένη στο Νιου Τζέρσι από πέντε ετών, έχει σπουδάσει, μεταξύ άλλων, δραματουργία στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. Το έργο της The cost of Living («Πόσο κοστίζει να ζεις;») θα βραβευτεί με το Βραβείο Πούλιτζερ το 2018. Πρόκειται για το έργο που μεταφράζει, σκηνοθετεί και επιμελείται μουσικά ο Θωμάς Μοσχόπουλος, επαναφέροντάς το φέτος στη σκηνή, μετά μια επιτυχημένη πορεία του τον περασμένο χειμώνα.

Η ευαισθησία της συγγραφέα για κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα είναι ιδιαίτερα αισθητή και στο έργο της αυτό προσεγγίζοντας τις σχέσεις και τις καταστάσεις από μια πρωτότυπη οπτική, καθώς τέμνει τις διαπροσωπικές-συναισθηματικές επαφές των δραματικών της προσώπων, αναδεικνύοντας τη σημασία και των  ταξικών παραγόντων.

Σε ένα σκηνικό φαινομενικής «ακαταστασίας» (Βασίλης Παπατσαρούχας) λειτουργούν εναλλακτικά δύο βασικοί δραματικοί χώροι και χρόνοι, οι οποίοι ορίζονται από τις δράσεις των προσώπων: αφενός ένας παρελθοντικός, όπου κινούνται ένας φορτηγατζής (που έχασε πρόσφατα τη δουλειά του λόγω ποτού) και η πρώην σύζυγός του, η οποία μετά από τροχαίο μένει παράλυτη, την οποία ο Έντι προσφέρεται να τη φροντίζει. Αφετέρου, ένας παροντικός, στο σπίτι ενός πλούσιου νεαρού με εγκεφαλική παράλυση και της Τζες, της κοπέλας την οποία προσλαμβάνει για να τον φροντίζει. Σε αυτούς παρεμβαίνουν δύο ακόμη παροντικοί χώροι-χρόνοι: αφενός ενός μπαρ, όπου ο Έντι, μετά τον θάνατο της γυναίκας του Άνι διηγείται την ιστορία του σε έναν άγνωστό του, αθέατο θαμώνα (τον θεατή;) και αφετέρου του σπιτιού του, με τις διάσπαρτες ακόμη κούτες, όπου θα έχει μια τυχαία σύντομη συνάντηση με την άστεγη Τζες, σε μια προσπάθεια να τη βοηθήσει.

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Η ουσία όλων των παραπάνω σχέσεων στιγματίζεται από την αποτυχία. Επίσης, από την οικονομική εξάρτηση. Αν ο Έντι καλύπτει πρόθυμα όλα τα έξοδα της Άνι και επιστρέφοντας κοντά της, αδιαφορώντας για τη νέα του σχέση, είναι διαθέσιμος να αναλάβει τη φροντίδα της, η Άνι αντιδρά έντονα και με δυσκολία τελικά τον αποδέχεται. Αντίθετα, αν η Τζες, παρά τις αξιόλογες σπουδές της, ως κόρη μετανάστριας που στέλνει χρήματα στην ιδιαίτερη πατρίδα της, δουλεύει μεν σε μπαρ, αλλά, για μια συμπληρωματική δουλειά, δείχνει απόλυτα διαθέσιμη να ικανοποιήσει, ως φροντίστριά του, τις απαιτήσεις του πλούσιου, υπεροπτικού Τζον, διδακτορικού φοιτητή σε γνωστό Πανεπιστήμιο, ο τελευταίος εφευρίσκει τρόπους να της κάνει σαφή τη θέση της και τις αποστάσεις που τους χωρίζουν.

Και στις δύο παράλληλες περιπτώσεις, οι σκηνές του λουτρού, όπου τα δύο παράλυτα δραματικά πρόσωπα θα βρεθούν αναγκαστικά ολόγυμνα και εκτεθειμένα σε αυτούς που τα φροντίζουν, είναι κομβικής σημασίας: αν το γυμνό σώμα σημαίνει το ευάλωτο μπροστά στον άλλο, εδώ μοιάζει ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, ο ανάπηρος της Μάγιοκ να διατηρεί όλη την εξουσιαστική του δύναμη: τόσο η Άνι, απέναντι στον μεταμελημένο για τον χωρισμό τους, ακόμη ερωτευμένο  Έντι, όσο και ο Τζων απέναντι στη νεαρή «υπάλληλο», που πληρώνει για να φροντίζει το σώμα του, λειτουργούν σχεδόν δυναστικά. Ειδικά η  γύμνια του τελευταίου μπροστά στην υπάλληλό του παραπέμπει σε αντιλήψεις αριστοκρατών άλλων αιώνων, τους οποίους έπλεναν υπηρέτες ή δούλοι.

Η Μάγιοκ ανατρέπει τα στερεότυπα που θέλουν τον παντός είδους ανάπηρο εξαρτώμενο και άξιο οίκτου, παρουσιάζοντας τα δύο ανάπηρα πρόσωπα ως ασκούντα συναισθηματική ή οικονομική εξουσία στους άλλους. Η Άνι λόγω μιας εγωιστικής άρνησης να δεχτεί ότι έχει ανάγκη πλέον βοήθειας, ο Τζων λόγω της υπεροψίας που του δίνουν τα χρήματα και η ευφυΐα του. Καμία ουσιαστική σχέση δεν μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ αυτών και εκείνων που τους συμπαραστέκονται. Η αναλογία των δύο αυτών προσώπων  τονίζεται και από το γεγονός ότι οι ηθοποιοί που τους υποδύονται εναλλάσσονται ορατά στην ίδια αναπηρική πολυθρόνα. 

Αλλά και η συνάντηση στο τέλος μεταξύ των δύο «αποτυχημένων» οικονομικά και ευάλωτων συναισθηματικά προσώπων δεν θα οδηγήσει σε καλύτερο αποτέλεσμα. Ο καθένας τους (Τζες και Έντι) θα φέρει επάνω του το στίγμα της ψυχικής κενότητας και οικονομικής ένδειας που τον υπερπροσδιορίζει κοινωνικά και συναισθηματικά.

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Οι εναλλασσόμενες μεταξύ των δύο «ζευγαριών» σκηνές σκηνοθετούνται από τον Θωμά Μοσχόπουλο (βοηθούντων των φωτισμών του Νίκου Βλασόπουλου) με λιτότητα, στακάτους διαλόγους, ρευστές μεταβάσεις από την ελεγχόμενη ένταση στο χιούμορ, διατηρώντας πάντα τη διάχυτη αμφισημία από την πλευρά όλων των εμπλεκομένων. Ακόμη και η αρχική και τελευταία σκηνή του Έντι στο μπαρ, όταν αναθυμάται την ιστορία του, δίνεται με ένα λόγο σχεδόν αποστασιοποιητικό, και γι’ αυτό ίσως να περνά ένα εντονότερα φορτισμένο μήνυμα στον ουσιαστικό αποδέκτη του - θεατή.

Προσεγμένα τα σύγχρονα κοστούμια του Βασίλη Παπατσαρούχα, με αισθητή την ειρωνεία στο «καλό» φόρεμα της Τζες, όταν νομίζει ότι ο Τζων την προσκαλεί να περάσουν το βράδυ μαζί, εκτός «υπηρεσίας». Η απογοήτευσή της, στην πραγματικότητα η συναισθηματική της κατάρρευση, θα σηματοδοτηθεί μόνο από μια γουλιά κρασί από το μπουκάλι που είχε φέρει ως συμβολή στην υποτιθέμενη πρόσκληση για μια βραδιά μεταξύ των δυο τους.

Και οι τέσσερις ηθοποιοί κράτησαν σε πλήρη ισορροπία τους ρόλους τους. Ο Έντι του ‒εύθραυστα στιβαρού, εσωτερικευμένης απελπισίας‒ (και πιανίστα) Μελαχρινού Βελέντζα· η Άνι της ‒εγωιστικής αυτάρκειας και λεπτών ειρωνικών κλιμακώσεων‒ Αμαλίας Καβάλη· η Τζες της ‒άκαμπτης στο σώμα, καταρρέουσας σιωπηλά‒ Ειρήνης Μακρή· ο Τζων του ‒δίχως αναστολές και έντεχνα αμφίσημων λεκτικών εκφορών‒ Φώτη Στρατηγού.

Μια καλοδουλεμένη, χωρίς ανώφελους σκηνοθετικούς ακροβατισμούς παράσταση σε ένα έργο χωρίς ανατρεπτική γραφή, αλλά σημαντικό κοινωνικό μήνυμα.

© Πάτροκλος Σκαφίδας