Μουσικη

Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής: Διασώζοντας την παραδοσιακή μουσική της Κω με ένα ερασιτεχνικό μαγνητόφωνο

«Ο μουσικός κόσμος που καταγράφεται στον "Μουσικό Θησαυρό της Κω - Αρχειακές Ηχογραφήσεις 1964-1968", είναι αυτός μες στον οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα»

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 854
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής: Η παραδοσιακή μουσική της Κω σε αρχειακή Συλλογή 12 CD με γενικό τίτλο «Μουσικός Θησαυρός της Κω» (εκδ. Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων)

O Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, με ειδικά για την περίπτωση δεδομένα, φιλολογική ιδιότητα, μουσική κατάρτιση (Πτυχίο Βυζαντινής Μουσικής, Δίπλωμα Μουσικοδιδασκάλου, Πτυχίο Ευρωπαϊκής Μουσικής), αλλά και εντοπιότητα, αρχίζει το 1964 να ηχογραφεί τη μουσική παράδοση της Κω, με ένα ερασιτεχνικό φορητό μαγνητόφωνο, ιδιαίτερα εξελιγμένης για την εποχή τεχνολογίας ρεύματος και μπαταρίας (η Κως δεν είχε ακόμη τότε ηλεκτρικό ρεύμα στα χωριά της), το οποίο βρέθηκε, όπως σημειώνει ο ίδιος, από αγαθή συγκυρία στην κατοχή του.

Το αυθεντικό μαγνητόφωνο Grundig TK 23 με το οποίο έγιναν οι ηχογραφήσεις και το εξαιρετικά ευαίσθητο μικρόφωνό του

Ακούσματα που είχε από παιδί και μιλούσαν στην ψυχή του, σκοποί και τραγούδια, του γάμου, μοιρολόγια και θρήνοι, κάλαντα, αποκριάτικα και σατυρικά, άσματα αφηγηματικά, οργανικά, χορευτικά. Οι ηχογραφήσεις αυτές που έκανε, χωριό προς χωριό, σπίτι προς σπίτι, όπως και πάλι σημειώνει ο ίδιος, έχουν συνολική διάρκεια περίπου 30 ωρών και απλώνονται σε μεγάλο χρονικό εύρος (1964-1968).

Από το σύνολο αυτό της τοπικής και απολύτως προσωπικής ηχογράφησης, που ανατρέχει στις ρίζες του νησιωτικού τραγουδιού της Κω, έχει καταρτισθεί μια Αρχειακή Συλλογή 12 CD με τον γενικό τίτλο «Μουσικός Θησαυρός της Κω» συνολικής διάρκειας 11 ωρών, 25 λεπτών και 22 δευτερολέπτων. Αυτά τα CD κυκλοφορούν σε μια πολυτελή κασετίνα με συνοδευτικό βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνονται τα κείμενα, οι αναγκαίες πληροφορίες για τους αφηγητές και αφηγήτριες, μουσικολογικά σχόλια και λεξιλόγιο για ιδιωματισμούς από το Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων (ΚΕΡΕ).

Ο Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, αυτός ο σπουδαίος φιλόλογος και νεοελληνιστής, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο των Γραμμάτων, ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς ερευνητές της χώρας, με την επιμονή και την αφοσίωση που τον διακρίνει με ό,τι κι αν καταπιάνεται (θυμίζω τον μεταφραστικό άθλο της «Ομήρου Οδύσσειας», ένα μνημειακό έργο 832 σελίδων με μετάφραση απευθείας από το πρωτότυπο που κυκλοφόρησε το 2015 από τις ίδιες εκδόσεις) καταγράφει σχολαστικά και συστηματικά ολόκληρη την Κω. Ξεκινώντας από τον δικό του γενέθλιο τόπο, το χωριό Πυλί, και στη συνέχεια την Αντιμάχεια και την Καρδάμενα, χωριά με μεγάλη μουσική και ψαλτική παράδοση, μέχρι την Κέφαλο, το Ασφενδιού και την Πόλη της Κω, συγκεντρώνει το υλικό του ζωντανά, τραγουδισμένο από τα χείλη των ντόπιων που τον γνώριζαν από μικρό και τον εμπιστεύονταν.

