Θεατρο - Οπερα

Τίμος Σιρλαντζής: Ο Καποδίστριας της Λυρικής

Μιλήσαμε με τον ταλαντούχο μπασο βαρύτονο του νέου πρωτότυπου έργου μουσικού θεάτρου της Καλλιόπης Τσουπάκη

Λένα Ιωαννίδου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τίμος Σιρλαντζής: Συνέντευξη με τον μπασο βαρύτονο του «Καποδίστριας: Μονόδραμα μιας μυστικής ζωής» της Καλλιόπης Τσουπάκη στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ

Με αφορμή την επετειακή παραγωγή, του νέου, πρωτότυπου έργου μουσικού θεάτρου της Καλλιόπης Τσουπάκη, Καποδίστριας: Μονόδραμα μιας μυστικής ζωής από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε μουσική διεύθυνση Νίκου Βασιλείου και σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση, η Athens Voice σας συστήνει τον... Καποδίστρια της παράστασης, τον ταλαντούχο μπασο βαρύτονο Τίμο Σιρλαντζή.

Πώς ήρθατε σε επαφή με την κλασική μουσική; Προέρχεστε από μουσική οικογένεια;
Κατάγομαι από το Ροδολίβο, ένα χωριό ανάμεσα στις Σέρρες και τη Δράμα. Οι γονείς μου δεν είναι μουσικοί αλλά λάτρεις της μουσικής και των τεχνών. Μεγάλωσα ακούγοντας στο σπίτι Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Μικρούτσικο, Λοΐζο - αργότερα τους έκανα να αγαπήσουν και την όπερα…. Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω από τη μητέρα μου είναι να τραγουδά μαγειρεύοντας -έχει ωραία φωνή- ενώ με νανούριζε με το «Κοιμήσου αγγελούδι μου» στου Θεοδωράκη. Ο πρώτος στην οικογένεια που ασχολήθηκε επαγγελματικά με την μουσική ήμουν εγώ και μετά ακολούθησε η αδερφή μου η οποία είναι επίσης τραγουδίστρια και σπουδάζει στο εξωτερικό.
Η σχέση μου με τη μουσική ξεκίνησε από τα πολύ μικρά μου χρόνια. Ήμουν ένα πολύ θορυβώδες παιδί. Χτυπούσα ρυθμικά την κοιλιά μου, τραγουδούσα δικά μου ακαταλαβίστικα τραγούδια, χωρίς λόγια, όλη μέρα. Όλα αυτά παρατήρησαν οι γονείς μου και αποφάσισαν να με στείλουν σε μουσικό σχολείο. Πιο πριν βέβαια είχα περάσει και από τη Φιλαρμονική Απόλλων του χωριού μου -την οποία όταν μεγάλωσα διηύθυνα κιόλας- για να μάθω τρομπέτα. Στο Μουσικό Σχολείο Σερρών όμως ήταν που τα μαθήματα βιολιού, πιάνου και μουσικής θεωρίας, με έκαναν να δω τα πράγματα πιο σοβαρά. Παράλληλα με το σχολείο ξεκίνησα να πηγαίνω και στο Δημοτικό Ωδείο Δράμας. Σέρρες το πρωί, Δράμα το απόγευμα!

Πότε ανακαλύψατε ή ποιος ανακάλυψε τη φωνή σας;
Η όπερα ήρθε ξαφνικά στα 16 μου. Φτάνοντας μια μέρα στο Ωδείο για το τακτικό μάθημα βιολιού, άκουσα μια κοπέλα να τραγουδά και ο πατέρας μου με ρώτησε αν θέλω να δοκιμάσω κι εγώ. Πράγματι, ζήτησα από την μέλλουσα δασκάλα μου την κυρία Χαρούλα Γκλαβοπούλου να με ακούσει, εκείνη με έβαλε να κάνω κάποιες ασκήσεις και αμέσως μετά με ρώτησε: «πότε ξεκινάμε;»

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Ήσασταν ακόμα έφηβος. Δοκιμαστήκατε από την αρχή στις φωνητικές περιοχές του μπάσου;
Για να ξεκινήσει ένας άνδρας τραγούδι, καλό είναι να έχει περάσει τουλάχιστον το βασικό στάδιο της μεταφώνησης - η αλλαγή στο ηχόχρωμα και την έκταση της φωνής κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Εγώ τα σπασίματα της φωνής και τα «κοκοράκια» τα είχα περάσει στα 14-15. Από την αρχή αλλά και σε όλη μου τη ζωή φλέρταρα με την κατηγορία του μπάσου-βαρύτονου, λόγω της έκτασης που έχει η φωνή μου.

