Θεατρο - Οπερα

Είδαμε το «Talk Show» του Γιώργου Κουτλή στο Αθηναΐς

Μια πειραματική παράσταση, με ολοκληρωμένη σκηνική αποτύπωση, με καλές ερμηνείες

Όλγα Σελλά
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εντυπώσεις από την παράσταση «Talk Show» που σκηνοθετεί ο Γιώργος Κουτλής στη Θεατρική Σκηνή Αθηναΐς με τους Στέλιο Ιακωβίδη, Άρη Μπαλή και Πανάγο Ιωακείμ.

Κατάφερε, πολύ γρήγορα κι όχι αναίτια, να έχουμε προσμονή και ανυπομονησία για την επόμενη παράστασή του. Ο λόγος για τον σκηνοθέτη Γιώργο Κουτλή που με τους «Παίχτες» του φέτος (έργο που θα επαναληφθεί και του χρόνου με το ίδιο καστ) έκλεψε τις εντυπώσεις και έκανε το απόλυτο και διαρκές sold out της σεζόν.

Νέο του εγχείρημα το έργο του Sygako (του ηθοποιού Βασίλη Μαγουλιώτη, σταθερού συνεργάτη του Γιώργου Κουτλή ως τώρα) με τίτλο «Talk Show». Διπλό το ενδιαφέρον και η προσμονή, αφού είναι το πρώτο μη ρωσικό και δη νεοελληνικό θεατρικό κείμενο που θα σκηνοθετούσε ο νεαρός σκηνοθέτης. 

Στην cozy σκηνή «Αθηναΐς», στον Κεραμεικό, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στήνεται (σκηνικά-κοστούμια Άρτεμις Φλέσσα) το στούντιο μιας τηλεοπτικής εκπομπής με διακόσμηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί κλασική, αν όχι vintage πλέον (δερμάτινες πολυθρόνες, φυτά εσωτερικού χώρου, ένα τεράστιο τραπέζι μπροστά στον παρουσιαστή, μια επίσης τεράσια γιγαντοοθόνη πίσω του).

© Χρήστος Συμεωνίδης

Μας υποδέχεται ο παρουσιαστής-οικοδεσπότης σε απόλυτο παραλήρημα και υστερία περιαυτολογίας (Στέλιος Ιακωβίδης). Σε λίγο έρχεται και ο καλεσμένος του (Άρης Μπαλής) και γρήγορα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο καλεσμένος δεν ξέρει πού βρίσκεται, δεν ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί, στέκεται φοβισμένος και αμήχανος μπροστά στον επιθετικό παρουσιαστή, ο οποίος τον καλεί με διαφορετικά ονόματα κάθε φορά: («Θέλεις να φύγεις; Δεν σου φτάνει που σε καλέσαμε;). Μάταια προσπαθεί να πει στον οικοδεσπότη ποιο είναι το σωστό του όνομα. Εκείνος κωφεύει…  Ο καλεσμένος επιλέγει τον δρόμο της προσαρμογής και σιγά σιγά αρχίζει ν’ απαντάει στις ερωτήσεις του οικοδεσπότη και παρακολουθούμε μία εξομολόγηση κοινοτοπιών από εκείνες που συχνά προβάλλονται για να συγκινήσουν το ευρύ κοινό: «Αγάπησα και αγαπήθηκα πολύ»∙ «Είμαι ευαίσθητος, παρορμητικός και φερέγγυος» «Είμαι συνεπής και πειραχτήρι»  «Να είσαι αληθινός κι αυτό φαίνεται στα μάτια» φράσεις που περνούν στα crowle της οθόνης που είναι εντοιχισμένη στο γραφείο του παρουσιαστή. Ανάμεσα στις κοινοτοπίες, ο καλεσμένος καλείται να απαντήσει και σε ερωτήσεις που ακούγονται άσχετες: «Τι συναισθήματα σου προκαλεί η θέα ενός αναποδογυρισμένου χρυσομπάμπουρα στο μπαλκόνι σου μες στο κατακαλόκαιρο;» Και παράλληλα παρακολουθούμε την έπαρση, την υστερία, την προσπάθεια χειραγώγησης από τον οικοδεσπότη-παρουσιαστή προς τον καλεσμένο.

© Χρήστος Συμεωνίδης

Κι αν μέχρις αυτό το σημείο κυριαρχούσε το πρώτο επίπεδο, το κείμενο από εκεί και πέρα γίνεται εντελώς σουρεαλιστικό, με έντονες κωμικές εκρήξεις, συνομιλώντας με τον κόσμο του Κάφκα, αλλά και του Πίντερ. Και όσο  πάει γίνεται πιο σκοτεινό, πιο ασφυκτικό, πιο μελαγχολικό. Ο καλεσμένος προσπαθεί πολλές φορές να διαφύγει από το στούντιο, αλλά ξαναβρίσκεται πάλι στο ίδιο σημείο. Προς στιγμήν αναπτερώνονται οι ελπίδες του, όταν εμφανίζεται ένας ακόμη άνθρωπος (Πανάγος Ιωακείμ), που γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι σε απόλυτη συνεννόηση και συμπαιγνία με τον οικοδεσπότη, γεγονός που απελπίζει εντελώς τον ακούσιο καλεσμένο. Και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο γκροτέσκα, όλο και πιο υστερική, όλο και πιο απελπιστική, όλο και πιο απελπισμένη. Και μόνο στο τέλος, υπάρχει ένα τεράστιο σύννεφο καπνού κι ένα καταλάγιασμα…

© Χρήστος Συμεωνίδης

Αυτό είναι το έργο του Βασίλη Μαγουλιώτη, το πρώτο που παρουσιάζει (δεν γνωρίζω αν είναι το πρώτο που γράφει) που σίγουρα έχει αρκετά προβλήματα δραματουργίας παρά τις καλές προθέσεις του. Αυτό το έργο πήρε ο Γιώργος Κουτλής και έστησε μια καλοδουλεμένη παράσταση, φωτίζοντας θεατρικά και τις αφώτιστες ή μπερδεμένες στιγμές του έργου. Οδήγησε θαυμάσια τους ηθοποιούς του και ανέδειξε, πέραν όλων των άλλων, και άλλες υποκριτικές πλευρές του Στέλιου Ιακωβίδη, που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε κυρίως σε κωμικούς ρόλους. Χρησιμοποίησε εύστοχα τη γλώσσα του θεάτρου σε πολλά σημεία, με ουσιαστικό αρωγό και τα βίντεο (Χρήστος Συμεωνίδης), που τουλάχιστον εμένα μου ξεκλείδωσαν, λίγο πριν το τέλος, το διακύβευμα του κειμένου: είναι η στιγμή που η γιγαντοοθόνη δείχνει σε fast forword ατέλειωτες διαδρομές, δρόμους, γέφυρες, πορείες). Και εκείνη τη στιγμή γίνεται φανερό ότι αυτό το στούντιο, αυτός ο εγκλωβισμός, αυτές οι υστερίες, οι υπερβολές και οι επιβολές, οι καταναγκασμοί, οι φοβίες, είναι ο τρόπος του Βασίλη Μαγουλιώτη να μιλήσει για τον τρόπο που ζούμε και κινούμαστε.

© Χρήστος Συμεωνίδης

Και στο φινάλε, μέσα σε καπνούς, σαν σε όνειρο, και μ’ ένα τεράστιο ολοστρόγγυλο φεγγάρι να συνομιλεί λίγο, σε μια στιγμή, με τον «Μικρό Πρίγκιπα» και ν’ ακούγεται η φράση «Θα ήθελα να ήθελα να φύγω…», ο αρχικός καλεσμένος χορεύει μ’ ένα γιγάντιο και τρομακτικό τρίχινο πλάσμα (μήπως εκείνος ο χρυσομπάμπουρας που έλεγε ο οικοδεσπότης στην αρχή;) και ήταν σα ν’ αγκαλιάζει του φόβους του, λογικούς και παράλογους. Σα ν’ αγκαλιάζει τη ζωή.

© Χρήστος Συμεωνίδης

Ήταν σίγουρα μια πειραματική παράσταση, με ολοκληρωμένη σκηνική αποτύπωση, με καλές ερμηνείες, που χώλαινε δραματουργικά σε αρκετά σημεία, αλλά που είχε ιδέες (και κειμενικά και σκηνοθετικά), είχε θεατρική γλώσσα, είχε τη γλώσσα του Γιώργου Κουτλή, που σιγά σιγά αναγνωρίζουμε και που θέλει πολύ ν’ ασχοληθεί και με σύγχρονα ελληνικά έργα. Παρότι η αμέσως επόμενη δουλειά του, μέσα στην άνοιξη, έρχεται πάλι από τη ρωσική κουλτούρα: «Το όνειρο του γελοίου» του  Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, σε παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης με τον Νικόλα Χανακούλα και χορωδία.