Μουσικη

Ο George Gaudy μιλάει για το πώς η Αθήνα και το blues συναντιούνται στη μουσική του

Εκεί που η πόλη γίνεται τραγούδι

Κωνσταντίνος Θ. Σπυρόπουλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

George Gaudy: Μια συζήτηση για τη μουσική, την πόλη και τον χρόνο

George Gaudy, είναι εξαιρετικά ευχάριστο ότι θα παίξεις στο Theatre of the NO στις 17 Οκτωβρίου. Εγώ σε γνώρισα μέσα από το Millionaire το 2012 – ένα έργο που με έκανε να ακούσω ξανά την ελληνική μουσική σκηνή με διαφορετικό τρόπο – καθώς και από το soundtrack σου για τη σειρά Έτερος Εγώ, όπου η μουσική σου έγινε φωνή και ψυχή της αφήγησης. Σήμερα όμως δεν θέλω να μιλήσουμε για ημερομηνίες, πλατφόρμες ή επιτυχίες. Θέλω να συζητήσουμε για τη διαδικασία· για τον ήχο που γεννιέται όταν εσύ προσλαμβάνεις την πόλη, για τη σχέση σου με το blues, το folk και τις ελληνικές modal επιρροές, και για το πώς η μουσική σου γίνεται καθρέφτης εμπειριών και συναισθημάτων. Θέλω να καταλάβω πώς λειτουργεί η σύνθεσή σου από μέσα — όχι ως προϊόν, αλλά ως ζωντανή διαδικασία.

Από το Λονδίνο στην Αθήνα: Ο George Gaudy και το νέο πρόσωπο του blues

— Στις συνθέσεις σου υπάρχει κάτι που δεν συναντάς εύκολα. Η μουσική σου πατά γερά στο blues και στο folk, αλλά ποτέ δεν εγκλωβίζεται εκεί· φέρει πάντοτε έναν σύγχρονο αστικό παλμό. Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ το δικό σου «είδος»; Είναι μια φυσική σύνθεση επιρροών ή ένα συνειδητό καλλιτεχνικό statement για το πού μπορεί να πάει το blues σήμερα;

Τα blues και το folk είναι το σπίτι μου — αυτή τη στιγμή τουλάχιστον. Μ’ αρέσουν ιδιαίτερα γιατί είναι είδη στα οποία ακούς ακόμα τον άνθρωπο και φέρουν την ανάμνηση μιας «απαλής» ύπαρξης, η οποία ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Είναι ουτοπική νοσταλγία το να θέλεις να επιστρέψεις σε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Από κει και πέρα, το σπίτι είναι κάτι που σου δίνει ασφάλεια αλλά σε περιορίζει ταυτόχρονα, οπότε δεν αποκλείω τίποτα για το μέλλον. Όταν με ρωτάνε τι παίζω, λέω ροκ. Παλιότερα ήθελα να βάζω πολλούς επιθετικούς προσδιορισμούς· έπρεπε να είναι «εναλλακτικό ροκ» ή «ανεξάρτητο ροκ» ή οτιδήποτε άλλο. Τώρα δεν νιώθω αυτή την ανάγκη – όποιος ακούσει θα καταλάβει καλύτερα και από μένα τι είναι αυτό που ακούει, δεν χρειάζεται κατεύθυνση.

Είναι φυσική σύνθεση επιρροών, δεν είναι συγκεκριμένο statement. Το μανιφέστο ή το statement μπορεί να ενδυναμώνει προσωρινά, αλλά κινδυνεύεις από την υπερταύτιση και τον περιορισμό. Το blues σήμερα έχει γίνει ελαφρώς μουσειακό, όπως είναι φυσικό. Ας πούμε ότι η εποχή ευνοεί το creolisation της μουσικής, και τα blues είναι creole είδος από μόνο τους, άρα εύπλαστα και εξελίξιμα.

— Έχοντας ζήσει ανάμεσα σε Λονδίνο και Αθήνα, έχεις βιώσει δύο εντελώς διαφορετικές σκηνές: τη βρετανική indie–blues σκηνή και την ελληνική, με τις ιδιαιτερότητές της. Πώς επηρεάζει αυτό τη μουσική σου ταυτότητα; Βλέπεις τον εαυτό σου να ανήκει περισσότερο σε ένα διεθνές ρεύμα ή σε μια υβριδική, «μεσογειακή» εκδοχή του είδους;

Ρεύμα όπως η μονοκουλτούρα των ’60s έως και ’90s δεν υπάρχει – και νομίζω ότι δεν θα υπάρξει ποτέ πια. Ο καθένας μας είναι ένα νησί τώρα, και μαζεύει γύρω του αυτούς που τον ακούν. Η βρετανική σκηνή είναι κατακερματισμένη και έχει χτυπηθεί ιδιαίτερα από την οικονομική κατάσταση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία δεν ευνοεί το ρίσκο πια. Έχει χαθεί κατά πολύ η Cool Britannia των περασμένων δεκαετιών. Το να είσαι μουσικός στο Λονδίνο έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο· πολλές κοινότητες έχουν διαλυθεί σχεδόν ολοκληρωτικά, το touring έχει γίνει περίπλοκο και ακριβό λόγω Brexit, και οι pub κλείνουν η μία μετά την άλλη. Η κοινή γνώμη έχει στραφεί στον συντηρητισμό, ο οποίος συνυπάρχει σε μια πολύ εύθραυστη ισορροπία με την υπερπροοδευτικότητα της πόλης.

