Θεατρο - Οπερα

Δημήτρης Τάρλοου: «Είμαι υπέρμαχος του τίποτα»

«Θέλουμε να είναι το Πορεία ένας κόσμος ηθικής, μαγείας, ησυχαστηρίου, επικοινωνίας, ανταμοιβής των κόπων, μοιράσματος σε όλα τα επίπεδα».

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 761
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου μιλάει για τη ζωή του, τους γονείς και τον παππού του Καραγάτση, το θέατρο Πορεία, τους ηθοποιούς του, την Ελλάδα.

Την οικογενειακή μου ιστορία την ξέρει ο κόσμος, ούτως ή άλλως, γιατί ο Καραγάτσης είναι ένα δημόσιο πρόσωπο εδώ και πολλές δεκαετίες – υπάρχει το αρχείο Καραγάτση, δεν περίμεναν από εμένα να την ανακαλύψουν. Εγώ προσωπικά προσπάθησα μόνο να τη φωτίσω με τη δική μου καλλιτεχνική ματιά. Ο παππούς μου ονόμασε τη μητέρα μου Μαρίνα, γεννήθηκε λίγο μετά την έκδοση της “Μεγάλη Χίμαιρας”, δεν νομίζω ότι υπήρχε όμως καμία πρόθεση ταύτισης με την ηρωίδα. Σήμερα γενικά φαίνεται να υπάρχει ένα ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και για τα ήδη αναγνωρισμένα της δημιουργήματα. Αυτό επιβεβαιώθηκε και με την παράσταση της Χίμαιρας ή του “Γιούγκερμαν”, παρόλο που η γλώσσα του θεάτρου είναι πάντα αντίπαλος της λογοτεχνικής γλώσσας.

Ο πατέρας μου ήρθε ως απλός τουρίστας στη δεκαετία του ’60 από την Αμερική. Υπήρξε  πολύ γνωστός καλλιτέχνης και ζωγράφος τη δεκαετία του ’70, απέκτησε φίλους από το κίνημα της την Αθηναϊκής Σχολής που πίστεψε στην ελληνικότητα, ανάμεσά τους ο Γιάννης Τσαρούχης, η Νίκη Καραγάτση, o Γιώργος Μανουσάκης, και ελληνοποιήθηκε. Έζησε 15 συναπτά έτη στην Ελλάδα, εδώ και 35 χρόνια όμως ζει στην Αμερική στο Colorado, ως ζωγράφος.

Πέρασα στη Φιλοσοφική, νέος έγραψα κάποια ποιήματα επηρεασμένος από την συναναστροφή μου με τον Νίκο Καρούζο, αυτόν τον ποιητή με την πολύ έντονη προσωπικότητα που με βοήθησε να καταλάβω πρακτικά πόσο ακραίο πράγμα είναι να είσαι καλλιτέχνης. Βέβαια εκείνος ζούσε κάθε μέρα ακραία ,σύμφωνα με την δική του κοσμοθεωρία- εγώ δεν μπορούσα να το κάνω στον βαθμό αυτόν- αλλά με βοήθησε να καταλάβω τις δικές μου ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά, να πιστέψω σε κάτι, να γράψω. Αν κάτι λείπει από το ελληνικό θέατρο είναι η ποίηση. Και ποίηση δεν είναι μόνο το να γράφεις. Υπάρχει και η ποιητική καθημερινότητα. Είναι κάποια πράγματα που κάναμε με τον Καρούζο, που δεν περιγράφονται. Δεν ήταν παρακμιακός, όπως ο κόσμος φαντάζεται, αλλά ένας συνειδητός κοσμοκαλόγερος. Ένιωθε ότι μόνο ζώντας έτσι, σαν πλάνητας της αθηναϊκής μεγαλούπολης, θα εδικαιούτο να λέει ότι είναι ποιητής, κι αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό παράδειγμα για ένα παιδί 17 ετών. Από την άλλη, υπήρχε η ατμόσφαιρα του σπιτιού μου, γιατί ζούσα με μια μητέρα που ήταν κόρη συγγραφέα και είχε και η ίδια μεγάλη καλλιτεχνικότητα, και δύο ζωγράφους, τη γιαγιά μου και τον πατέρα μου, που η ζωή τους ήταν συνυφασμένη με εικόνες. Με έτρεχαν στα μουσεία και θυμάμαι πως βαριόμουν, σήμερα όμως σκέφτομαι πόσα πράγματα που τότε μισούσα να βλέπω, τα έχω εσωτερικεύσει και τώρα τα χρησιμοποιώ στη σκηνοθεσία μου. Η εικόνα έχει εξίσου μεγάλη σημασία με την αληθινή επικοινωνία. 

Το θέατρο Πορεία είναι ένα ιστορικό θέατρο, με την έννοια της διάρκειας, και αυτό είναι περίεργο στην Ελλάδα όπου πολύ λίγοι χώροι μες στον χρόνο έχουν κρατήσει την ιδιότητά τους. Στη χώρα μας δεν συναντάμε θέατρα, όπερες, εστιατόρια ή μπαρ 100 ετών. Το Πορεία ξεκίνησε το 1961 ως θέατρο, από εκεί πέρασαν καινοτόμοι καλλιτέχνες και σκηνοθέτες, όπως ο Δαμιανός, ο Τριβιζάς, ο Παπαβασιλείου και τόσοι άλλοι. Είναι ενδιαφέρον που ενώ το 2000, σε μια ριζική ανακαίνιση, έμεινε μόνο το κέλυφος και τα καμαρίνια, ενώ άλλαξε πλήρως η διάταξη της πλατείας και η σκηνή από ιταλική υπερυψωμένη ταπεινώθηκε , και δημιουργήθηκε ουσιαστικά ένα μεταβαλλόμενο Black box, δεν άλλαξε η σχέση του με το κοινό που πάντα είχε την αίσθηση της εγγύτητας με τους ηθοποιούς. Παρέμεινε σταθερό στην ποιότητα δεδομένου ότι από δω έχουν περάσει πάρα πολλοί σημαντικοί σκηνοθέτες, όπως ο Γκραουζίνις, η Ρενάτε Τζετ, ο Χουβαρδάς, ο Λιβαθινός, ο Καλαβριανός και πολλοί ακόμα.. Το “Δάφνις και Χλόη” το 2005 το παρακολούθησαν 10.000 θεατές, καθόλου ευκαταφρόνητο νούμερο για εκείνη την εποχή. Παίχτηκαν έργα πολύ δύσκολα, ψυχολογικά και εικαστικά με κορύφωση τη “Μεγάλη χίμαιρα” που την παρακολούθησαν 100.000 θεατές. Υπήρξαν και παραστάσεις μικρότερης αποδοχής αλλά πότε δεν υπήρξε ροπή προς τη στείρα πρωτοπορία ή ερευνητικότητα που κάνει ένα θέαμα να είναι απροσπέλαστο.

Η οξυδέρκεια δεν συσχετίζεται με τη διάθεση να μειώσεις ή να ειρωνευτείς τον άλλον, ή την κοφτερή γλώσσα. Η συνύπαρξη της ευγένειας και της οξυδέρκειας απαγορεύει να γίνεις αγενής ή χυδαίος. Μονάχα όταν μπορείς να αυτοσαρκάζεσαι, μπορείς και να κάνεις χιούμορ με τους άλλους, αλλιώς έχεις αστοχήσει και ζητάς συγνώμη. Θεωρώ πολύ άσχημο να μειώνεις τους συνεργάτες σου. Πόσω δε μάλλον όταν είσαι αυτός που εμπνέει μια δουλειά. Πρέπει να είσαι συλλέκτης, αλεξικέραυνο και καθοδηγητής, όχι αυτός που μειώνει. 

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη «χτυπιέται» στη σκηνή της “Μεγάλης Χίμαιρας”, ο Στάνκογλου δίνει τρίωρη παράσταση στον “Γιούγκερμαν”, η Θάλεια Σταματέλου παίζει τυλιγμένη μόνο σε ένα σεντόνι τη στιγμή που οι θεατές φορούν πουλόβερ, η Κόρα Καρβούνη κολυμπά σε μία πισίνα έστω θερμαινόμενη. Δεν ανησυχώ για τέτοιου είδους “ταλαιπωρίες”, μόνο τη μηχανική δραστηριότητα που δεν έχει κάποιο σωματικό αντίκτυπο φοβάμαι, τις παραστάσεις  που οι ηθοποιοί δεν χρειάζονται χρόνο μέχρι να συνέλθουν και να πάνε να πιούνε ένα κρασί. Ο χρόνος αυτός είναι απόδειξη ότι οι ηθοποιοί έζησαν κάτι κανονικά. Φοβάμαι το θέατρο που δεν συμβαίνει τίποτα. Εκεί ανησυχώ σφόδρα. 

Δεν θέλω να παρευρίσκομαι όταν διαλύονται τα σκηνικά, πάω όταν πια σηκώνουμε το επόμενο. Αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη και περηφάνια στις περισσότερες παραγωγές, όταν όλοι οι συνεργάτες βιώνουν έναν δύσκολο αποχαιρετισμό. Το κινηματογραφικό συνεργείο που συνεργαστήκαμε μες στην πανδημία σε 10 μέρες, αισθάνθηκε μέρος μιας οικογένειας, αυτό μου δείχνει ότι όποιος μπαίνει εδώ μέσα νιώθει μέρος ενός φιλόξενου χώρου. Όταν μου το αποδίδουν , περισσότερο εκπλήσσομαι παρά το θεωρώ δεδομένο. Δεν το επιδιώκω συνειδητά, αλλά όταν συμβαίνει είναι πολύ συγκινητικό. Μας το επιβεβαίωσαν και τα αμέτρητα μηνύματα των θεατών. Δεν είχα ιδέα ότι μπορεί να έχουμε τόσο μεγάλη επίδραση στις ψυχές των ανθρώπων και φάνηκε στην καραντίνα που ήμασταν όλοι πολύ ζορισμένοι, δεν περίμενα 800.000 άνθρωποι να πατήσουν ένα κουμπί που αφορά παράστασή μας.  

Είμαι υπέρμαχος του τίποτα, για αυτό διάλεξα αυτό το επάγγελμα. Αδιαφορώ για κειμήλια, δεν έχω εμμονή να μείνει κάτι. Τίποτα να μη μείνει. Ούτε έργο ζωγραφικής, ούτε άγαλμα, ούτε Παρθενώνας, ούτε θέατρο, όπως λέει και ο Δημητριάδης, όλα θα γίνουν αυτό που είναι –στάχτη– και εμείς θα είμαστε αυτό που είμαστε – αν είμαστε. Αυτό που κάνουμε θα μείνει αναμμένο σε αυτές τις δύο ώρες που παίζεται πάνω στη σκηνή. Αυτό είναι το τρομακτικό, δεν είναι ο Παρθενώνας που θα κρατήσει και 3.000 χρόνια. Αυτό που κάνουμε εμείς σε δύο ώρες έχει την ίδια για μένα αξία με τον Παρθενώνα και δεν χρειάζεται να αποτυπωθεί σε κανένα βίντεο. Άσχετα αν γίνεται τώρα στην πανδημία κάτι για να το δουν και άτομα που δεν μπορούν να ταξιδέψουν, ανάπηροι, ομογενείς, είναι κατανοητό. Τίποτα δεν έχει νόημα όσο η προσωπική επαφή την ώρα πού παίζεται το έργο – και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.   

