Θεατρο - Οπερα

Γιώργος Βασιλαντωνάκης: Στο μυαλό ενός συνθέτη όπερας

Ο συνθέτης μιλάει στην ATHENS VOICE λίγες μέρες πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της «Πάπισσας Ιωάννας»

Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 737
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιώργος Βασιλαντωνάκης: Συνέντευξη με τον συνθέτη της όπερας «Πάπισσα Ιωάννα» που θα παρουσιαστεί στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

Λίγες μέρες πριν την παγκόσμια πρώτη παρουσίαση της όπερας «Πάπισσα Ιωάννα» από την ΕΛΣ, ο συνθέτης μιλά στην Athens Voice για το φιλόδοξο εγχείρημά του να μεταφέρει το «ανίερο» μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη στο λυρικό θέατρο.

Η Χρύσα Μαλιαμάνη στην πρόβα της όπερας «Πάπισσα Ιωάννα» στην ΕΛΣ © Α. Σιμόπουλος

Δουλεύετε ήδη δύο χρόνια πάνω στην «Πάπισσα Ιωάννα». Πώς ήταν αυτή η διαδρομή;
Καταρχάς είναι παραπάνω, απλώς τα τελευταία δύο χρόνια δουλεύω δωδεκάωρα και δεκατετράωρα, επτά μέρες την εβδομάδα… Σε κανονικές συνθήκες ένα τέτοιο έργο θα χρειαζόταν 4-5 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Η «Πάπισσα Ιωάννα» απαιτεί σεβασμό, είναι ένα έργο τεράστιο, με μια φιλοσοφική διάσταση που στη σκηνή, δεν μπορείς να την αγγίξεις – θα είχε τότε εικοσάωρη διάρκεια! Εστιάζοντας ωστόσο στην ηρωίδα, προσπάθησα να κρατήσω όλη την ουσία του. Είχα στο μυαλό μου όλο το ηχητικό περιβάλλον – αυτό συνήθως έρχεται νωρίς. Είναι σαν να φτιάχνεις τον κόσμο μέσα στον οποίο θα βάλεις τον ήρωά σου. Άρχισα να γράφω κάποια σκόρπια σημεία που μου είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον –πολλές ιδέες γεννήθηκαν σε βόλτες, περπατώντας–, έφτιαξα τον σκελετό και στη σιγά-σιγά άρχισα να τον «γεμίζω». Με τις λέξεις, τα πράγματα είναι πιο χειροπιαστά, τελειώνεις ένα κεφάλαιο και το βάζεις στην άκρη, αλλά με τη μουσική όλα είναι αφηρημένα και εν εξελίξει. Βάζεις μια πινελιά και αλλάζει όλο το έργο. Γράφεις μια σκηνή τον Ιανουάριο και έξι μήνες μετά επανέρχεσαι και λες «μα τι έκανα εδώ;», έχουν αλλάξει τα δεδομένα, έχεις αλλάξει σαν άνθρωπος και πρέπει να την ξαναγράψεις. Ειδικότερα η όπερα είναι μια θάλασσα από λεπτομέρειες που απαιτεί τρομερή συγκέντρωση, ιδίως όταν φτάνει στο τέλος της. Είναι μια άσκηση για το μυαλό, για το πόσες πληροφορίες μπορεί να συγκρατήσει. Πρέπει να έχεις μια ακριβή σημειογραφία του τι συμβαίνει γιατί είναι πολύ εύκολο να το χάσεις, να σου ξεφύγει. Έφτασα στα όριά μου, σχεδόν δεν έβγαινα από το σπίτι από φόβο μήπως ξεχάσω τι είχα στο μυαλό μου! Παρά τον τεράστιο όμως όγκο δουλειάς –κάτι που δεν συνειδητοποιείς στην αρχή, αλλά στην πορεία– και τις αμέτρητες δυσκολίες, επέζησα! Η «Πάπισσα Ιωάννα» ήταν ό,τι πιο δυνατό έχω περάσει, μια απίστευτη εμπειρία που με άλλαξε, με έμαθε τα όριά μου. Το έργο έχει πια φύγει από τα χέρια μου, έχει πάρει τον δικό του δρόμο. Ανεξάρτητα όμως από το μέλλον του, αισθάνομαι ότι ήδη έχω ανταμειφθεί. Απέδειξα τον εαυτό μου στον εαυτό μου…