Απ’ την άλλη, στην Ελλάδα πάσχουμε στην αίσθηση της κοινότητας – και προφανώς στο ότι είμαστε μια μικρή χώρα που δεν μπορεί να στηρίξει βιομηχανία σαν της Αγγλίας ή της Αμερικής. Όταν είχαμε ξεκινήσει οι περισσότεροι της γενιάς μου να τραγουδάμε στα Αγγλικά, είχαμε την αίσθηση ότι θα μπορέσουμε να περάσουμε τα σύνορα. Αυτό έχει σχεδόν καταρρεύσει· αφενός η μίμηση δεν σε πάει πολύ μακριά, αφετέρου η παγκοσμιοποίηση αντιστρέφεται. Οπότε ναι, είμαι σίγουρα μέρος κάποιου διεθνούς ρεύματος, αλλά αυτό το ρεύμα δεν είναι η ροκ της Αγγλόσφαιρας. Είναι η οργανική, ηλεκτρική μουσική του σήμερα – και, στις συναυλίες, η αυτοσχεδιαστική.

George Gaudy © NDP

— Η φωνή σου έχει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα: είναι ταυτόχρονα «τραχιά» και εκφραστικά ευέλικτη, θυμίζοντας ερμηνευτές του μεταπολεμικού rock αλλά με έντονη προσωπικότητα. Στη διαδικασία της σύνθεσης, η φωνή λειτουργεί για σένα ως οδηγός της αρμονίας (melody first) ή είναι το τελευταίο «όργανο» που κουμπώνει πάνω σε μια ήδη χτισμένη δομή;

Καλή ερώτηση. Συνήθως η φωνή έρχεται στο τέλος· πρώτα μού έρχεται το περιβάλλον και μετά η μελωδία. Δεν είναι κανόνας βέβαια – το I Lost My Soul δεν γράφτηκε έτσι, ας πούμε, ούτε το Come Again. Πιο συχνά μού έρχονται τμήματα: μερικοί στίχοι, μια μελωδία. Μετά δουλεύω τα κομμάτια μέχρι να φτάσω κάπου που κάτι κουμπώνει. Και γεμίζω τα κενά.

— Στα κομμάτια σου υπάρχει μια χαρακτηριστική κινηματογραφικότητα. Πολλές φορές, ακούγοντάς τα, εμφανίζονται μπροστά μου εικόνες από την πόλη – μια διαφορετική Αθήνα, πιο σκοτεινή, σχεδόν Gotham. Αποτυπώνεις την πόλη όχι απλώς σαν σκηνικό, αλλά ως ζωντανό οργανισμό που αναπνέει, παίζει και σωπαίνει μαζί σου. Στα κομμάτια σου, οι δρόμοι, οι φωνές, οι σκιές της Αθήνας φαίνεται να υπαγορεύουν ρυθμούς. Πώς προσλαμβάνεις την πόλη όταν συνθέτεις και πώς αυτή η αντίληψη επηρεάζει την ισορροπία ανάμεσα στη φόρμα, τη φωνή και την ενορχήστρωση;

Την Αθήνα την έχω ζήσει πολύ. Εκτός από το ότι είμαι γέννημα–θρέμμα, έχω ζήσει τα μπαρ και τις γειτονιές, σε μια δουλειά που γίνεται κυρίως νύχτα. Η Πλατεία Καρύτση, τα Εξάρχεια, το Ψυρρή, η Γκύζη, το Θησείο, η Κυψέλη είναι μέρος του ποιος είμαι, του πώς έχω μάθει να περπατάω, να μιλάω, να σκέφτομαι. Έχω δει πλευρές της πόλης που δεν θα δω σε καμία άλλη. Η Αθήνα, περιέργως, είναι ανθρώπινη πόλη. Είναι κακοχτισμένη και παρηκμασμένη, περιστρέφεται γύρω από το τρίγωνο του κέντρου. Ο εξευγενισμός της απειλεί με εκτοπισμό των κατοίκων και αλλοίωση της ταυτότητάς της. Έχει τόσα κακά που αναρωτιέσαι γιατί να ταλαιπωρείσαι εδώ και να μην πας κάπου αλλού – έχει γίνει πανάκριβη και δυσλειτουργική.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάτι στον τρόπο που βιώνεται που δεν έχει αντίστοιχο. Στις πόλεις της Βόρειας Ευρώπης όλα αυτά τα προβλήματα είναι μηδαμινά – κι όμως, είναι δύσκολο να τις ζήσεις κανονικά. Η Αθήνα είχε κάτι το οποίο δυστυχώς χάνεται: η νύχτα της Αθήνας ήταν για όλους. Στον Βορρά η ζωή τελειώνει όταν σκοτεινιάζει – δεν μπορείς να πάρεις το ποτήρι σου μαζί σου αν βγεις από την pub για να καπνίσεις· έντεκα η ώρα πάμε σπίτι, άντε δύο το Σαββατοκύριακο. Οι πόλεις αυτές είναι λειτουργικές· η Αθήνα όμως είναι φίλη σου. Και γι’ αυτό είναι πολύ άσχημο να τη βλέπεις σε αυτή την κατάσταση.

