Θεατρο - Οπερα

Ο γυμνισμός του θυμικού

«Θερμά θαλάσσια λουτρά» των Nova Melancholia στο Φεστιβάλ Αθηνών - Πειραιώς 260 (Η)

Γιώργος Σαμπατακάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι Nova Melancholia (ΝΜ) διακονούν με ασκητική ευλάβεια το έργο της εικαστικής περφόρμανς στο υψηλότερο επίπεδο που θα μπορούσε κανείς να ελπίζει για την ελληνική σκηνή. Το φετινό καλοκαίρι πήραν τα λουτρά τους με ανερυθρίαστη τόλμη και φαντασία στη γυμνιστική παραλία της Πειραιώς 260, που άνοιξε για να προσφέρει στους φεστιβαλικούς λουόμενους μια Batida de coco και λίγο καρπούζι σε ρυθμούς post-gay Βραζιλιάνικου καρναβαλιού.

Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική των νεο-μελαγχολικών είναι πολύ συγκεκριμένη: Ένα φιλοσοφικό ή λογοτεχνικό κείμενο χρησιμοποιείται ως λεκτικό φόντο «μπροστά» από το οποίο επιτελούνται πολλαπλές δράσεις ως vias negativas, για να φτάσει κανείς πίσω σε ένα άλλο νόημα του κειμένου, το οποίο συγκεφαλαιώνει τις δράσεις και το κείμενο σε ένα τρίτο, παραστασιακό νόημα. Αυτό που συνήθως κυμαίνεται στις παραστάσεις των ΝΜ είναι η συμφωνία των δράσεων με το κείμενο, αν και τις περισσότερες φορές οι δράσεις είναι ανακόλουθες. Στα Θερμά θαλάσσια λουτρά συμβαίνει, ωστόσο, και κάτι άλλο. Η παράσταση αντλεί το κλίμα μιας νωχελικής καλοκαιρινής ισοτονικότητας από τα διηγήματα του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, η οποία όμως διακόπτεται από την ευφρόσυνη βαρύτητα ενός ποπ τραγουδιού ή μιας φέτας καρπουζιού. Τίποτε, παρ' όλα αυτά, δεν παραμένει μονόχορδο ως κλίμα καθώς παρεισφρέει πάντα κάτι που θα ανατρέψει τον τόνο της σκηνής. Ειδικότερα στο φινάλε, το πράγμα πήρε διαστάσεις Queer Αποκαλύψεως, όταν μια vamp Βασίλισσα (Δ. Χατζηπαυλίδου) με γιρλάντες ολέθριου καρναβαλιού προειδοποιεί υπό τους επικούς ρυθμούς του Marc Almond ότι η θάλασσα ακόμα τραγουδάει για τους πνιγμένους από έρωτα. Τίποτε, λοιπόν, δεν είναι όπως φαίνεται κάτω από την αυτάρεσκη καλοκαιρινή ραστώνη.

Ο Β. Νούλας είναι ένας εικαστικός σκηνοθέτης που οργανώνει τις παραστάσεις του με όρους κινηματογραφικής συμπαράταξης δράσεων, χρησιμοποιώντας συχνά το assemblage εικόνων μέσα στην εικόνα. Δεν είναι όμως η μέθοδος που κάνει τις παραστάσεις σημαντικές, ούτε μόνον η αισθητική τους ιδιαιτερότητα. Είναι η δύναμη της αναφορικότητας, η οποία εκπορεύεται από το πολιτισμικό κεφάλαιο ενός καλλιτέχνη που παραμένει συγκινητικά πιστός σε όλα τα διάφωνα (χωρίς καμιά διολίσθηση στον μελοδραματισμό).

Η στρατηγική της παράστασης χρησιμοποίησε ευφυώς τη δύναμη της συνεκδοχικής αναφορικότητας προς δύο κατευθύνσεις: την ειρωνεία και τη μελαγχολία. Όταν, για παράδειγμα, ακούστηκε η μαγευτική μουσική από την ταινία του Kaneto Shindō το Γυμνό νησί (οι κάτοικοι του οποίου έπρεπε να κουβαλάνε διαρκώς νερό για να ποτίζουν την άγονη γη), η Χατζηπαυλίδου εμφανίζεται να κουβαλάει στην πλάτη της δυο πλαστικούς κουβάδες με νερό (με τη μέθοδο των κινέζων πωλητών νερού). Έπειτα, όμως, εμφανίζεται η συν-εκδοχή: Μια εύσωμη γκέισα με κιμονό (Β. Κυριακουλάκου) που ξαφνικά φοράει τα γυαλιά της Ν. Μούσχουρη και αρχίζει να τραγουδάει το Μίλησέ μου μπροστά από ένα αυτοσχέδιο σιντριβάνι σε μια στιγμή ριζικής ανάσχεσης κάθε εκτροπής προς το μελοδραματικό.

Και όταν τα λουτρά έγιναν λασπόλουτρα, οι γυμνοί λουόμενοι περιβλήθηκαν τη λάσπη στα χρώματα του «πρωτόγονου» Χορού του Henri Matisse και άρχισαν να χορεύουν, επιτελώντας τον πίνακα ως συν-εκδοχές του.

Η θέσμιση των υλικών είναι μια επιλογή που καθορίζει την αισθητική του Νούλα και έχει έναν βαθύ ιδεολογικό συμβολισμό. H επανάχρηση των ευρημένων υλικών δεν έχει μόνο σκηνική λειτουργικότητα, αλλά προβάλλει ταυτοχρόνως την αγιοποίηση του πεταμένου, του απορριγμένου, του χρησιμοποιημένου, όπως φυσικά και την άρνηση της μεγάλης φόρμας προς όφελος μιας αισθητικής του καθημερινού. Αυτή τη φορά ήταν το χώμα με τους άπειρους κοσμογονικούς, αλλά και θανατολάγνους υπαινιγμούς του πίσω από το προφανές καλοκαιρινό υπόστρωμά του.

Ένας συνάδελφος φεύγοντας από την παράσταση μού είπε: «Δεν μπορώ τόσο Kitsch, βρε παιδί μου!». Ωραία παρατήρηση, αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι εδώ πρόκειται για μια κυρίαρχη αισθητική του Ευρωπαϊκού Θεάτρου, που επιθυμεί να μεγεθύνει το καθημερινό πέρα από τα όρια του ανεκτού (αν και τα Θερμά θαλάσσια λουτρά θεωρώ ότι είναι η πιο καλλιεπής αισθητικά παράσταση των NM). Επιπλέον, οι νεοελληνικές πλαζ είναι το κατεξοχήν πεδίο άσκησης της πιο κακόγουστης θερινής ελευθεριότητας και η δουλειά των ΝΜ είναι ένα υπόρρητο κριτικό σχόλιο στις θεσμικές αποδοχές της «κλασικής» νεοελληνικής αισθητικής και ηθικής. Το καλοκαίρι αυτό δυο αγόρια ταΐζονται στην παραλία της Πειραιώς, ερωτοτροπώντας και μαχαιρώνοντας ο ένας το καρπούζι του άλλου, ενώ οι ειρωνικές αναφορές στη νεοελληνική αυταρέσκεια επιβοηθήθηκαν δραστικά και από το πρώτο διήγημα, όταν και πολύ χαλαρά δυο νεοελληνίδες Κυρίες συζητούσαν για μερσεριζέ υφάσματα και τις επιδόσεις των παιδιών τους με αφοπλιστική ταξική ανωτερότητα καλοκαιρινής ηδυπάθειας (Β. Κυριακουλάκου - Α. Σαραντοπούλου). Και μολονότι οι σαγιονάρες και τα βατραχοπέδιλα των λουομένων ήταν γεμάτα άμμο, όπως και τα δικά μας όταν πηγαίνουμε στην παραλία, τα χέρια τους κρατούσαν τα καρπούζια του Τσόκλη ή πετούσαν κουβάδες με νερό (Ελλάδα και τα δύο).

Η Β. Κυριακουλάκου είναι μια ηθοποιός που θαυμάζω εδώ και πολλά χρόνια. Εκτός από απίθανη κωμική στόφα κατέχει και την ευαισθησία μεγάλης δραματικής ηθοποιού. Ήδη όμως από το Αηδίασμα (2008) είχε αποδείξει ότι διαθέτει την καλλιτεχνική τόλμη και την αισθητική θρασύτητα που απαιτεί το είδος της περφόρμανς. Επιπλέον, με την υπέροχη γυμνότητά της υπερασπίζει τη γοητεία του γυναικείου σώματος στην πιο αντι-mainstream εκδοχή της.

Η Α. Σαραντοπούλου είναι το άνθος της σκηνικής σαγήνης των ΝΜ χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν γίνεται αδυσώπητη μορφικά, όταν αυτό απαιτείται, εκτοπίζοντας με τον χορό της κάθε αντίπαλο δέος. Ως Γοργόνα ήταν ομορφότερη και από αυτήν την αδελφή του Μ. Αλέξανδρου.

Ο Α. Κουβούσης υπεραθλητικός, όπως πάντα, έδωσε με απαράμιλλη εκφραστικότητα όλες τις ερωτικές και ζωικές δράσεις του.

Η Δ. Χατζηπαυλίδου είναι πλέον μια μορφή του σύγχρονου σωματικού θεάτρου στη χώρα μας.

Η Γ. Καρύδη έφερε στη σκηνή την σπαρακτική τραγικότητα των θρήνων του Μαύρου Ορφέα του Marcel Camus με την επίγνωση μιας σαγηνευτικής ειρωνείας (ειδικότερα ως καρναβαλική Αφροδίτη του Boticelli σε φελιζόλ κοχύλια).

Η Ε. Καραγιώργη ευαίσθητα συγκινητική και εκφραστικότατη.

Ο Α. Γκρίτσης απέδειξε ότι δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος δραματικός ηθοποιός (με λεπτά ημιτόνια και προσεκτικές ειρωνικές ανοικειώσεις), αλλά τόλμησε την εκφραστική σωματικότητα που τον καταχωρίζει πλέον σε ένα είδος και εκτός του θεάτρου του Λόγου.

Ο Κ. Τζημούλης έδωσε το φως της παρα-θεριστικής νωχέλειας, αλλά και με πινελιές λευκής επίσταξης. Τα κοστούμια του και τα σκηνικά αντικείμενα (όπως και τα τουρμπάνια) έφεραν το κλίμα και την ειρωνική αίσθηση μιας ολέθριας καλοκαιρινής εορτής

Είναι πλέον καιρός οι ΝΜ να εκτείνουν τα σκηνικά τους εγχειρήματα και προς άλλες κατευθύνσεις. Πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν τις Ευμενίδες στην Επίδαυρο, οι οποίες, αντί άλλης θειότητας, θα ασπάζονται τα Αποσπάσματα του Ζενέ ή τον Μεγάλο Ανατολικό του Εμπειρίκου.