Καίτη Γκρέυ: Η συναρπαστική ιστορία της ζωής της με δικά της λόγια
© Γιώργος Μονογιούδης
Μουσικη

Καίτη Γκρέυ: Η ημέρα που τη συνάντησα στο σπίτι της

Η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια σε έναν μονόλογο-ποταμό στο σπίτι της οδού Ικονίου στη Νέα Σμύρνη
14429-78756.jpg
Σταυρούλα Παναγιωτάκη
24’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Καίτη Γκρέυ, 1924 - 2025: Η συναρπαστική ιστορία της ζωής της με δικά της λόγια

Πέθανε σήμερα, Κυριακή (19.01), η σπουδαία κυρία του ελληνικού πενταγράμμου, Καίτη Γκρέυ σε ηλικία 100 ετών.

_________________________________________________________________

Τη συναντούσα επί τρία συνεχόμενα βράδια στο σπίτι της στη Νέα Σμύρνη τον Δεκέμβριο του 1994 για μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που αξίζει να διαβαστεί ακόμα και τώρα (ή ειδικά τώρα) που έχει φύγει. Δεν υπάρχουν τέτοιες αρτίστες σαν την Καίτη Γκρέυ. Ήταν τρεις από τις πιο συναρπαστικές βραδιές της επαγγελματικής μου ζωής και ένας μονόλογος από τους λίγους που θα θυμάμαι με πολλή αγάπη και νοσταλγία, πάντα. Αποχαιρετώ μ’ αυτό τον τρόπο την αγαπημένη Καίτη, Κικίτσα, Αγγελική, ή όπως αλλιώς ήθελε να τη φωνάζουν…

Αν ήταν να γραφεί με μουσική η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού στη μεταπολεμική Ελλάδα, οι φωνές του Στέλιου Καζαντζίδη και της Καίτης Γκρέυ θα κρατούσαν πρώτους ρόλους. Η Καίτη Γκρέυ, όμως, μπορεί και με τα προσωπικά της πάθη, από τη φτώχεια και την ανωνυμία ως τη δόξα της κορυφής, να γράψει μια ατελείωτη ιστορία.

Είκοσι έξι Ιανουαρίου 1982, και η Καίτη Γκρέυ, τραβώντας το καλώδιο του τηλεφώνου της από την πρίζα, έλεγε στον βιογράφο της Γιώργο Χρονά: «Δεν θέλω να μας ενοχλήσει κανείς. Αρχίζουμε ξανά από την αρχή». Έναν χρόνο αργότερα, εμφανίζεται στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων η συγγραφεύς Καίτη Γκρέυ με το βιβλίο της «Αυτή Είναι η Ζωή μου», η αυτοβιογραφία της, όπως έγραφε ο Χρονάς, «το βιβλίο της ζωής μου», όπως έλεγε η ίδια. Ήταν το πρώτο τυπωμένο κινηματογραφικό μελό στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Η ζωή της είχε όλα όσα θα επιθυμούσε να συμπυκνώσει ένας σεναριογράφος σ’ ένα σενάριο του παλιού ελληνικού «δραματικού» κινηματογράφου. Συνόψιζε όλα τα μοτίβα του μελό: υιοθεσίες, θετές μανούλες, κακές θείες, ανεπιθύμητοι γάμοι, παιδιά χωρίς γάμο, εξορίες, φτώχειες, ανέφικτοι έρωτες, φυγές, πάθη, κυνηγητά, μίση, εκδικήσεις, αναγνώριση, επιτυχία, πλούτη, καταξίωση. Και όλα αυτά με υπόκρουση τα τραγούδια που σφράγισαν την ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.

Καίτη Γκρέυ: Όταν η ζωή της γίνεται λαϊκό ανάγνωσμα σε συνέχειες στο περιοδικό Ντομινό

Η ιστορία αυτής της γυναίκας, περισσότερο από το δράμα και τις κακουχίες της μικρής Κικίτσας Καλαϊτζή, είναι η ιστορία της τραγουδίστριας Καίτης Γκρέυ, «όχι μιας όποιας τραγουδίστριας, αλλά του ειδικού βάρους, μαζί με πέντε άλλα πράγματα που υπήρχαν μαζί της, στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 και ‘60». Ήμουν παιδί εκείνες τις εποχές, αλλά από τις διηγήσεις των γονιών μου και τα περιοδικά των εφηβικών μου χρόνων είχα σχηματίσει κι εγώ, όπως και όλοι, πιστεύω, της ηλικίας μου, την εικόνα αυτών των «αηδονιών» που τόσο έξοχα περιγράφει ο Χρονάς στο βιβλίο του: «Τότε, φωνές σαν της Γκρέυ σφράγιζαν ανθρώπους και σπίτια, χωριά και πόλεις, τζουκ-μποξ και λούνα παρκ, καλοκαιρινά σινεμά και πλατείες. Δεν ήταν απλώς φωνές τραγουδιστών, αλλά κάτι σαν νοσοκόμες, κοινωνικοί λειτουργοί, σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου, που μπαίνανε στα σπίτια από τα ράδια και βγαίνανε από τα παράθυρα των ίδιων σπιτιών, για να μπουν πάλι και στα άλλα σπίτια που δεν είχαν ραδιόφωνα ή γραμμόφωνα. Η Γκρέυ, τότε, ήταν κάτι σαν μάνα, στρατιώτης, Παναγιά, Μαρία η Μαγδαληνή, Θεοδώρα του Βυζαντίου. Η μορφή της, όπως περνούσε στα λαϊκά περιοδικά της εποχή, ήταν σαν να ‘χε βγει από τις μπάντες των σπιτιών, πάνω από τα διπλά κρεβάτια, δίπλα σε λίμνες, κάτω από γκρεμισμένα κάστρα…». Πολύ πριν κυκλοφορήσει η αυτοβιογραφία της, θυμάμαι ακόμα τη θεία μου, στις αρχές της δεκαετίες του ’60, να διαβάζει τη ζωή της Γκρέυ κάθε βδομάδα από τις σελίδες του «Ντομινό». «Τότε», θυμάται σήμερα η ηρωίδα, «εγώ λάβαινα 500 γράμματα τη βδομάδα απ’ τον κόσμο. Τους είχε συγκινήσει πολύ η ιστορία μου, γιατί ήταν γραμμένη με πολύ πιο πολλές και καλές λεπτομέρειες. Καθόμαστε κάθε βδομάδα με τη δημοσιογράφο να θυμηθούμε πολύ ωραία πράγματα, γιατί οπωσδήποτε πέρασα πάρα πολλά. Τότε είχε γράψει ο «Θησαυρός» την ιστορία του Καζαντζίδη, και μου ζήτησε κι εμένα το άλλο περιοδικό για να γράψει τη δική μου. Ενδιαφερόταν πάρα πολύ ο κόσμος στις επαρχίες να μάθει για τη ζωή του καλλιτέχνη. Τους ενδιέφερε η ζωή μου επειδή μεγάλωσα σε ξένα χέρια, είχε διακυμάνσεις, είχε μελό, τους άρεσε να μαθαίνουν τέτοια πράγματα. Ενώ το βιβλίο γράφτηκε μέσα σε δυο μέρες». Τριάντα χρόνια μετά τις εβδομαδιαίες συνέχειες και 12 χρόνια μετά το βιβλίο, η ζωή της Καίτης Γκρέυ γίνεται ξανά επικαιρότητα, με τα γυρίσματα του σήριαλ που ξεκινάει αυτές τις μέρες ο Κώστας Φέρρης και θα προβληθεί τα Χριστούγεννα από τον Ant1. Στον ρόλο της Γκρέυ η Βάνα Μπάρμπα.

Στο σπίτι της οδού Ικονίου στη Νέα Σμύρνη με την Καίτη Γκρέυ

Στο μεγάλο οροφοδιαμέρισμα της οδού Ικονίου, στη Νέα Σμύρνη, όπου σύμφωνα με το κουδούνι μένει η ένοικος «Αικ. Καλαϊτζή», οι τοίχοι ασφυκτιούν από τα θαυμαστά πορτραίτα της τραγουδίστρια Καίτης Γκρέυ. Σαν μια αναδρομική φωτογραφική έκθεση που καλύπτει όλη την ιστορία της φωτογραφικής τέχνης, από τον Ν. Γιαρέλη της δεκαετίας του ’50 έως εκείνη με τους ανεμιστήρες του Ντίνου Διαμαντόπουλου. Σε στρατηγικό σημείο του χωλ, μια και μοναδική μακέτα του εξωφύλλου ενός δίσκου: «Η Καίτη Γκρέυ Τραγουδάει Καζαντζίδη». Αν σκεφτεί κανείς ότι η Γκρέυ έχει τραγουδήσει συνολικά στην καριέρα της πάνω από 4 χιλιάδες τραγούδια κι έχει ηχογραφήσει τη φωνή της από την εποχή του δίσκου των 78 στροφών ως το CD, αντιλαμβάνεται γρήγορα το βάρος και τη σημασία αυτής της επιλογής. Δεν ξέρω αν το σπίτι της ανταποκρίνεται στη μεγαλοπρέπεια της φήμης της, σίγουρα πάντως αντανακλά τον ανατρεπτικό της χαρακτήρα. Υπέροχα ολοζώντανα λουλούδια στα βάζα, δίπλα σε πανεράκια γεμισμένα με υφασμάτινα φούξια χρυσάνθεμα, που μόλις είχαν πλυθεί από τις σκόνες, στο μπαλκόνι, κι είχαν τοποθετηθεί ξανά στη θέση τους. Πλεκτά πεντακάθαρα σεμέν, τοποθετημένα με φροντίδα πάνω στην άσπρη λάκα των τραπεζιών, συμβίωναν υπέροχα με μεγάλες αρκούδες από ακρυλικό και ξανθές κούκλες από βινύλιο, λάφυρα προφανώς από την τελευταία επιδρομή της εγγονής της. Στους τοίχους, τοπία με ναυάγια και νεκρές φύσεις. Στην αποθήκη, τα πορτραίτα και οι τρυφερές αφιερώσεις του Τσαρούχη. «Εγώ δεν ήμουνα από εκείνους που τον εκμεταλλεύτηκαν, εμένα ήταν φίλος μου και τον αγαπούσα», θα μου πει αργότερα, όταν θα μιλήσει για τους στενούς της φίλους. «Η Γκρέυ», γράφει ο Χρονάς, «είχε τη φήμη δύσκολης, σκληρής, τρελής γυναίκας που δεν έκανε συμβόλαιο ποτέ της ή αν έκανε το έσκιζε και φώναζε στην ορχήστρα και τους μαγαζάτορες, παίρνοντας το παλτό της: Είμαι η Γκρέυ, φεύγω! Κάτι δεν της άρεσε στο πρόγραμμα, στην τάξη του ιερατείου της, στα φώτα ή στα μικρόφωνα. Ή τίποτα». Όμως, όσες ώρες βρίσκεται σ’ αυτά τα δωμάτια μοιάζει να ξεχνά πως είναι η Γκρέυ, έχει μια μαμαδίστικη συμπεριφορά, νοιώθει πιο πολύ περήφανη για το τσιγαριστό της παρά για το «Τσιγάρο» της, τη μεγάλη της επιτυχία. «Από τη μανούλα μου, κληρονόμησα τον πουριτανισμό και το νοικοκυριό. Την ευγνωμονώ και για τα δυο», μου λέει πολύ σοβαρά, κάνει μια παύση να πάρει ανάσα κι ύστερα συμπληρώνει χαμηλόφωνα: «Είμαι μια τραγουδίστρια-νοικοκυρά»!

Τα πρώτα δύσκολα χρόνια

Καθώς σκύβω προς το χαμηλό τραπεζάκι για να πατήσω το κουμπί του μαγνητοφώνου, ακούω τη φωνή της βαθιά, ζεστή, μακρόσυρτη να χαϊδεύει τον χώρο. Ξαναθυμήθηκα τα λίγα του βιογράφου της: «Μιλούσε σαν να ‘παιζε. Η φωνή της, σαν να τραγούδαγε, είχε ζεσταθεί, ανοίξει. Έβλεπα μπροστά μου χείμαρρους από ευθύ και πλάγιο λόγο, Σοφόκλεια σχήματα (το μέρος αντί του όλου), άλλοτε σαν ν’ άκουγε Ευριπίδη, Λόρκα, Παπαδιαμάντη. Μερικές φορές νόμιζα πως κάθεται απέναντι μου μυθικό πρόσωπο, βυζαντινό, η ίδια η Μάμα Ρόμα του Παζολίνι».

Από την κυρία Καίτη Γκρέυ με χώριζε ένα λακαριστό τραπεζάκι και σχεδόν μια γενιά. Άφησα την ηρωίδα μου να μου διηγηθεί τη ζωή της. Μιλούσε συνέχεια, με σιγουριά, βέβαιη γι’ αυτά που θ’ ακούσει και γι’ αυτά που θα πει, περνούσε με ταχύτητα από το ένα θέμα στο άλλο, από το τότε στο τώρα, από τη μητέρα της στη θετή της μαμά (μανούλες τις λέει και τις δυο), από τους γιους της στους άντρες της ζωής της, από τη ζωή της στην ταινία, στην πραγματική της ζωή. Καθώς περνούσε η ώρα, μάθαινα για την εποχή που, μωρό ακόμα ενός έτους, υιοθετήθηκε από ένα ζεύγος στα Ταμπούρια του Πειραιά «η μαμά μου, η πραγματική, δεν μπορούσε να μας ζήσει, εμένα και τον αδερφό μου, τον Γιάννη, εκεί στην Σάμο που γεννήθηκα, και μας έδωσε για υιοθεσία. Τη νέα μου μαμά την λέγανε Ευρύκλεια και τον μπαμπά μου Κώστα, αλλά τον έχασα όταν ήμουν επτά χρόνων. Όταν μείναμε μόνες μας, η μανούλα μου αναγκάστηκε να δουλέψει από ‘δω κι από ‘κει, στο τέλος βρήκε μια θετική δουλειά στου Παπαστράτου κι έμεινε 25 χρόνια εκεί. Εγώ δεν πήγα στο σχολείο, αφού δεν είχα βαφτιστικό, κι ό,τι έμαθα, το έμαθα στο νηπιαγωγείο που είχε μια θεία μου. Γιατί η μαμά μου, όταν μ’ έδωσε για υιοθεσία, είχε βάλει στον όρο στη θετή μου μαμά να μου δώσει το βαφτιστικό μου, αν την άφηνε μια φορά τον μήνα να μπορεί να με βλέπει. Όμως η θετή μου μαμά επειδή φοβόταν να μη με χάσει, με υιοθέτησε χωρίς βαφτιστικό και με φώναζε Κικίτσα, από το Αγγελική, που ήταν το όνομα της κόρης της που είχε πεθάνει. Πέρασα πολλά».

Όταν η «δουλειά» αποδείχτηκε μαστροπεία

Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκε στη Σάμο, από ‘κει στο Μπουλαμπραήμ, στο Κουσάντας, στην Παλαιστίνη, από ‘κει με τρένο στις πηγές του Μωυσέως, και με τη λήξη του πολέμου με πλοίο από την Αίγυπτο ξανά στον Πειραιά. Δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε όταν παντρεύτηκε τον πρώτο της άντρα, ύστερα από πίεση της μητέρας της «για να ‘χουμε έναν προστάτη στο σπίτι. Τελικά έγινα γυναίκα του, έμεινα κι έγκυος στο πρώτο μου παιδάκι, τον Φίλιππα, αλλά ο Νίκος ήταν πολύ ζηλιάρης και τεμπέλης, και χωρίσαμε μετά από τρία χρόνια. Το παιδί μου το πήραν μέσα από τα χέρια και το κράτησε η πεθερά μου». Πιάνει την πρώτη της δουλειά στην Πλατεία Ψυρρή, «σ’ ένα υπόγειο φτιάχναμε κοπανιστές ελιές, αλλά η υγρασία του υπογείου με πείραζε και βρήκα μια καλύτερη σ’ ένα υφαντουργείο». Στο διάστημα αυτό μένει στη θεία της, αλλά «η θεία μου είχε κάποιο φίλο και μια μέρα που έλειπε η θεία μου από το σπίτι, ήρθε αυτός, μπορώ να πω ότι μ’ έπιασε με το ζόρι, ήμουνα μικρό κορίτσι. Όταν έγινε πια την πρώτη φορά αυτό το πράγμα, συνεχίστηκε λίγο καιρό. Έπαιζε ιστορία και με ‘μένα και με τη θεία μου αυτός. Εγώ έμεινα έγκυος, δεν είχα λεφτά να πάω να το ρίξω, κι όταν άρχισε να φαίνεται η κοιλιά, μου είπε ότι πρέπει να φύγω από το σπίτι της». Γέννησε τον δεύτερο γιο της, τον Βασίλη, ταλαιπωρήθηκε μπαινοβγαίνοντας για μήνες στα νοσοκομεία από τις αλλεπάλληλες αρρώστιες του. «Ο πατέρας του μου έλεγε να πάω να το αφήσω σε μια πόρτα, εγώ όμως, επειδή ήξερα τη δική μου τη ζωή που μεγάλωσα σε ξένα χέρια, είπα ότι θα πεθάνω μαζί με το παιδί μου. Το πήρα και τράβηξα για την Ακρόπολη να πάω να πέσω μαζί του, να σκοτωθώ. Του έλεγα «παιδάκι μου», εγώ σε πόρτα δε σ’ αφήνω, αφού σε γέννησα θα πεθάνω κι εγώ μαζί σου». Τελικά, με την επέμβαση της αστυνομίας, ο πατέρας τούς ξαναπαίρνει στο σπίτι, κι «εγώ συνέχισα να δουλεύω σ’ ένα σκοπευτήριο στην Πανεπιστημίου. Μια μέρα μου προτείνει να πάμε στη Λάρισα να δουλέψουμε, να πάρω διαζύγιο και να παντρευτούμε. Εγώ ήμουν μικρή, σκεφτόμουν και το παιδί μου και το δέχτηκα. Τελικά η «δουλειά» αποδείχτηκε πως ήταν μαστροπεία. Εγώ, μόλις τ’ άκουσα τρελάθηκα, έβαλα τα κλάματα, τον έβρισα, αρπάζω το μωρό και με τη βοήθεια της αστυνομίας μπαίνω σ’ ένα τραίνο με το παιδί και γυρνάω στην Αθήνα».

Οικιακή βοηθός στο σπίτι του Παναγιώτη Κανελλόπουλου

Όταν το παιδί έγινε δυο χρόνων, έγραψε ένα γράμμα στην πραγματική της μητέρα, που ζούσε τότε στην Λειβαδιά, και της πρότεινε να κρατήσει το παιδί για να δουλέψει. Ήταν η εποχή που δουλεύει ως οικιακή βοηθός στο σπίτι του τότε υπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου. «Ένα κοριτσάκι όμορφο, να σηκώνομαι από τις 6 το πρωί, κι αντί να βάζω τα μαξιλάρια στο κεφαλάκι μου, που με είχαν πάνω στην ταράτσα και κοιμόμουν, τα ‘βαζα στα ποδαράκια μου, γιατί με πονάγανε τα πόδια μου. Ένα διώροφο σπίτι, το οποίο το είχα και άστραφτε μέσα. Έχω αναφέρει το όνομά του πάρα πολλές φορές, στις συνεντεύξεις μου, γιατί με βοήθησε πάρα πολύ. Μια φορά θυμάμαι του έκανα ιμάμ-μπαϊλντί και κεφτεδάκια, και λέει «ποιος μαγείρεψε σήμερα;» και η κ. Κανελλοπούλου του λέει «η Κικίτσα». «Σώπα!» απαντάει «από σήμερα θα μαγειρεύει μόνο αυτή». Πάντα, κρυφά, μου ‘δινε για τα παιδιά χαρτζιλίκι, ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Δεν τον ξανασυνάντησα έκτοτε».

Από την Κικίτσα στην Καίτη Γκρέυ

Όταν ήταν κοριτσάκι, η Καίτη Γκρέυ λάτρευε έναν καλλιτέχνη, τον Τζίμη Μακούλη. Είχε πιάσει δουλειά τότε στο ζαχαροπλαστείο του Καρρά, στην Πανεπιστημίου. Απέναντι υπήρχε το Πανελλήνιο, το καφενείο των καλλιτεχνών. «Ψήνω μια μέρα μια φίλη μου να πάμε να καθίσουμε εκεί να δούμε τον Μακούλη. Βλέπουμε τον Ντίνο Ηλιόπουλο, άλλους ηθοποιούς και τον Μακούλη. Εγώ φυσικά χάζεψα. Εκεί με πλησίασε κάποιος κύριος και μου λέει, «έχετε καμία σχέση, είστε του θεάτρου;», «Όχι, κύριε», του λέω, «δεν έχουμε καμία σχέση με το θέατρο». Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, μου προτείνει να δουλέψω σαν χορεύτρια με το Ντούο Ρεξ, εκείνο το χορευτικό ζευγάρι που ήταν τότε πολύ διάσημο. Αλλά η γυναίκα είχε πατήσει μια πινέζα στο μεγάλο της δάκτυλο και δεν μπορούσε να ξαναχορέψει».

Η γνωριμία της με το Ντούο Ρεξ ήταν το διαβατήριο για να περάσει στο τραγούδι. Λίγο πριν κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο κέντρο Γλυφάδα της Πάτρας, αλλάζει το όνομά της ύστερα από πρόταση του ιμπρεσάριού της Βαφιόπουλου. «Μου γράφει τέσσερα-πέντε ονόματα σε διάφορα χαρτάκια και μου λέει να διαλέξω κάποιο ψευδώνυμο, γιατί δεν μπορεί να λέγομαι Καλαϊτζή. Πραγματικά, πέφτει το μάτι μου στο Καίτη Γκρέυ. Μου άρεσε, μου ταίριαζε απόλυτα αφού το όνομά μου ήταν Κικίτσα και το παραόνομά μου Καλαϊτζή, και το διαλέγω σαν καλλιτεχνικό». Από την πρώτη εκείνη εμφάνιση στην Πάτρα ξεκινάει για την Καίτη Γκρέυ ένα μουντιάλ εμφανίσεων, που θα κρατήσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες.

Στέλιος Καζαντζίδης: Ο μοιραίος έρωτας

Ένα βράδυ του 1953, στο κέντρο Ζέφυρος, θα γίνει η γνωριμία με τον μοιραίο άντρα της ζωής της. «Μ’ άρεσε και σαν άντρας ο Στέλιος, τότε δεν ήταν ο Καζαντζίδης, εγώ τον αγάπησα σαν Στέλιο, γιατί ήταν ωραίο παιδί κι είχε ωραία ψυχή. Είχε μόνο ένα ελάττωμα. Αγαπούσε παραπάνω από τα άλλα παιδιά τη μητέρα του, κι εκείνη τον επηρέαζε πάρα πολύ. Αυτό, ίσως, κατέστρεψε κι εμένα κι εκείνον. Ήταν ακόμα στρατιώτης όταν άρχισε ο μεγάλος μας έρωτας, ο μεγάλος μου αγώνας με την Κολούμπια για να τον προωθήσω και να τον κάνω Καζαντζίδη. Τον είχα σαν μωρό. Ίσως γι’ αυτό δεν μπόρεσε να ζήσει με καμία γυναίκα στη ζωή του ποτέ. Μετά άρχισαν οι ζήλειες, οι εξαφανίσεις, οι επανασυνδέσεις, οι όρκοι, ξανά οι εξαφανίσεις. Παντρεύεται την Μαρινέλλα, τα ίδια πέρασε κι αυτή, χωρίζουν. Είναι φίλη μου η Μαρινέλλα, την λατρεύω και με λατρεύει. Είναι κυρία η γυναίκα. Δούλεψα εγώ με την Μαρινέλλα, δυο φορές, μαζί με τον Καζαντζίδη. Μια φορά στου Κουλουργιώτη, και μια άλλη όταν πήγαμε τουρνέ οι τρεις μας. Αυτή η υπέρβαση έγινε ακριβώς τρία χρόνια μετά που είχαμε χωρίσει. Εγώ τότε τα είχα με τον Νίκο Λεμό, τον εφοπλιστή. Χτυπάει το τηλέφωνό μου μια μέρα, έμενα στην Νέα Σμύρνη, κι ακούω τον Καζαντζίδη. Μου λέει, «γεια σου», λέω «γεια σου, ποιος είναι στο τηλέφωνο;». Εγώ τον είχα καταλάβει. Λέει «ξέχασες τη φωνή μου;» του λέω «πες μου ποιος είσαι γιατί θα το κλείσω, εγώ δεν θυμάμαι φωνές». «Έλα, βρε», λέει, «ο Στέλιος είμαι». «Μπα σαν τα χιόνια» του λέω, το ‘χα ξεπεράσει βέβαια εγώ, ερωτευμένη με τον Νίκο. Μου κάνει την πρόταση να δουλέψουμε μαζί με την Μαρινέλλα. Εγώ καλοκαίρι δεν δούλευα ποτέ, το καλοκαίρι μου το χάριζα για τα παιδιά μου, πάντα. Του λέω, «κοίταξε να δεις, Στέλιο, εγώ καλοκαίρι δεν δουλεύω, αλλά επειδή θέλω να σου δείξω ότι είμαι πολύ κυρία, θα ‘ρθω, αλλά θα ρωτήσω πριν τον δεσμό μου αν συμφωνεί». Μου προτείνει να του μιλήσει εκείνος, του λέω «όχι, δεν χρειάζεται, ο Νίκος είναι πολύ προσγειωμένο παιδί, πολύ μορφωμένο, καθόλου κομπλεξικός. Θα πρέπει να σου πω εδώ ότι όταν δούλευα με τον Στέλιο, τα ρούχα που φόραγα, θα σου δείξω τώρα φωτογραφίες, ήταν μέχρι το λαιμό κουμπωμένα και μέχρι τους καρπούς, χειμώνα-καλοκαίρι. Δεν μ’ άφηνε καθόλου ούτε τόσο δα καρέ να βάλω. Όμως, θα πρέπει να σου πω ότι αυτός ο πουριτανισμός μού έμεινε και στην κατοπινή μου ζωή. Δηλαδή, ραβόμουν στου Κουδούνη, στον μεγαλύτερο ράφτη που πέρασε ποτέ, μετά που χώρισα με τον Στέλιο και μου ‘λεγε ο Γιώργος Κουδούνης «άσε με να σου βγάλω λίγη πλατούλα, που έχεις ωραία πλάτη, ωραίο στήθος…» ά πα πα εγώ. Είχα μείνει σ’ εκείνη την εποχή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, μίλησα με τον Νίκο, του εξήγησα ότι θέλω να δείξω ότι είμαι ανώτερος άνθρωπος, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ξανασμίξω εγώ με τον Στέλιο ποτέ, άλλωστε θα ήταν και η Μαρινέλλα μαζί. Πράγματι, συμφώνησε. Πήγα, λοιπόν, στου Κουδούνη, και του λέω: «Γιώργο, τώρα θα μου ράψεις τα πιο σεξουαλικά φουστάνια που ξέρεις να κάνεις. Βγάλε μου καρέ, βγάλε μου πλάτη, ό,τι θέλεις βγάλε μου. Σκέψου ότι μου ‘κανε μια τουαλέτα με δυο χέρια κεντημένα που κρατάγανε το στήθος, ήταν τόσο καταπληκτικός ράφτης, που δεν ξέρω, έβαζε κάποια μπανέλα στο φόρεμα κάτω από το στήθος και σου ‘βγαζε το μισό έξω. Εγώ δεν φόραγα και ποτέ σουτιέν στη ζωή μου, γι’ αυτό είχε τη μανία ο Γιώργος να μου το βγάλει, αφού έλεγε σε όλες που πήγαιναν εκεί, «το ωραιότερο στήθος που ‘χω δει είναι της Γκρέυ». Μου κάνει, λοιπόν, τρεις τουαλέτες φανταστικές. Είναι η πρεμιέρα. Φαντάζεσαι τώρα ποιοι ήταν στο μαγαζί. Ο Διαμαντής ο Πατέρας, ο Στέφανος ο Πατέρας, ο Κώστας ο Πατέρας, όλοι οι εφοπλισταί μού γέμισαν το μαγαζί. Μέχρι ορχιδέες μέσα σε κρύσταλλα. Το λουλουδομάνι! Έχουν κλείσει τρία τραπέζια πίστα. Κάθομαι εγώ στη σκηνή, ο Καζαντζίδης δίπλα, η Μαρινέλλα παραδίπλα. Μόλις βλέπει το φουστάνι ο Καζαντζίδης γυρίζει και μου λέει «βλέπω τα ‘βγαλες όλα έξω». Του λέω «κουμάντο από ‘κει» και του δείχνω τη γυναίκα. Εν τοιαύτη περιπτώσει, τότε είχε βγάλει ένα τραγούδι ο Στέλιος «το ‘ξερα πως θα μου φύγεις και βαριά θα πληγωθώ», το κοπάναγε και με κοίταγε. Η Μαρινέλλα κυρία, δεν μπορώ να πω, η κοπέλα… Δέκα μέρες δουλέψαμε μαζί τη δέκατη σηκώθηκε κι έφυγε. Ρωτώ τον Στέλιο, μου λέει «χωρίσαμε μ’ αυτή, τελείωσε, χάσαμε». Να μη στα πολυλογώ γι’ αυτή την ιστορία, ο Στέλιος έχει ανασφάλειες, έπειτα νομίζω ότι άμα με βλέπει παθαίνει σοκ, αναστατώνεται. Εγώ, από την άλλη, τον πονάω, όχι πια σεξουαλικά, γιατί το προσπάθησα κι αυτό και δεν γίνεται, δεν ξανακολλάει η γυάλα άμα σπάσει, αγάπη μουΜετά απ’ αυτή την περίπτωση που έγινε κι έφυγε η Μαρινέλλα και μείναμε οι δυο μας, πάω ένα βράδυ στο καμαρίνι και βρίσκω μία μέσα στο δικό μου το καμαρίνι. Την ρωτώ τι θέλει και μου λέει «ο κ. Καζαντζίδης μου είπε να τον περιμένω εδώ». Καλά λέω. Ντύθηκα εγώ, βγήκα έξω. Την τρίτη φορά, όμως, που έγινε το ίδιο πράγμα με διαφορετικές γυναίκες, ήμουν πολύ νευριασμένη γιατί τώρα δεν μπορεί να ξεγυμνώνεσαι μπροστά στην καθεμιά. Εγώ τη μάνα μου και την σεβόμουνα. Μόλις μπήκα μέσα και την είδα, λέω «δεν μου λες τι θέλεις εσύ, κυρά μου, εδώ; Φύγε από ‘δω χάμω κι εσύ κι ο Καζαντζίδης». Έρχεται ο Καζαντζίδης και μου κλαιγόταν «βρε το κοριτσάκι, το ‘βγαλες έξω το κοριτσάκι;» Ναι, βρε, του λέω, το κοριτσάκι, το κοριτσάκι που δεν ξέρει τίποτα για τον φόνο… Λοιπόν, άκου να σου πω, κύριε Καζαντζίδη, του λέω, μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις, αν νομίζεις ότι θα με κάνεις να ζηλέψω, είσαι πολύ γελασμένος. Σαν τραγουδιστής είσαι πρώτος, σαν άνθρωπος είσαι ένα μηδενικό. Δεν σε βλέπω πια σαν άντρα, κατάλαβέ το. Μου λέει, «τι έγινα, πούστης;» Του λέω, «δεν το λέω εγώ αυτό, εσύ το λες. Εγώ σου λέω πως εγώ κι εσύ να μείνουμε στη Γη και να μην υπάρχει άλλος άντρας, δεν υπάρχει περίπτωση να ξανασμίξουμε». Του είπα πολλά, δεν ήξερα τι έλεγα. Το διαλύσαμε. Την άλλη μέρα έφυγε κι ο Καζαντζίδης. Μένω μόνη στου Κουλουργιώτη, έρχεται το αφεντικό κι αρχίζει να με ψήνει. Από σένα εξαρτώνται 50 οικογένειες, οι εφοπλισταί δεν παντρεύονται γυναίκες σαν κι εσάς, εσένα η μοίρα σου είναι ο Καζαντζίδης, αυτός σ’ αγαπάει, μετάνιωσε γι’ αυτό που έκανε, φέρε πίσω τον Καζαντζίδη, θ’ αυτοκτονήσει ο πατέρας μου… Με ψήνει. Γράφω ένα σημείωμα στον Νίκο: «ξαναγυρίζω στον άντρα που αγαπούσα, οι δρόμοι μας πρέπει να χωρίσουν» (γιατί τότε πρέπει να σου πω με κυνηγούσε πολύ ο πατέρας του). Κατεβαίνω σ’ ένα ξενοδοχείο στην Αθηνάς, βρίσκω τον Καζαντζίδη, τον πήρα από εκεί και ξανακάνουμε πρεμιέρα: «Ξανασμίγουν τ’ αηδόνια ΚΑΙΤΗ ΓΚΡΕΥ-ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ», αλλά πώς να πέσω στο κρεβάτι μαζί του, κορίτσι μου, γι’ αυτό σου λέω ότι παγώνεις. Δεν μπορούσα… Κοίτα, τον Καζαντζίδη τον πονάω, δεν θέλω να πάθει κακό, δηλαδή, αν πάθει κάτι και δεν έχει λεφτά, μπορώ ακόμα και να τον βοηθήσω, το πιστεύω αυτό που λέω, αλλά όχι ερωτικά πλέον. Διότι ο Καζαντζίδης ήταν η μεγαλύτερη κατάχρηση που έχω κάνει στη ζωή μου. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ!».

«Όταν ακούω Καζαντζίδη»

Δεν είναι μόνον αυτή η φωνή, η βαριά, η τραβηγμένη, η λίγο μάγκικη, ή ο πλάγιος λόγος που κάνουν τη διήγηση αυτής της γυναίκας αριστουργηματική, είναι και οι αυτοαναιρέσεις της. Δέκα φορές μέτρησα να λέει «τέρμα» στον Καζαντζίδη, δέκα φορές ξαναγύρισε. «Θα σου πω γιατί ξαναγύρναγα. Λυπήθηκα αυτόν όλο τον κόσμο που μας είχε συνδέσει. Πρέπει να σου πω ότι πρόπερσι είχα κάνει ένα δίσκο, συναισθηματικά, για να βοηθήσω ένα νέο παιδί, ένα φτωχό παιδί, του ‘πα Βαγγέλη, θα βάλω κι ένα δικό μου τραγούδι μέσα κι έγραψα ένα δικό μου τραγούδι το «Όταν ακούω Καζαντζίδη», δεν ξέρω αν το ‘χεις ακούσει, έγινε μεγάλη επιτυχία, έλεγε: «Απόψε σε θυμάμαι και δακρύζω/στις μπόρες, στις χαρές που ζήσαμε/μα ήτανε γραφτό από τη μοίρα/εμείς οι δυο για πάντα να χωρίσουμε». Το ρεφραίν έχει το ζουμί: «Και στην καρδιά μου νιώθω πόνο/όταν ακούω Καζαντζίδη/αυτός ο χωρισμός μας μοιάζει/σαν ένα μακρινό ταξίδι». Λοιπόν, θα το πιστέψεις ότι είδα κόσμο δακρυσμένο, όταν το τραγούδαγα στο κέντρο; Ήρθε μια γριά, η κυρά Σοφία, και μου κρέμασε ένα μενταγιόν στο λαιμό με δυο καρδιές που έγραφαν επάνω τού Στέλιου το όνομα και το δικό μου. Έκλαιγε και μου το ‘βαζε και μου ‘λεγε «για το τραγούδι που έγραψες για τον Στέλιο μας». Λοιπόν ξαναγύρναγα και για τον κόσμο, αλλά κι εγώ η ίδια είπα, μήπως… Ξέρω ‘γω τι μ’ έκανε και ξαναγύρναγα; Αλλά να σου πω κάτι; Αν δεν εξακολουθούσε να με κυνηγάει ο Νίκος (Λεμός) θα έμενα μαζί του. Πήγαινα στη θάλασσα με τον Στέλιο, δίπλα ο Νίκος. Μια μέρα του ‘φυγα κι εγώ του Καζαντζίδη. Γυρνάει σπίτι και βλέπει να λείπει το Μερσεντές απ’ έξω. Είχα φύγει δέκα μέρες με τον Νίκο στο Λουτράκι. Συν τω χρόνω φεύγει ο Στέλιος Αυστραλία, τότε που του έκανε δικαστήρια η Μοσχολιού ότι την διακόρεψε κ.λπ., και ξανασμίγει, όταν γύρισε, με την Μαρινέλλα και την παντρεύεται.