Υπήρξε κάποιος τραγουδιστής-πρότυπο που θελήσατε να φτάσετε;
Βεβαίως,  πρότυπό μου ήταν και είναι ακόμα ο Σάμιουελ Ρέιμι. Είμαι ακριβώς στην ίδια κατηγορία φωνής με εκείνον. Επίσης ο Τσέζαρε Σιέπι και από Έλληνες, ο διεθνής Νίκος Ζαχαρίου και βέβαια ο Δημήτρης Καβράκος, ο οποίος μου έδωσε τον πρώτο μου ρόλο, του αφηγητή στον "Μαγικό αυλό" που ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή .

Και ποιους θεωρείτε μέντορές σας;
Οφείλω πολλά σε πολλούς ανθρώπους. Από τον Παναγιώτη Αδάμ, τον σκηνοθέτη της «Ωραίας Ελένης» του Όφενμπαχ, έμαθα πολλά για το θέατρο, μέσα από τις 85 παραστάσεις που συμμετείχα στο ξεκίνημά μου, για το πώς να προσεγγίζω τον ρόλο σαν ένα σύνολο ηθοποιού και τραγουδιστή. Χρωστάω επίσης πολλά στον Γιώργο Πέτρου όχι μόνο γιατί μου έδωσε τον πρώτο μου πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Φίλιπ Γκλας, "In the Penal Colony" που ανέβηκε στη Στέγη, αλλά με στήριξε και με διευκόλυνε όταν εγώ πηγαινοερχόμουν κάθε τρεις μέρες από το χωριό μου, στην Αθήνα, για να κάνουμε πρόβες.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Στη Γερμανία πώς βρεθήκατε;
Παράλληλα με τη μουσική, σπούδαζα παιδαγωγικά. Τελειώνοντας και έχοντας ήδη δουλέψει για τρία χρόνια ως μαέστρος στη Φιλαρμονική του Δήμου μου, το 2016 έφυγα με υποτροφία του ιδρύματος Ωνάση για τη Γερμανία, όπου έκανα το μεταπτυχιακό μου στη Σχολή Όπερας του Πανεπιστημίου Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Στουτγάρδης και το 2018 κέρδισα το πρώτο μου συμβόλαιο ως μόνιμος σολίστ στο Gärtnerplatz theater του Μονάχου.

Από τότε ζείτε μόνιμα εκεί. Ήταν επιλογή ή ανάγκη; Θεωρείτε ότι η Ελλάδα δεν προσφέρει πολλές ευκαιρίες για έναν νέο λυρικό τραγουδιστή να βρίσκεται συχνά στη σκηνή;
Τις τελευταίες δεκαετίες, η Γερμανία είναι για τους κλασικούς μουσικούς ό,τι και το Χόλιγουντ για τους ηθοποιούς. Το καλό με αυτήν τη χώρα, ίσως και με τη Γαλλία, είναι ότι κάθε πόλη έχει το δικό της λυρικό θέατρο και το εκπαιδευτικό της σύστημα λειτουργεί έτσι ώστε οι σχολές να βγάζουν επαγγελματίες τραγουδιστές. Από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ίσως μόνο της Κέρκυρας και της Θεσσαλονίκης προσφέρουν, εκτός από θεωρία, κάποια ειδίκευση στα όργανα και το τραγούδι. Γι’ αυτό επέλεξα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στη Γερμανία, μπήκα στο εκπαιδευτικό της σύστημα, φοιτητής είχα ως την ευκαιρία να τραγουδήσω σε πολύ καλές παραγωγές σε μικρές πόλεις γύρω από την Στουτγκάρδη, αλλά και στο εξωτερικό, στην Κορέα, και να έρθω σε επαφή με θέατρα και ατζέντηδες, κάτι πολύ σημαντικό για έναν νεαρό επαγγελματία. Ουσιαστικά, μέσα από τη σχολή με βρήκαν οι άνθρωποι του θεάτρου με το οποίο συνεργάζομαι μέχρι σήμερα.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο μπάσος δεν έχει συνήθως την αίγλη ενός τενόρου ή και ενός βαρύτονου. Οι ρόλοι του είναι λίγοι και σπάνια πρωταγωνιστικοί. Έχετε την πολυτέλεια να λέτε όχι σε ρόλους που σας προτείνουν;
Η φωνή του μπάσου δεν έχει σχεδόν ποτέ το ρόλο του «καλού» πρωταγωνιστή. Είναι συνήθως ο «κακός» ή έστω ο βασιλιάς. Τι να κάνουμε, όσο και να θέλουμε να παίξουμε τους εραστές, είναι ένα πεπρωμένο που δεν μπορούμε να αποφύγουμε… Εξαίρεση αποτελεί ο Ντον Τζοβάνι που συνδυάζει τον κακό και τον εραστή όπως και αρκετά έργα τουμπελκάντο, όπου ο ευγενής αντεραστής, ερμηνεύεται από μπασοβαρύτονο-ρόλοι που ευτυχώς ταιριάζουν στη φωνή μου. Παρόλα αυτά εγώ λατρεύω τους κακούς! Είναι ωραίο να είσαι τόσο κακός που βγαίνοντας στη σκηνή να κάνεις το κοινό να σε μισεί από την πρώτη στιγμή! Έχοντας μπει σε αυτήν την ιδιαίτερη διάθεση του χαρακτήρα που ερμηνεύεις, θα το τραγουδήσεις καλύτερα. Δεν χρειάζεται όλες οι νότες σου να είναι τέλειες, και να «σπάσει» κάποια, δεν πειράζει, αρκεί να μεταδώσει ένα συναίσθημα στον θεατή που θα το συνδέσει με μια δική του εμπειρία. Και τότε θα γελάσει, θα συγκινηθεί, θα φοβηθεί.
Ο μπάσος γενικά είναι μια σπάνια κατηγορία φωνής, ωστόσο αν είναι καλός έχει ευκαιρίες. Προσωπικά πάντως, έχω πει πολλά όχισε ρόλους, ενδεχομένως αβανταδόρικους, αλλά που έκρινα ότι δεν είναι ακόμα η ώρα να τους ερμηνεύσω. Το έκανα για να προστατεύσω τη φωνή μου.

Ποιοι είναι αυτοί οι ρόλοι που αισθάνεστε ότι δεν είστε ακόμα έτοιμος να επωμιστείτε;
Μεγάλη ερώτηση… είναι πολλοί. Αλλά μπορώ να σας πω για ποιους ρόλους είμαι έτοιμος! Είναι οι δύο διάβολοι, ο Μεφιστοφελής από τον Φάουστ του Γκουνό και ο Μεφιστοφελής του Μπόιτο , είναι ο Λεπορέλλο από τον Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ, τον οποίο όμως θα ερμηνεύσω φέτος στο Μόναχο, ένα όνειρο ζωής, όπως και ο ομώνυμος ρόλος, είναι και ο Σπαραφουτσίλε από τον Ριγκολέτο του Βέρντι, τον οποίον επίσης θα τραγουδήσω στη Γερμανία. Από την άλλη, θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να μπορέσω να ερμηνεύσω τον βασιλιά Φίλιππο από τον Ντον Κάρλο του Βέρντι…

