Μουσικη

Μαξ Ρίχτερ: Μια σιωπηλή συμφωνία κάτω απ’ την Ακρόπολη

Η μουσική εμπειρία του Μαξ Ρίχτερ στο Ηρώδειο δεν ήταν απλώς μια συναυλία, αλλά μια τελετουργία μνήμης, ενδοσκόπησης και συλλογικής σιωπής, σε μια εποχή που όλα φωνάζουν.

Μαρίνα Ανδριωτάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Μαξ Ρίχτερ: Ο απολογισμός μια μουσικής τελετουργίας στο Ηρώδειο

Η κλασική μουσική καλώς ή κακώς έχει το κοινό της, το -αν όχι μικρό- περιορισμένο κοινό της. Μια καλοκαιρινή βραδιά στο Ηρώδειο όμως δεν χρειάζεται να είσαι λάτρης του είδους για να σου αρέσει. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται να παρακολουθησεις εναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συνθέτες, την μουσική ιδιοφυΐα που ακούει στο όνομα Μαξ Ρίχτερ. Χτες το βράδυ λοιπόν, εγώ και περίπου άλλοι τρεις χιλιάδες βυθιστήκαμε στο μουσικό του σύμπαν. Ένα σύμπαν κατά κάποιον τρόπο ήσυχο, τελετουργικό. Σαν να ήξεραν όλοι οι παρευρισκόμενοι ότι δεν πήγαιναν απλώς σε μια συναυλία, αλλά σε κάτι πιο συλλογικό, πιο υπαρξιακό. 

Όταν μπαίνεις στο Ηρώδειο, κάτω από τους πέτρινους θόλους, που νιώθεις τον όγκο του χρόνου και της ιστορίας, θες δεν θες σε κατακλύζει κάπως ένα αίσθημα δέους, αλλά χuες ήταν τόσο έντονο. Δεν έχω ξαναδεί τόσες χιλιάδες άτομα σε απόλυτη σιωπή, σαν να μην αναπνέουν για να μην χαλάσουν αυτή την αρμονία. 

Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που άκουγα τη μουσική του. Με έχει συνοδεύσει στη δουλειά, στο τρένο, σε βόλτες, σε απογεύματα. Μα ήταν η πρώτη φορά που τη ζούσα μαζί με άλλους – τόσα σώματα ακίνητα, σιωπηλά, παρόντα. Κι εκείνος, γαλήνιος στη σκηνή, με το γνώριμο ελαφρύ του χαμόγελο, ξεκίνησε με το περσινό του αλμπουμ In a Landscape, και το πέπλο άρχισε να απλώνεται.

Ο Μαξ Ρίχτερ δεν είναι ένας συνηθισμένος συνθέτης. Είναι περισσότερο αφηγητής. Οι νότες του δεν περιγράφουν· θυμίζουν. Και το έργο του, από την αρχή της καριέρας του, διαμορφώθηκε μέσα από αυτή τη μνήμη — προσωπική, ιστορική, συναισθηματική. Γεννημένος το 1966 στη Γερμανία, αλλά μεγαλωμένος στην Αγγλία, σπούδασε μουσική στο Royal Academy του Λονδίνου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του δίπλα στον Luciano Berio στη Φλωρεντία. Από νωρίς έγινε σαφές πως δεν τον ενδιέφερε απλώς να ακολουθήσει τις φόρμες της κλασικής μουσικής. Ήθελε να τις αποδομήσει. Να τις φέρει στον 21ο αιώνα.

Max Richter

Το In a Landscape είναι ένα στοχαστικό άλμπουμ που επανεξετάζει θέματα μνήμης, χρόνου και συναισθηματικής ευθραυστότητας μέσα από μινιμαλιστικές συνθέσεις που συνδυάζουν πιάνο, έγχορδα και ambient υφές. Σχεδιασμένο ως χώρος εσωτερικού στοχασμού, προσφέρει στους ακροατές ένα ήσυχο καταφύγιο μακριά από τον θόρυβο του σύγχρονου κόσμου. Ενός κόσμου με πολέμους και αντιθέσεις, που μεταφράστηκαν σε μουσικές αντιθέσεις. Κι αυτό το καταφύγιο, μέσα στην ακουστική μαγεία του Ηρωδείου, έγινε σχεδόν απτό. Άλλωστε όπως έχει αναφέρει και ο ίδιος, η μουσική για αυτόν είναι ασφάλεια, προστασία και ενότητα, έννοιες που της δίνουν και αυτή την αίσθηση «μαγείας».

Στο δεύτερο μέρος ακολούθησε το The Blue Notebooks, το έργο που τον καθιέρωσε πριν 20 χρόνια. Με αναγνώσεις από έργα του Κάφκα, το έργο αυτό είναι μια ωδή στην ενδοσκόπηση, στην πολιτική της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο ότι το έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος ως «διαμαρτυρία απέναντι στον πόλεμο στο Ιράκ, αλλά και απέναντι στη βία γενικότερα». Η φωνή της αφηγήτριας — ζωντανή στη σκηνή του Ηρωδείου — δεν ερχόταν απλώς να συνοδεύσει τη μουσική. Ήταν κομμάτι της. Όπως και οι ψίθυροι του Κάφκα, οι φόβοι και οι ελπίδες μας σε τέτοιες εποχές γεωπολιτικού αναβρασμού. «Πόσο ανθεκτικοί είμαστε, πολύ χρειαζόμαστε την αντοχή», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ανάμεσα στα κομμάτια, ο Ρίχτερ δεν μιλούσε. Δεν χρειάστηκε. Κάθε του νότα, κάθε παύση, κάθε πνευστό κύμα σιωπής ανάμεσα στις κινήσεις του χεριού του, μιλούσαν πολύ πιο δυνατά από κάθε φράση. Και οι βιρτουόζοι μουσικοί μαζί του ολοκλήρωναν αυτό το ποιήμα, σαν μια διαρκή συνομιλία. Έναν διάλογο μεταξύ του πιάνου με τα βιολία, τη βιόλα και τα τσέλο. Έναν διάλογο που είχε τη δυνατότητα να σταματήσει το χρόνο. Ο Ρίχτερ να οδηγεί και το κοινό να ταξιδεύει ακούγοντας. 

Και πώς να μην ακούσει; Ο Ρίχτερ είναι από τους λίγους σύγχρονους συνθέτες που έχουν καταφέρει να γεφυρώσουν με τόση φυσικότητα την κλασική με την κινηματογραφική και τη μινιμαλιστική μουσική. Από τα έργα του για ταινίες όπως Arrival, Waltz with Bashir και Shutter Island, μέχρι την επανερμηνεία του Βιβάλντι στο Recomposed, έχει δείξει ότι η μουσική μπορεί να είναι ταυτόχρονα οικεία και καινοτόμα, βαθιά και απλή.

Κι όμως, το πιο τολμηρό του εγχείρημα παραμένει το Sleep — ένα οκτάωρο έργο σχεδιασμένο για να συνοδεύει τον ύπνο. Μια μουσική αντίσταση στον θόρυβο της εποχής, μια σύνθεση που σε καλεί να πας πιο αργά, να σταματήσεις, να κοιτάξεις μέσα. Το τελευταίο κομμάτι της βραδιάς ήταν το The Trees, όπου η απαλή μελωδία του πιάνου συναντά σε ένα μοναδικό κρεσέντο τα έγχορδα, που μοιάζουν σαν «στοιχειωμένα» σε αυτό το ονειρικό δάσος, αφήνοντας ένα συναισθηματικό αποτύπωμα που παραμένει. Και εκεί, στο πέτρινο αμφιθέατρο, κάτω από τον καλοκαιρινό αττικό ουρανό, νιώσαμε πως το παρελθόν και το παρόν συγχρονίστηκαν. Πως η μνήμη έγινε μελωδία.

Όταν τελείωσε, δεν ακούστηκαν αμέσως χειροκροτήματα. Υπήρξε μια παύση λίγων δευτερολέπτων. Μια σιωπή από εκείνες τις γεμάτες, τις αναγκαίες. Σαν να μην ήθελε κανείς να σπάσει τη μαγεία. Και ύστερα, το κύμα χειροκροτημάτων ήρθε, όχι εκκωφαντικό, αλλά θερμό, ουσιαστικό. Ευχαριστήριο.

Φεύγοντας από το Ηρώδειο, σκεφτόμουν πως ο Ρίχτερ δεν μας έδωσε απλώς μια συναυλία. Μας έδωσε μια εμπειρία. Μια υπενθύμιση ότι η μουσική μπορεί ακόμη να θεραπεύει. Να μας ενώνει. Να μας επιτρέπει να νιώσουμε χωρίς άμυνες. Και πως, όσο ο κόσμος έξω θορυβεί, θα υπάρχει πάντα ένας Ρίχτερ να μας λέει: «Άκου. Υπάρχει και αυτός ο τρόπος να υπάρξεις».

Συντελεστές επί σκηνής:
Max Richter - ​π​ιάνο & electronics
Eloisa-Fleur Thom -​β​ιολί
Max Baillie - ​βιολί
Connie Pharoah - ​β​ιόλα
Max Ruisi - ​τ​σέλο
Zara Hudson-Kozdoj - ​τ​σέλο
AFRODEUTSCHE – ​α​φηγήτρια