Το λιμπρέτο της όπερας υπογράφει ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης. Δουλέψατε παράλληλα;
Πρώτο γράφτηκε το λιμπρέτο γιατί χρειαζόμουν μια ολοκληρωμένη εικόνα, δεν μπορούσα να γράψω μουσική χωρίς να γνωρίζω ακριβώς πού θα πατήσω. Περάσαμε όμως μαζί αρκετό καιρό ψάχνοντας το ύφος ή τη γλώσσα του λιμπρέτου το οποίο πέρασε από 6-7 βερσιόν. Η προσέγγιση του Βαγγέλη, το να μετατρέψει αυτό το έργο σε σκηνικό, είναι μοναδική. Ευρηματικός συγγραφέας ο ίδιος, όταν αποφασίσαμε ότι ο αφηγητής του μυθιστορήματος θα δυσκόλευε τη ροή της όπερας, έπλασε καινούργιους χαρακτήρες, σαν να έχουν βγει από το βιβλίο, που βοηθούν στην κατανόηση του έργου, στην εξέλιξη της πλοκής. Η γραφή του είναι πολυδιάστατη, με πολλά μορφολογικά στοιχεία. Κάποια σημεία της θυμίζουν δεκαπεντασύλλαβο,άλλα είναι ελεύθερα και άλλα είναι σε πιο «εκκλησιαστική» μορφή. Η γλώσσα του έχει τον ήχο και το ρυθμότης καθαρεύουσας, αλλά είναι απόλυτα κατανοητή. Σε κάποιες γλώσσες, ανάμεσά τους και η Ελληνική, η τεχνική του κλασικού τραγουδιού δημιουργεί μια απόσταση, ο λόγος των μονωδών γίνεται λίγο «ψεύτικος». Το να καταλαβαίνεις αυτό που ακούς, ακόμα και χωρίς να διαβάζεις τους υπέρτιτλους, ήταν για εμάς ένα στοίχημα γιατί δεν έχεις την πολυτέλεια να δεις την «Πάπισσα» ξανά και ξανά – μακάρι να γίνει αλλά είναι δύσκολο. Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα της καινούργιας μουσικής, παίζεται μια-δύο φορές και ούτε το κοινό, ούτε καν οι μουσικοί προλαβαίνουν να εξοικειωθούν με αυτή.

Ο συνθέτης της «Πάπισσας Ιωάννας» Γιώργος Βασιλαντωνάκης μιλάει στην Athens Voice © K. Farazoulis