George Gaudy © NDP

— Θεωρείς πως η σιωπή είναι το ίδιο σημαντική με τη μελωδία; Εμπεριέχονται η μία στην άλλη;

Θα σου πω κάτι που λέω στους μαθητές μου: οι παύσεις είναι νότες. Όταν πρέπει να παίξεις μια παύση, έχει αρχή και τέλος.

— Όταν έρχεται μια ιδέα σε σένα, πώς καταλαβαίνεις ότι είναι αληθινή; Ότι αξίζει να της δώσεις ζωή;

Δεν είμαι ιδιαίτερα οργανωτικός· δεν καταγράφω τις ιδέες μου εγκαίρως και πολλές φορές μπορεί να αδικώ κάποιες. Οπότε αυτές που τελικά γίνονται τραγούδια είναι αυτές που επιμένουν – είτε είναι μελωδίες είτε στίχοι είτε riffs – είναι αυτά που επιστρέφουν ξανά και ξανά. Καμιά φορά υπάρχουν ιδέες που τις φοβάσαι· γράφεις κάτι και το κλειδώνεις σε ένα συρτάρι, δεν θέλεις να το αντιμετωπίσεις γιατί σου προκαλεί έντονη συναισθηματική αντίδραση. Πολύ συχνά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να το κάνεις κάτι – αλλά όχι ακόμα.

Γενικά αυτά τα πράγματα έχουν τον χρόνο τους. Ξέρω ότι σήμερα πρέπει να βγάζεις υλικό συνέχεια για τους αλγόριθμους και το content – αυτό είναι καταστροφή, πραγματική καταστροφή. Είδα την Tilda Swinton να λέει ότι έχει ιδέες που τις αφήνει να ωριμάσουν για δεκαετίες πριν τις κάνει κάτι. Ζήλεψα το ότι έχει προλάβει τον κόσμο πριν το ίντερνετ και τη θέση της, που της επιτρέπει να παίρνει τον χρόνο της. Τελικά αυτό που μας λείπει είναι ο χρόνος στο σημερινό μοντέλο. Το να είσαι δημιουργικός δεν είναι αποτελεσματικό (efficient)· είναι το αντίθετο – μια χρονοβόρα και σπάταλη κατάσταση, η οποία μπορεί να μην οδηγήσει και πουθενά. Ο τεχνολογικός πολιτισμός αυτό το σιχαίνεται.

— Καθώς ο κόσμος εισέρχεται σε μια πιο πολυπολική εποχή, νιώθω πως δημιουργείται χώρος για περισσότερες φωνές, περισσότερες αφηγήσεις. Σαν στη μουσική – όπου υπάρχουν πολλά κέντρα, η αρμονία γίνεται πιο πολύχρωμη, πιο αληθινή. Εσύ, που κουβαλάς τόσο τη δυτική τονικότητα στο παίξιμό σου όσο και μια ιδιόμορφη ελληνικότητα, νιώθεις ότι δίνεται το περιθώριο σε πολιτισμούς σαν τον δικό μας να ακουστούν ξανά με πιο ουσιαστικό τρόπο;

Πολύ πρόσφατα υποστήριξα το διδακτορικό που έγραφα τα τελευταία τέσσερα χρόνια στο UEL, το οποίο ακουμπάει σε αυτό που με ρωτάς. Στον πολυπολικό μας κόσμο, το να κατασκευάζεις μια μουσική γλώσσα είναι υποχρεωτικό. Τίποτα δεν σου δίνεται από την κυρίαρχη κουλτούρα αψήφιστα, και έχεις να πάρεις μια μεγάλη απόφαση. Το πολιτισμικό νόμισμα εδώ και δύο δεκαετίες είναι η ειρωνία. Το να επανεισάγει κάποιος κάτι δικό του – αυτή την ιδιόμορφη ελληνικότητα που περιγράφεις, σ’ αυτήν την περίπτωση – ίσως να είναι μια απόφαση ειλικρίνειας που πηγαίνει αντίθετα στην ειρωνία της εποχής. Αυτό φυσικά έχει κόστος· αλλά νομίζω ότι αυτό είναι το κόστος που θα πληρώσουμε αν θέλουμε την επιστροφή του νοήματος στην πολιτισμική μας παραγωγή. Και νομίζω ότι το εκκρεμές έχει αρχίσει να επιστρέφει σ’ αυτό.

Περισσότερες Πληροφορίες:

  • George Gaudy: Κιθάρα και φωνητικά
  • Δημήτρης Γρηγοριάδης: Τύμπανα
  • Θανάσης Γκιουλέας: Μπάσο

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου στις 21:30 / Τιμή εισιτηρίου: 10€ / Προπώληση εισιτηρίων: more.com / Theatre of the NO: Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 3, Αθήνα Τ. 6946851001