Θεατρο - Οπερα

Μπορεί ο πραγματικός καλλιτέχνης να σηκωθεί, παρακαλώ;

Νάντια Αργυροπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 242
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη χώρα µας το 2008 εξέπνευσε µε βρυχηθµούς. 

May I have your attention please?/May I have your attention please?

Will the real Slim Shady please stand up?

I repeat, will the real Slim Shady please stand up?

We’re gonna have a problem here...  

(The real Slim Shady, Eminem) 

Στη χώρα µας το 2008 εξέπνευσε µε βρυχηθµούς. Ποντικιού ή λιονταριού, δεν είναι βέβαιο ότι ξέρουµε ακόµη. Το θέµα συζητήθηκε εν θερµώ και λιγότερο εν θερµώ και πέτυχε κατά παράδοξο τρόπο να είναι τοπικό και διεθνές µαζί. Η Ελλάδα έγινε ξανά τόπος αναφοράς µετά το 2004, αλλά το µόνο τύµπανο που τόσο συµβολικά χτύπησε, εκείνη η τελετή έναρξης από τη µυθική Ολυµπία, µεταλλάχτηκε σε µια «κλήση στα όπλα»(;), εν πολλοίς απροσδόκητη, δυσερµήνευτη, «ακατάστατη» και κυρίως πραγµατική. 

Είναι χαρακτηριστικό πως ό,τι γράφτηκε µε τη µορφή «λίστας αξιολόγησης» της χρονιάς που πέρασε έγινε υπό τη σκιά και τη σύγκριση των γεγονότων που «ταπείνωσαν» (τα εισαγωγικά παραπέµπουν στο εύρος της έννοιας) την καλλιτεχνική έκφραση και έκαναν µάλιστα κάποιους να αναρωτηθούν: «Πώς µπορούµε να κάνουµε τέχνη όταν έξω γίνεται της πουτάνας;». Το ερώτηµα είναι παροιµιώδες, όσο οι λίστες είναι παλιές και αναπόδραστες. «Θα έχουµε πρόβληµα εδώ...», όπως λέει και το τραγούδι. 

Το γεγονός που έφερε τα ερωτήµατα από το ένα έτος στο άλλο 

Η ηµερίδα µε τίτλο «Ε(κ)σωτερικότητες: τέχνη, πολιτική και κοινωνία σε εποχή κρίσης», που διοργάνωσε το Τµήµα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας (επιµέλεια Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Κωστής Σταφυλάκης, 10/1/09, Μουσείο Μπενάκη), συγκέντρωσε µεγάλο και ανήσυχο κοινό αλλά και µια οµάδα οµιλητών που, µε αναφορές στη διεθνή σύγχρονη πολιτική θεωρία καθώς και στα συγκεκριµένα γεγονότα του περασµένου ελληνικού ∆εκέµβρη, πέτυχε σε µεγάλο βαθµό να περιγράψει «την κοινή αίσθηση ότι η σύγχρονη ριζοσπαστική τέχνη κατέχει µια παράδοξη σχέση αυτονοµίας-ετερονοµίας ως προς την πολιτική εµπειρία». Να µεταφέρει, δηλαδή, την εντύπωση της «αµοιβαίας ταραχής» που φαίνεται να χαρακτηρίζει αυτή τη σχέση και να διατυπώσει µε σαφήνεια ένα κρίσιµο, ειδικά για την ελληνική περίπτωση, ερώτηµα: 

«Πώς µπορούν οι σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές να απεµπλακούν από τον ορίζοντα µιας “µικροπολιτικής”, στα πλαίσια της οποίας ο ρόλος τους περιορίζεται απλά σε µηχανισµό πίεσης;» 

∆ύσκολα. Πολύ δύσκολα, όπως τουλάχιστον φάνηκε από τις παρουσιάσεις/οµιλίες των αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών οµάδων που συµµετείχαν ως δραστηριοποιούµενες στο δηµόσιο χώρο (∆ίκτυο Νοµαδική Αρχιτεκτονική, Οµάδα Φιλοπάππου, Omio, PPC_T/Farkadona, Reconstruction Community, Sarcha). Το ∆ίκτυο Νοµαδική Αρχιτεκτονική ήταν αυτό που ξεπέρασε το σκόπελο της στεγνής αυτοαναφορικότητας, παρουσιάζοντας σε µια δράση µε σκίτσα την περιπέτεια του εγώ, του κόσµου και της τέχνης τις ηµέρες που συγκλόνισαν την, σε ηµικοµµατώδη κατάσταση, πολιτική ζωή. «Η τέχνη πληµµύρισε την πόλη σαν τα ποντίκια πριν την πανούκλα» σηµειωνόταν, σαν παιχνίδι σε τυχαία σειρά, από ένα ακέφαλο χέρι, σε µεγάλη βιντεοπροβολή στο κατάµεστο αµφιθέατρο του Μπενάκειου.

Οι εισηγήσεις, µε επίκεντρο εκείνη της επίτιµης προσκεκληµένης του αγγλικού πανεπιστηµίου Warwick και του City University της Νέας Υόρκης, Claire Bishop, ήταν σαφείς, στοχευµένες και ανέδειξαν ευφυώς διαφορετικές όψεις του θέµατος, ακόµη και αν δεν έγιναν «τροφή πολιτικής µαχητικότητας» (όπως θα σχολίαζε ίσως και ο συχνά αναφερθείς πολιτικός φιλόσοφος Alain Badiou). Οι οµιλητές (Τζιρτζιλάκης, Θεοδωροπούλου, Αντωνάς, Ξηροπαίδης, Σταφυλάκης, Καραµπά, Κοτιώνης, Παναγιωτόπουλος, Σταυρακάκης) εντόπισαν τις κυρίαρχες «εικόνες» των ηµερών και προσπάθησαν να αποκωδικοποιήσουν την ταυτότητα και λειτουργία τους. Τελικά «ποιο είναι το νέο κοινό πεδίο σύγκρισης ή σύγκρουσης ανάµεσα στην τέχνη και την πολιτική και ποια η αισθητική σηµασία των προϊόντων που µπορεί να παράγει αυτή η σχέση;». 

Η Bishop, δεινή οµιλήτρια, από τις πιο δυναµικές παρουσίες στο διεθνή χώρο της κριτικής και της θεωρίας της τέχνης, παρουσίασε ένα εύγλωττο υλικό από µεγάλα, διεθνή καλλιτεχνικά δρώµενα (όπως το “Margate Exodus project ”, Αγγλία, 2006) στα οποία η µαζική συµµετοχή (άρα η σχεσιακή καλλιτεχνική πρακτική) σήµανε ειρωνικά και παρά τις αντίθετες προθέσεις την ενδυνάµωση της έννοιας του θεάµατος αντί της αντίστασης σε αυτήν. 

«Μπορώ, δεν µπορώ, ποιος νοιάζεται;» 

«Σε ποια µεριά των οδοφραγµάτων είµαστε; Πού βρίσκονται τέλος πάντων σήµερα τα οδοφράγµατα;... Η κουλτούρα µας απαιτεί πια όχι να δουλεύουµε, αλλά να ερµηνεύουµε, να εκτελούµε σενάρια (perform). Είµαστε avant-garde, αλλά και οι σκλάβοι της δουλειάς. Εξυπηρετούµε τους πελάτες που καταναλώνουν την επικοινωνία και κοινωνικότητα που εµείς παράγουµε... Τι πόνο και ευχαρίστηση αισθανόµαστε στις ζωές που φτιάξαµε για εµάς;… Τι θα σήµαινε να αντισταθούµε στην ανάγκη να επιτελέσουµε;…» (Jan Verwoert). Ερωτήµατα σαν κι αυτά, γεννηµένα από τα αδιέξοδα της παθολογικής, τυραννικής επιτελεστικότητας της κουλτούρας µας, καταλήγουν τελευταία σε απαντήσεις «Απροθυµίας». Πρόκειται για το αφοπλιστικό «θα προτιµούσα όχι» (I would prefer not to) του Bartleby στην ιστορία του Melville, όπως εύστοχα συζητήθηκε στο συνέδριο. Η πρόσφατη άρνηση των µεγα-αρχιτεκτόνων Richard Rogers & Norman Foster να σχεδιάσουν εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας στη Γαλλία εντάχθηκε σε αυτή την ήπια (ευχαριστώ, αλλά όχι) µορφή αντίστασης, η οποία φανερώνει την (επιτέλους; εκ νέου;) κατανόηση των κοινωνικών προεκτάσεων που έχουν οι εκδηλώσεις της τέχνης (Los Angeles Times, 22/9/08). Πώς όµως θα αποδεχτούµε το ∆εν µπορώ, χωρίς να δαιµονοποιήσουµε το Μπορώ; Η τέχνη το συζητά. Το σύστηµα Obama –η πιο δυνατή εικόνα του 21ου αιώνα– απάντησε ήδη: «Ναι, µπορούµε». Υπότιτλος: «Επειδή ενδιαφερόµαστε αληθινά».  Η φροντίδα, η συναισθηµατική ταύτιση µε τον Άλλο, είναι σήµερα ό,τι η γυµναστική για τα 80s;  

Το έργο που συνόψισε τα παραπάνω και µερικά ακόµη  

Το έργο «Μοτίβο» του Βασίλη Καρούκ, παραγωγή της Μπιενάλε της Αθήνας, παρουσιάστηκε για λίγο στην γκαλερί Loraini Alimantiri Gazonrouge. To βίντεο του Καρούκ, αφοπλιστικά απλό σε ό,τι αφορά τη δράση του (µια σκηνή κατασπαράγµατος ενός κοτόπουλου από τρεις χαρακτήρες), περιεκτικό σε ό,τι αφορά την τεχνική και τους τρόπους του, λειτούργησε τις πρώτες αλλοπρόσαλλες ηµέρες της νέας χρονιάς ως το αφανές, το λανθάνον σηµείο στο οποίο ελλοχεύει το νόηµα και καταργείται το ψευτοδίληµµα ανάµεσα στην καλλιτεχνική και την επαναστατική χειρονοµία. Άξιος προσοχής o χρόνος της ταινίας: άνευ σηµασίας –µοτίβο– σε υστερική επανάληψη και σε πλήρη αντίθεση µε το cult του σωστού timing που ορίζει τις παραγωγικές συµπεριφορές.   

Το χιούµορ ως εργαλείο ανάκτησης της µελαγχολίας 

Για να γυρίσουµε στην εναρκτήρια εισήγηση του Τζιρτζιλάκη στην ηµερίδα που προαναφέρεται, και σε συνέχεια των παραπάνω, φαίνεται ότι τα στοιχεία του οπορτουνισµού, της φλυαρίας και της περιέργειας, στοιχεία στα οποία εστιάζουν απενοχοποιηµένα ορισµένοι Ιταλοί θεωρητικοί (Virno) ως ικανά να επιτύχουν σηµαντικές αποσυναρµολογήσεις της κρατούσας καπιταλιστικής πρακτικής, βρίσκουν την αισθητική έκφρασή τους στα έργα δύο καλλιτεχνών: O Άγγελος Παπαδηµητρίου και ο ∆ιονύσης Καβαλλιεράτος, αν και από διαφορετικές καλλιτεχνικές «γενιές», αν και σαφώς διακριτοί ως προς το τελικό ύφος και τις δόσεις µαύρου χιούµορ που επιλέγουν, είναι από τις πιο αιχµηρές και µη προβλέψιµες εικαστικές φωνές που διαθέτουµε. Στην πρόσφατη έκθεσή του (Νέες Μορφές, ∆εκέµβριος 2008) ο Παπαδηµητρίου συµπλήρωσε τις εκλεκτικές του συγγένειες, µετά τον Λαπαθιώτη, µε τον Χαλεπά και έφτιαξε έναν κόσµο κοµψό για να στεγάσει αυτό το νέο πάθος, ενώ καφεδάκι σερβιριζόταν πάνω στον τάφο του τελευταίου. Ο Καβαλλιεράτος, στην κοινή έκθεσή του µε την Iris Van Dongen (The Breeder, 6/11-24/12/08) κατασκεύασε ένα δυνατό κοκτέιλ από δαίµονες, ιστορίες ήττας, λεπτές τακτικές βασανισµού και διαστρεβλώσεις της πιο τρυφερής κατάφασης.