Ο «Καποδίστριας» της Καλλιόπης Τσουπάκη είναι ένα νέο, άγνωστο μουσικό έργο.  Πώς το προσεγγίσατε; Μιλήσατε με τη συνθέτρια; Ανατρέξατε σε ιστορικές πηγές για να μάθετε περισσότερα γύρω από τον χαρακτήρα που θα ερμηνεύσετε;
Κατ' αρχάς, το έργο αυτό γράφτηκε πάνω στη φωνή μου, με εμένα στο μυαλό της. Αυτό όμως που κάνω πάντα είναι να ξεκινήσω από τον χαρακτήρα που θα υποδυθώ θεατρικά. Διάβασα βιβλία, είδα ντοκιμαντέρ για τον Καποδίστρια θέλοντας να τον γνωρίσω καλύτερα. Βέβαια, όταν έπιασα ολοκληρωμένο το έργο στα χέρια μου, συνειδητοποίησα ότι δεν επικεντρωνόταν σε όσα έγραφαν τα βιβλία αλλά στον άνθρωπο Καποδίστρια ή μάλλον μια εκδοχή του. Το λιμπρέτο βασίζεται κυρίως σε επιστολές του προς την Ρωξάνδρα Στούρτζα, κυρία επί των τιμών της συζύγου του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄. Ήταν ένας έρωτας πλατωνικός, που ποτέ δεν πραγματώθηκε. Ίσως και να μην είχαν αγγιχτεί ποτέ. Συναντιόντουσαν μόνο στη Φιλόμουση Εταιρεία της Βιέννης και εκείνη του έπαιζε πιάνο. Ο Καποδίστριας ήταν ένας θρησκευόμενος, αρκετά κρατημένος άνθρωπος, με μια υπερβολική αίσθηση του καθήκοντος-ρομαντική θα λέγαμε. Ήταν μόνος του αλλά δεν το ήθελε, είχε πολύ έντονη την ανάγκη επικοινωνίας. Σε όλες τις επιστολές του τελείωνε με τη φράση «μη με ξεχνάτε, κρατήστε και για μένα μια θέση στη μνήμη σας». Αυτήν την ιδιαίτερη και πολύ μοναχική πλευρά της ψυχής του προσπαθούμε να βρούμε και να φωτίσουμε.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Τι θα δούμε και τι θα ακούσουμε σε αυτή την παράσταση;
Το έργο εστιάζει στην εναλλαγή επιθυμίας και πραγματικότητας. Ξεκινά όταν ο Καποδίστριας είναι πια νεκρός. Ό,τι ζει πάνω στη σκηνή είναι, θα λέγαμε, μια επιθανάτια εμπειρία. Ο Θέμελης Γλυνάτσης δημιούργησε μια ιστορία σαν ταινία, που ξετυλίγεται σε έναν κόσμο απόκοσμο, σε μια άλλη διάσταση, ακόμα και κινησιολογικά, δεν θα είναι απόλυτα φυσιολογικές οι κινήσεις, ούτε ο ρυθμός, και φώτισε τις πλευρές εκείνες που, συμφωνήσαμε όλοι, ότι αναφέρονται στη μοναξιά του ήρωα. Όπως στο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, ο Καποδίστριας προσπαθεί να βρει τη Ρωξάνδρα αλλά εκείνη χάνεται. Είναι μια απρόσωπη ανάμνηση. Μια σκιά, όπως άλλωστε τη βλέπουμε κι εμείς σε όλο σχεδόν το έργο. Το λιμπρέτο, διάσπαρτα λόγια που τα απευθύνει όχι μόνο στην αγαπημένη του αλλά και στο κοινό, κινείται σε τρεις άξονες: ο πρώτος είναι ένα lamento, ένας εσωτερικός μονόλογος, εγκλωβισμένος στην πρώτη ανάμνησή της, αισθάνεται ότι τη χάνει. Ο δεύτερος άξονας είναι η επιθυμία, φαντασιώνεται τον εαυτό του διαφορετικά, όπως ίσως θα ήθελε να είναι, για παράδειγμα βλέπουμε μια ερωτική σκηνή που ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, και ο τρίτος είναι η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, η αίσθηση του καθήκοντος και ο θάνατος. Η Καλλιόπη Τσουπάκη έχει συνθέσει πολύ όμορφα μουσικά μέρη για την ορχήστρα που αποτελείται από επτά εκπληκτικούς σολίστ. Είναι ένα εσωτερικό, περισυλλογιστικό έργο που ακούγεται ωστόσο πολύ ευχάριστα, δεν έχει καθόλου τον «κακόφωνο» χαρακτήρα που μας έχουν συνηθίσει πολλά σύγχρονα έργα. Όλα λειτουργούν αρμονικά.

Τον αγαπήσατε τελικά αυτόν το άνθρωπο μέσα από τον ρόλο σας;
Τι είναι ο ρόλος; Κάποιες λέξεις γραμμένες σε ένα χαρτί. Ο ρόλος αποκτά ουσία όταν ο ηθοποιός ή ο τραγουδιστής τον ερμηνεύει σύμφωνα με τις δικές του εμπειρίες. Πώς δηλαδή θα αντιδρούσε ο ίδιος σε αντίστοιχες καταστάσεις. Ακόμα κι όταν παίζω τον κακό, ψάχνω να βρω πτυχές του εαυτού μου που ξέρω ότι δεν είναι καλές και τις αξιοποιώ. Εννοείται ότι και στον Καποδίστρια έβαλα πράγματα από τον εαυτό μου. Δεν θέλω να τραγουδώ τον ρόλο, θέλω να είμαι αυτός.


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice