Θεατρο - Οπερα

Σλουθ

Έλα όποτε θέλεις, εμείς από το πρωί μέχρι τις 4 το άλλο πρωί πρόβα θα κάνουμε!» μου είχε πει στο τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ ο Γιώργος Κιμούλης.

Κατερίνα Παναγοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έλα όποτε θέλεις, εμείς από το πρωί μέχρι τις 4 το άλλο πρωί πρόβα θα κάνουμε!» μου είχε πει στο τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ ο Γιώργος Κιμούλης. Με το που μπαίνω στο θέατρο την επομένη βλέπω τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, ο οποίος μου εξηγεί τις λεπτομέρειες. «Μέσα σε τρεις εβδομάδες έπρεπε να τα αλλάξουμε όλα! Η συνεργασία με τον Παπαβασιλείου (ο προηγούμενος σκηνοθέτης) δεν περπάτησε. Διαφορετική οπτική!» λέει σηκώνοντας τους ώμους και αλλάζει θέμα. Η σκηνή είναι γεμάτη αντικείμενα, έπιπλα, αφίσες από παλιά έργα του Κιμούλη και μία οθόνη που προβάλλει σκηνές από παραστάσεις του.

 «Τι είναι όλα αυτά;». «Στη δική μας διασκευή ο Άντριου Γουάικ δεν είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων αλλά διάσημος σεξπιρικός ηθοποιός, και ο Μάιλο Τιντλ ένας άσημος άνεργος ηθοποιός. Η δράση διαδραματίζεται σε ένα θέατρο πάνω και κάτω από τη σκηνή. Εκεί ο Γουάικ έχει καλέσει τον Τιντλ ο οποίος του έχει κλέψει τη γυναίκα». Δύο εξαιρετικά ευφυείς άντρες οι οποίοι συναινούν σε ένα τολμηρό παιχνίδι ανατροπών στο οποίο ο θύτης γίνεται θύμα και το αντίστροφο. Στο χώρο επικρατεί οργασμός προετοιμασίας. Η σκηνογράφος στήνει αντικείμενα, η βοηθός σημειώνει, ο ηχολήπτης βάζει cd, ο φωτιστής αλλάζει φωτισμούς. Πλάι μου στο τραπεζάκι βλέπω καφέδες, ουίσκι, τσιγάρα, αντισηπτικό σαπούνι, μαντιλάκια, τασάκια, μπουκαλάκια, σημειώσεις.

 Ξαφνικά εμφανίζεται ο Κιμούλης που δοκιμάζει ένα τραγούδι για το φινάλε: «Επειδή υπάρχει ένταση στο χειροκρότημα, αυτό το contradiction με το τραγούδι είναι καλό –λέει απευθυνόμενος στον Μαρκουλάκη– αρκεί να έχουμε ένα χιούμορ στην υπόκλιση». «Α, εγώ στην υπόκλιση είμαι πολύ σοβαρός!». Δίνουν οδηγίες στους τεχνικούς, προβάρουν αποσπάσματα, συνεννοούνται σχεδόν με τα μάτια. «Με τον Γιώργο δεν χρειάστηκε χρόνος για την εδραίωση μορφής επικοινωνίας. Μόνο με την επικοινωνία που έχω με τον Λιγνάδη μπορεί να συγκριθεί».

 Η ώρα περνάει και αυτό που βλέπω μπροστά μου επιβεβαιώνει αυτό που ήξερα. Ο Κιμούλης και ο Μαρκουλάκης είναι εξαίρετοι επαγγελματίες. «Τα ’χω φτύσει!» γυρνάει και μου λέει κάποια στιγμή ο Κιμούλης, ο οποίος δεν σταματάει λεπτό να πηγαινοέρχεται. Πώς θα αποφορτιστεί μετά από τόση ένταση; «Συνήθως πηγαίνω για φαγητό με φίλους, δύσκολο να πάω σπίτι κατευθείαν». Σε μία σκηνή ο Μαρκουλάκης κρεμιέται από ένα μονόζυγο και η Αθανασία Σμαραγδή, η πολύ γλυκιά σκηνογράφος, σκύβει προς το μέρος μου μισογελώντας. «Κάθε φορά εδώ φοβάμαι! Δεν φαντάζεσαι πόσο ασφαλείς συνθήκες προσπάθησα να δημιουργήσω». Τον βλέπει όπως είναι κρεμασμένος και σκάει στα γέλια. «Μα είναι πολύ αστείο!» μου λέει και γελάμε μαζί. Μοιάζουν να περνάνε καλά και ας τρέχουν μαραθώνιο. «Και στις ευρωεκλογές κάπως έτσι δεν έτρεχες με τη Δράση;». «Εκεί ήταν τρέλα! Αυτό εδώ ξέρω πώς γίνεται». Πάνε τη σκηνή ξανά και ξανά. Πρέπει να συγχρονίσουν το άνοιγμα της αυλαίας με τους ήχους και τα φώτα.

 Ο Κιμούλης τσαντίζεται. «Ρε  Έφη, να πάρεις το χαρτί που από την αρχή της πρόβας είπα να έχει ο καθένας μας για να σημειώνει!». Είναι αυστηρός, φωνάζει, αλλά ζητάει και συγνώμη. Έχει τα πάντα υπό απόλυτο έλεγχο. Ενώ μιλάμε με τον Μαρκουλάκη έρχεται συνωμοτικά ο Κιμούλης: «Οι τεχνικοί έχουν αρχίσει να ανησυχούν, δεν μας έχουν δει καθόλου να παίζουμε!». Γελάνε, αλλά γρήγορα σοβαρεύουν. Ποια θα είναι η τελευταία σκέψη του Κιμούλη στην πρεμιέρα πριν ανοίξει η αυλαία; «Υπάρχει μια αίσθηση ότι αποχαιρετάς κάποιους πριν βγεις, για να συναντήσεις άλλους στη σκηνή». «Φεύγω» σκύβω και ψιθυρίζω στον Μαρκουλάκη. «Γιατί; Δεν περνάς καλά; Αφού περνάμε πολύ καλά εδώ». Το ξέρω, το βλέπω…