Θεατρο - Οπερα

​Οι φοβεροί «Τιτάνες» του Ευριπίδη Λασκαρίδη στο Μέγαρο

Ευκαιρία να τους δείτε τώρα που εγκαινιάζουν μια νέα αίθουσα, πριν συνεχίσουν την περιοδεία τους στο εξωτερικό

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν άκουσες ότι οι «Τιτάνες» του Ευριπίδη Λασκαρίδη και της ομάδας OSMOSIS έχουν καταχειροκροτηθεί στην Αθήνα (Φεστιβάλ Αθηνών), στη Βαρκελώνη, στο Τορίνο ή το Άμστερνταμ, βλέποντάς τους θα καταλάβεις το γιατί. (Μετά το Μέγαρο θα συνεχίσουν σε Γαλλία, Πορτογαλία, Ελβετία και Καναδά). Κι αν είσαι από αυτούς που η λέξη περφόρμανς δεν τους δημιουργεί καλούς συνειρμούς, προσπέρασε τις ενστάσεις σου. Δεν χρειάζεσαι κανένα λυσάρι επεξήγησης ή τις οδηγίες κάποιου επαΐοντα για να ανοίξει η ψυχή σου μπροστά σε αυτό το ευρηματικό και απογειωτικό τσουνάμι εικόνων και σκηνών. Εδώ δεν προστάζει η λογική αλλά δοκιμάζεται η επαφή με την παιδικότητά σου, η σχέση σου με την ειρωνεία και το χιούμορ. Ναι, αυτά τα δύο πλάσματα έχουν τα χαρακτηριστικά δύο αποτυχημένων που διαρκώς προσπαθούν να ανακαλύψουν τον κόσμο, τον έρωτα, το χρόνο κ.ά., αλλά δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσεις να κάνεις τις αναγωγές. Μόνο να αφεθείς, κι αν συμβεί θα φύγεις πιο χαρούμενος απ' όταν μπήκες στην αίθουσα.

©Elina Giounanli

Δεν είναι καθόλου τυχαίο δε που η φετινή δουλειά του Ευριπίδη Λασκαρίδη και της ομάδας του OSMOSIS έχει για συμπαραγωγούς ελληνικούς και διεθνείς φορείς με κύρος. Τα διαπιστευτήρια του ταλέντου του τα δίνει χρόνια τώρα (βραβεύτηκε µε το Pina Bausch Fellowship το 2016), ενώ η παράστασή του, «Relic», συμμετείχε σε 20 φεστιβάλ του κόσμου. Όσο για τους «Τιτάνες», έχουν την τιμητική υποστήριξη από το πρόγραμμα New Settings του Ιδρύµατος Hermès – ένα πρόγραµµα που έχει τιµήσει εξαιρετικά σηµαντικούς καλλιτέχνες τα τελευταία χρόνια όπως οι Philippe Quesne, Boris Charmatz, The Wooster Group κ.ά.

Είναι κάπως δύσκολο να περιγράψεις τη σκηνική γλώσσα που χρησιµοποιεί κι ας συνδιαλέγεται µε το έργο µεγάλων καλλιτεχνών. «Όταν βρέθηκα στην Αµερική προκειµένου να κάνω µεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή µε τη δουλειά της Πίνα Μπάους, του Ρόµπερτ Γουίλσον, του Γουίλιαµ Φορσάιθ... Στην Ελλάδα φυσικά είχα ήδη δει Δηµήτρη Παπαϊωάννου και είχα έτσι µάθει ότι υπάρχει το χοροθέατρο. Αυτό που κάνω εγώ δεν θέλω να το κατατάξω σε ένα υπάρχον είδος – γενικά µου αρέσει να αφήνω το πράγματα ανοιχτά, να µην τα κλείνω» θα πει.

Ωστόσο, οι «Τιτάνες» συμπεριλαμβάνονται στις παραστάσεις χορού των Φεστιβάλ. «Ο χορός είναι ίσως η πιο ανοιχτή παραστατική τέχνη, πολύ δεκτική στις ιδιαίτερες "φωνές" γι' αυτό και χωράει τις παραστάσεις µου».

©Julian Mommert

O Ευριπίδης Λασκαρίδης έχει ξεκινήσει σπουδάζοντας ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης. Έχει δουλέψει ως ηθοποιός κι έχει σκηνοθετήσει και παραστάσεις µε κείµενο (για παράδειγµα τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο). «Όµως µε το χρόνο συνειδητοποίησα πως ως καλλιτέχνης έχω την ανάγκη έκφρασης µιας άλλης γλώσσας, πιο προσωπικής, όπου η κίνηση, ο σκηνικός χώρος, ο ήχος και τα φώτα, είναι οι οδηγοί της ερµηνείας και ο λόγος έρχεται µόνο αν χρειάζεται, και µόνο ως µία ακατάλυπτη γλώσσα. Επειδή υπάρχει η γλώσσα του σώµατος, αλλά και ο χρωµατισµός της φωνής, το όλο αποτέλεσµα είναι σχεδόν "αρχετυπικά θεατρικό" θα τολµούσα να πω. Το χώρο τον αντιµετωπίζω σαν ένα γλυπτό, κάτι το ζωντανό. Το σώµα µπαίνοντας στο χώρο τον ενεργοποιεί. Με τον ίδιο τρόπο σκέφτοµαι το φως, τα σκηνικά

Όµως τι διαπραγµατεύονται οι «Τιτάνες»; «Πρόκειται για ένα έργο-ύµνο σε κάθε αποτυχηµένη προσπάθεια, µια ωδή στη ρωγµή. Ίσως ακούγεται περίεργο, αλλά νοµίζω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να το περιγράψεις. Δύο άνθρωποι µέσα σε ένα κοσµικό περιβάλλον. Αυτές οι δύο υπάρξεις αλληλοσυµπληρώνονται καθώς η µία είναι εξωστρεφής και ενεργητική ενώ η δεύτερη είναι εσωστρεφής –µια ήσυχη δύναµη– ίσως παντοδύναµη. Αυτή η συνύπαρξή τους δεν τους αφήνει να νιώσουν ότι ο χρόνος περνάει µάταια» θα εξηγήσει.

©Julian Mommert

Και η αφορµή για να γίνει; «Όπως και στο "Relic",  έτσι κι εδώ η δηµιουργία του ξεκίνησε όταν "είδα" τη φιγούρα που ήθελα να ενσαρκώσω. Πλατύ µεγάλο µέτωπο, αδύνατη, στεγνή και λίγο έγκυος. Αµέσως συνειδητοποίησα την αναγκαιότητα του δεύτερου προσώπου, που το ενσαρκώνει ο Δηµήτρης Ματσούκας, ένας νέος χορευτής πολύ ταλαντούχος».

Ενδιαφέρον. Το ζητούµενο είναι τι συµβαίνει στις παραστάσεις του κι ένα τόσο ιδιοσυγκρασιακό σύµπαν γίνεται κατανοητό και αρέσει, όπως αρέσει ένα πιο λαϊκό θέαµα. «Ίσως γιατί αυτή η τόσο προσωπική υπόθεση αφήνει ανοιχτές τις πόρτες ώστε κάθε θεατής να αναγνώσει τη δική του µυθολογία ή ζωή. Μπορεί να τύχει να ακούσεις δύο θεατές να µιλούν για την ίδια σκηνή, και ο ένας να την ερµηνεύει ως µια σκηνή για το θάνατο ενώ ο άλλος ως µια σκηνή για τον έρωτα και να νιώθουν εξίσου ικανοποιηµένοι. Το "ποίηµα" είναι ανοιχτό και διαθέσιµο για ερµηνείες».

©Kiki Papadopoulou

Το ότι είναι µια πολύ προσωπική υπόθεση το εξηγεί και ο τρόπος κατασκευής της παράστασης. «Θα πίστευε κανείς ότι πρόκειται για ένα πολύ κλειστό σύστηµα δύο ή τριών ανθρώπων... Είναι δύσκολο όµως να περιγράψω τη διαδικασία της δηµιουργίας καθώς δεν είµαι ποτέ µόνος. Για το αποτέλεσµα, την ευθύνη έχουν πολλοί συνεργάτες. Από τον Άγγελο Μέντη που επιµελείται την εικόνα των χαρακτήρων και τον Γιώργο Πούλιο που έγραψε τη µουσική, µέχρι την Ελίζα Αλεξανδροπούλου στους φωτισµούς, τον Αλέξανδρο Μιστριώτη στη δραµατουργία, αλλά και τους υπόλοιπους 15 συντελεστές σε θέσεις που σπάνια αναφέρονται από τα µέσα ενηµέρωσης αλλά που η συµβολή τους είναι εξαιρετικά σηµαντική και χωρίς αυτούς δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ η παράσταση όπως τη βλέπει στο τέλος το κοινό. Στις συναντήσεις µας ρίχνονται ιδέες πάνω στις οποίες δουλεύουµε κρατώντας και πετώντας. Στις συζητήσεις µας θα µπορούσες να ακούσεις φράσεις όπως "τέλειος αυτός ο ήχος ας τον κρατήσουµε", "νοµίζω πως θα είχε πλάκα αυτή η περσόνα να κρατάει... πριόνι". Όλα γίνονται και δοκιµάζονται για να δούµε πώς λειτουργούν. Σιγά-σιγά µε αυτό τον τρόπο έρχεται και η σύνδεση των σκηνών. Τελικά θα έλεγα πως η επιλογή γίνεται τελείως υποσυνείδητα. Το ενδιαφέρον όµως είναι πως όσο προχωρούν οι πρόβες και οι παραστάσεις τόσο περισσότερα νοήµατα φανερώνονται από πίσω. Οι τελικές σκηνές που κρατήθηκαν και η συρραφή τους δικαιολογείται. Μου είναι πλέον ξεκάθαρο ότι βασική πηγή έµπνευσης είναι η εντελώς προσωπική µου µυθολογία».

©Kiki Papadopoulou

Αυτοί που γνωρίζουν τον Ευριπίδη Λασκαρίδη λένε πως αναγνωρίζουν πίσω από τις περσόνες που δηµιουργεί τον ίδιο µε έναν τρόπο σχεδόν διαθλαστικό. Ο λόγος; Ο σαρκασµός που είναι δοµικό χαρακτηριστικό και της προσωπικότητάς του. Τελικά όµως οι «Τιτάνες» τι είναι; «Τελευταία µου αρέσει να ονοµάζω τα έργα µου τρισδιάστατα εργόχειρα. Κάθε κίνηση, κάθε ήχος, κάθε φως, κάθε αντικείµενο χρησιµοποιείται προκειµένου να ανοίξει ένας νέος χώρος πάνω στη σκηνή, να γεννηθεί µία νέα φαντασία».

Δείτε πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice