Μουσικη

Kruder & Dorfmeister: Η ιδέα του hit δεν ήταν ποτέ μέρος της σκέψης μας

Οι θρύλοι της downtempo και trip hop σκηνής μιλούν στην Athens Voice πριν την εμφάνισή τους στην Αθήνα
Δημήτρης Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι Kruder & Dorfmeister επιστρέφουν με live band στην Αθήνα, στις 27 Νοεμβρίου, γιορτάζοντας 25 χρόνια «K&D Sessions» και μιλούν για τον ήχο, την πορεία και την εξέλιξή τους.

Κάπου στα τέλη των 90s, ο κόσμος έβραζε από υπερδιέγερση. Όλοι ήθελαν να χορέψουν γρήγορα, να ζήσουν γρήγορα, να καούν γρήγορα. Και μετά εμφανίστηκαν αυτοί οι δύο Βιεννέζοι που έμοιαζαν να λένε: «Ηρεμήστε. Ακούστε. Κάτι συμβαίνει ανάμεσα στις νότες.» Κι έτσι γεννήθηκε το φαινόμενο. Από afterparties που μύριζαν ιδρώτα και ηχεία Bang & Olufsen στα σαλόνια ανθρώπων που υποκρίνονταν ότι καταλαβαίνουν την τέχνη. Ήταν η εποχή που όλοι ήθελαν να κρυφτούν μέσα σε έναν ρυθμό. Οι Kruder & Dorfmeister τους έδωσαν ολόκληρο δωμάτιο.

Υπάρχουν άλμπουμ που βγαίνουν για να γεμίσουν χώρο και άλμπουμ που βγαίνουν για να γεμίσουν χρόνο. Το «The K&D Sessions» των Kruder & Dorfmeister ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Η παραγωγή του τότε φαινόταν παράλογη: αμέτρητες ώρες σε στούντιο γεμάτα αναλογικά samplers, delay που μουρμούριζε σαν υπόγεια γραμμή τρένου, χιλιομετρικές λούπες που χτίζονταν και ξαναχτίζονταν μέχρι να αποκτήσουν βάρος, σαν να μην ήταν απλώς ήχοι αλλά υλικά. Οι Kruder & Dorfmeister δεν κυνηγούσαν «κομμάτια». Κυνηγούσαν ατμόσφαιρες. Τόνο. Υφή. Την αίσθηση ότι ένα remix μπορεί να γίνει καλύτερο από την πρώτη ύλη, όχι από φιλοδοξία αλλά από επιμονή. Ένα διπλό άλμπουμ με δύο original tracks και δεκαεννέα remixes που διέσχιζαν high-grade drum & bass, cerebral dub και βραζιλιάνικα samples. Μια συλλογή που το 1998 δεν έμοιαζε με δίσκο· έμοιαζε με χάρτη. Για το πώς μπορεί να ακούγεται η πόλη στις 4:17 το πρωί, όταν τα πάντα είναι πιο αργά και πιο αληθινά.

Το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος που άλλαξε την πορεία ενός είδους. Ξαφνικά, η downtempo δεν ήταν πια εύκολη μουσική για μπαρ. Ήταν αρχιτεκτονική. Ήταν μινιμαλισμός με συναίσθημα. Ήταν το σημείο όπου η ψυχραιμία συναντούσε την ευφορία. Για αυτό το «The K&D Sessions» έγινε πολιτιστικό αντικείμενο. Για να τιμήσουν την επέτειο των 25 ετών από τη δημιουργία του, το αυστριακό δίδυμο κυκλοφορεί συλλεκτικό box set (6LP + 3CD), με φωτογραφίες και ιστορίες από τα παρασκήνια, και ξεκινά μια παγκόσμια περιοδεία για να παρουσιάσει το «The K&D Sessions Live» – και η Ελλάδα είναι ένας από τους σταθμούς. Την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου, οι Kruder & Dorfmeister παρουσιάζουν στην Αθήνα, στο Universe Multivenue (Saturn Area), στη Λεωφόρο Κηφισού 87, το The K&D Sessions Live με πλήρη μπάντα, χωρίς τις περιορισμένες τεχνολογίες που τους γέννησαν. Μια από τις τελευταίες συναυλίες της φετινής χρονιάς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να επικοινωνήσει κανείς μαζί τους.

—Ξεκινώντας από τις πρώτες σας μέρες στη σκηνή της Βιέννης: πώς γνωριστήκατε και ποια ήταν η πρώτη σας «αποστολή» ως δίδυμο DJ/παραγωγών;

Γνωριστήκαμε στις αρχές των 90s, σε μια εποχή που η μουσική κοινότητα της Βιέννης ήταν αρκετά μικρή ώστε όλοι αργά ή γρήγορα να συναντηθούν. Υπήρχε μια κοινή περιέργεια στον αέρα — DJs, παραγωγοί, εικαστικοί, όλοι αντάλλαζαν ιδέες. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί επειδή απλώς το νιώθαμε· τα γούστα και τα ένστικτά μας ταυτίστηκαν αμέσως. Δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο ούτε φιλοδοξία. Ήταν περισσότερο μια εξερεύνηση ενός ήχου που δεν είχαμε ακούσει ακόμη, αλλά ξέραμε ότι θέλαμε να υπάρξει.

—Το 1993 κυκλοφορήσατε το EP «G-Stoned», που έγινε καταλύτης για τη μετέπειτα δουλειά σας. Ποια ήταν η εσωτερική σας κατάσταση — συναισθηματικά και καλλιτεχνικά — εκείνη την περίοδο;

Εκείνη η περίοδος είχε ένα παράξενο είδος αισιοδοξίας. Ήμασταν περιτριγυρισμένοι από δυνατότητες — sampling, layering, διαμόρφωση ατμοσφαιρών με νέους τρόπους. Το «G-Stoned» γεννήθηκε από μια αληθινή γοητεία για το πώς η ατμόσφαιρα μπορεί να αφηγηθεί μια ιστορία. Ήταν μια πολύ συγκεντρωμένη περίοδος, αλλά και ανοιχτή: δεν ξέραμε ακόμη πού οδηγούσε ο δρόμος, μόνο ότι η διαδικασία από μόνη της ήταν βαθιά απορροφητική.

—Πώς θα περιγράφατε τον χαρακτηριστικό «Vienna Sound» σε κάποιον που δεν γνωρίζει τη μουσική σας; Τι σας ξεχωρίζει, μουσικά και αισθητικά;

Η φράση «Vienna Sound» πάντα μας φαινόταν λίγο παραπλανητική. Αυτό που άκουγε ο κόσμος δεν ήταν τόσο μια τοπική σκηνή όσο μια κοινή αισθητική — η ιδέα ότι το groove μπορεί να είναι αργό, λεπτομερές και κινηματογραφικό. Για εμάς είχε να κάνει με τον τόνο, το βάθος και την υπομονή. Μας ενδιέφερε η μουσική που δημιουργεί ένα περιβάλλον αντί να απαιτεί προσοχή. Μπορούσες να ακούσεις προσεκτικά ή να χαθείς, και πάλι θα σε κρατούσε.

—Το άλμπουμ «The K&D Sessions» του 1998 θεωρείται ορόσημο στην downtempo / trip-hop σκηνή. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στη δημιουργία του;

Ο δίσκος δημιουργήθηκε σε μια παρατεταμένη περίοδο και ποτέ δεν προοριζόταν να είναι «άλμπουμ» με την κλασική έννοια. Ξαναδουλεύαμε remixes, αποσπάσματα και κομμάτια ατμόσφαιρας, πλάθοντάς τα σε κάτι συνεκτικό. Η διαδικασία ήταν σχολαστική και συχνά εξαντλητική. Δουλεύαμε με samplers, παλιό εξοπλισμό, πολλή αναλογική τεχνολογία — τίποτα δεν συνέβαινε γρήγορα. Αλλά ο περιορισμός ήταν και η δύναμη: μας ανάγκαζε να ακούμε με προσοχή και να μετράμε κάθε απόφαση.

—Με τόσες κυκλοφορίες και remixes (π.χ. για Depeche Mode, Madonna), έχετε ξεκάθαρα αποφύγει τη mainstream διαδρομή. Τι σας οδήγησε σε αυτό το μονοπάτι αντί για μια πιο «one-hit-wonder» προσέγγιση;

Πιστεύαμε ανέκαθεν ότι η μουσική βρίσκει το κοινό της. Η ιδέα του «hit» δεν ήταν ποτέ μέρος της σκέψης μας. Μας ενδιέφερε περισσότερο να δημιουργήσουμε κάτι που διαρκεί πέρα από τη στιγμή του. Ένα κομμάτι που εξακολουθεί να αντηχεί χρόνια αργότερα έχει τη δική του ήσυχη επιτυχία. Αυτό αναζητούσαμε πάντα — διάρκεια, βάθος και μια προσωπική σχέση ανάμεσα στον ήχο και τον ακροατή.

—Θυμάστε την πρώτη φορά που ακούσατε κομμάτι σας στο ραδιόφωνο; Πώς ήταν η εμπειρία και ποιο ήταν το κομμάτι;

Ναι, το θυμόμαστε έντονα. Ήταν στην εκπομπή Vibrazone του Gilles Peterson στο Kiss FM. Ήμασταν στη Βιέννη, ακούγαμε αργά τη νύχτα, και ξαφνικά ήταν εκεί — το κομμάτι μας να αιωρείται πάνω από το Λονδίνο. Ο Gilles ήταν μεγάλη έμπνευση για εμάς, οπότε το να ακούμε τη μουσική μας στη δική του εκπομπή ένιωθε σαν να άνοιγε μια πόρτα. Ήταν μια στιγμή που επιβεβαίωσε ότι η μουσική πραγματικά ταξιδεύει με τους δικούς της όρους.

—Πώς έχει εξελιχθεί η προσέγγισή σας στην παραγωγή;

Τα εργαλεία έχουν αλλάξει δραματικά. Αυτό που κάποτε απαιτούσε ένα δωμάτιο γεμάτο μηχανήματα, τώρα χωράει σε ένα laptop. Αλλά η ουσία δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ακόμη σκεφτόμαστε με όρους ατμόσφαιρας, ρυθμού και υφής. Αυτό που έχει εξελιχθεί είναι ο τρόπος με τον οποίο ακούμε — έχουμε γίνει πιο αργοί, πιο προσεκτικοί. Η τεχνολογία κάνει εύκολο το να είσαι γρήγορος, αλλά μάθαμε ότι οι ιδέες συχνά χρειάζονται χρόνο για να ξεδιπλωθούν.

—Ποια είναι η φόρμουλα για το τέλειο πάρτι;

Δεν υπάρχει φόρμουλα. Μια υπέροχη νύχτα εξαρτάται από την ισορροπία — ανάμεσα στον ήχο και τον χώρο, ανάμεσα στην ενέργεια και την άνεση. Είναι η στιγμή που το κοινό σταματά να σκέφτεται τον εαυτό του και απλώς διαλύεται μέσα στη μουσική. Τα καλύτερα πάρτι έχουν αυτή την αίσθηση αιώρησης, όπου ο χρόνος θολώνει λίγο.

—Πώς βλέπετε την ισορροπία ανάμεσα στο να δίνετε στο κοινό αυτό που θέλει και στο να του προσφέρετε κάτι καινούργιο;

Είναι ένας λεπτός διάλογος. Ο κόσμος έρχεται με προσδοκίες, αλλά αυτές οι προσδοκίες βασίζονται στο στοιχείο της έκπληξης — στις στιγμές όπου κάτι άγνωστο ξαφνικά μοιάζει σωστό. Προσπαθούμε να σεβόμαστε αυτό που αγαπούν οι ακροατές, διατηρώντας ταυτόχρονα την περιέργεια ζωντανή. Δεν μπορείς απλώς να επαναλαμβάνεις τον εαυτό σου· η επανάληψη χωρίς ρίσκο γίνεται νοσταλγία.

«Η Αθήνα έχει μια ιδιαίτερη ενέργεια, πολύ ανοιχτή και παθιασμένη. Περιμένουμε να εκπλαγούμε — κι αυτό είναι μια καλή προσδοκία» — Kruder & Dorfmeister

—Τώρα που γιορτάζετε 25 χρόνια από το «The K&D Sessions» και επιστρέφετε με μια live band — τι σημαίνει αυτό για εσάς προσωπικά και καλλιτεχνικά;

Υπάρχει μια αίσθηση προοπτικής που έρχεται με την απόσταση. Το «K&D Sessions» δεν είχε σχεδιαστεί για να γίνει κλασικό· ήταν απλώς ένα ντοκουμέντο του τι κάναμε τότε. Το να το ξαναπροσεγγίζουμε τώρα με ζωντανούς μουσικούς μάς επιτρέπει να ξανανακαλύψουμε αυτά τα κομμάτια από άλλη γωνία. Δεν είναι αναδημιουργία· είναι μετάφραση — το πώς νιώθουν αυτές οι υφές όταν παίζονται από ανθρώπινα χέρια, πώς ο χρόνος τις έχει διαμορφώσει.

—Τι σας οδήγησε να παρουσιάσετε τον δίσκο live με πλήρη μπάντα; Τι αλλαγές ή «αποκαλύψεις» φέρνει αυτή η ζωντανή εκδοχή σε σχέση με την αρχική;

Το πρωτότυπο υλικό ήταν χτισμένο πάνω σε samples — θραύσματα, loops, λεπτομέρειες — και ήμασταν περίεργοι τι θα συμβεί αν παραδίδαμε αυτό το λεξιλόγιο σε πραγματικούς μουσικούς. Το αποτέλεσμα μάς εξέπληξε. Αντί να σφίξει τη μουσική, την έκανε πιο χαλαρή, πιο ρευστή. Η αλληλεπίδραση των μουσικών έφερε ένα στοιχείο ρίσκου· πολύ ζωντανό. Μας θυμίζει ότι η ουσία αυτών των κομματιών δεν ήταν ποτέ η ακρίβεια· ήταν η ατμόσφαιρα.

—Στα πρώτα σας χρόνια, η underground σκηνή — after-parties, lofts, υπόγεια clubs — ήταν κομμάτι της κουλτούρας σας. Πώς τη βλέπετε σήμερα σε σχέση με τότε;

Στις αρχές όλα ήταν μικρότερα, πιο προσωπικά. Η πληροφορία ταξίδευε αργά· έπρεπε να ψάξεις για να βρεις πράγματα. Αυτό δημιουργούσε πιο δυνατούς δεσμούς. Σήμερα η σκηνή είναι ευρύτερη, ταχύτερη, παγκόσμια — κάτι που έχει τη δική του ομορφιά. Το πνεύμα όμως παραμένει ίδιο: η ανάγκη να συναντηθούμε, να μοιραστούμε ήχο και χώρο σε πραγματικό χρόνο. Οι λεπτομέρειες αλλάζουν, η πρόθεση όχι.

—Ποιες εμπειρίες του παρελθόντος διαμόρφωσαν περισσότερο τη μουσική σας ταυτότητα — ένα κομμάτι, ένα ταξίδι, ένα DJ set;

Πάρα πολλές στιγμές μας διαμόρφωσαν. Το να ακούσουμε για πρώτη φορά πρώιμα dub. Ώρες σε δισκοπωλεία όπου κάθε εξώφυλλο υποσχόταν ένα νέο σύμπαν. Νύχτες στο Flex όταν η μουσική και η πόλη έμοιαζαν τέλεια ευθυγραμμισμένες. Τα ταξίδια στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Τόκιο — κάθε μέρος διεύρυνε την αίσθηση του ρυθμού και της δυνατότητας. Δεν είναι τόσο μεμονωμένα γεγονότα όσο ο τρόπος που όλα αυτά συσσωρεύονται αθόρυβα σε μια γλώσσα.

—Υπάρχει κάποιο remix σας που βλέπετε διαφορετικά σήμερα — είτε λόγω του χρόνου είτε επειδή αλλάξατε ως άνθρωποι και καλλιτέχνες;

Ναι, μερικά. Το remix για τους Depeche Mode, για παράδειγμα. Τότε ήμασταν εμμονικοί με τη λεπτομέρεια, κυνηγώντας μια πολύ συγκεκριμένη διάθεση. Τώρα, ακούγοντάς το, μοιάζει πιο ακατέργαστο, λιγότερο ελεγχόμενο — κάτι που στην πραγματικότητα εκτιμούμε. Συνειδητοποιείς ότι η ατέλεια συχνά κουβαλά περισσότερη συγκίνηση από όση μπορεί ποτέ η ακρίβεια.

—Πώς ήταν όταν η μουσική σας άρχισε να αποκτά απήχηση εκτός Αυστρίας — στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ και αλλού; Πώς αντιδράσατε;

Ήταν σουρεαλιστικό. Δημιουργούσαμε μουσική σε ένα μικρό δωμάτιο, και ξαφνικά παιζόταν σε μέρη που βλέπαμε μόνο στα περιοδικά. Αυτό που μας εντυπωσίασε περισσότερο ήταν πόσο καθολική ήταν η ανταπόκριση. Οι ακροατές ένιωθαν σύνδεση όχι επειδή ήξεραν από πού ερχόμασταν, αλλά επειδή αναγνώριζαν μια διάθεση. Αυτό ενίσχυσε την πεποίθησή μας ότι η μουσική ξεπερνά γεωγραφίες και γλώσσες.

—Η δημιουργία μουσικής συχνά απαιτεί μοναξιά, ατελείωτες νύχτες στο στούντιο, αναζήτηση. Τι θυσίες έχετε κάνει — ή συνεχίζετε να κάνετε — για να διατηρήσετε την καλλιτεχνική σας ελευθερία;

Υπάρχουν πάντα θυσίες: χρόνος, ύπνος, προβλεψιμότητα. Ανταλλάσσεις σταθερότητα με ανεξαρτησία. Αλλά μάθαμε ότι η ελευθερία είναι το πιο πολύτιμο νόμισμα στη δημιουργία. Σου επιτρέπει να παίρνεις αποφάσεις που μένουν αληθινές σε αυτό που είσαι, ακόμη κι όταν ο κόσμος γύρω σου αλλάζει.

—Τι σας συγκινεί περισσότερο σήμερα όταν βρίσκεστε στη σκηνή μπροστά σε κοινό; Τι περιμένετε από την εμφάνιση στην Αθήνα;

Εκείνη η στιγμή που ολόκληρος ο χώρος ανασαίνει συγχρονισμένα — αυτό παραμένει η ανταμοιβή. Το νιώθεις όταν το κοινό σταματά να είναι «κοινό» και γίνεται κομμάτι του ήχου. Η Αθήνα έχει μια ιδιαίτερη ενέργεια, πολύ ανοιχτή και παθιασμένη. Περιμένουμε να εκπλαγούμε — κι αυτό είναι μια καλή προσδοκία.

—Τι ρόλο πιστεύετε ότι παίζει σήμερα η ηλεκτρονική μουσική — ειδικά η downtempo, το trip-hop — σε έναν γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο;

Προσφέρει χώρο για στοχασμό. Όταν όλα επιταχύνονται, αυτή η μουσική σου θυμίζει να επιβραδύνεις και να κατοικήσεις τη στιγμή. Είναι ο παλμός ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία. Ίσως αυτή να είναι η ήσυχη σημασία της σήμερα — να δίνει στους ανθρώπους έναν χώρο για να νιώσουν αντί να αντιδράσουν.

—Υπάρχει κάποιο αγαπημένο δικό σας κομμάτι — original ή remix — που μπορεί να μην είχε εμπορική επιτυχία, αλλά έχει βαθιά σημασία για εσάς;

Το «Speechless» εξακολουθεί να μας συγκινεί. Έχει μια μελαγχολία και μια οικειότητα που αποτυπώνει τέλεια μια στιγμή και ένα συναίσθημα. Δεν χρειαζόταν να γίνει single· αρκούσε που υπήρξε. Μερικά κομμάτια κουβαλούν προσωπικό νόημα — ανήκουν όσο στο παρελθόν, τόσο και στο παρόν.

—Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο — πώς σας επηρεάζουν οι επέτειοι, όπως αυτή των 25 χρόνων; Είναι απλώς σημείο αναφοράς ή πηγή έμπνευσης για το επόμενο κεφάλαιο;

Ο χρόνος μοιάζει κυκλικός. Οι επέτειοι μάς θυμίζουν ότι η μουσική ξεπερνά τη στιγμή που δημιουργήθηκε. Δεν είναι νοσταλγία, αλλά προοπτική — μια ευκαιρία να αναγνωρίσουμε τι άντεξε και να φανταστούμε τι μπορεί ακόμη να εξελιχθεί. Κάθε έργο είναι συνέχεια, όχι επίλογος.

—Ποια είναι τα σχέδιά σας μετά την περιοδεία — νέο υλικό, νέα κατεύθυνση ή συνεργασίες;

Μαζεύουμε συνεχώς ιδέες, σκιτσάρουμε, πειραματιζόμαστε. Κάποια πράγματα χρειάζονται χρόνια για να αποκτήσουν μορφή, άλλα συμβαίνουν μέσα σε μια νύχτα. Υπάρχει νέο υλικό που διαμορφώνεται, αλλά προτιμάμε να το αφήνουμε να αναπνεύσει πριν το ορίσουμε. Το στούντιο παραμένει το αγαπημένο μας μέρος για να εξαφανιζόμαστε.

—Τι ελπίζετε να νιώσει κάποιος που θα έρθει να σας δει στην Ελλάδα — τι είδους εμπειρία θέλετε να του προσφέρετε;

Ελπίζουμε να φύγει πιο ελαφρύς, σαν να ταξίδεψε κάπου χωρίς να μετακινηθεί. Οι καλύτερες νύχτες συνδυάζουν ενέργεια και ενδοσκόπηση — groove και στοχασμό στην ίδια ανάσα. Αν οι άνθρωποι φύγουν χαμογελώντας και λίγο αλλαγμένοι, αυτό είναι αρκετό.

—Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα ζωής που έχετε μάθει — μέσα ή έξω από τη μουσική — και γιατί είναι σημαντικό για εσάς;

Η υπομονή. Οτιδήποτε έχει νόημα χρειάζεται χρόνο — οι σχέσεις, η μουσική, η εξέλιξη. Ο πειρασμός να βιάζεσαι είναι συνεχής, αλλά ο ρυθμός σού μαθαίνει κάτι διαφορετικό. Μαθαίνεις να περιμένεις τη σωστή στιγμή, και όταν έρθει, την αναγνωρίζεις αμέσως.