Θεατρο - Οπερα

Μια απάντηση σε κάθε Δημήτρη Καραντζά

Το σημερινό κείμενο αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους που σε μια νύχτα έγιναν ποστ σε κάποιο social media

Έρρικα Ρούσσου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η δημοσιογράφος Έρρικα Ρούσσου απαντά στο κείμενο που ανήρτησε ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζάς στα προσωπικά του social media.

Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να ξεκινήσει μυθιστορηματικά. Με ένα «μια και δέκα το ξημέρωμα, στο αναθεμματισμένο σκρολ στο Facebook έπεσα πάνω στο όνομά μου. Δύο φορές». Θα μπορούσε να ξεκινήσει παραφραστικά με ένα «είναι η δημοσιότητα, ηλίθιε». Ή απλώς θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μία και μόνη λέξη: «Κρίμα».

Γιατί όλο αυτό θα μπορούσε να έχει λυθεί με ένα απλό προσωπικό μήνυμα. Ένα DM όπως λένε και στα social media. Όχι τόσο χάρη στην προσωπική σχέση που τόσα χρόνια χτίζουμε με τον εκάστοτε καλλιτέχνη που μας βοηθάει και τον βοηθάμε με απώτερο σκοπό να υπάρξει πολιτισμός. Με όλες τις έννοιες αυτής της λέξης που δυστυχώς υπάρχει πια μόνο ως μέσο εκμετάλλευσης ή εντυπωσιασμού αναλόγως την περίσταση.

Χθες το βράδυ λοιπόν, ξημερώματα, από τον φίλο μου στο Facebook και όχι συνεργάτη μου -γιατί σε αυτήν τη δουλειά όταν γράφεις για πολιτισμό, συνεργάζεσαι κυρίως με τους ανθρώπους που δουλεύουν γι αυτόν- αλλά ούτε και τον εκπρόσωπο κανενός πολιτισμού εξόν από τον προαναφερθέντα του εντυπωσιασμού Δημήτρη Καραντζά διαβάζω το όνομά μου δύο φορές σε ένα ποστ του όπου μεταξύ άλλων χρησιμοποιεί και τη φράση «Κανένας φόβος και καμιά ανοχή χάριν "δημοσιότητας"». Στο εν λόγω ποστ ζητά να κατέβει το podcast που κάναμε μαζί στην ATHENS VOICE ενώ μαζί με το αίτημά του συνοδεύει το screenshot, με δύο-τρεις μόνο φράσεις ενός κειμένου, το οποίο δεν υπογράφω εγώ. 

Δεν θα μιλήσω για τη δημοσιότητα που υποστηρίζει ότι δεν διεκδικεί ο Δημήτρης. Προς το παρόν δεν θα μιλήσω για τίποτα περισσότερο από τα δεδομένα. Μέσα σε αυτά βρίσκεται και το γεγονός ότι στο επόμενο λεπτό που ο Δημήτρης και ο κάθε Δημήτρης που έχουμε μαζί μια συνεργασία μου έστελνε ένα προσωπικό μήνυμα ή με έπαιρνε ένα τηλέφωνο ζητώντας μου να κατέβει το πόντκαστ του, η επιθυμία του, ακόμα και χωρίς βάση, θα ήταν φυσικά διαταγή μου. Πού καιρός όμως για προσωπικές επαφές, σωστά; Τι νόημα έχει να κατέβει κάτι εάν πρώτα δεν λάβει την απαραίτητη αναγνώριση με likes και αντιδράσεις. Κανένα.

Αλλά και πάλι, για να είμαι ειλικρινής δεν θέλω να σταθώ ούτε σε αυτό. Η ανάγκη για αναγνώριση είναι μεγάλη και τα social media είναι ο κατάλληλος καθρέφτης για να την χωρέσει μέσα του. Εκείνο που πραγματικά με ενόχλησε για να μην χρησιμοποιήσω τη λέξη με πρόσβαλε που είναι και η πιο σωστή είναι το γεγονός ότι δεν ενημερώθηκα ποτέ για όλα τα παραπάνω. Γιατί πια δεν χρειάζεται να ενημερώνει κανείς κανέναν μάλλον. Γιατί πλέον, δεν χρειάζεται μάλλον τίποτα. Αρκεί να έχεις να πεις κάτι βαρύγδουπο. Αυτό προφανώς δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση του Δημήτρη. Όλοι μας -μάλλον- τα βαρύγδουπα ψάχνουμε για να βγούμε προς τα έξω. Δεν καταλαβαίνουμε όμως ότι τα απλά είναι αυτά που θα μας φέρουν όλους πιο κοντά. Η απλότητα, η αμεσότητα, ο σεβασμός. Αυτά είναι που μπορούν να μας δώσουν πραγματικές σχέσεις. Αλλά δεν είμαι σίγουρη πλέον ότι τις θέλουμε. Ή ότι τις αντέχουμε. Γιατί όπως λέει πλέον και το μότο, από μακριά είμαστε μάλλον πιο ασφαλείς. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που γράφω με πραγματική λύπη για τους ανθρώπους που μας έχουν κάνει τα social media. Ακόμα όμως και αν δεν πέφτω από τα σύννεφα με μια τέτοια εξέλιξη, δεν θα σταματήσουν ποτέ -εύχομαι- να με ταράζουν οι ανθρώπινες σχέσεις που αυτά διαβάλλουν σταθερά και μεθοδικά. Και αυτήν την ταραχή τη θεωρώ νίκη. Μια νίκη απέναντι στα ρομπότ που τσακώνονται πίσω από τις οθόνες τους και μετά ήρεμα σαν να μην έγινε και τίποτα επιστρέφουν στην κανονικότητά τους. Λυπάμαι αλλά για μένα έγινε. Χθες το βράδυ αντί να λάβω ένα τηλεφώνημα, βρέθηκα εξαπίνης να διαβάζω το όνομά μου σε ένα ποστ που δεν γράφτηκε για να πάει τον κόσμο μπροστά. Και σίγουρα ούτε τον πολιτισμό. Και σίγουρα η εύκολη απάντηση σε αυτό είναι το «ναι, αλλά δεν το ξεκίνησα εγώ». Η αποποίηση ευθυνών ωστόσο δεν είναι παρά το χαώδες σκηνικό που μας μετατρέπει σε σκουπιδοφάγους των αντιδράσεων. Της καρδούλας, του γέλιου, της θλίψης, της αποδοχής.

Την περίοδο της καραντίνας έγραφα ότι είμαι σίγουρη πως όλος αυτός ο εγκλεισμός που βιώσαμε αν μη τι άλλο θα μας ταρακουνήσει. Ξανασυστηνόμαστε λοιπόν. Αυτό κάνουμε. Χωρίς χειραψίες αλλά με δάχτυλα που χτυπάνε με μανία κάποια πλήκτρα. Που δεν φταίνε. Γιατί αυτός που ουσιαστικά μας φταίει είναι ο εαυτός μας. Και με αυτόν οφείλουμε να τα βρούμε εάν θέλουμε να πάμε μπροστά. Με τυφλά ποστ το μόνο που καταφέρνουμε είναι το μπάχαλο. Στο οποίο ευτυχώς ή δυστυχώς έχουμε μάθει να νιώθουμε οικεία. Αλλά όλο αυτό κάπου πρέπει να σταματήσει. Και ο Δημήτρης και ο κάθε Δημήτρης που θέλει να ζητήσει κάτι από κάποιον, να το κάνει όχι πίσω από ένα τοίχο.

Γιατί αυτός ο τοίχος ούτε έχει ούτε γράφει τη δική του ιστορία. Είναι τρομακτικό να το πιστεύουμε ακόμα αυτό. Όπως φυσικά τρομακτικά είναι πολλά άλλα πράγματα με τα οποία έχουμε κάθε δικαίωμα να διαφωνούμε. Και κάτι ακόμα σημαντικότερο: Το γεγονός ότι υπάρχουν δίπλα μας δεν σημαίνει ότι τα υποστηρίζουμε ή αισθανόμαστε άνετα με αυτά. Όμως υπάρχουν. Και είναι καλό να τα βλέπουμε. Να τα ακούμε. Έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να προσπαθήσουμε να τα διορθώσουμε. Όχι όμως συνεχίζοντας την παράνοια. Ούτε χρησιμοποιώντας τα για να δείξουμε εμείς πόσο υπέροχοι είμαστε μπροστά τους. Και κυρίως όχι προσβάλλοντας τους άλλους. Τη δουλειά τους. Τη σκέψη τους. 

Υγ: Στο άρθρο του Αντώνη Δαρζέντα δεν αναφέρθηκα και δεν θα αναφερθώ γιατί τα κείμενα δεν είναι τσουβάλια, να πετάμε οτιδήποτε έχουμε να πούμε σε ένα προσδοκώντας φθηνούς εντυπωσιασμούς. Το σημερινό κείμενο δεν είναι παρά μια απάντηση σε κάποιον που μέχρι χθες στις 1.10 λόγιζα ως συνεργάτη. Το σημερινό κείμενο αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους που σε μια νύχτα έγιναν ποστ σε κάποιο social media.