Μουσικά πού κινείται η «Πάπισσα Ιωάννα»;
Είναι ένα έργο σύγχρονο και ελληνικό. Η γλώσσα οδηγεί και η μουσική, τα ηχοχρώματα, ο ρυθμός, όλα χτίζονται πάνω σ’ αυτή. Δεν χρειάστηκε να αποδείξω κάτι στυλιστικά, στον εαυτό μου ή σε οποιονδήποτε άλλο. Έγραψα τη μουσική σεβόμενος το είδος της όπερας. Είναι ένα μεγάλο, δύσκολο εγχείρημα – η παρτιτούρα μόνο είναι 450 σελίδες! Απαιτεί μεγάλες ορχηστρικές δυνάμεις και δυνατό καστ. Ένα καινούργιο έργο, που δεν προϋπάρχει προσθέτει μια επιπλέον ευθύνη στον εκτελεστή, πρέπει αυτός να το φέρει στη ζωή. Ήμουν τυχερός γιατί γνώριζα από την αρχή με ποιους θα δουλέψω. Οι μουσικοί όσο και οι μονωδοί που έχουμε είναι καταπληκτικοί – με αυτό το καστ η όπερα θα μπορούσε να παρουσιαστεί οπουδήποτε. Γι’ αυτούς γράφω, αυτοί είναι που θα πρέπει να πιστέψουν στη μουσική μου και με τη μαστοριά τους να τη μεταφέρουν στο κοινό. Όταν παίζεται, εγώ είμαι πια εκτός εξίσωσης. Είχα πολύ στενή συνεργασία με όλους, ιδίως όμως με την Χρύσα Μαλιαμάνη, την «Πάπισσα Ιωάννα» της όπερας. Ο ρόλος της είναι εξαντλητικός, βρίσκεται διαρκώς στη σκηνή. Της έστελνα κομμάτι-κομμάτι αυτά που έγραφα, ρωτώντας την κάθε φορά αν…αντέχει, εκείνη όμως απόλυτα cool, τα δούλευε με εντυπωσιακή άνεση και ακρίβεια. Είναι αστέρι, όχι μόνο φωνητικά αλλά και υποκριτικά. Μουσικά όλοι οι ρόλοι με τις συνεχείς αλλαγές ρυθμών και τιςοι δύσκολες νότες, απαιτούν μεγάλη τεχνική ικανότητα. Όσο όμως τους βλέπω τώρα που έχουν κατακτήσει την τεχνική και περνούν στην κίνηση, στην ερμηνεία, το αποτέλεσμα είναι μαγικό. Και σ’ αυτό έχει συμβάλλει σημαντικά ο Στάθης Σούλης που οδηγεί την ορχήστρα. Με έχει πραγματικά εκπλήξει.

Εικόνες από τις πρόβες της όπερας «Πάπισσα Ιωάννα» στην ΕΛΣ © Α. Σιμόπουλος

Πιστεύετε ότι το κοινό αντιμετωπίζει ακόμα με δυσπιστία τη σύγχρονη όπερα;
Στο κοινό της κλασικής μουσικής αρέσει το γνώριμο, έχει όμως πολύ ενδιαφέρον να βρίσκεσαι εκεί που γεννιέται το καινούργιο. Δεν χρειάζεται να είσαι γνώστης της νέας μουσικής για να την απολαύσεις, θέλει μόνο ανοιχτό μυαλό. Αν μάλιστα εξοικειωθείς με τον ηχητικό κόσμο ενός καινούργιου έργου ακούγοντάς το ξανά, τη δεύτερη φορά, είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Από την άλλη, δεν μπορείς να μην σεβαστείς το κοινό της όπερας. Προσωπικά, δεν θέλω να κάνω συνθετικές τρέλες, να πολεμήσω τον ακροατή, θέλω να τον πάρω από το χέρι, να τον κερδίσω. Και το ατού της όπερας είναι ότι σου προσφέρει αυτή την ευκαιρία. Παντρεύει το οπτικό με το μουσικό στοιχείο, έχει δραματικές καταστάσεις που επιτρέπουν σε ένα συνθέτη να κάνει κάτι πιο τολμηρό. Είναι ένα όχημα για να πας μπροστά. Σκεφτείτε τον Μότσαρτ ή τον Μπετόβεν, στην όπερα εισάγουν τις καινοτομίες τους. Ένα άλλο πολύ καλό παράδειγμα είναι ο Λίγκεττι στο σινεμά. Έγινε διάσημος εν μια νυκτί από τα έργα του Κιούμπρικ και κανείς δεν ενοχλήθηκε από τη μουσική του γιατί συνυπήρχε με το δραματικό στοιχείο, ενώ η ίδια μουσική, σε συναυλία, ξένιζε το κοινό, το έκανε να φεύγει. 

Η Χρύσα Μαλιαμάνη και ο Διονύσης Σούρμπης στην πρόβα της όπερας «Πάπισσα Ιωάννα» στην ΕΛΣ © Α. Σιμόπουλος

Παρόλα αυτά η σύγχρονη όπερα δεν έχει βρει ακόμα τη θέση της στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η όπερα δεν λειτουργεί στη σημερινή κοινωνία όπως την εποχή που βρισκόταν στην ακμή της, τον 18ο και 19ο αιώνα. Τότε ήταν λαϊκό θέαμα. Αυτή ήταν η κουλτούρα της όπερας και εμείς σήμερα την αντιμετωπίζουμε με σοβαροφάνεια. Το περιβάλλον επίσης ήταν άλλο. Υπήρχε ζήτηση –μόνο η Γερμανία είχε 70 θέατρα– γράφονταν διαρκώς νέα έργα και από μια συγκυρία, εκείνη την εποχή έζησαν σπουδαίοι συνθέτες και ερμηνευτές. Σε όλη δε τη διάρκεια του 20oύ αιώνα υπήρξαν έντονες στυλιστικές διαμάχες, έπρεπε να δηλώνεις σε ποιο στρατόπεδο ανήκεις. Αυτό ευτυχώς έχει αλλάξει. Δεν χρειάζεται να «ανήκουμε» κάπου και αυτό μας απελευθερώνει. Σήμερα όμως, το κόστος της παραγωγής μιας νέας όπερας είναι δυσβάστακτο, με αποτέλεσμα να υπαγορεύει το στιλ που θα έχει. Αν θέλεις να κάνεις εμπορική επιτυχία θα πρέπει να βαδίσεις την πεπατημένη. Συνθέτες όπως ο Τζον Άνταμς στην Αμερική ή ο Φίλιπ Γκλας βρήκαν μια ασφαλή συνταγή που δουλεύει, όλες οι όπερές τους έχουν παρόμοιο στιλ, κάτι απόλυτα κατανοητό. Μη γελιέστε, είναι σπάνιο αυτό που συμβαίνει στην ΕΛΣ. Ο Γιώργος Κουμεντάκης, ένας άνθρωπος με ήθος και όραμα, ήρθε και άλλαξε τα πάντα. Η αναγέννηση της Λυρικής, όπως και η ανάδειξη νέων μουσικών και ερμηνευτών από την Εναλλακτική Σκηνή, είναι 100% δικό του έργο. Αισθάνομαι ευγνώμων για την ευκαιρία που μου έδωσε με την «Πάπισσα Ιωάννα» –δική του άλλωστε ήταν η ιδέα– για το ανοιχτό πνεύμα του και την ελευθερία που είχα, γι’ αυτό και τα έδωσα όλα!

Ο Γιώργος Βασιλαντωνάκης μιλάει στην Athens Voice για τη σύνθεση της «Πάπισσας Ιωάννας» © K. Farazoulis

Διπλή ζωή, διπλή καριέρα

Παρά τις πολυσχιδείς σας δραστηριότητες δεν είστε ιδιαίτερα γνωστός. Τι θα πρέπει να γνωρίζουμε για εσάς;
Είμαι μοιρασμένος και γεωγραφικά και καλλιτεχνικά. Χρειάστηκαν χρόνια για να το καταφέρω, αλλά η ζωή μου δεν έχει ρουτίνα, ανανεώνομαι διαρκώς, κινούμενος μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής. αλλά. Είμαι καθηγητής με έδρα στο πανεπιστήμιο του Τσάρλεστον. Διδάσκω σύνθεση, θεωρητικά και όλα όσα έχουν σχέση με τη σύγχρονη μουσική, τόσο σε φοιτητές όσο και σε συναδέλφους. Κάνουμε αναθέσεις έργων σε νέους συνθέτες, τα οποία και παρουσιάζουμε σε σειρές συναυλιών, παράλληλα με έργα ρεπερτορίου, του 20oύ αιώνα. Θεωρώ σημαντικό τα παιδιά, είτε είναι συνθέτες, είτε εκτελεστές, να «εκτίθενται» σε αυτά τα νέα έργα. Το ίδιο όμως ισχύει και για τους μη συνθέτες, τους πιο συμβατικούς performers, που δεν θα είχαν ενδεχομένως τέτοια ενδιαφέροντα. Για παράδειγμα, ένας φοιτητής που θέλει να γίνει μονωδός είναι ευκολότερο να αρχίσει την καριέρα του με ένα νέο έργο παρά να αντιμετωπίσει τη στρατιά των μονωδών που τραγουδούν Βέρντι ή Πουτσίνι. Προσπαθώ να τους ταιριάζω, να τους «διακλαδώνω» για να μαθαίνουν πώς χτίζεται μια συνεργασία, πώς φτιάχνεται ένα έργο από την αρχή ως το τέλος. Χαίρομαι όταν μετά από χρόνια έρχονται και μου λένε πόσο καλό τους έχει κάνει.

