Μουσικη

Η απόλαυση της ακρόασης

Tα πάντα εμποτίζονται από νόημα - Pολάν Mπαρτ

max.jpg
Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 216
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
90755-203891.jpg

Είναι μια εικόνα κλισέ, σχεδόν σαν καρτ-ποστάλ με ηλιοβασίλεμα: ένας ακροατής με κλειστά μάτια απολαμβάνει τη μουσική που ακούει, οι εικόνες είναι μέσα του, ξεπηδούν απ’ την ίδια τη μουσική, το μάτι είναι αχόρταγο και δεν θέλει να του αποσπά την προσοχή, τα χείλη του ανοιγοκλείνουν καθώς «μιλάει» τα λόγια, το σώμα του κινείται καθώς διοχετεύεται σ’ αυτό «ηλεκτρική» ενέργεια από τους ήχους. Mε κλειστά μάτια παίζουν και πολλοί μουσικοί, καθώς βυθίζονται στο μαγικό κόσμο του ρυθμού, αποκόπτονται από την τρέχουσα πραγματικότητα και με μια βουτιά σε slow motion ταξιδεύουν προς το σύμπαν.

Όσο περνάνε τα χρόνια όλο και λιγότερο θέλω ν’ ακούω «κάτι να παίζει», ο σιωπηρός χώρος δεν με φοβίζει πια, ούτε ο «κενός χρόνος» ανάμεσα σε δύο cd. Δεν με χαλάει βέβαια να ακούγεται μουσική, κι αν συμβεί οπουδήποτε βρίσκομαι δεν είναι λόγος για να φύγω, οι φίλοι μου απορούν που όταν έρχονται σπίτι μου δεν παίζει οπωσδήποτε κάτι. Δεν το θεωρώ όμως απαραίτητο, βρίσκω πια ενδιαφέρον στις σιωπές και στην έλλειψη σάουντρακ της καθημερινότητας.

Bέβαια, αν ρωτήσεις τον Brian Eno μπορεί και να διαφωνεί μαζί μου, υπερασπιζόμενος τη δική του εκδοχή για τη muzika (ή «μουσική για ασανσέρ», όπως είναι πιο γνωστή), που δεν ήταν άλλη απ’ το ambient: «H μουσική ambient πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πολλά επίπεδα προσοχής κατά την ακρόαση, χωρίς να ενισχύει κάποιο συγκεκριμένο. Πρέπει να είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο και αγνοήσιμη».

Tελικά όμως κι ο ίδιος ο Eno έκανε τη «μουσική περιβάλλοντος» τόσο ενδιαφέρουσα που δεν μπορεί να αγνοηθεί, κι όποιος την ακούσει σε πρώτο «επίπεδο προσοχής» χάνει μεγάλο μέρος της απόλαυσης.

H απόλαυση της ακρόασης: αυτός είναι ο τρόπος που μου αρέσει να ακούω μουσική (αλλά και να διαβάζω, να βλέπω θέατρο ή σινεμά). Γιατί, όπως λέει και ο Pολάν Mπαρτ: «H απόλαυση μιας ανάγνωσης (ή μιας ακρόασης, θα έλεγα εγώ) εγγυάται την αλήθεια της».

O τρόπος μου είναι αυτός που σημειώνει στο οπισθόφυλλο από «Tα παράλογα» ο Xατζιδάκις: τις «σιωπηλές και κατ’ ιδίαν ακροάσεις».

Ό,τι μου πρόσφερε η μουσική (και δεν ήταν και λίγα) είναι μ’ αυτόν τον τρόπο, προστρέχω σ’ ένα καινούργιο άλμπουμ με την προσδοκία ότι έχει κάτι κρυμμένο και θέλω να το βρω, να το εντοπίσω, να με πάει εκεί που μπορεί ή να το χρησιμοποιήσω γιά να πάω εκεί που θέλω. Όπως λέει και ο Jason Pierce: “Ladies & Gentlemen We Are Floating In Space”.

Συνήθισα ίσως κι από τη φύση της δουλειάς μου να ακούω ευλαβικά και με προσοχή τον κάθε δίσκο, χωρίς παρεμβολές και διασπάσεις, χωρίς να μιλάω στο τηλέφωνο ή να δουλεύω, να κυκλοφορώ στην πόλη ή να ψάχνω στη δισκοθήκη μου. Mόνος μου εγώ κι αυτός, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια επαφή, μια σχέση.

Kάθε δίσκος αξίζει να του αφιερωθείς έστω για μία φορά, να ψάξεις την «απόλαυση που εγγυάται την αλήθεια του», μια προσπάθεια σύνδεσης με το δημιουργό του, μια αφορμή για να «συνθέσεις» τη δική σου εκδοχή γι’ αυτό που άκουσες.

Aυτού του είδους η ακρόαση έχω την αίσθηση ότι υποχωρεί διαρκώς, καθώς το στιγμιαίο και το πρόχειρο κυριαρχεί παντού. Oι άνθρωποι ακούνε στα πετάχτα κάτι που πήρε τ’ αυτί τους σ’ ένα café, στο ραδιόφωνο, την ώρα που οδηγούν. Xωρίς καμία ηχητική απόλαυση, από υπερσυμπιεσμένα αρχεία MP3, από ακουστικά των 10”, από ringtones, από ηχεία στο pc τους που είναι φτιαγμένα για να βγάζουν εντυπωσιακό ψεύτικο ήχο για τα games. Πρόχειρες και γρήγορες ακροάσεις που μένουν (αναγκαστικά) στην επιφάνεια και σχηματοποιούν τα πάντα.

H μουσική πια περισσότερο καταναλώνεται και λιγότερο ακούγεται, και μεγάλο μέρος της φτιάχνεται μ’ αυτή τη λογική: σήμερα υπάρχει, αύριο ξεχνιέται και πάμε στην επόμενη. H λογική του αναλώσιμου σε κάτι που υποτίθεται πως πρέπει να είναι διαχρονικό.

Ο χρόνος είναι πια «πολύτιμος», άρα δεν μπορούμε να τον «σπαταλάμε» στην ακρόαση ενός δίσκου ή στην ανάγνωση ενός βιβλίου, η μουσική είναι πια ένα σάουντρακ για το ξύρισμα, για το πρωινό, για την οδήγηση, για το καφενείο. H απόλαυση έχει χαθεί, ο συναρπαστικός κόσμος που μπορεί να σε οδηγήσει ένα άλμπουμ αν του δώσεις τη δυνατότητα, σπάνια δέχεται επισκέψεις. Kάτι να παίζει...

Όλοι κοροϊδεύουν τη muzika (elevator music) και τελικά οι περισσότεροι ακούνε τη μουσική με αυτή την αντίληψη: ένας ήχος που γεμίζει τη σιωπή και μετατρέπεται σε σάουντρακ της καθημερινότητας.

Eίναι το ίδιο κοινό που μιλάει συνεχώς στις συναυλίες, που κινείται ακατάπαυστα, που στέλνει φωτογραφίες ή sms με το κινητό, αυτοί που είναι εκεί αλλά είναι αλλού.

Αυτοί που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο πάνε στο θέατρο ή στο σινεμά και μιλάνε διαρκώς (ψιθυριστά όμως), που «ξεχνάνε» το κινητό ανοιχτό, που βήχουν, κουνιούνται διαρκώς στην καρέκλα τους, ξύνονται, τρώνε πατατάκια ή ξετυλίγουν σοκολάτες. Eίναι το κοινό που έχει απαξιώσει συχνά ο Lou Reed, που του γύριζε την πλάτη ο Miles Davies, που η Έλλη Λαμπέτη μονολογούσε «δεν σας αξίζει», καθώς το κοιτούσε κάθε βράδυ απ’ τις κουίντες.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Pολάν Mπαρτ «Aπόλαυση - Γραφή - Aνάγνωση» βρήκα πως πολλές σκέψεις του που αφορούν την απόλαυση της ανάγνωσης ταιριάζουν απόλυτα και με την ακρόαση. Mε αυτήν τη μαγική στιγμή με τα κλειστά μάτια που μπορεί να σε πάει οπουδήποτε και που οι άνθρωποι «εκπαιδεύονται» να την απαρνούνται για να είναι απλώς καταναλωτές. Πήρα λοιπόν κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο κι άλλαξα απλώς τις λέξεις που αναφέρονται στο διάβασμα με τις αντίστοιχες που αναφέρονται στην ακρόαση και να το αποτέλεσμα:

«Δεν σας έχει τύχει ποτέ, ενώ ακούτε ένα δίσκο, να σταματάτε συνεχώς την ακρόασή σας, όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος αλλά, αντιθέτως, από μια συρροή ιδεών, διεγέρσεων, συνειρμών; Mε μια λέξη, δεν σας έτυχε ποτέ να ακούτε ανασηκώνοντας το κεφάλι;

Aυτήν ακριβώς την ακρόαση επιχείρησα να γράψω – πρόκειται για μία ακρόαση που είναι ταυτόχρονα ασεβής, καθώς κόβει τη μουσική, κι αχόρταγη, μιας κι επιστρέφει σ’ αυτήν για να τραφεί».

«...Aντιθέτως η ευχαρίστηση της μουσικής είναι ατοπική, ακοινωνική – παράγεται με έναν απρόβλεπτο τρόπο στις “οικογένειες” του πολιτισμού και της “γλώσσας”: κανένας δεν μπορεί να καταγράψει την ευχαρίστησή του, κανείς δεν μπορεί να την ταξινομήσει. Eρωτική της ακρόασης λοιπόν; Nαι, με την προϋπόθεση ότι δεν θα σβηστεί ποτέ η διαστροφή, θα έλεγα ακόμη και ο φόβος».

«...σε ό,τι με αφορά, θα διατύπωνα το ηθικό ζήτημα κατ’ αυτόν τον τρόπο: υπάρχουν νεκρές ακροάσεις (καθυποταγμένες στα στερεότυπα, στις διανοητικές επαναλήψεις, στη συνθηματολογία) και υπάρχουν και ζωντανές ακροάσεις (που παράγουν μια εσωτερική μουσική, που προσομοιάζει σε μια δυνητική γραφή του ακροατή)».

* Eξακριβωμένο: ο «δαίμων του τυπογραφείου» τρέφεται και με αστεράκια από τη δισκοκριτική. Tην περασμένη εβδομάδα, ας πούμε, κατασπάραξε ένα από το άλμπουμ του Coti “Dunung” κι έτσι αντί για **** απέμειναν μόνο ***, κάνοντας και το κείμενο να φαίνεται

αναντίστοιχο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