Ο Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής στην ηλικία έναρξης των ηχογραφήσεων της μουσικής παράδοσης της Κω (1964)

Μέσα στους ήχους και στον λόγο αναγνωρίζουμε τα μοτίβα της χαράς, το μαράζι του έρωτα και της επιθυμίας, το παράπονο, τη λύπη, τον πόνο της ξενιτιάς, φωνές που διασώζουν τον τοπικό πολιτισμό σαν αυτά που τραγουδούν στα γλέντια και στα πανηγύρια στα χωριά και τα μοιρολόγια για τους νεκρούς και τους ξενιτεμένους. Σε 5 από τα CD της Έκδοσης περιλαμβάνονται και οι «Στιχοπλακιές» (γνωστές ως «Παραλογές»), όπως αποκαλούνται στην τοπική παράδοση τα πολύστιχα, συχνά και με δραματικό περιεχόμενο, αφηγήματα, αλλά και σε ένα άλλο CD μοναδικές εκδοχές του Ερωτόκριτου. Οι Στιχοπλακιές με διπλή μάλιστα παράδοση εκφοράς, ασματική/τραγουδιστική και απαγγελτική/ραψωδική, η οποία παραπέμπει  απευθείας στην όμοια ασματική-ραψωδική των Ομηρικών επών (πρωτίστως της αφηγηματικής, και με δραματικό επίσης περιεχόμενο, «Οδύσσειας»).

Αυτοσχέδιο γλέντι, 1960

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χατζηγιακουμής καταπιάνεται με την ηχητική-ψαλτική παράδοση. Ένα επικό έργο του με 145 είδη CD σε κυκλοφορία είναι η «Εκκλησιαστική Μουσική του Νεώτερου Ελληνισμού» (στις εκδοτικές σειρές «Μνημεία», «Σύμμεικτα», «Αρχείον», «Τόποι και Ψάλτες») του συνόλου δηλαδή των εκκλησιαστικών μελών της περιόδου της Τουρκοκρατίας, όχι μόνο στη γραπτή αλλά και στην ηχητική - ψαλτική της έκφραση μέσα από τους εν ζωή ακόμη μέγιστους ιεροψάλτες. Τώρα, ακολουθώντας το πάθος του για τη διάσωση της αυθεντικής δημοτικής μουσικής, μας παραδίδει μία από τις πιο σημαντικές και ενδιαφέρουσες καταγραφές του λαϊκού προφορικού λόγου, αυτούσια φωνητική λαϊκή παράδοση με 200 περίπου διαφορετικούς σκοπούς, ελάχιστοι από τους οποίους επιβιώνουν σήμερα.

Τα δημοτικά τραγούδια, προφορικά, χωρίς γραμμένη μουσική και με τους στίχους και τις ιστορίες που διηγούνται να μεταφέρονται από στόμα σε στόμα, κινδυνεύουν να χαθούν. Γι’ αυτόν τον λόγο οι ηχογραφήσεις του, με λαμπρό ηχητικό αποτέλεσμα, είναι πραγματικά πολύτιμες για τη μουσική ιστορία της πατρίδας μας.

Ο Αντώνης Κουλιάς στο βιολί και ο Μιχάλης Τσαμπουνιάρης στο λαούτο (CD 12). Εδώ παίζοντας με συνοδεία ακορντεόν.

Αυτοβιογραφικά σημειώματα

Με αφορμή αυτή τη σπουδαία έκδοση, ζήτησα από τον Δάσκαλο να μου πει λίγα λόγια για εκείνη την εποχή. Μου έδωσε τα παρακάτω.

Ο μουσικός κόσμος που καταγράφεται στον «Μουσικό Θησαυρό της Κω  - Αρχειακές Ηχογραφήσεις 1964-1968», με τους 12 συνοδευτικούς ψηφιακούς δίσκους (CD), είναι αυτός μες στον οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα. Με περιστατικά που χρωματίζουν έντονα μιαν ειδική και ασυνήθιστα ακατάλυτη σχέση.