Στην πρόβα της όπερας «Πάπισσα Ιωάννα» στην ΕΛΣ με τη Χρύσα Μαλιαμάνη © Α. Σιμόπουλος

Αισθάνεστε ποτέ ότι η ακαδημαϊκή σας καριέρα σας έχει απορροφήσει τόσο που το συνθετικό σας έργο έρχεται σε δεύτερη μοίρα;
Το αντίθετο θα έλεγα. Είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσεις ως συνθέτης, χωρίς να κάνεις κάτι εμπορικό και η ακαδημαϊκή μου καριέρα, μου επιτρέπει να κάνω αυτά ακριβώς που θέλω στη σύγχρονη μουσική. Το πανεπιστήμιο δίνει πολύ χρόνο για να δουλεύεις. Είναι ένα περιβάλλον πολύ υγιές, που σε ανανεώνει, σε κρατά ξύπνιο. Οι ίδιοι οι φοιτητές είναι πηγή έμπνευσης για μένα. Η φρεσκάδα τους με γεμίζει όρεξη για δουλειά. Βρισκόμαστε σε μια διαρκή συζήτηση. Ένας άβγαλτος συνθέτης μπορεί να σου θέσει προβλήματα που δεν έχεις καν σκεφτεί ή να σου βρει λύσεις που δεν έχεις σκεφτεί. Και όταν σε ένα εξάμηνο, δουλεύουμε μαζί 10-12 έργα, βλέπω σε εξέλιξη 12 νέα έργα. Και αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον. 

Ο Γιώργος Βασιλαντωνάκης σε μία συνέντευξη για την «Πάπισσα Ιωάννα» © K. Farazoulis

Πώς αποφασίζετε να γράψετε μουσική;
Προσωπικά, δεν θα καθίσω ποτέ να γράψω ένα έργο για να το βάλω στο συρτάρι. Το 90% των έργων μας είναι παραγγελίες, γράφουμε ό,τι μας ζητήσουν. Ο συνθέτης πρέπει να είναι ανοιχτός σε όλα, απλά να βρίσκει ένα τρόπο να συνδέσει τη δική του μουσική γλώσσα με αυτήν του εκτελεστή. Πριν την ακαδημαϊκή μου καριέρα δούλεψα στον κινηματογράφο και το θέατρο –και ακόμα το κάνω– με μουσικά θέματα ακουστικά, ηλεκτρονικά ή συνδυασμό των δύο. Μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε διαφορετικά πράγματα, με ωριμάζει. Από το σινεμά για παράδειγμα έμαθα να είμαι ευέλικτος, να ακολουθώ αυτό που θέλει το project, να χαμηλώνω τη φωνή μου. Κάθε νέο έργο σου δίνει καινούργια προβλήματα να λύσεις. Είναι σαν να ξεκινάς από το μηδέν.

Στις πρόβες της όπερας «Πάπισσα Ιωάννα» στην ΕΛΣ © Α. Σιμόπουλος


Info
«Πάπισσα Ιωάννα» σε σύνθεση Γιώργου Βασιλαντωνάκη και σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στην Εθνική Λυρική Σκηνή. 8, 15, 22 Μαρτίου 2020. Ώρα έναρξης: 18.30. Δείτε περισσότερες πληροφορίες στο City Guide της Athens Voice