- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ντέμι Σπριγκς: Δίνω χώρο στη θλίψη και τη μελαγχολία, χωρίς να τις μετατρέπω σε τραγωδία
Η Ντέμι Σπριγκς μιλάει στην Athens Voice για το «Nights on the Folkway», τη νέα της κυκλοφορία για τη Submersion Records
Η βρετανική φολκ είναι από τα ιδιώματα που αγαπώ ιδιαίτερα, ξεκινώντας από τη φωνή της Shirley Collins και την κιθάρα του Davy Graham - και ακόμη περισσότερο με τη συνοδεία του David Munrow στα κάθε λογής φλάουτα - και φτάνοντας μέχρι την Sandy Denny και τους μαγικούς κόσμους γεμάτους μονόκερους που έφτιαχνε με τη φωνή της. Στο πέρασμα του χρόνου και μέσα από acid πειραματισμούς, η φολκ διαλέγει δύσβατα μονοπάτια, διατηρώντας πάντα δύο πολύ σημαντικά της στοιχεία: τη μελωδία -έστω και υπόγεια- και το storytelling.
Η Ντέμι Σπριγκς, που ζει άλλοτε στην Αγγλία κι άλλοτε στην Ελλάδα κυκλοφόρησε μέσω της Submersion Records, την κασέτα της «Nights on the Folkway» σε 50 CD και 50 κασέτες. Όμως πίσω από μια τόσο μικρή - ποσοτικά - κυκλοφορία, υπάρχει πολύ σοβαρή σκέψη, γνώση, άποψη και - πάνω απ’ όλα - υψηλή ποιότητα. H Ντέμι Σπριγκς μιλάει στην Athens Voice για τη δημιουργία του «Nights on the Folkway» και τη φολκ μουσική εν γένει.
Η μουσική σου συχνά φαίνεται να αιωρείται μεταξύ παράδοσης και πειραματισμού. Πώς αποφασίζεις πότε να μείνεις πιστή στη λαϊκή δομή και πότε να την παραβείς ή να τη σπάσεις;
Νομίζω ότι για μένα ισχύει περισσότερο το ότι θέλω να υποδείξω ότι ο πειραματισμός ήταν πάντα μέρος της παραδοσιακής προσέγγισης. Αν και η παράδοση φαίνεται να είναι μια αμετάβλητη πολιτιστική πράξη, είναι πάντα σε κίνηση, συνεχώς μεταβάλλεται κι επαναλαμβάνεται δημιουργικά κάθε στιγμή που παίζεται ή εκτελείται, ανάλογα με το ποιος, τι, πού και γιατί. Έτσι, είναι περισσότερο σαν να δανείζομαι κάποια εργαλεία που υπάρχουν τόσο στην παράδοση όσο και στις πειραματικές μορφές – επανάληψη, ευφορία, πολλαπλάσια, πολυφωνίες, αρμονίες, λίγη αγριότητα, λίγη ησυχία, μια έντονη αίσθηση ιστορίας και σκοπού. Επίσης, από την άλλη πλευρά, θέλω να υποστηρίξω ότι κι η ηλεκτρονική μουσική είναι ένα είδος σύγχρονης λαϊκής μουσικής, και οι δύο είναι προσαρμόσιμες και DIY –όπως μπορείς να παίξεις λαϊκή μουσική σε μια κατεστραμμένη κιθάρα, μπορείς να παίξεις ασταθή ηλεκτρονική μουσική με ένα μόνο πεντάλ και ένα μικρόφωνο ή ένα trash keyboard, ή απλά έναν υπολογιστή–, προσιτά υλικά.