Μετά από έναν χρόνο με πήρε τηλέφωνο και μου προτείνει να πάμε τουρνέ μαζί με την Κικίτσα (Μαρινέλλα). Πήγαμε, με ζήλευε, με κυνηγούσε από πίσω. Από την κοπέλα δεν είχα παράπονα. Αυτή τράβαγε του Χριστού τα πάθη, εγώ δεν τράβηξα τίποτα. Εμένα, απλώς, με εγκατέλειψε πολύ άσχημα σ’ ένα ξενοδοχείο χωρίς δεκάρα. Επειδή όμως τώρα είμαι πολύ θρησκόληπτη, πιστεύω ότι εδώ είναι η Κόλαση και ο Παράδεισος, ανάλογα τα έργα του κάθε ανθρώπου τον πληρώνει ο Θεός. Ποια είναι η ζωή του; Γιατί τα μαθαίνω όλα, ό,τι αφορά τη ζωή του. Σου λέω, τον πονάω. Ποια είναι η ζωή του; Είχαμε πολλή επαφή αυτά τα χρόνια. Και με την Βάσω που ήτανε, πήγαινα και τον έβλεπα και χαιρόταν όταν μ’ έβλεπε. Ο Καζαντζίδης είναι μια πολύ μεγάλη φωνή, είναι καλό παιδί, έχει όμως πολλές ανασφάλειες, αγάπη μου. Έχασε και τη μάνα του που ήταν η λατρεία του. Εγώ δεν πήγα στην κηδεία, αλλά με πήρε ο Στάθης (αδελφός του Στέλιου) και της άναψα τα καντηλάκια στον τάφο της, θύμιασα, έζησα τόσα χρόνια μ’ αυτή την γυναίκα. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ποια είναι η ευτυχία του, αγάπη μου; Εγώ έχω και δέκα φίλους. Αυτός δεν έχει κανένα φίλο, όποιος τον πλησιάζει νομίζει ότι το κάνει γιατί είναι ο Καζαντζίδης. Κάτσε, εγώ δεν έχω προσωπικότητα; Αν δεν ήμουνα η Γκρέυ και ήμουν απλώς ένα καλό παιδί, δεν θα ‘χα φίλους; Εγώ έχω φίλους τριάντα χρόνια τώρα. Αυτός πιάνει ένα φίλο και μετά από έξι μήνες τον εχθρεύεται. Έπειτα, να σου πω κάτι, κορίτσι μου; Εγώ επειδή ήμουν πολύ κουβαρντού, εμένα, το ψυγείο απάνω στο Πόρτο Ράφτη, στο εξοχικό, ανάβει τώρα κι είναι γεμάτο, δεν το ‘χω κλείσει ακόμα, κι εδώ το ψυγείο στο σπίτι είναι γεμάτο. Έρχονται οι φίλοι μου και τρελαίνονται. Εγώ θέλω να ‘ρχονται εδώ να τρώμε, να πίνουμε. Αυτός δεν ήταν έτσι. Είχε ανθρωποφοβία, αγάπη μου. Ήταν αντικοινωνικός. Και ίσως ο Θεός μού το ‘κανε γρήγορα, γιατί έτσι προφυλάχτηκα από πολλά πράγματα. Κοίταξε να δεις, εγώ έκανα ένα γάμο, επειδή μου άρεσε η οικογένεια. Όταν χώρισα με τον Νίκο, που παντρεύτηκε στο Λονδίνο, και πήγα να τρελαθώ, αποτυχία κι εκεί, παντρεύτηκα ένα παιδί – όχι «παιδί», όπως λένε οι τραγουδίστριες, επιχειρηματίας και δεν κάνει τίποτα – με εργαστήριο χρυσοχοΐας δικό του, με δώδεκα υπαλλήλους, με λεφτά που μου τα ‘φερνε κάθε Σάββατο ντουν-ντουν, επειδή όμως μου ‘λεγε η μητέρα μου, «κορίτσι μου, ζητάς το τέλειο, αλλά δεν θα το βρεις ποτέ», εγώ όταν έχω έναν άνθρωπο βάζω δυο παρωπίδες εδώ και δεν καταλαβαίνω Χριστό, πεντακόσιοι να μου πούνε «σε θέλω», έξω βρέχει. Το ίδιο θέλω να είναι και ο άντρας μου. Τον έπιασα όμως, μοιχεία, και χωρίσαμε. Θέλω να πω είμαι καλό παιδί, αλλά είμαι άτυχη στην ιδιωτική μου ζωή. Όταν χώρισα είπα δεν ξαναπαντρεύομαι. Τελείωσε για μένα ο γάμος. Γιατί ήμουν άτυχη. Μπλέκω με τον Μπάρκουλη».

Από τον Μπάρκουλη, στον Τόνυ τον ντεκορατίστα

»Καλό παιδί, χρυσό παιδί. Ο Αντρέας ήταν τότε 32 χρονών, ο κούκλος, ερωτευμένος μαζί μου, μ’ έκλεψε, τα φτιάξαμε, με ζήτησε από τη μάνα μου την πραγματική – ζει η μάνα μου, είναι στον Καναδά, στης αδελφής της – μείναμε μαζί περίπου δυο χρόνια, χωρίσαμε για το πιοτό. Διότι όταν δεν πίνεις εσύ και πίνει ο άλλος και σου μυρίζει, κάπου χωρίζεις. Μετά από δεκάξι χρόνια που χωρίσαμε, γύριζα μια εποχή από την Αυστραλία (όταν χώριζα με τον Κώστα τον Καρρά) και με πήρε ο Αντρέας ένα βράδυ να πάμε να φάμε. Εκεί μου λέει «θέλεις, κορίτσι μου, να κάνουμε αυτό που δεν κάναμε πριν από 16 χρόνια; Γιατί δεν γνώρισα καλύτερο παιδί από σένα και ήμουνα βλάκας και σ’ έχασα, όλες οι άλλες ήταν τιποτένιες, θες να παντρευτούμε, αγάπη μου;» Του είπα ότι θα ρωτήσω τα παιδιά μου, γιατί τώρα είχαν μεγαλώσει. Αυτά συμφώνησαν, γιατί τους έκανε όλα τα χατίρια, και ετοιμαζόμαστε για γάμο και γίνεται το επεισόδιο με την αστυνομία που κυνηγούσε τον Αντρέα. Ήταν να μας παντρέψουν τότε η Κάκια με τον Κώστα (Αναλυτή-Ρηγόπουλος), όλα έτοιμα, καλέ, για να παντρευτούμε. Από ‘κει έπαθα τη μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής μου και είπα ότι δεν υπάρχει τύχη για να παντρευτώ εγώ. Ο Αντρέας, όμως, ήταν πολύ καλό παιδί, το λέω και πονάω μέσα μου γιατί φέτος με πήρε του Αγίου Βαλεντίνου. Κανένας δεν με πήρε, αυτός με πήρε τηλέφωνο, ήταν πολύ συγκινητικό. Με πήρε και μου λέει, «αγάπη μου, σ’ έχει πάρει κανείς δεσμός απ’ αυτούς που περάσανε από τη ζωή σου να σου πούνε ότι σ’ εκτιμούνε και σ’ αγαπούνε;». Θέλω να σου πω ένα: ότι όποιοι δεσμοί περάσανε από τη ζωή μου ήτανε αξιόλογα παιδιά και μου ‘χουνε εκτίμηση μεγάλη. Ζω με τις αναμνήσεις αυτές, πολλές φωτογραφίες, τις κοιτάζω πολλές φορές. Είμαι μόνη μου εδώ και δώδεκα χρόνια. Δεν έχω κανέναν δεσμό. Δεν μ’ έχει αγγίξει άντρας δώδεκα χρόνια. Δεν μετανιώνω όμως, πολλές φορές μετάνιωνα που δεν παντρεύτηκα. Μη γελιόμαστε, μεγάλη υπόθεση να ‘χεις έναν άνθρωπο να σου ανοίγει την πόρτα, έναν άντρα! Τώρα πια δεν με παίρνει να κάνω τέτοια πράγματα. Έχω τα εγγονάκια μου, δεν είμαι εγώ τρελέγκω, να κάνω τέτοια, έχω κάνει μια περιουσία που θέλω να μείνει στα παιδιά μου, να μην μπει κανένας συνέταιρος μέσα. Δεν με κυνηγούνε νομίζεις τώρα; Αλλά δεν χτυπάει για κανέναν η καρδιά μου, αγάπη μου. Δεν ξέρω τι έχω πάθει, νέκρωσα;

Μετά από εκείνη την περίπτωση με τον Αντρέα γνώρισα ένα παιδί στην Αμερική, βέβαια κι εκεί έχω μετανιώσει, τον πέρναγα πέντε χρόνια, μιλάμε έρωτας. Αλλά επειδή ήταν λαθραίος στην Αμερική για πολλά χρόνια ο Τόνυς, θα ‘ρχοτανε εδώ να φέρει τα πράγματά του και θα τον πιάνανε φαντάρο. Ντεκορατίστας είχε σπουδάσει. Και μου λέει μια φίλη μου «ρε, Καίτη, θα πάει το παιδί σου φαντάρος και ο άντρας σου φαντάρος; Ντροπή είναι». Του τηλεφωνώ στην Αμερική και του λέω μην έρθεις, δεν θα σε παντρευτώ. Ήταν το μόνο πράγμα που μετάνιωσα στη ζωή μου. Αλλά μόνη μου δεν νιώθω. Έχω τους φίλους μου. Παίρνω τον Βαγγελάκη τον Βουλγαρίδη και του λέω «έλα να με πάρεις να με βγάλεις έξω σήμερα, δεν μπορώ». Δεν μένω και ποτέ μόνη μου. Με τον Βαγγέλη, να σκεφτείς, είμαστε φίλοι από τον καιρό που έκανε τον «Νόμο 4000», ερχόταν, του ‘δινα το αυτοκίνητό μου, είχε κλειδί, έμπαινε μέσα, μου ‘φτιαχνε φρουτοσαλάτες, καφέδες και με ξύπναγε. Είμαστε 30 χρόνια φίλοι».

Η Καίτη Γκρέυ με τον Γιώργο Μαργαρίτη
Η Καίτη Γκρέυ με τον Γιώργο Μαργαρίτη © NDP Photo Agency

Η Καίτη Γκρέυ με τον Γιώργο Μαργαρίτη © NDP Photo Agency

Ένα σπιτάκι για να βάλω τα παιδάκια μου

Εδώ και δυο ώρες την ακούω να μιλάει γι’ αυτά τα τριάντα χρόνια ατέλειωτου πάθους που έζησε. Κάθε τι που περιγράφει την αφορά. Ένας ωκεανός συνυφασμένος με εικόνες τρικυμιών σαρωτικών. Το βλέμμα μου πέφτει στο πάτωμα. Ένα ζευγάρι πόδια, παίζουν με κάτι πασουμάκια βαμμένα στο χρώμα του χρυσού. Το ένα τιναζόταν ρυθμικά στον αέρα και αργά επέστρεφε στη γάμπα, αγγίζοντας ανεπαίσθητα το πόδι του τραπεζιού. Ανάβει ένα τσιγάρο, πίνει μια γουλιά πορτοκαλάδα και ζητά από τη βοηθό της που τόση ώρα μας παρακολουθεί από το βάθος της κουζίνας, να της φέρει δυο ασπιρίνες Αμερικής. Ο συνειρμός αναπόφευκτος. «Εγώ, κορίτσι μου, ξενιτεύτηκα το ’60 στην Αμερική, για να μπορέσω να κάνω ένα σπίτι. Δεν θέλω να περιαυτολογήσω για τον εαυτό μου, ήμουν πολύ νοικοκυρά, έκανα την πορεία μου, τις οικονομίες μου, εμείς, ξέρεις καλά, δεν παίρναμε τότε λεφτά πολλά, ένα μεροκαματάκι μόνο, εγώ ίσα ίσα είχα μια υπηρέτρια να κοιτάει τα παιδιά μου, πλήρωνα ένα ενοίκιο, πλήρωνα τα σχολεία τους, στου Μπαρμπίκα, που το σχολείο του Μπαρμπίκα τότε ήταν το πρώτο σχολείο της Ελλάδος, πήγαιναν βιομηχάνων παιδιά, και ίσα ίσα τα ‘φερνα, φατ και πόστα. Δεν μου περίσσευε μία να κάνω ένα σπιτάκι για τα παιδιά μου. Πήγα στην Αμερική κι έμεινα οκτώ χρόνια. Και τελικά τα κατάφερα. Πήρα κάτι σπιτάκια στην Αττική, κάνω το εξοχικό μου, γιατί νοίκιαζα μια βιλίτσα κάθε καλοκαίρι στο Καβούρι για να πηγαίνω τα παιδάκια μου να κάνουν τα μπανάκια τους, έβαλα ένα λυόμενο μέσα κι είχα τη δικιά μου τη γωνίτσα στην εξοχή. Όλα αυτά τα ‘κανα από τη δουλειά μου στην Αμερική. Στην Αμερική, πρέπει να σου πω ότι εγώ τότε έβγαινα δήμαρχος. Με λατρεύανε στην Νέα Υόρκη. Εμένα μου δώσανε γκρην καρτ σαν «απαραίτητη για την ψυχαγωγία του ελληνισμού». Έχω όλα τα περιοδικά που το γράψανε. Τραγούδαγα στην Έιτθ Άβενιου, που είχε τότε περί τα εννέα μπουζουξίδικα. Όταν όμως κατέβαινε η Γκρέυ στην Έιτθ Άβενιου, τ’ άλλα μπουζουξίδικα τρέμανε. Πηγαινοερχόμουν στην Ελλάδα για να δω τα παιδιά μου, έκανα κάποιες φωνοληψίες στην Κολούμπια και ξανάφευγα. Όταν αποφάσισα να γυρίσω μόνιμα πίσω, συνέβη κάτι εκπληκτικό. Εγώ είχα να δουλέψω εδώ τουλάχιστον έξι χρόνια. Είχα προτάσεις αλλά τις απέρριπτα, γιατί εμένα άλλος ήταν ο σκοπός μου. Θυμάμαι, την εποχή που γύρισα, έπαιζε ο Βοσκόπουλος με τη Λάσκαρη τους «Εραστές του Ονείρου». Ετοίμαζε τότε ο Στέλιος ο Καζαντζίδης κάτι τραγούδια δικά του που ήθελε να τα πω εγώ, και βγήκε ο δίσκος «Η Καίτη Γκρέυ Τραγουδάει Στέλιο Καζαντζίδη». Υπήρχε ένα μαγαζί στις Τζιτζιφιές που είχαμε πρωτοδουλέψει με τον Καζαντζίδη, Δεμιτζόπουλος λεγότανε. Τώρα το κράταγε η γυναίκα του η Μαρία, είχε καεί, δεν είχε ασφάλεια, είχε καταστραφεί η γυναίκα και είχανε πέσει όλοι επάνω μου και μου λέγανε «βοήθησέ την». Ευχαρίστως, τους λέω, αλλά εγώ έχω να δουλέψω έξι χρόνια στην Ελλάδα και ο κόσμος μ’ έχει ξεχάσει. «Εμείς σε πιστεύουμε», μου λένε, «κάνε το». Ήταν η μεγαλύτερη συγκίνηση που πέρασα στη ζωή μου τότε, και η μόνη φορά που ανέβηκα στην πίστα και με πιάσανε τα κλάματα και δεν μπορούσα να τραγουδήσω. Εκείνο το βράδυ, εκτός από το ότι είχα εκατό καλάθια με λουλούδια, είδα φίλους που είχα να τους δω έξι χρόνια. Ουρές ο κόσμος έξω. Πίτα το μαγαζί μέσα, όλο τον χειμώνα. Η Μαρία άλλαξε το όνομα του μαγαζιού. Το ονόμασε «Ο Γυρισμός» και όλοι οι ταξιτζήδες της Αθήνας έρχονταν το βράδυ εκεί για να βρούνε κούρσα. Είχε βγει κι ο δίσκος που είχε μαεστράρει όλα τα τραγούδια ο Στέλιος, ένας εκπληκτικός δίσκος, και δούλεψα πάρα πολύ εκείνη την εποχή. Οικονόμησε λεφτά και η Μαρία και το χάρηκα. Είδα κι εγώ ότι ο κόσμος με θέλει. Ξανάρχισα οπωσδήποτε δισκογραφία, πήγαινα καλά, δόξα τω Θεώ, τώρα δεν έχω οικονομικό πρόβλημα. Δεν αναγκάστηκα να πάω σε σκυλάδικο. Δούλευα τα τελευταία χρόνια κατ’ επιλογή. Τραγούδαγα σε χοροεσπερίδες, με καλούσε το Πασόκ, το Κάπα-Κάπα, έλεγα τα τραγούδια μου, πληρωνόμουνα, έφευγα».

Η Καίτη Γκρέυ με την εγγονή της, Αγγελική Ηλιάδη
Η Καίτη Γκρέυ με την εγγονή της, Αγγελική Ηλιάδη © NDP Photo Agency

Η Καίτη Γκρέυ με την εγγονή της, Αγγελική Ηλιάδη © NDP Photo Agency

Η Καίτη Γκρέυ με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη
Η Καίτη Γκρέυ με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη © NDP Photo Agency

Η Καίτη Γκρέυ με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη © NDP Photo Agency

Το ροκ της ζωής της

»Την περσινή σαιζόν δούλεψα 40 μέρες στον Διογένη, το καλοκαίρι πήγα στο Remember στη Θεσσαλονίκη, μ’ άρεσε η πρόταση να βρεθούμε όλες οι «παλιές» μαζί. Φέτος, κατεβαίνω στο Ποσειδώνιο και βγάζω ένα δίσκο που θα περιέχει κι ένα τραγούδι ροκ, σπέσιαλ για τα παιδάκια, τη νεολαία, που με λατρεύει. Όλο τον χρόνο πέρυσι με παρακαλούσανε «πέστε μας ένα τραγούδι να τ’ ακούμε στα ντίσκο, να χορεύουμε». Τους έκανε φέτος τη χάρη και θα τραγουδήσω το πρώτο ροκ της ζωής μου. Το είπα προχθές στο Βεάκειο κι έγινε χαμός. Τους είπα μάλιστα ότι ο παραγωγός μου είχε αντίρρηση για τον στίχο που λέει «χαμήλωσε τον φωτισμό και κάνε με δική σου» και τους ρωτώ «ρε, παιδιά, δεν είναι ρομαντικός στίχος αυτός; Είναι κακός;» «Είναι μεγάλος!» να μου φωνάζουνε όλα τα παιδάκια από κάτω… Δόξα τω Θεώ, δεν έχω κανένα παράπονο. Τώρα θ’ αρχίσει και το σήριαλ με τη ζωή μου… Μόνο που λυπάμαι, γιατί, λόγω δουλειάς, δεν θα μπορέσω να παρακολουθήσω όλα τα γυρίσματα. Θα ήθελα πολύ να παρακολουθήσω κάποιες σκηνές, να βοηθήσω λίγο και τη Βάνα (Μπάρμπα), που είναι πολύ καλό παιδί, αλλά το κατατρέχουνε και μ’ άρεσε που πήρε τον ρόλο, γιατί είναι κι αυτή όμορφη, έχει τη σπίθα και το θηλυκό που είχα εγώ, έχει το μύθο της όπως κι εγώ τον δικό μου, θέλω να την βοηθήσω, αλλά έχω πολλή δουλειά. Εγώ είμαι ειλικρινής και μιλάω και τα λέω. Μου δώσανε φέτος, κορίτσι μου, κάποια λεφτά που δεν τα ‘χω πάρει ποτέ και δεν μπορώ να αρνηθώ. Όχι πως έχω πρόβλημα οικονομικό, βλέπω τις κατάντιες των άλλων τραγουδιστριών και σου λένε φταίει το κράτος. Ποιον να κοιτάξει το κράτος; Το κράτος φταίει άμα εσύ ρίχνεις ζαριά και εκατομμύριο; Πρέπει να σκέφτεσαι τα γεροντάματά σου και την αξιοπρέπειά σου. Βάλε πέντε φραγκάκια στην τσέπη. Να μη συζητήσω για τις άλλες περιπτώσεις, τα ακριβά βίτσια, την κραιπάλη… Εγώ ούτε θέλω να πεθάνω δημοσία δαπάνη, προς Θεού, ούτε να φτάσω σε μια ηλικία και να πω «αχ, δεν έχω να φάω». Όχι, αγάπη μου. Σύνταξη δεν έχω εγώ, αν και είπανε ότι θα βγάλουνε μια τιμητική σύνταξη, εμάς των παλιών… Εν τοιαύτη περιπτώσει, έχω κάποιες οικονομίες. Για να μη φτάσω να περάσω τρίτη θέση σε κανένα γηροκομείο στα γεράματά μου. Όσες φορές αρρώστησα πήγα πρώτη θέση, πάντα! Από αξιοπρέπεια, όχι από μύτη. Να μη με δούνε στην τρίτη θέση και να πούνε «Η Γκρέυ, που κατάντησε!» Όλα τα σκέφτομαι. Και λέω: Επειδή το σπιτάκι μου στο Πόρτο Ράφτη θέλει γκρέμισμα για να το ξαναφτιάξω από την αρχή, κι αυτό εδώ το διαμέρισμα στην Νέα Σμύρνη θέλω να το πουλήσω, γιατί η περιοχή έχει πολύ μεγάλη υγρασία και το όνειρό μου είναι να πάω στην Αργυρούπολη, έχει ξηρό κλίμα και κάτι μεζονέτες φανταστικές εκεί, θέλω να φύγω από ‘δω, δεν έχω μια αποθήκη, ένα γκαράζ να βάλω το Μερσεντές, το ‘χω μες στον δρόμο, θέλω ν’ αλλάξω σπίτι, να βάλω κι ένα σπιτάκι στο Πόρτο Ράφτη από εκείνα τα καναδέζικα, τα διώροφα, με τις κρεβατοκάμαρες από πάνω και κάτω τα σαλόνια, να βάλω κι ένα τζακάκι, σε τρεις μήνες θα ‘ναι έτοιμο… Γι’ αυτό θα δουλέψω τον χειμώνα, να κάνω αυτά. Να μην πειράξω τα λεφτά που έχω. Εγώ, και τώρα να κάτσω, έχω ένα εξακοσάρι τον μήνα, αλλά δεν θέλω να τ’ αγγίξω. Θα δουλέψω και θα φτιάξω τα σπιτάκια μου».

Καιτη Γκρευ - Το βουνό - Kaiti Grey

Επίλογος

«Κυρία Γκρέυ», της λέω λίγο πριν την αφήσω, «μήπως είστε πολύ μελό;». Με αφοπλίζει. «Είμαι πάρα πολύ μελό!» Μη γελιόμαστε, αγάπη μου. Τα μελό είναι πάντα της μόδας, πάντα αρέσουν και πάντα έχουνε καλή ανταπόκριση στον κόσμο. Ύστερα, η δική μου ζωή δεν είναι μόνο μελό, είναι και μουσικοχορευτική, έχει και πολλά τραγούδια μέσα, όπως θα είναι οπωσδήποτε και η ταινία μου». Κάνει μια μικρή παύση και ρίχνει την αυλαία… «Αλλά να σου πω κάτι, αγάπη μου; Ο κόσμος με λατρεύει, όχι για το μελό, αλλά γι’ αυτό που καλύτερα απ’ όλους έγραψε ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου στο βιβλίο του: ‘Γνώρισα μεγάλες τραγουδίστριες, φωνάρες, σπουδαίες πρεμιέρες, όμως μόνο η φωνή της Γκρέυ με νταλκάδιαζε’».    

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1994 στο περιοδικό «Γυναίκα»

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα