Μουσικη

Αχιλλέας Ραζής: Είχα την τύχη να περάσει απ’ τη ζωή μου ο Σαββόπουλος

Ο ζωγράφος και εικονογράφος, Αχιλλέας Ραζής, γράφει για τον αδελφικό φίλο του πατέρα του

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 975
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE για τον Διονύση Σαββόπουλο

Άντρας στο κατώφλι των σαράντα: Έλληνας διανοούμενος, μάλλον αριστερός, με στρογγυλά γυαλιά και γένια που μόλις αρχίζουν να γκριζάρουν. Στα γόνατά του ένα αγοράκι καστανόξανθο, με το κλασικό μαλλί à la Beatles που είχαν τότε όλα τα παιδιά. Ο άντρας του δείχνει κάτι σ’ ένα περιοδικό ποικίλης ύλης – ίσως τον Ταχυδρόμο, που τότε έμπαινε σχεδόν σε κάθε ελληνικό σπίτι. Το κάνει με υπομονή, μ’ εκείνο το τρυφερό μειδίαμα που έχουν οι καλοσυνάτοι πατεράδες ή θείοι. Είναι βραδάκι καλοκαιριού· κι οι δυο μαυρισμένοι – ο ένας κοκκινωπός, ο άλλος καφετής. Η μέρα μάλλον είχε κυλήσει σε κάποια από τις παραλίες του Πηλίου. Φοράνε ριγέ μπλουζάκια, ίδια σχεδόν. Η σκηνή αποπνέει στοργή και μια ήρεμη, βαθιά οικειότητα.

Ο άντρας είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, στην πιο λαμπερή του περίοδο. Έχουν περάσει λίγα χρόνια από τη Ρεζέρβα, ίσως ο πιο ώριμος δίσκος του, και βρίσκεται τότε στη φάση Τραπεζάκια Έξω: φωτεινός, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του. Ένας άνθρωπος που έχει αποδεχθεί τις αντιφάσεις του και τις τραγουδά. Η χαρά τού να είσαι ζωντανός, να ξαναβρίσκεις τους φίλους σου, να γνωρίζεις τα παιδιά τους.

Το παιδί της φωτογραφίας είμαι εγώ. Παιδί φίλου του –του αδελφικού– απ’ τα χρόνια της Θεσσαλονίκης. Του Άγγελου. Τον γνώρισα λίγο μετά που γυρίσαμε από τον Μόλυβο· πρέπει να ήταν αρχές του ’80, ήμουν πέντε χρονών. Θυμάμαι αχνά να κάθομαι σ’ έναν δερμάτινο καναπέ, στο σπίτι του στο Ψυχικό, και να τον ακούω να παίζει καινούρια τραγούδια. Του άρεσε να τα παρουσιάζει πρώτα στους φίλους του – με την ανυπομονησία του ανθρώπου που μόλις έχει φτιάξει κάτι ωραίο και θέλει να το δείξει. Εγώ, με τα πόδια να πηγαινοέρχονται νευρικά, περίμενα να τελειώσει για να τον ρωτήσω για «τα παιδιά».

«Ποια παιδιά;» με ρωτάει σοβαρά. «Τα παιδιά που λέει το τραγούδι;»

[Εδώ προκαλώ τους σαββοπουλολόγους: ποιο τραγούδι με “παιδιά” παρουσίαζε τότε, το ’80, στο καθιστικό του; Τα Παιδιά από το «Τι έπαιξα στο Λαύριο» ήταν νωρίτερα – ήμουν πολύ μικρός για να το θυμάμαι.]

Εγώ όμως εννοούσα τα αληθινά παιδιά – τον Ρωμανό και τον Κορνήλιο. Τους έψαχνα για να παίξουμε.

Τον έβλεπα συχνά ύστερα. Τι φαγητά, τι τραπέζια, τι γιορτές! Και πάντα τραγούδια. Άφηνα το παιχνίδι και, απ’ το διπλανό δωμάτιο, έστηνα αυτί. Θυμάμαι πλήθος προσώπων στο γιορτινό εκείνο σπίτι: την Ελευθερία, όμορφη σαν νεράιδα· τον Κηλαϊδόνη στο πιάνο· τον Τζίμη Πανούση, ντροπαλό, με κολάν, οκλαδόν στο χαλί, να παίζει επιτραπέζιο μαζί μας. Και φυσικά εκείνον – κεφάτο, ευωδιαστό, να λάμπει απ’ τη χαρά της στιγμής.

Τι φαγητά, τι τραπέζια, τι γιορτές! Και πάντα τραγούδια. Άφηνα το παιχνίδι και, απ’ το διπλανό δωμάτιο, έστηνα αυτί.

Άλλες φορές έρχονταν με την Άσπα στο σπίτι μας –με το παλτό και το γνωστό καπελάκι του, που αργότερα έγινε σκούφος–κι έφερνε μαζί του τη γιορτή. Είχε πάντα κάτι να πει, κάτι που έκανε ακόμη και μια βαρετή Τετάρτη βράδυ να μεταμορφώνεται σε κάτι φωτεινό και εμπνευστικό. Κι όταν ένιωθε άνετα κάπου, λυνόταν σαν παιδί. Ακόμη και στις δύσκολες εποχές. Το ’89, μας είχε καλέσει Καθαρή Δευτέρα στο σπίτι του, στη Φιλοθέη. Αργούσε να ξυπνήσει – πάντα. Όταν σηκώθηκε, τον είδα αλλιώτικο: ξυρισμένο κόντρα, με τις λιγοστές τρίχες όρθιες σαν καρφάκια, αγουροξυπνημένο μωρό-πανκ. Είχε μόλις αρχίσει τις παραστάσεις στο Zoom–Με γεια το κούρεμα λεγόταν το πρόγραμμα. Δεν πήγαινε καλά, μα εκείνος ήταν ευτυχής που μας είχε όλους στο τραπέζι.

Τον είχα δει εκεί. Στην Πλάκα. Ήμουν δεκατεσσάρων, καθισμένος στο καμαρίνι. Εκείνος, σχεδόν σαρανταπέντε, με ένα μακρύ τσιγάρο Oscar στο χέρι, κάπνιζε και κοιτούσε τον εαυτό του ξυρισμένο στον καθρέφτη πριν βγει στη σκηνή. Θυμάμαι τα πάντα: τα γιουχαΐσματα, τα στραγάλια, τη φοβερή του πρόζα –υπαρξιακής φύσεως– διάλογο με τη σκιά του.

Και πιο μετά, το ’93, στα μεταλλεία του Λαυρίου –μεταφυσικό τοπίο– να τραγουδά με ένα συγκρότημα γκρεκάνικα, που με κάποιον μαγικό τρόπο τα έκανε δικά του. Ή στα 9/8, εκείνο το υπόγειο στην Αλεξάνδρας, να αντλεί δύναμη απ’ τους παλιούς ρεμπέτες –τον Γενίτσαρη, τη Χρυσάφη– στο restart του. Όταν πέρασα Καλών Τεχνών, το ’98, χάρηκε πολύ. Είχα μόλις μάθει να οδηγώ και, ατρόμητος, πήρα το φιατάκι μου με την αδελφή μου για Πάσχα στο Πήλιο, να βρούμε τους «μεγάλους». Μόλις φτάσαμε, με τράβηξε σχεδόν από το χέρι να μου δείξει κάτι χρυσές αγιογραφίες σε μια εκκλησία – νομίζω στην Αγία Τριάδα. Εκείνη τη φορά με είδε να διαβάζω τον «Φύλακα στη σίκαλη». Με βλέμμα «παλιού» μου είπε μία λέξη μόνο, που δεν σήκωνε αντίρρηση: «Αριστούργημα».

Ήταν παθιασμένος βιβλιοφάγος. Ίσως από εκεί πηγάζει κι ο πλούτος των τραγουδιών του. Τα καλύτερά του –και είναι πολλά–είναι σαν ολοκληρωμένα διηγήματα. Το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» είναι σαν μυθιστόρημα ή σαν ταινία του Κόπολα. Όταν ήμουν τέζα στο κρεβάτι, στον Ερυθρό, με κορωνοϊό –το ’21– με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είχε πει ότι μου είχε ξεχωρίσει μερικά βιβλία να μου κρατούν συντροφιά στο νοσοκομείο. Τα είχε δώσει στην Άσπα, μα τα μέτρα ήταν αυστηρά και δεν κατάφερε να περάσει τον κλοιό. Δεν έμαθα ποτέ ποια βιβλία ήταν.

Αχιλλέας Ραζής, «Δρόμος 66-74», από την ομαδική έκθεση για τον Διονύση Σαββόπουλο με τίτλο «στο υπόγειο νησί του», στην γκαλερί Ζουμπουλάκη

Είχαμε δουλέψει, κατά κάποιον τρόπο, και μαζί. Το 2014 θα έκλεινε τα εβδομήντα του. Σκεφτήκαμε, με τους φίλους μου –ζωγράφοι κάτω των σαράντα όλοι τότε– να οργανώσουμε μια επετειακή έκθεση εμπνευσμένη από τα τραγούδια του. Ο τίτλος της: Στο «Υπόγειο Νησί του».