Επιλέγω έργα τα οποία να μην έχουν παιχτεί πολύ πρόσφατα ώστε να υπάρχει μια επιθυμία του κόσμου να τα δει, αλλά δεν αποφασίζω με στεγνή λογική. Δε με πειράζει καθόλου να είναι κάτι χιλιοπαιγμένο, αρκεί να έχω κάποια ιδέα πάνω σε αυτό και να έχω οδηγηθεί λογικά από μία προηγούμενη παράσταση. Στο ''Ευχαριστημένο'' της Μαρίνας Καραγάτση υπάρχει μεγάλη μαστοριά σαν η ίδια να συγκέντρωνε στοιχεία πολύ καιρό. Ήθελε να το γράψει νωρίτερα, στα 20 της, αλλά την απέτρεψε ο πατέρας της, ενώ ο Εμπειρίκος την ενθάρρυνε να το κάνει. Είναι μία προσωπική αφήγηση, μυθιστόρημα απολογισμού, συγχώρεσης και ταυτόχρονα ένα πολύ ενδιαφέρον λογοτεχνικό υβρίδιο που περιλαμβάνει στοιχεία μυθοπλασίας σε συνδυασμό με ντοκιμαντέρ, δημιουργώντας μία ιστορία πολύ ενδιαφέρουσα που το αποτέλεσμα δικαιώνει.

Πέρα από τον Καραγάτση που είχε υπάρξει κριτικός θεάτρου για ένα διάστημα, δεν υπήρχε μέλος της οικογένειάς μου που να έχει ασχοληθεί ενεργά με το θέατρο, άρα είμαι ο πρώτος. Και ίσως αυτό να είναι σωτήριο, διότι η έκφραση της καλλιτεχνικότητας που είχα, έγινε σε έναν τομέα όπου δεν είχα τον φόβο της σύγκρισης και μπορούσα να εκφραστώ πιο ελεύθερα. Οι δυνατότητες σου έχουν σχέση με το τι είσαι εσωτερικά σαν ακέραια ύπαρξη. Η ιστορία των δικών σου δεν είναι κάτι δεδομένο, δεν σημαίνει ότι επειδή κάποιοι πρόγονοί σου ήταν κάποιοι θα είσαι και εσύ. Έχω γνωρίσει πολύ μεγάλες απογοητεύσεις, έχω χτίσει τη δική μου ιστορία και προσωπικότητα με κόπο. Αυτό το θέατρο έγινε με κόπο, απλά δεν το νιώθω ως κόπο. Έχω φάει και εγώ πολύ ξύλο για να δημιουργήσω τη δική μου ιστορία και προσωπικότητα. Είναι μέσα στο «αγροτικό» σου πρέπει να το φας το ξύλο, μπορώ να πω ότι όλη η ζωή στην Ελλάδα είναι ένα αγροτικό και όταν πεθάνεις υπάρχουν δύο περιπτώσεις: να λένε αυτοί που σε μισούσαν τι καλός που ήσουν ή να λένε τι καλά που έφυγες. Τρίτη περίπτωση δεν υπάρχει.

Μεγαλύτερο σκοτάδι από αυτό της ύπαρξης δεν υπάρχει, αν το αντιληφθεί κανείς αυτό εγκαίρως μπορεί να δει την φλόγα, το φως που υπάρχει μέσα στην τέχνη, το οποίο μπορεί να είναι κάποιος προβολέας που φωτίζει τον ηθοποιό για κάποια λεπτά η κάποια ώρα. Η τέχνη είναι μία συνεχής προσομοίωση θανάτου και ταυτόχρονα μία απόδειξη αθανασίας. Μέσω αυτής της στιγμιαίας αποτύπωσης του εφήμερου, αυτής της ζωντανής θεατρικής επικοινωνίας, χωρίς ενδιάμεσα, χωρίς την κάμερα, είναι μία συνεχής πρόβα θανάτου που όμως δημιουργεί την αίσθηση της ζωής άρα και της ελπίδας της αθανασίας. Γιατί αυτό που αποτυπώνεται σε μία σκηνή είναι κάτι που μένει εσαεί ως αποτέλεσμα μέσα μας αν σκεφτούμε ότι η ψυχή είναι το μόνο αιώνιο.

Η λειτουργία του θεάτρου είναι μία θρησκευτική λειτουργία, άρα μία προσδοκία Αναστάσεως. Πιστεύω ακράδαντα στο περιστέρι που έρχεται και κάθεται στον ώμο σου με τη μορφή της έμπνευσης που σε καθοδηγεί. Άνθρωποι που γνωρίζουμε είναι άνθρωποι που έχουμε ξαναδεί σε αυτή  ή σε άλλη ζωή. Οπωσδήποτε υπάρχουν συμβάντα που είναι σημαδιακά, κάτι που μας καθοδηγεί, η μοίρα, ο Θεός, η ειμαρμένη, το πεπρωμένο. Το αφήνω να με καθοδηγεί χωρίς να πηγαίνω κόντρα. Το περιστέρι κάθεται σε όσους το αφήνουν να κάτσει, σε όσους το αναγνωρίζουν και καταλαβαίνουν τι είναι. Μπορεί να το αντιμετωπίσεις σαν ενόχληση, αν καταλάβεις όμως ότι είναι η θεία Έμπνευση θα το καλωσορίσεις. Δεν το καλείς ποτέ, του επιτρέπεις.

Όποτε έχουμε άγχος δεν πετυχαίνουμε κάτι, οι καλύτερες πρόβες που έχω κάνει ήταν αυτές που δεν επιδίωξα τίποτα, άφησα τους ηθοποιούς να παίξουν με το κείμενο, να δημιουργήσουν και έδωσα απλά την ατμόσφαιρα, τίποτε άλλο. Αυτό είναι για μένα το κλειδί, να μπορείς να επιτρέπεις, να μην καθοδηγείς με αυστηρό τρόπο αλλά να υπάρχουν έστω 5 λεπτά αληθινής επικοινωνίας του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς για να αντιληφθούν τι πρέπει να γίνει και να το δημιουργούν μόνοι τους.

Καλός ηθοποιός για μένα είναι ο αληθινός ηθοποιός που ασκεί το επάγγελμα με μία συγκεκριμένη ηθική και μία συγκεκριμένη πρόθεση. Οι ηθοποιοί μας επιλέγονται με γνώμονα τον ηθικό τους πυρήνα. Όχι ηθικολογικά, το αντίθετο. Θέλουμε να είναι το Πορεία ένας άλλος κόσμος από όλες τις απόψεις, ηθικής, μαγείας, ησυχαστηρίου, επικοινωνίας, ανταμοιβής των κόπων, μοιράσματος σε όλα τα επίπεδα. Ο εμπνευστής της προσπάθειας πρέπει να τα έχει όλα αυτά υπόψη του. Δύσκολη ισορροπία. Αυτή τη στιγμή εξαρτώνται τόσες οικογένειες, πρέπει να τους φροντίζουμε όλους σαν κόρη οφθαλμού, να μην αρρωστήσει κανείς και ταυτόχρονα να υπάρχει έμπνευση για να μπορείς να δουλέψεις. Ίσως αυτή η πανδημία να είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία μας τα τελευταία πενήντα χρόνια τουλάχιστον. Η ανθρωπότητα δοκιμάζεται αλλά νομίζω ότι αυτό θα αφήσει ένα μεγάλο αποτύπωμα που αρχικά μοιάζει πολύ δυσάρεστο σε επίπεδο προσωπικής επαφής, αγγίγματος, φόβου, βίας, φτώχειας. Αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί και το πατάω επί πτωμάτων, ο ωχαδελφισμός, η εγωιστική κατάσταση παγκοσμίως.

Η επιθυμία των «Τριών αδελφών» του Τσέχoφ δεν έχει να κάνει με πραγματική διάθεση να φτιάξουν βαλίτσες και είναι σαφές από το πρώτο λεπτό στο έργο ότι δεν πρόκειται να πάνε πουθενά. Γιατί η κατάσταση του ανθρώπου είναι η απόλυτη αδράνεια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παρά να περιμένουμε το τέλος, ενδιάμεσα ανταλλάσσουμε και κάποια πράγματα, κάποιες μηχανικές κινήσεις, αλλά στην πραγματικότητα όλοι περιμένουμε το τέλος. Κάνοντας Τσέχoφ συνειδητοποίησα σε πολύ μεγάλο βαθμό ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που θέλουν να πάνε κάπου, δεν θέλουν τίποτα να αλλάξει. Αυτό υπάρχει έντονο και στις ταινίες του Woody Allen, που είναι ανάλαφρες, κάποιες σπαρταριστές κωμωδίες, αλλά σε καμία από αυτές τις ταινίες δεν βγαίνεις χωρίς να έχεις ένα σφίξιμο στο στομάχι. Γεμίζουμε τη ζωή μας με ατελείωτες κινήσεις για να μη σκεφτόμαστε τη μία και μοναδική, που είναι ο θάνατος.

Περάσαμε μια εποχή μεγάλης ευημερίας. Οι μοναδικές δεκαετίες πραγματικής αύξησης του εισοδήματος των Ελλήνων ήταν όταν παίρναμε τα πρώτα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση – χωρίς να έχουμε την αίσθηση ότι είναι χρήματα δανεικά. H δεκαετία του ’80, του ’90, μέχρι τις αρχές του 2000, ήτανε δεκαετίες που οι Έλληνες άλλαξαν βιοτικό επίπεδο αλλά η παιδεία πήγε προς το χειρότερο, οπότε ο συνδυασμός πλουτισμού και ελλειμματικής παιδείας ήταν εκρηκτικά αρνητικός. Σαν αποτέλεσμα, βλέπουμε σήμερα τα απόνερα του ύστερου καπιταλισμού. Όπως συνέβη και στη Ρωσία με τους νεόπλουτους και τη ρωσική μαφία έτσι και στην Ελλάδα έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα – αλλά η Ελλάδα ήταν και είναι μια φτωχή χώρα. Αν και είμαστε στις 50 πιο πλούσιες χώρες και ανήκουμε σε μια ελίτ χωρών με υψηλό βιοτικό επίπεδο, ξεχάσαμε ότι για πάρα πολλά χρόνια ήμασταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα χώρα από άλλες απόψεις – από πλευρά παράδοσης, λαογραφικού πλούτου, ποίησης, λογοτεχνίας, παραμυθιών, εθίμων, χορών. Από τη στιγμή που αυτά για τον Έλληνα έγιναν όνειδος, αιτία ντροπής έναντι της πολιτισμένης Δύσης, η Ελλάδα άρχισε να παίρνει την κατηφόρα, να πιθηκίζει τη Δύση χωρίς να παίρνει τα καλά της. Αρνούμενη τον εαυτό της έγινε ένα έθνος Frankenstein. Έτσι συμβαίνει όταν δεν αγαπάς και δεν σέβεσαι αυτό από το οποίο προέρχεσαι, και όχι μόνο την αρχαία Ελλάδα, αλλά την τεράστια ιστορία μας η οποία περιλαμβάνει και την εν πολλοίς άγνωστη και μισητή για πολλούς ιστορία του Βυζαντίου. Οι περισσότεροι κάνουν ένα απονενοημένο άλμα από έναν εξιδανικευμένο χρυσούν αιώνα στο άχαρο σήμερα, με ενδιάμεσο αναγκαστικό σταθμό την ελληνική επανάσταση από τον τουρκικό ζυγό, αιτία όλων των δεινών. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα το πώς αποτύχαμε ως κράτος από το 1821 έως σήμερα. Διαπιστώνουμε  ότι είμαστε ένα αποτυχημένο κράτος, χωρίς ουσιώδη εξέλιξη. Εκ των υστέρων, με μπαλώματα, δεν διορθώνεται η κατάσταση, το πείραμα δεν ήταν επιτυχημένο, όπως δεν ήταν επιτυχημένος και ο τρόπος που αναπτύχθηκε η Αθήνα. Ήρθαν οι Βαυαροί σε ένα χωριουδάκι που ήταν στην επανάσταση και χτίσανε μια πόλη όμορφη, ρυμοτομημένη σε ευρωπαϊκά πρότυπα, που αντί να εξελιχθεί σε μια μητρόπολη του ευρωπαϊκού Νότου μαζί μ’ όλες τις ομορφιές της ελληνικής φύσης και το μοναδικό αττικό τοπίο, κατάντησε να είναι κάτι για το οποίο ντρεπόμαστε. Καταστρέψαμε τα πάντα για να χτίσουμε πολυκατοικίες δήθεν για ανέσεις, για να βρει ο κόσμος της επαρχίας στέγη και δουλειά, πράγματα κατανοητά – αλλά κι άλλοι λαοί αντιμετώπισαν τέτοια θέματα, δεν κατακρεούργησαν τα κέντρα των πόλεών τους. Υπάρχουν μεγάλες παθογένειες εγκατεστημένες, που δύσκολα μπορούμε να σκεφτούμε ότι μπορεί να αλλάξουν.

Η βία είναι η μαμή της ιστορίας, πάντα παρούσα στη πολιτική διαδρομή. Από τη στιγμή που αμφισβητήθηκαν οι ανθρωπιστικές σπουδές και άρχισε να γιγαντώνεται σε μεγάλο βαθμό η θρησκευτική μισαλλοδοξία και ο αγώνας για επιβίωση, ή λόγω κλιματολογικών συνθηκών, άρχισε ένας τρίτος παγκόσμιος με τη βία διάσπαρτη μέσα στις πόλεις και με μεγάλη πληγή τη μετανάστευση, η οποία γίνεται όλο και πιο πιεστική. Όσο η γηραιά ήπειρος γηράσκει, μένει ανενεργή και κρατάει μόνο το κέλυφός της και όχι το περιεχόμενο, θα υφίσταται την συνεχή πίεση ομάδων οι οποίες προσπαθούν να επιβιώσουν. Το θέμα είναι ότι οι γηράσκοντες πολιτισμοί τελικά ενδίδουν και γίνεται μία αναγκαστική αποδοχή και όσμωση. Το πόσο αίμα θα χυθεί δεν το γνωρίζω, αλλά δεν βλέπω η πολιτική ορθότητα να βοηθάει στην αποφυγή ή τη μείωση της βίας.

Ο καύσωνας χρειάζεται για να υπάρξει το φως της Ελλάδας, αυτό αναφέρεται στη “Δόξα Κοινή”, μια παράσταση που θα ήθελα να τη συνεχίσω. Το αναφέρει ο Εμπειρίκος, κάτω από το ανελέητο και σκληρό ελληνικό φως διαλύονται και αναλύονται τα πάντα, κάτω από αυτό χάνονται και οι αντιστάσεις, οδηγεί σε μία ξέφρενη θέωση. Το πόσο έντονο είναι καθρεφτίζεται στις καθημερινές πράξεις των ανθρώπων, σε αυτό το παρανοϊκό που υπάρχει στην ελληνική πραγματικότητα και που σε μας είναι κατανοητό αλλά για τους απέξω είναι πολύ περίεργο. Δεν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή στο κάθετο λιοπύρι σε αυτή τη μεγάλου ενδιαφέροντος διάλυση. Θα υπάρξουν διακλιματικά φαινόμενα τα επόμενα χρόνια, αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ένα μικρό κομμάτι του τι επιφυλάσσει το μέλλον, κυκλώνες και τρομερές καταιγίδες θα πνίγουν σε λίγα λεπτά πόλεις και πεδιάδες -τα βλέπουμε ήδη – αλλά το αιγαιοπελαγίτικο κάθετο φως δεν θα αλλάξει σύντομα.

Info Όλες οι φετινές παραγωγές του Θεάτρου Πορεία θα παρουσιαστούν διαδικτυακά  σε live streaming.