Θεατρο - Οπερα

Κάτι λείπει: Το προσωπικό δράμα σε πρώτο πρόσωπο

Ο μονόλογος της Μάργκαρετ Γουέσελινκ είναι μια ιστορία για την αποξένωση, την αλλοτρίωση και την επιβίωση

A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Κάτι Λείπει» στο Θέατρο Κ.Ο.Τ.Ε.S.: Ο Δημήτρης Σταματάκος γράφει για την παράσταση της Μάργκαρετ Γουέσελινκ με την Ελένη Ανδρεάδου στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Με τη μετανάστευση και την προσφυγιά να είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρες, το παράθυρο που ανοίγει το «Κάτι Λείπει» της Μάργκαρετ Γουέσελινκ, με την Ελένη Ανδρεάδου στον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Θέατρο Κ.Ο.Τ.Ε.S., παίρνει διαστάσεις μεγαλύτερες από αυτές μιας απλής αναφοράς, συμπληρώνοντας το παζλ με ένα κομμάτι που πραγματικά λείπει. Αυτό του προσωπικού δράματος σε πρώτο πρόσωπο. Και το κάνει με έναν τρόπο που δεν θα τον ξεχάσετε για καιρό.

Καλώς ή κακώς (και μάλλον κακώς...) έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που, είτε εκουσίως είτε ακουσίως, μετακινούνται από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο, με τρόπο θεσμικό. Αναφερόμαστε σε διεθνείς συνθήκες, οργανισμούς και μεγέθη, εξετάζουμε και κρίνουμε πολιτικές, δημιουργούμε έναν, συχνά γκροτέσκο, μικρόκοσμο όπου βασιλεύει η αντιπαράθεση. Λίγα πράγματα ξέρουμε για το δράμα (με την αρχαιοελληνική έννοια το όρου) του ίδιου του μετανάστη ή του πρόσφυγα. Πώς βιώνει το ταξίδι του; Πώς βιώνει την άφιξή του; Και, εντέλει, πώς βιώνει την ζωή του ανάμεσά μας; Αδιαφορούμε απασχολημένοι με τα δικά μας δράματα της ζωής.

Ο μονόλογος της Μάργκαρετ Γουέσελινκ επιχειρεί κάτι που δεν το βλέπουμε συχνά. Βλέπει την κατάσταση από μέσα και την εκφράζει σε προσωπικό επίπεδο, βάζοντας τον πρωταγωνιστή να μιλά σε πρώτο πρόσωπο. Η ανώνυμη γυναίκα τού «Κάτι Λείπει» μιλά κυριολεκτικώς στον εαυτό της. Δεν αναγνωρίζει στον θεατή τη συμμετοχή, ίσως επειδή γνωρίζει από πικρή πείρα ότι δεν προτιθέμεθα να συμμετάσχουμε. Το έχουμε αφήσει αυτό στους θεσμούς.

Προβληματίζεται για τα πάντα. Από τα ανύπαρκτα προβλήματα που δημιουργεί το μυαλό της, μέχρι τα απλά και επιλύσιμα της καθημερινότητας, φτάνοντας μέχρι τα αδιέξοδα που, ίσως, δεν έχουν λύση. Προσπαθεί με αξιοθαύμαστο τρόπο να περιχαρακώσει την καθημερινότητά της με απλούς αλλά στιβαρούς κανόνες, να φτιάξει ένα σκληρό κέλυφος γύρω από το οποίο ρέει η πραγματικότητα ενός άλλου, γνώριμου αλλά και ξένου προς αυτή κόσμου μέσα στον οποίο έχει αναγκαστεί να ζει.

Οι μεταπτώσεις από τον ξερό πανικό, στην ηρεμία και τον αυτοέλεγχο είναι συνεχείς. Το ξένο έρχεται σε αντιδιαστολή με το δικό της, αυτό που κατέχει και από το οποίο κρατιέται. Ο ενεστώτας χρόνος εναλλάσσεται με αναμνήσεις από το πρόσφατο και το μακρινό παρελθόν. Η καθημερινότητα του γραφείου, τρομακτικά ανιαρή αλλά σίγουρη, κοντράρεται με τα πρώτα βήματα στον ξένο τόπο (απελευθερωτικά αλλά, ταυτόχρονα, τραυματικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά) και μια ωραιοποιημένη ανάμνηση των παιδικών χρόνων. Τραγική ειρωνεία, εδώ, καθώς εμείς γνωρίζουμε ότι αυτή ακριβώς η ανάμνηση δεν είναι παρά μια κουρτίνα που κρύβει, επιδέξια μια φρίκη από την οποία αναγκάστηκε να αποδράσει. Μάρτυράς μας, ο ίδιος ο μονόλογος, ο οποίος αφήνει στοιχεία, εύκολα αναγνωρίσιμα από εμάς, δύσκολα αναγνωρίσιμα από ένα παιδί.

Το μυαλό της δεν σταματά ποτέ. Ψάχνει, βρίσκει προβλήματα και φαντάζεται λύσεις, προσπαθώντας να αντλήσει, ό,τι μπορεί, από την παιδεία της, «οικογένεια» αλλά και «γράμματα». Και είναι η πρώτη που έμαθε γράμματα στην οικογένειά της! Ο κόσμος γύρω της συνεχίζει την πορεία του αδιάφορος. Μοναδικό κοινό στοιχείο σε όλα αυτά, η αίσθηση ότι «κάτι λείπει». Γιατί δεν μπορεί να επικοινωνήσει με την μητέρα της; Τι θέλει να πει η γιαγιά στον όνειρο με τον αστροναύτη; Και γιατί το καταραμένο τηλέφωνο δεν λειτουργεί; Το «Κάτι Λείπει» έχει μια ώρα να απαντήσει σε όλα αυτά. Και είναι μια ώρα που θα περάσει πολύ γρήγορα.

Τη Γουέσελινκ την έχουμε γνωρίσει από ένα πολύπλευρο έργο το οποίο περιλαμβάνει θεατρικές παραστάσεις (Σπουργίτι στη Στέγη) και θεατρικά κείμενα (Σκάβουν Τούνελ), ταινίες μικρού μήκους βασισμένες σε ποιήματα (Fox Keeper) και, στο κομμάτι της ποίησης, από την συλλογή «What She Said». Όσοι έχουν διαβάσει κείμενά της, γνωρίζουν ότι έχει την δυνατότητα να δημιουργεί έντονες, σαφείς εικόνες, συχνά με διπλή ανάγνωση. Και αυτή η ικανότητα αποδεικνύεται, εδώ, πολύτιμη.

Το «Κάτι Λείπει» είναι μια συγκλονιστική, ταχύτατη εναλλαγή εικόνων και σκηνών και η ηθοποιός Ελένη Ανδρεάδου, σε συνδυασμό με τη λιτή αλλά εύστροφη σκηνοθεσία, κάνει τις εικόνες αυτές να αποκτούν σάρκα και οστά μπροστά στους θεατές.

Οι μεταπτώσεις της Ανδρεάδου, από το σχεδόν παραληρηματικό ξεκίνημα στην γραφειοκρατική αδιαφορία της «δουλειάς γραφείου», στη γοητευτική παιδική αφέλεια του παρελθόντος, στη δύσκολη φάση της συνειδητοποίησης ότι και ο παράδεισος κρύβει κάποια κόλαση, μέχρι και την ανακάλυψη του τι είναι αυτό που λείπει τελικώς, είναι εντυπωσιακές, ξεκάθαρες και διευκολύνουν τον θεατή να παρακολουθήσει ένα κείμενο που δεν είναι γραμμικό αλλά έχει ένα κέντρο και κάνει παραπομπές σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η κίνησή της στη σκηνή του θεατρικού χώρου (Κ.Ο.Τ.Ε.S.), ο οποίος είναι κομμένος και ραμμένος στις ανάγκες του έργου, είναι εξαιρετικά καλή. Από την ακινησία του ύπνου και του ονείρου, στην υπερδιέγερση της καθημερινότητας, στην ηρεμία που συνοδεύει τις αναμνήσεις και στην οργή προς κάτι το ακαθόριστο, το πέρασμα γίνεται με μαεστρία και με σαφή, καλογραμμένα υπονοούμενα, όπου η κίνηση του σώματος συνοδεύει αρμονικά τον λόγο, με μικρές κινήσεις και λεπτομέρειες που δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες. Το μαντήλι, το λεοπάρ παντελόνι, το πορτοκάλι, έχουν την σημασία τους και είναι πινελιές που απολαύσαμε.

Το τέλος του «Κάτι Λείπει» κρύβει μια ακόμη άσκηση για τους θεατές. Η ηρωίδα θεωρεί ότι επιτέλους «το βρήκε» αλλά η Γουέσελινκ έχει κρύψει έναν σκληρό σαρκασμό εδώ: Το βρήκε, πράγματι και ήταν τόσο απλό; Ή, μήπως, νομίζει ότι το βρήκε και απλώς μεταφέρει το άγχος ότι, πράγματι, «Κάτι Λείπει» και σε εμάς που έχουμε πλέον ένα μερίδιο ευθύνης; Θα το σκέπτεστε για καιρό!


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της ATHENS VOICE