- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Ροζαλία, η ποπ υπέρβαση και το χαμένο μέτρο του ενθουσιασμού
Αποζητώντας το Wuthering Heights ή το Frozen του 21ου αιώνα
Με το «Lux» η Ισπανίδα σταρ Ροζαλία εκπλήσσει, αγγίζοντας έναν ορίζοντα που συνήθως τρομάζει την ποπ δισκογραφία. Απέναντι, όμως, δεν βρίσκει έγκυρες γνώμες για την ποιότητα της δουλειάς της, παρά μόνο εκστατικούς αλαλαγμούς από μια ολοένα και πιο ανερμάτιστη κριτική.
Φτάσαμε λοιπόν σ' ένα σημείο όπου η Ροζαλία αντιμετωπίζεται ως θέμα «καυτό», ικανό να αποφέρει κλικ μέχρι και στην περιφερειακή μας Ελλάδα. Ωθώντας ακόμα και ανθρώπους που αδιαφόρησαν να μάθουν κάτι γι' αυτήν όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα (καλοκαίρι 2023) να ψάξουν, να ενημερωθούν, να μη μείνουν εκτός εξελίξεων –να έχουν κι εκείνοι κάτι να πουν όχι μόνο για τον Λεξ, αλλά και για το Λουξ, το φρέσκο της άλμπουμ.
Εντάξει, αλλά θετικό δεν είναι αυτό; Είναι, ναι. Και είναι και δίκαιο, γιατί εφιστά τη μαζική, διαγενεακή προσοχή σε μία επίκαιρη καλλιτέχνιδα που δεν έχει πάψει να ανησυχεί για την τέχνη της. Ίσα-ίσα, ήδη από όταν πρωτακούστηκε ως άγουρη, μα χαρισματική φωνή των Kejaleo, η Ισπανίδα σταρ επιδιώκει τις υπερβάσεις: παίζει με τα όρια των στυλ που χρησιμοποιεί, παίζει με τις flamenco καταβολές της, παίζει με το τι αντιλαμβάνεται ως ποπ μια νεολαία εκτεθειμένη σε πλειάδα ήχων, παίζει με τη διεθνή αναγνώριση δίχως να εγκαταλείπει τη γλώσσα και την ταυτότητά της. Η περίπτωσή της, παρεμπιπτόντως, προσφέρει αφθονία χρήσιμων σεμιναρίων προς νέους, εγχώριους καλλιτέχνες, τα οποία για την ώρα παρακολουθεί μονάχα η Μαρίνα Σάττι (δίχως να αριστεύει).
Ξοδεύουμε λέξεις, επομένως, εάν γράψουμε ότι θα μπορούσε να κυκλοφορήσει ένα δεύτερο Motomami και να της λέγαμε και «μπράβο». Αντιθέτως, διάλεξε να μπερδευτεί με το σπουδαίο λόγιο παρελθόν της Ευρώπης (αυτό που ο πολύς κόσμος λέει «κλασική μουσική»), να βουτήξει στην όπερα, να στοχαστεί πάνω στην πνευματικότητα από το μετερίζι μιας τριαντάρας η οποία δεν νοιάζεται για οργανωμένες θρησκείες. Και εγένετο φως (lux), κάπως έτσι. Ένας δίσκος που εκπλήσσει, τολμώντας ν' απλωθεί σ' έναν ορίζοντα που συνήθως δεν απασχολεί την ποπ δισκογραφία – ίσως γιατί, ενώ τον ποθεί ήδη από τα χρόνια του Elvis Presley, συνάμα τον φοβάται.
Κάπου εδώ, ωστόσο, καραδοκούν τα φλέγοντα ερωτήματα, οι μακροσκελείς συζητήσεις, μα και τα μεγάλα προβλήματα· τόσο για τη Ροζαλία, όσο και για εμάς. Καλοδεχούμενη η εκ μέρους της έκπληξη, αλλά πέτυχε; Πόσο πέτυχε; Σε τι ακριβώς; Τι δεν λειτούργησε; Τι θέση δύναται να διεκδικήσει το Lux στην ισχνή συλλογική μνήμη μιας εποχής πολυδιάσπασης, γεμάτης με ατομικές διαδρομές που, χαμένες στις οθόνες, λησμονούν εύκολα ακόμα και τους ενθουσιασμούς τους;
Κι όμως, αν αρχίσεις ν' ανοίγεις κείμενα, δεν θα βρεις παρά ελάχιστες ουσιαστικές απαντήσεις. Αντιθέτως, έρχεσαι αντιμέτωπος με μια ομοβροντία εκστατικών αλαλαγμών, η οποία, για να μη φλυαρούμε, αιτείται να δούμε το Lux ως αριστούργημα για λόγους που, έστω και χονδροειδώς, συνοψίζονται στα εξής: είναι διαφορετικό, αντισυμβατικό, ασυνήθιστο (κάπου εδώ ξαναδιαβάσαμε και τον υπερξεχειλωμένο όρο «avant garde», από τον Gio Santiago του Pitchfork), έχει πολλή κλασική μουσική, η Ροζαλία τραγουδάει πολύ όμορφα, η Ροζαλία τραγουδάει σε 13 διαφορετικές γλώσσες, σε βάζει ν' ακούσεις για σχεδόν 50 λεπτά σε καιρούς που δεν στήνουμε πια αυτί κι αφηνόμαστε στον αλγόριθμο, μοιάζει με κάτι σαν πνευματική οδύσσεια – μπορώ να συνεχίσω για κάμποσο ακόμα.
Θα ήθελα να γράψω πόσο σοκαριστική είναι όλη δαύτη η γύμνια σοβαρών, στρογγυλών επιχειρημάτων, μα δυστυχώς ήταν λιγότερο ή περισσότερο αναμενόμενη, αφού η επίσημη κριτική κατρακυλά στον γκρεμό εδώ και πολλά χρόνια, γενόμενη ολοένα και πιο ανερμάτιστη. Το Lux, λοιπόν, απλά φωτίζει το πόσο ένα με το πλήθος έχει καταντήσει ο σύγχρονος μουσικοκριτικός, εγκαταλείποντας κάθε δέσμευση στην ψυχραιμία, στην απόσταση, στη λογική επεξεργασία του βιώματος, στη συστηματική, επίπονη εμβάθυνση. Όλοι, όλες, όλ@ φοράνε πια ένα (όποιο) συναίσθημα στο πέτο και γράφουν θαρρείς με μάτια βουρκωμένα για οτιδήποτε μοιάζει να γίνεται τάση, υπερθεματίζοντας για έναν δήθεν «εκδημοκρατισμό». Ο οποίος λαμβάνει διαστάσεις επικίνδυνης άγνοιας και ασυδοσίας (ειδικά στις βαθμολογίες) με τις ευλογίες αρχισυντακτών, μέσων κτλ., που εξακολουθούν να πριμοδοτούν τέτοιες πένες, τυφλωμένοι από το φαστ φουντ κυνήγι των κλικ.
Έτσι, εάν κάτι όντως σοκάρει, είναι το πόση μουσική επιτρέπεται πια ν' αγνοείς ενόσω θες να περνιέσαι για κριτικός, αξιώνοντας δημόσιο βήμα. Άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα για το πόσοι καλοί δίσκοι βγαίνουν κάθε χρόνο έξω από την προκρούστεια κλίνη της pop culture – με διάρκειες «απαιτητικές», οι οποίες «αψηφούν τον αλγόριθμο» – επιθυμούν να μας μιλήσουν για διαφορετικότητα. Άνθρωποι που στις ετήσιες τους λίστες αδιαφορούν για ό,τι έχει να κάνει με κλασική μουσική και όπερα, εμφανίζονται τρελαμένοι με τη London Symphony Orchestra και τις ενορχηστρώσεις της Caroline Shaw. Άνθρωποι που μπερδεύουν τον Αντόνιο Βιβάλντι με τον Τζουζέπε Βέρντι, έχουν άποψη για το τι γίνεται στο «Berghain» (όταν δεν χαζεύουν το βιντεοκλίπ). Άνθρωποι που ακούν ενάμιση είδος, θεωρούν ότι δικαιούνται να εκφέρουν γνώμη για την «αντισυμβατικότητα» της Ροζαλία χωρίς να κάνουν τους δικούς της ακροαστικούς κόπους, επειδή κάπου, κάπως, κάποτε απόκτησαν ένα σάουντρακ του Michael Nyman.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, ελάχιστοι δείχνουν πρόθυμοι να συζητήσουν το Lux ως έναν ξεχωριστό, αξιοπρόσεχτο, μα όχι και σπουδαίο δίσκο. Όπου, ναι, η Ροζαλία τραγουδάει υπέροχα, πατώντας σε θαυμάσιες παραγωγές (που ναι, έχουν πολλή δουλειά πίσω τους) και ορθώνει έναν ήχο με αναντίρρητη φινέτσα, ο οποίος γενικά ξέρει τι να κάνει με όσα χρησιμοποιεί από την κλασική μουσική και την όπερα, πείθοντας για την παιδεία και τη σοβαρότητα της Ισπανίδας σταρ. Όλα τούτα αποτυπώνονται με διαύγεια. Εξίσου ευκρινή, όμως, είναι και τα «σύνορα» της όλης προσπάθειας.
Τα στιχουργικά, πρώτα-πρώτα, αφού η φιλολογία περί υπερβατικότητας, πνευματικότητας ή ενός θείου στοιχείου που ουρανοβασιλεύει πέρα από εκκλησιαστικούς περιορισμούς, ούτε εκπροσωπείται με λόγια ανάλογου βάθους και πνοής, ούτε και κερδίζει κάτι από τις δεκάδες γλώσσες τις οποίες ακούμε. Μάθαμε κάμποσα, ας πούμε, για τους βίους αγίους που μελέτησε η Ροζαλία υφαίνοντας τον δίσκο, μα μόνο σημείο έκδηλης άνθησης αυτής της ενασχόλησης απομένει το «La Perla». Όπου, πάντως, υποψιάζεσαι ότι η αγία Ροζαλία του Πελλεγκρίνο απλώς στάθηκε αφορμή ώστε να γραφτεί ένα μέτριο κομμάτι για κάποιον κοσμικό, σαρκικό έρωτα, ο οποίος άφησε πικρή γεύση.
Σε κάθε περίπτωση, τέλος πάντων, σε μια χώρα με σπουδαία στιχοκεντρική παράδοση σαν τη δική μας, οφείλουμε να μην εντυπωσιαζόμαστε τόσο εύκολα από ροζουλί, ήξεις αφήξεις γενικολογίες σαν το «Primero amar el mundo y luego amar a Dios» (First love the world, and then love God, «Sexo, Violencia Y Llantas») ή από χαζομαρίτσες τύπου «Seven heavens, big deal/I wanna see the eighth heaven, tenth heaven, thousandth heaven» (La Yugular). Φυσικά, η διεθνής ποπ δεν στηρίζεται τόσο στους στίχους, οπότε καλό είναι να μην έχουμε δυσθεόρατες απαιτήσεις. Αλλά, με δεδομένο ότι η Ροζαλία αγαπά και επιδιώκει τις υπερβάσεις, μπορούμε ίσως κι εμείς να επισημάνουμε την ανάγκη μιας διαφορετικής διαχείρισης (και) σε αυτό το πεδίο.
Σε διάφορα όρια, πάντως, τσουγκράνε και τα αμιγώς μουσικά του Lux. Παρά την άψογη φροντίδα και τη συμμετοχή της Björk, λ.χ., το πολυσυζητημένο «Berghain» αδυνατεί να σταθεί δίχως τα Βιβάλντι δανεικά, το «Mio Cristo Piange Diamanti» έρχεται επικίνδυνα κοντά στο αμφιλεγόμενο τερέν όπου δρα ο Andrea Bocelli, ενώ η άρθρωση των 18 τραγουδιών σε τέσσερις κινήσεις επιδιώκει έναν μαξιμαλισμό που μένει ακάλυπτος, από τη στιγμή που το Lux δεν είναι ούτε όπερα, ούτε συμφωνικό έργο, ούτε και κάτι σαν το Concerto For Group And Orchestra των Deep Purple & Royal Philharmonic Orchestra.
Το βασικότερο πλήγμα, ωστόσο, έρχεται από τη διαπίστωση ότι η γενική καλαισθησία δεν μεταφράζεται σε βαρυκόκαλα τραγούδια, με βεληνεκές τέτοιο ώστε και να τα παίξουμε ξανά (και ξανά) στο επείγον τώρα, αλλά και να τα θυμόμαστε σε τρία, πέντε, έξι χρόνια. Φυσικά, με μια πλεύση σαν και την παρούσα, κανείς δεν περίμενε ένα νέο «Saoko» ή ένα ακόμα «Chicken Teriyaki». Αποζητάς, όμως, το «Wuthering Heights» του 21ου αιώνα ή κάτι αντίστοιχο με το «Frozen», για να μείνουμε σε ποπ δουλειές που κυνήγησαν έναν αρτίστικο ορίζοντα. Και τέτοια κομμάτια απλώς δεν υπάρχουν: όσο εθιστικά κι αν ηχεί το «Porcelana», όσο ενδιαφέρον κι αν διαθέτει η ιβηρική συνάντηση με την Carminho στο «Memória», τίποτα δεν φτάνει σε ανάλογα ύψη. Μάλιστα, σημαντικό μέρος της διάρκειας αναλώνεται σε καλοφτιαγμένες, καλοτραγουδισμένες δευτεράντζες σαν τα «Dios Es Un Stalker», «Focu 'Ranni», «Jeanne» ή «Novia Robot», που μέχρι του χρόνου ενδεχομένως θα παρακάμπτουν δίχως τύψεις ακόμα και όσοι επί του παρόντος χάνουν το μέτρο, βαθμολογώντας το Lux με 9, αντί για 7.