Ένα πρώτο, ιδιαίτερα αξιοπερίεργο, είναι αυτό που έλεγε συχνά η μητέρα μου (και που δεν ήταν καθόλου φαντασιόπληκτη), ότι πρώτα τραγούδησα, μόλις 6 μηνών, και έπειτα μίλησα (8 μηνών τα έλεγα όλα «φαρσί», όπως και πάλι έλεγε). Ήταν ένα αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου, «Όλες οι παπαρούνες ανθίζουν το πρωί / μα μένα η δική μου ανθίζει από βραδύς», που το έμαθα και το τραγουδούσα και εγώ (και που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να μένει ανεξίτηλο στη μνήμη μου).

Δείγμα χειρόγραφης μεταγραφής από τον ηχογραφέα σε Βυζαντινή και Ευρωπαϊκή σημειογραφία κατά τον χρόνο της ηχογράφησης

Το δεύτερο φαντάζει εξίσου απίθανο, είναι όμως και αυτό πέρα για πέρα αληθινό. Υπήρχε ανάμεσα στις εργάτριες («αργατίνες») του πατέρα μου στα καπνά μια νέα σε ηλικία, με τα μαλλιά όλα μια πλεξούδα πίσω που έφτανε ως το γοφό της, ένα πραγματικό αηδόνι, που τραγουδούσε συνέχεια μες στο χωράφι όταν «κιρδίζανε» (έκοβαν τα ώριμα φύλλα του καπνού). Ήμουν 6-7 χρονών κι εγώ δεν την άφηνα από κοντά. Την άκουγα γοητευμένος παίζοντας πίσω της δεξιά κι αριστερά τη μακριά πλεξούδα. Ώσπου μια μέρα με πήρε χαμπάρι ο πατέρας μου που της είπε: «Εσύ από σήμερα δεν θα δουλεύεις στα καπνά. Η δουλειά σου είναι να του τραγουδάς. Παρ’ τονε». Και έτσι εκείνο το καλοκαίρι σε όλα γύρω τα δρομάκια στο εξοχικό πέτρινο σπίτι μας μου τραγουδούσε και με έπαιζε. Κι εγώ την άκουγα υπνωτισμένος. Ήταν ο δικός μου Μότσαρτ, αν αναλογισθεί κανείς ότι άκουσα για πρώτη φορά κλασική μουσική (και ραδιόφωνο) στα 18 μου χρόνια ως πρωτοετής φοιτητής. Αυτόν τον μουσικό κόσμο το ’φερε η συγκυρία να καταγράψω πριν να σβηστεί και να χαθεί οριστικά.

Το τρίτο είναι περιστατικό που συνέβηκε κατά την ηχογράφηση. Ήμασταν στην Κέφαλο, το πιο απομακρυσμένο και απομονωμένο δυτικό χωριό της Κω, Ιούνιος μήνας. Ο Κεφαλιανός οδηγός μου με είχε πάει σε μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα που, όπως ο ίδιος υποστήριζε, ήξερε πολλά. Έξω σε μια αυλή, με το μαγνητόφωνο στο χέρι, κάτι αξιοπερίεργο για τότε, με πολλά παιδιά τριγύρω καθισμένα δίπλα μου στην «κουμούλα» (χαμηλό τοιχίο στον περίγυρο της αυλής), και απέναντι η γυναίκα καθισμένη πλάι στην πόρτα στο πέτρινο πεζούλι του σπιτιού. Και η οποία αρνιόταν πεισματικά να πει ο,τιδήποτε, επαναλαμβάνοντας συνέχεια τη φράση «Ένε ξέρω, το παιϊ μου» (δεν ξέρω, το παιδί μου)!  Ώσπου κάποια στιγμή ο συνοδός μου είχε την έμπνευση να της πει: «Ξέρεις ποιος είναι φτουάς;» (ξέρεις ποιος είναι αυτός εδώ; εγώ δηλαδή). «Ε, πού να ξέρω» - «Ε, εν’ ειν’ μαθές ο γιος του Κώτσου του Μαλολάκη;» Και ξαφνικά σηκώνεται, έρχεται κοντά μου και σχεδόν δακρυσμένη με ακουμπά στους ώμους και μου λέει: «Το Μαλολάκι είσαι το παιϊ μου;» - «Το Μανολάκι» - «Ε, έλα να σου πω αυτά που σού λεα μικρός» (αυτά που σου έλεγα όταν ήσουν μικρός). Την είχαμε στο σπίτι που συχνά μου τραγουδούσε και με χόρευε. Φέρνω στο νου μου, ακόμη και τώρα, μνήμες έξω στην αυλή κάτω από ένα ασημένιο ολόγιομο φεγγάρι να μου τραγουδά και να με χορεύει στα 3-4 χρόνια μου. Μνήμες ζωντανές, ανεξίτηλες. Που το ‘φερε η συγκυρία να καταγράψω, ως ανταμοιβή εδώ της παιδικής αξέχαστης νταντάς μου. 

Στιχοπλακιές

Άη μου Γιώργη (αφέντη μου)

Άη μου Γιώργη σύσσωμε και χρύσοκαβαλάρη
αρματωμένος με σπαθίν και μ’ αργυρόν κοντάρι.
Τη δόξαν και τη δύναμη θε να σου νεθεβάλω
και το θεριόν που σκότωσες το δράκον τον μεγάλο.

Οπού ’τανε στον τόπον μας ένα βαθύν πηγάδι
ανθρώπους το ταΐζανε κάθε πρωίν και βράδυ.
Μιαν ώραν ήθε’ μην του παν ανθρώπον να μασήσει
στάλα νερόν δεν άφηνε τη χώρα να δροσίσει.
Ερίχτανε ντα μπουλετιά κι οτίνος ήθε’ πέσει

να στείλει το παιδάκιν του του λιονταριού πεκσέσι.
Κι εξέπεσεν το μπουλετί σε μιάν βασιλοπούλα
οπού την είχε ο βασιλιάς μίαν και ακριβούλα.
Κι ο βασιλιάς σαν τό ’κουσεν αυτόν τον λόγον είπε·
– «Όλον το βίος πάρτε το και το παιδί μου αφήτε.»

Λαγού φωνή μαζεύτηκεν και πα στο βασιλέα·
– «Δεν φήνεις το παιδάκι σου με παίρνομεν εσένα.»
– «Στολίστε το παιδάκι μου ατίμητα πετράδια
ατίμητα κι ολόχρυσα κι όλον μαργαριτάρια.
Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη

κι αμέτε το του λιονταριού πεκσέσι να δειπνήσει.»
Για †όρκον† της την πήρενε και πήγαν τη στη βρύση
πού τό ξερε ο βαριόμοιρος πώς ηθε’ να γυρίσει.
Άης-Γιώργης το ήκουσεν και πά να τη γλιτώσει
από τους πόνους τους πολλούς να τηνε λευτερώσει.

Πο μακριά τηνε θωρεί και κάθεται και κλαίει
κι όταν εσίμωσεν κοντά γυρίζει και του λέει·
– «Φύε ξενάκι μ’ απεδώ να μη σε φάει κι εσένα
αυτόν το άγριο θεριόν οπού θα φάει εμένα.»
– «Μιαν ώρα θε να κοιμηθώ στα γόνατά σου πάνω

κι εγώ σκοτώνω το θεριόν και απεδώ σε βγάνω.»
– «Αυτές είναι παρηγοριές να με παρηγορήσεις
κι όταν θα βγαίνει το θεριό θα φύγεις να μ’ αφήσεις.»
Και σαν ηβγαίνε ντο θεριό όλα τα όρη τρέμα
η κόρη με το φόβον της αυτόν τον λόγον είπε·

– «Ώχου είμαι βαριόμοιρο τί βαριομοίρα μπού ’μου
σήκου σκοτώσε το θεριόν πού ’λες πως δέ φοβούμου.»
Σηκώνεται ανατολικά και κάνει το σταυρόν του
μιαν κονταριάν του πέταξε γκαι κόβγει το λαιμόν του.
Βγάζει το μαχαιράκιν του την κεφαλήν του κόβγει

κι η κόρη με το φόβον της φωνάξ’ Άη μου Γιώργη.
Άης-Γιώργης την ήκουσεν πολλά του βαροφάνη·
– «Κόρη, πού τό ’βρες τ’ όνομα και πού το νεθεβάλλεις;»
– «Την ώραν που κοιμούσουνε ηρτέ ’να πελιστέρι
και βάσταν Τίμιο Σταυρό στο δεξιόν του χέρι.

Στη ν-άκρια ν-ήγραφε Σταυρό στη μέσην Άη-Γιώργη
κι οπού πιστεύγει όνομα ποτές δε μετανιώνει.
Γω θέλω στρατιώτη μου να μάθω τ’ όνομά σου
να κάμει ο πατέρας μου δώρα στην αφεντιά σου.»
– «Γιώργη με λένε γκόρη μου από την Παρουσία

κι αν θέλει ο πατέρας σου ας κτίσει εκκλησία.
Στη μέση ντου μοναστηριού να κάμει καβαλάρη
αρματωμένον με σπαθίν και μ’ αργυρόν κοντάρι.»

Χρουσήν κορδέλαν έβγαλε και τα μαλλιά της μπλέκει
πο το χεράκιν την αρπά στον κύρην της την τρέχει.

Χαρές μεγάλες έγινα σ’ όλη την οικουμένη
κι ευτύς η κόρη άνοιξε †ταχνόνια† εις την πόλη.
Μπρόβαλεν κι η βασίλισσα με τα κλειδιά στο χέρι.

Νεθεβάλω (στ. 3) ~ θέλω να σου αναφέρω, να διηγηθώ
(αναθιβάλλω) - μπουλετιά (στ. 9) ~ κλήρους - πεκσέσι (στ. 10)
~ πεσκέσι, δώρο - λαγού ~ λαού (με επένθετο «γ») - πού ’λες
(στ. 36) ~ έλες, έλεες, που έλεγες - ευτύς (στ. 56) ~
ευθύς, αμέσως.

Έναν τουρκίν τουρκόπουλο 

Έναν Τουρκίν τουρκόπουλο του βασιλιά κοπέλι​
μια Ρωμιοπούλα γάπησε και κείνη δεν το θέλει. ​
Βάζει τα όρη πίσω της και τα βουνά εμπρός της​
κι η μοίρα της την ήβγαλε στ’ Αη –Γιωργιού την πόρτα.
-«Αη μου Γιώργη κρύψε με πο των Τουρκών τα χέρια​
να φέρνω οκκάδες το κερί κι οκκάδες το λιβάνι​
κι από το βουβαλόπετσο να κουβαλώ το λάδι».​
Να και ξωπίσω το Τουρκί στ’ Αη-Γιωργιού την πόρτα​
-«Αη μου Γιώργη αφέντη μου και χρυσοκαβαλλάρη​
την κόρη οπού μού γκρυψες θελ’ α τη φανερώσεις​
να φέρνω οκκάδες το κερί κι οκκάδες το λιβάνι​
κι από την καραβόβαρκα να κουβαλώ το λάδι». ​
Το μάρμαρον εράισεν και όξω τηνε βγάλλει. ​
Πο τα μαλλάκια τηνε ρπα στο δρόμο την πετάσσει.​
-‘Φησ’ με Τουρκό πο τα μαλλιά και πιάσ’ με με το χέρι​
να μη φωνάξω τρεις φωνές και κατεβούν αγγέλοι». ​
-«Σώπα Ελένη Ελενιώ και γω Τούρκος δεν είμαι​
τ’ Αη-Γιαννιού βαφτίστηκα και Γιάννη θα με λένε». 

(Από τις «Στιχοπλακιές», CD 6. Το τραγουδάει η Στεργούλα Χαζηγιακουμή-Ρόκκου, 1900-1985, τα Χριστούγεννα του 1966. Αναφέρεται στην ιστορία ενός «τουρκόπουλου», το οποίο στο τέλος παρουσιάζεται ως βαπτισμένος χριστιανός. Πρόκειται για εμβληματική ηχογράφηση, με αντίκτυπο πέρα από τα όρια της συγκεκριμένης έκδοσης).

INFO
«Μουσικός Θησαυρός της Κω-Αρχειακές Ηχογραφήσεις (1964-1968)», Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής
[12 CD + Βιβλίο], Κέντρον Ερευνών & Εκδόσεων.
Ξεχωριστά διατίθεται κασετίνα 2 CD με Εκλογή από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα που περιέχονται στα 12 CD της κύριας έκδοσης. Για περισσότερα στο www.e-kere.gr