Όταν του το ανακοίνωσα στο τηλέφωνο, ήμουν αγχωμένος. Εκείνος, πάλι, ήταν πολύ ενθαρρυντικός – όχι μόνο δέχτηκε, αλλά πρότεινε να ακούσει τις «παραγγελιές» μας και να μας χαρίσει ένα αξέχαστο secret gig, την ημέρα των γενεθλίων του, στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Την προηγούμενη μέρα μού είχε τηλεφωνήσει για να σημειώσει, ένα-ένα, τα τραγούδια που του είχαμε ζητήσει. Μιλήσαμε μια ώρα και τα ρυθμίσαμε όλα σαν δυο σωστοί επαγγελματίες. Ήταν άψογος, γενναιόδωρος, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει. «Μικρό μετρ» με αποκαλούσε τότε.

Λίγο πριν, είχε δώσει στο Gagarin ένα απίστευτο λάιβ –από τις πιο λιτές και ουσιαστικές του εμφανίσεις. Ήταν όλοι εκεί: η Μάρια, ο Φάνης, ο Στέφανος, ο Βύρωνας, ο Τσαντίλας. Φίλοι δικοί μου και συνοδοιπόροι. Μετά μας μάζεψε κάποιους και μας πήγε για φρικασέ και μακαρονάκι κοφτό σ’ ένα μαγαζί στην Κρεαταγορά. Ένιωθα, σαν σε παραίσθηση, ότι είχαμε περίπου την ίδια ηλικία.«Πολύ το ευχαριστήθηκα που δεν χρειάστηκε να μιλήσω καθόλου απόψε στη συναυλία», μου εκμυστηρεύτηκε στο τέλος της βραδιάς. Το λάιβ του ’16 στον Παρνασσό, για τα 50 χρόνια από το «Φορτηγό», ήταν μαγικό επίσης. Σε εκείνο το ιστορικό και λίγο παλιακό θέατρο άκουσα ξανά έναν εικοσάρη – αλλά με τη σοφία των πενήντα επιπλέον χρόνων. Θυμάμαι πόσο ξεσηκωτικά είχαν παίξει το «Είμαστ’ οι πρώτοι κι ακολουθάνε / Αναστημένοι χίλιοι νεκροί». Ακόμα παρακαλάω τη μουσικό του, την Εύη Μάζη, να μου στείλει ένα ηχητικό απόσπασμα από εκείνη τη βραδιά.

Είχε και στρυφνές, ανάποδες στιγμές; Φυσικά και είχε. Αλλά εγώ, πραγματικά, δεν τις θυμάμαι. Δεν ήμουν εκεί.

Μπορώ να θυμηθώ άπειρα πράγματα μαζί του. Μακριά απογεύματα σε σπίτια με γιορτινά κεριά και μουσική Σινάτρα. Κυριακές σε εξοχές με χαμομήλι και παπαρούνες. Χασαποταβέρνες με βαρέλια που ίσως δεν υπάρχουν πια – κάπου στα Μεσόγεια. Γάμους, βαφτίσεις, συζητήσεις για τον Costello και τον Cohen, αλλά και για το 8½. Ερωτήσεις για το πώς μου φαίνεται ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου· για το πώς μου φαίνεται ο έγγαμος βίος. Είχε και στρυφνές, ανάποδες στιγμές; Φυσικά και είχε. Αλλά εγώ, πραγματικά, δεν τις θυμάμαι. Δεν ήμουν εκεί.

Τη νύχτα που έμαθα ότι έφυγε, πάγωσα. Η οθόνη του κινητού μου μαύρισε – στα καλά καθούμενα, αλήθεια σας λέω. Κι εγώ ήμουν τόσο ανήμπορος που δεν μπορούσα καν να μπω στον κόπο να δω τι είχε συμβεί. Είχαν όλα απορρυθμιστεί. Κατέβασα απανωτά δυο βότκες μπας και νυστάξω, μα έμεινα ξάγρυπνος όλο το βράδυ. Σκεφτόμουν την τελευταία παράσταση στη Μαλακάσα –ευτυχώς πρόλαβα– αλλά δεν κατάφερα να έχω μαζί και τους γιους μου. Νιώθω όμως τώρα, ακόμη πιο πολύ, πως έχω το χρέος να τους μιλήσω γι’ αυτόν. Να τους μεταδώσω όσο μπορώ κάτι απ’ τη μαγεία του.

Είχα την τύχη να περάσει απ’ τη ζωή μου αυτός ο άνθρωπος, που την έκανε πιο πλούσια– και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Και κάτι για το τέλος. Σας είπα την αρχή ότι το παιδί της φωτογραφίας είμαι εγώ. Αλλά δεν σας είπα ότι εμφανίζομαι σ’ ένα τραγούδι του. Θα υπάρχει πάντα ο στίχος «Κι ο Αχιλλέας με τη Ζωή», για του λόγου το αληθές.