Το «Nights on the Folkway» φαίνεται να έχει τις ρίζες του στην αφήγηση ιστοριών. Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει τραγούδι για σένα;
Νομίζω ότι η βασική απάντηση σ’ αυτό είναι απλά μια σχέση με κάποιο είδος μελωδικής βάσης. Προσωπικά, μου αρέσουν οι κάπως ασαφείς αλλά δυνατές μελωδίες με ιδιότροπους στίχους, αλλά μου αρέσει επίσης η προφορική λέξη και η μουσική όπου οι στίχοι σου πηδάνε πάνω σου σαν μικρά α-μελωδικά κομμάτια ή αντιστίξεις. Σκέφτομαι το «Your soul» του Mike Reed ή το «Your queen is a reptile» των Sons of Kemet. Για μένα, ο στόχος είναι απλώς να εντείνω τη νοσταλγία των καθημερινών εμπειριών – να δημιουργήσω μια ισορροπία μεταξύ λέξεων και ήχου που κάνει κάτι να φαίνεται παλιό και νέο ταυτόχρονα. Μεγάλο μέρος του άλμπουμ μου αφορά την οικογένειά μου, που είναι ένα δείγμα των πιο τυπικών ανθρώπων της εργατικής τάξης της νότιας Αγγλίας που θα συναντήσεις, ξέρεις, ήσυχοι, ευγενικοί, τους αρέσει να πίνουν λίγο, αγαπιούνται και μισούνται μεταξύ τους. Ήθελα να τους τοποθετήσω μέσα σε κάτι μεγαλύτερο, ξέρεις, σαν μια καθολική εμπειρία της υφής του έρωτα και του θανάτου και της απώλειας και όλων αυτών των άλλων συναισθημάτων που συνοδεύουν αυτές τις μπερδεμένες περιπέτειες. Έτσι, πολλά από τα μέρη στα τραγούδια μου είναι εκεί όπου αυτό εκτυλίσσεται, μερικά είναι πραγματικά, μερικά είναι φανταστικά: όπως το «Craggen Rogg» – το μέρος όπου βάζεις την αγωνία σου όταν η αγάπη σου σε απορρίπτει, ή το «Fiddler’s green», ένας παράδεισος για τους ναυτικούς στα ιρλανδικά λαϊκά τραγούδια.
Υπάρχει εντυπωσιακά άπλετος χώρος στην κασέτα σου , τα τραγούδια αναπνέουν, μια αίσθηση αέρα και ησυχίας. Πόσο σκόπιμη είναι αυτή η ατμόσφαιρα;
Πάντα ήθελα να το κάνω αυτό. Για χρόνια δοκίμαζα κάθε είδους πετάλια μαζί με τον βιολιστή για να πετύχω ένα είδος ήχου Arthur Russel, και τελικά ήταν ο Σέργιος Βούδρης που μας είπε ότι το μυστικό ήταν η τεχνική που χρησιμοποιούσε ο Russel στο τσέλο. Αλλά εγώ ήθελα ακόμα κάτι που να ακούγεται ακατάστατο και σχεδόν τραχύ, σαν μια ανάμνηση. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να φτιαχτεί και να ηχογραφηθεί το άλμπουμ, και αυτό εν μέρει επειδή ηχογραφήθηκε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους μέχρι να βρω τη σωστή μέθοδο. Στην αρχή, προσπάθησα να κάνω τα πάντα ζωντανά σε μία λήψη με ένα looper, μόνη μου. Μετά προσπάθησα να ηχογραφήσω απευθείας σε ένα 8 track. Μετά συγκροτήθηκε η μπάντα, βρήκαμε μια πιο τζαζίστικη πινελιά και θέλαμε μια ηχογράφηση με αίσθηση χώρου. Εν μέρει λόγω του κάπως πρόχειρου παιξίματος της κιθάρας μου και της αρκετά ανεκπαίδευτης φωνής μου, το άλμπουμ ακούγεται λίγο φτωχό, αλλά δεν θα πω ότι αυτό οφείλεται σε έλλειψη προσπάθειας, γιατί χρειάστηκαν πολλοί άνθρωποι για να βρουν την κατάλληλη ισορροπία ώστε το άλμπουμ να διατηρήσει πολλά διαφορετικά στοιχεία, ενώ παράλληλα να έχει αρκετό χώρο. Αν θέλετε να ακούσετε κάποιον νέο που πραγματικά κατάφερε να το κάνει αυτό καλά, πρέπει να ακούσετε το άλμπουμ του Giorgio Zavos, «Times in my Room». Είναι εξαιρετικά απόκοσμο, παρά το γεγονός ότι είναι μια πλήρης μπάντα.
Περιγράφεις τη δουλειά σου ως «παραμύθια για και από τους κουρασμένους». Τι εννοείς με αυτό;
Ήθελα απλώς να δώσω χώρο στη θλίψη, τη μελαγχολία και τις κάπως καταθλιπτικές καταστάσεις και προσωπικότητες, χωρίς να το μετατρέπω σε τραγωδία – για να βρω λίγη δύναμη σ’ αυτό. Πάντα με έλκυε λίγο αυτό – όπως, κοίτα, ζούμε μια πλήρη ζωή χωρίς να χρειαζόμαστε συνεχή ευτυχία κι έχουμε μεγάλη ικανότητα να αντιμετωπίζουμε τη θλίψη και την απώλεια. Υποθέτω ότι τα λαϊκά τραγούδια είναι εξ ορισμού λίγο κουρασμένα, έχουν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και έχουν επιστρέψει ξανά εδώ και δεκαετίες ή ακόμα και αιώνες, πρέπει να είναι αρκετά κουραστικό να τα αναμασάνε και να τα τραγουδάνε τόσοι πολλοί άνθρωποι τόσο πολλές φορές.
Νιώθω ότι υπάρχει μια αρκετά τελετουργική ατμόσφαιρα στο άλμπουμ και υποθέτω και στις ζωντανές σου εμφανίσεις. Είναι αλήθεια αυτό και από πού προέρχεται;
Νομίζω ότι, όταν παίζω μουσική, είναι ίσως η μόνη στιγμή στη ζωή μου που νιώθω πραγματικά μέσα στο σώμα μου, κι όταν παίζω με άλλους ανθρώπους και το όλο πράγμα ακούγεται καλά, νιώθω πραγματικά ότι αυτό είναι το πιο κοντινό που έχω ζήσει σε πνευματική εμπειρία – σπούδασα ανθρωπολογία και σ’ αυτή την επιστήμη αυτό ονομάζεται «συλλογική έξαρση» ή «συλλογική ανάταση». Είναι σαν ένα αίσθημα συντροφικότητας – νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι το βιώνουν αυτό και στην κουλτούρα των κλαμπ. Μπορεί να ακούγεται λίγο κοινότοπο, αλλά για μένα είναι ειλικρινές. Δεν νομίζω ότι η μπάντα μας το κάνει αυτό σκόπιμα. Αυτό που έχουμε όλοι κοινό είναι ότι ζούμε ανάμεσα σε δύο κόσμους που αλληλεπικαλύπτονται –τη noise/πειραματική μουσική και τη folk/pop–, οπότε αυτή είναι μια ωραία συνταγή για να χαθούμε και να ξαναβρούμε ο ένας τον άλλον. Νομίζω ότι όλα τα μέλη της μπάντας είναι κάπως εκτός τρέχουσας κοινωνικής κατάστασης, οπότε ίσως γι’ αυτό ακουγόμαστε έτσι.
Ποιοι καλλιτέχνες, ζωντανοί ή νεκροί, έχουν διαμορφώσει την αντίληψή σας για το τι μπορεί να είναι ένα φολκ τραγούδι;
Ο Michael Hurley, η Laurie Anderson, η Sandy Denny, οι Fairport Convention, ο Ewan Mccol, η Joni Mitchel, ο Shabaka Hutchings – όλοι τους ξεπερνούν τα όρια. Αυτοί είναι οι μούσες μου, αλλά από τους νέους καλλιτέχνες αναδύονται μερικά αριστουργήματα της folktronica – όπως οι Lulllahush από την Αθήνα ή οι Rois από την Ιρλανδία, τους οποίους γνώρισα στην Αθήνα στην περίεργη folk μουσική σκηνή που περιστρέφεται γύρω από το μπαρ Diving Duck στην Εξάρχεια. Στο Λονδίνο υπάρχει η μπάντα της φίλης μου Astra Forward, που είναι η πιο μελαγχολική μπάντα και παίζει συγκινητική φολκ μουσική με όργανα και midi pad.
Υπάρχει ένα λεπτό φεμινιστικό υπόβαθρο στις αναπαραστάσεις των λαϊκών ιστοριών – πόσο συνειδητά το πλησιάζεις;
Νομίζω ότι το να απεικονίζεις τις γυναίκες στη μουσική ως ενεργές πρωταγωνίστριες που δεν είναι δισδιάστατοι χαρακτήρες είναι μια φεμινιστική κίνηση – όπως η γυναίκα μου στο «Craggen Rogg», που ξεκινάει να αναζητήσει την εκδίκησή της, ενώ παράλληλα ζητάει να μείνουν φίλοι –σχεδόν ειρωνικά– και το τραγούδι μετατρέπεται σε ένα μαγικό χάος, ή στο «Watercolour», που είναι ένα απαλό και κοινότοπο ερωτικό τραγούδι γραμμένο από μια γυναίκα για έναν άντρα, αλλά όλα αυτά είναι απλώς μια προβολή. Αυτά τα συναισθηματικά επίπεδα είναι πιο ρεαλιστικές αναπτύξεις των γυναικείων εμπειριών από τα τραγούδια που τοποθετούν τις γυναίκες σε παθητική θέση. Δεν νομίζω ότι ήταν τόσο κατανοητό για τον ακροατή. Νομίζω ότι θα με ενδιέφερε περισσότερο να ρωτήσω τους ανθρώπους πώς το αντιλαμβάνονται αυτό, παρά να το δηλώσω εγώ η ίδια. Δουλεύω πάνω σε ένα άλλο άλμπουμ, όπου αυτό είναι πιο σαφές, πολλές από τις σχέσεις σ’ αυτό έχουν την ίδια συνταγή, αλλά οι χαρακτήρες είναι εραστές του ίδιου φύλου, και μετά υπάρχουν και οι χαμένοι νέοι άνδρες και γυναίκες.
Πώς γνώρισες τα παιδιά της Submersion και πώς αποφάσισες να συνεργαστείς μαζί τους;
Τους γνώρισα επειδή η πρώτη μου συναυλία στην Αθήνα ήταν στο KET της Κυψέλης, όπου έπαιξα ως support στην παρουσίαση της κυκλοφορίας της πρώτης κασέτας της Calliope, «Madchenblumen», η οποία είναι υπέροχη. Δεν ένιωθα πολύ καλά, επειδή είχα τραυματίσει το χέρι μου και δεν μπορούσα να παίξω κιθάρα, οπότε έκανα ένα περίεργο ακουστικό σετ με loopers κι εκείνη ανέβηκε ύστερα στη σκηνή κι έπαιξε ένα όμορφο λυρικό σετ. Έτσι, παρακολούθησα μερικές συναυλίες της και μετά κυκλοφόρησε η κασέτα στη Submersion, οπότε είδα τι άλλα έκαναν κι εκείνοι. Κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ της Καλλιόπης Μητροπούλου –μιας ακόμη καλλιτέχνιδας που σέβομαι πολύ–, που είναι ένα tour de force όμορφης ορχηστρικής οργής. Σκέφτηκα να προσπαθήσω να γίνω μέλος του roster τους – νομίζω ότι πάντα κυκλοφορούν πολύ ενδιαφέρον υλικό. Ήμουν για λίγο στην Team Love της Νέας Υόρκης και, όσο και αν τους αγαπώ για αυτό που έκαναν για μένα κυκλοφορώντας το πρώτο μου EP, και για τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζονται, χρειαζόμουν κάτι πιο κοντά στο σπίτι μου.
Έχεις ασχοληθεί με διάφορες μορφές τέχνης, από την εθνογραφία μέχρι την εγκατάσταση τέχνης. Τι σου προσφέρουν αυτές οι πρακτικές;
Προσπαθώ να σκεφτώ γιατί αυτά τα πράγματα συνδέονται, όχι ότι πρέπει απαραίτητα να συνδέονται, αλλά επειδή σκέφτομαι υπερβολικά, έχω αυτή την ανάγκη να βρω μια σχέση. Υποθέτω ότι αυτό που μου έχει προσφέρει συγκεκριμένα η μελέτη της εθνογραφίας και της τέχνης είναι η βεβαιότητα ότι η τέχνη, όπως η μουσική, ο χορός, το τραγούδι, η δημιουργία, η αφήγηση ιστοριών και όλες οι στοχαστικές δραστηριότητες που συνοδεύουν αυτά τα πράγματα, είναι κάτι που όλοι οι άνθρωποι μπορούν και πρέπει να κάνουν, με ή χωρίς τεχνικές δεξιότητες, και ότι επίσης δεν είναι κάτι που κάνουν μόνο οι άνθρωποι.
Τέλος, κοιτάζοντας μπροστά – υπάρχουν ήχοι, ιστορίες ή συνεργασίες που ανυπομονείτε να εξερευνήσετε;
Θα ήθελα να εξερευνήσω λίγο περισσότερο τη χορωδιακή μουσική. Διάβαζα γι’ αυτήν την πολιτιστική πρακτική στον νότιο Ειρηνικό, όπου δημιουργούνται πολλές διαφορετικές μελωδίες και ρυθμοί ταυτόχρονα, χωρίς να προσπαθούν να δημιουργήσουν μια μορφή συνέργειας, απλώς μέσα ένα μεγάλο ηχητικό χάος. Τα περισσότερα τραγούδια στο νέο άλμπουμ θα έχουν μελωδικές ενορχηστρώσεις, αλλά νομίζω ότι τουλάχιστον ένα από τα τραγούδια και μερικές άλλες στιγμές μπορεί να είναι έτσι.