Μουσικη

Ο Γιάννης Σβώλος ακούει κλασική σαν να διαβάζει ένα βιβλίο

Μία συζήτηση με τον μουσικοκριτικό και λιμπρετίστα γύρω από και με αφορμή την κλασική μουσική

Ευθυμία Γιώσα
Ευθυμία Γιώσα
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
O μουσικοκριτικός και λιμπρετίστας Γιάννης Σβώλος συζητά με τη συγγραφέα Ευθυμία Γιώσα για την κλασική μουσική.

O μουσικοκριτικός και λιμπρετίστας Γιάννης Σβώλος συζητά με τη συγγραφέα Ευθυμία Γιώσα για την κλασική μουσική.

Δυνητικά, θα μπορούσα να ξεκινήσω αυτό το κείμενο με πάρα πολλούς τρόπους –  μερικούς δεν τους φαντάζομαι καν. Λόγου χάρη, θα μπορούσα να παρουσιάσω απευθείας τον συνομιλητή μου ή να κάνω μια γενικόλογη εισαγωγή περί κλασικής μουσικής. Ωστόσο, όπως διατρέχω την απομαγνητοφώνηση όσων είπαμε με τον Γιάννη Σβώλο (μουσικοκριτικός κλασικής μουσικής για περισσότερο από είκοσι πέντε χρόνια, από το 2014 τον διαβάζουμε στην Εφημερίδα των Συντακτών, ενώ έχει γράψει και ο ίδιος λιμπρέτα για τη Φόνισσα και την Κερένια Κούκλα), σταματώ σε μια του φράση την οποία θα παραθέσω ευθύς αμέσως και με την οποία θέλω να θεωρήσετε ότι ξεκινά κανονικά το παρόν κείμενο.

«Κανείς δε μας μαθαίνει πουθενά, καθόλου και τίποτα για την κλασική μουσική», λέει ο Γιάννης Σβώλος, συνεπής αναζητητής κλασικών μουσικών έργων ήδη από την ηλικία των 9-10 ετών, όταν έψαχνε στο ραδιόφωνο ν’ ακούσει μια ακόμη Συμφωνία σε ρε μείζονα ή όταν ζητούσε από τους συγγενείς του να του αγοράσουν έναν ακόμη δίσκο. Βέβαια, ίσως η άγνοιά μας για το συγκεκριμένο μουσικό είδος να βαραίνει λιγότερο από το γεγονός ότι ταυτόχρονα «υπάρχει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ελληνικής πολιτιστικής ζωής που είναι τελείως εχθρική και μάλιστα με ιδεολογικό στίγμα κατά της κλασικής μουσικής». Όπως σκωπτικά συνεχίζει «Ξέραμε ότι Μεγάλη Παρασκευή θα ακούγαμε τα Κατά Ματθαίον (σ.σ. του Μπαχ) από το ραδιόφωνο!». Εάν κρίνει κανείς από το «ενίοτε απογοητευτικά μικρό ακροατήριο που γεμίζει το Ηρώδειο, ή το Μέγαρο Μουσικής, ή τη Λυρική Σκηνή», φαίνεται ότι όλα βαίνουν καλώς εναντίον της σχέσης μας με την κλασική μουσική.

Μήπως ο πραγματικός λόγος που ενδιαφερόμαστε λίγο ή καθόλου για το εν λόγω μουσικό είδος είναι γιατί χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις για να γίνει κάποιος ακροατής του; «Είναι παράλογο να πει κανείς ότι πρέπει να έχει γνώσεις για να ακούσει κλασική μουσική», δηλώνει ρητά ο Σβώλος.«Δηλαδή πρέπει να έχεις σπουδάσει Μουσικολογία για να ακούσεις μια συμφωνία του Μπετόβεν;», αναρωτιέται ρητορικά. «Όχι. Για όλα χρειάζεται μια εμπειρική εξοικείωση». Εξάλλου το ίδιο ισχύει και «για την τζαζ, για το ρεμπέτικο, για τα δημοτικά», όπως διευκρινίζει. «Αν πάει κάποιος και σε ρίξει, έτσι, μονομιάς, σε αυτά, θα πεις “βαριέμαι, δεν καταλαβαίνω τίποτα”». Η ειδοποιός διαφορά στην περίπτωση της κλασικής είναι ότι «σήμερα, λόγω της δισκογραφίας, του ραδιοφώνου, μπορούμε να ακούσουμε μουσική που έχει γραφτεί τους τελευταίους τέσσερις-πέντε αιώνες». Μας προτρέπει να κάνουμε έναν παραλληλισμό με την ανάγνωση λογοτεχνίας, δηλαδή «άλλα είναι τα συμφραζόμενα, που είναι ξεχασμένα ή δεν τα βλέπουμε, μιας λογοτεχνίας του 15ου -16ου αιώνα, άλλα του Μολιέρου, άλλα του Φίλιπ Ροθ, παραδείγματος χάριν».

«Oδηγός πρέπει να είναι η ευχαρίστηση»

Ο Γιάννης Σβώλος αντιμετωπίζει γενικά την ακρόαση της κλασικής μουσικής όπως την ανάγνωση ενός βιβλίου, γι’ αυτό και δεν μπορεί να διαβάζει και ταυτόχρονα να ακούει κάποιο κοντσέρτο του Μέντελσον. Για εκείνον «η κλασική μουσική, όπως όλες οι μουσικές, είναι μία γλώσσα, όπως η γλώσσα που μιλάμε, απλά δε χρησιμοποιεί λέξεις, χρησιμοποιεί ήχους». Στη λίστα με τις μάλλον αδιαμφισβήτητες αλήθειες, μετά τη γλωσσική διάσταση της μουσικής, έρχεται η απόφανση ότι «οδηγός πρέπει να είναι η ευχαρίστηση». Και μετά και την παραπάνω απόφανση, αδιαμφισβήτητη αλήθεια μπορεί να θεωρηθεί και η ανάγκη τοποθέτησης ενός συνθέτη ή ενός μουσικού έργου εντός ενός ιστορικού πλαισίου, εντός του ιστορικού πλαισίου κατά το οποίο έδρασε ή δημιουργήθηκε, αντίστοιχα. «Σαφώς και τη μουσική την ακούει κανείς για να ευχαριστιέται. Καμιά φορά ευχαριστιέσαι επειδή καταλαβαίνεις, άλλες φορές καταλαβαίνεις επειδή ευχαριστιέσαι. Ξεκινάς ακούγοντας τον Μπετόβεν γιατί σε ερεθίζει. Αν καθ’ οδόν ψάξεις λίγο παραπάνω και μπεις στον κόπο να κατανοήσεις και τα πολιτικο-κοινωνικο-αισθητικά συμφραζόμενα γύρω από αυτόν, αρχίζει το πράγμα και παίρνει άλλη διάσταση. Είναι άλλου είδους η εμβάθυνση». Έστω ότι ρωτούσαμε δέκα άτομα για το πότε έζησε ο Μπετόβεν, «οι 9 από αυτούς δεν ξέρουν να απαντήσουν. Δεν έχουν συναίσθηση ότι έχει ζήσει ταυτόχρονα με την Ελληνική και τη Γαλλική Επανάσταση». Η Πέμπτη Συμφωνία του Σοστακόβιτς, λόγου χάρη, χωρίς τα νοηματοδοτούντα συμφραζόμενά της, υπάρχει κίνδυνος να χαρακτηριστεί ακόμη και ως «ένα περίεργο, αντιφατικό άκουσμα».

Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας –και έχοντας, επί της ουσίας, την επιθυμία να δώσω στο κείμενο μια έμμεση μελωδικότητα– του ζητώ να ξεχωρίσει συνθέτες ή/και έργα από κάθε περίοδο. Από την Μπαρόκ, «πάρα πολύ χοντρικά και σχεδόν αυτονόητα», διαλέγει τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι ή τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα του Μπαχ. Από την Κλασική επιμένει… μπετοβενικά, αναφέροντας την Ηρωική ή την Ενάτη. Όταν φτάνουμε στον Ρομαντισμό, εκεί με προειδοποιεί ότι «είναι απέραντος, ξεκινάει κάπου στο 1830 και… ξεχειλώνει έως μετά τα μέσα του 20ού αιώνα με διάφορες παλινδρομήσεις». Ωστόσο, μου κάνει το χατίρι και επιλέγει τον Σοπέν και τα Κοντσέρτα του, τον Μπραμς και τις Συμφωνίες του, τη Φανταστική Συμφωνία του Μπερλιόζ, τον Μάλερ. Στον Μάλερ στέκεται λίγο περισσότερο, όχι μόνο γιατί αποτελεί «το τέλος της συνεχούς διαδρομής του Ρομαντισμού, την ανακεφαλαίωσή του», αλλά και γιατί «η θεματική και η αισθητική του, η ψυχολογικά θεατρική δραματουργία της μουσικής του υπερβαίνουν το όριο του Ρομαντισμού και οδηγούν προς τον 20ο αιώνα».

Ένα άλλο κεφάλαιο συνιστά και η σχέση κλασικής μουσικής και κινηματογράφου, μια «συζήτηση που ξεκινάει με τη γέννηση του κινηματογράφου, γιατί τότε ζητάνε από κλασικούς συνθέτες να γράψουν, κι εκείνοι γράφουν. Ο Προκόφιεφ γράφει, ο Σοστακόβιτς γράφει, και, ιδίως στη ναζιστική περίοδο, όταν φεύγουν όλοι οι Εβραίοι από την Ευρώπη και μεταναστεύον στην Αμερική, ο ήχος του Χόλιγουντ φέρει το DNA της …γερμανοαυστριακής παράδοσης!». Ωστόσο, «όλοι οι μηχανισμοί και οι στρατηγικές σαγήνευσης και αφήγησης του ώριμου Ρομαντισμού, χρησιμοποιούνται με διαφορετικό στόχο, δηλαδή για να εξυπηρετήσουν την κινηματογραφική εμπειρία». Κάποιες φορές, βέβαια, γίνεται και το ανάποδο: συνθέτες που έχουν ταυτιστεί απόλυτα με τον κινηματογράφο, έχουν γράψει και αμιγώς κλασική μουσική. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Νίνο Ρότα, ο οποίος έχει γράψει μέχρι και όπερες, κι ας τον ξέρουμε οι περισσότεροι από τις ταινίες του Φελίνι.

Αναρωτιέμαι φωναχτά εκείνο το πρωί στο απόκεντρο της Αθήνας, ενώπιον του Γιάννη Σβώλου, εάν υπάρχει κάποιος συνθέτης του οποίου το έργο έχει εν πολλοίς υποτιμηθεί. Προφανώς όχι μόνο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, όπως έχουμε ήδη πει, κρατάμε αποστάσεις… ασφαλείας γενικά από την κλασική μουσική. Μιλά (με πάθος) για έναν μινιμαλιστή του ώριμου 20ού αιώνα, τον Τζον Ανταμς. «Είναι σκέτη ευχαρίστηση! Είναι μελωδία, ρυθμός, πνεύμα, χιούμορ. Και είναι κι όλη μαζί η ιστορία της μουσικής. Έχεις την αίσθηση ότι αυτός ο άνθρωπος παίρνει την ιστορία της μουσικής και τη βάζει στο μπλέντερ, να κοπεί σε χοντρά κομμάτια, και μετά παίρνει αυτό που βγαίνει και παράγει κάτι άλλο, δηλαδή δεν είναι απλά ένα άθροισμα υλικών, ένα κολλάζ. Αυτό πλέον γίνεται ένα φοβερά ερεθιστικό πνευματικό παιχνίδι».

Λίγο προτού βγούμε στη Βασιλέως Αλεξάνδρου και πάρουμε αντίθετες κατευθύνσεις, κάνουμε μια πρόχειρη υπόθεση εργασίας. Έστω ότι επιχειρούσαμε να εισαγάγουμε έναν (μικρότερο ή μεγαλύτερο) άνθρωπο στην κλασική μουσική. Πώς θα καταφέρναμε κάτι τέτοιο; Ο Γιάννης Σβώλος μόνο έναν τρόπο ξέρει κι αυτόν προτείνει: «Να τον φέρουμε μέσα στο πεδίο της δικής μας ευχαρίστησης, διότι το πράγμα λειτουργεί με το “μαζί”. Και μετά ο καθένας αποφασίζει αν του αρέσει ή όχι». Αυτό το “μαζί” συνιστά και έναν από τους λόγους που ο Σβώλος επιμένει και είναι κάθετος όταν λέει: «Πήγαινε να ακούσεις τη μουσική ζωντανά! Γιατί το ζωντανό περιέχει την έννοια της συμμετοχής, είναι κάτι πνευματικά δυναμικό, είναι άκρως συγκινησιακό, γιατί βρίσκονται κι άλλοι εκεί, δίπλα σου, κοντά σου».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