Μουσικη

O Νίκος Κυπουργός, τα Κυπο-Θεατρικά και η ιστορική διαφήμιση της Carnation

Πριν τη συναυλία στη Μικρή Επίδαυρο ο συνθέτης μιλά για όσα έχει ετοιμάσει

Γιώργος Φλωράκης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Ο συνθέτης Νίκος Κυπουργός μιλάει για τα «Κυπο-Θεατρικά» που παρουσιάζονται στη Μικρή Επίδαυρο, τη μουσική του πορεία και την ιστορική διαφήμιση της Carnation.

Οι μεγαλύτεροι από εμάς πρωτακούσαμε το όνομα του Νίκου Κυπουργού την εποχή της Λιλιπούπολης. Είχε γράψει το σήμα εκείνης της αγαπημένης εκπομπής αλλά και πολλά από τα τραγούδια που προκαλούν συγκίνηση όταν ακούγονται, ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Κάθε φορά που ακούγεται στην Πρωινή μου εκπομπή στο Τρίτο το «Χρυσαλιφούρφουρο», είναι σαν να μας έχει διαπεράσει όλους -ακροατές, ηχολήπτη και παρουσιαστή- ένα κύμα βαθιάς κρυφής αγάπης. Κι ύστερα είναι τα «Μυστικά του Κήπου». Η μικρή μου μεγάλωσε με το «Κίτρινο» -έτσι όπως τόσο όμορφα το τραγουδάει ο Άρης Χριστοφέλλης- αγάπησε τις μαύρες γάτες πιο πολύ από τις άλλες διασκεύάζοντας υπέρ τους τα λόγια του Δημήτρη Μαυρίκιου και κοιμήθηκε άπειρες φορές με τη φωνή του Χρόνη Αηδονίδη στο «Βλέφαρό Μου» - αχ τυχερό μου…

Αλλά η μουσική του Νίκου Κυπουργού δεν είναι μόνο αυτά. Είναι τόσες πολλές οι θεατρικές παραστάσεις για τις οποίες έχει γράψει μουσική, είναι τόσο πολλοί οι σκηνοθέτες που έχει συνεργαστεί γράφοντας μουσική για τις ταινίες τους, που θα χρειαζόμασταν δεκάδες σελίδες και μόνο για να κάνουμε μια ελάχιστη αναφορά. Στη συζήτηση αυτή μιλάμε κυρίως για τη συναυλία με τα … Κυπο-θεατρικά στη Μικρή Επίδαυρο και παρεμπιπτόντως για εκείνο το παλιό διαφημιστικό της Carnation που ξέρουν απ’ έξω όλοι ακόμη κι αν έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που το πρωτάκουσαν…

Πόσο διαφορετικό είναι να γράφεις μουσική για το θέατρο από το να γράφεις μουσική για τον… εαυτό της;
Θίγεις το θέμα της παραγγελίας η οποία πάντως ανέκαθεν έτρεφε την τέχνη. Γράφοντας κατά παραγγελίαν δεν σημαίνει ότι παύεις να γράφεις και για τη μουσική, και για τον εαυτό σου. Δεν είσαι λιγότερο εσύ. Αυτό που εκ πρώτης όψεως σε περιορίζει, είναι, για μένα τουλάχιστον, ευλογία. Με κινητοποιεί και με διευκολύνει γιατί τα όρια που τίθενται, το ίδιο το έργο και η δομή του, η ματιά του σκηνοθέτη, οι συγκεκριμένες μουσικές ανάγκες που συναποφασίζονται, μου λύνουν τα χέρια. Ξεκινώ από το δεύτερο στάδιο, αφού το πρώτο, αυτό της επιλογής του πλαισίου (που είναι ένα από τα σημαντικότερα στάδια της δημιουργίας), είναι ορισμένο έξωθεν. Οι μουσικές ιδέες βέβαια δεν είναι λιγότερο δημιουργικές, απλώς τα όρια σε βοηθούν συχνά να ανακαλύψεις περιοχές της μουσικής που χωρίς τα συγκεκριμένα έργα δεν θα ανακάλυπτες. Ίσως δεν θα είχα γράψει ποτέ τραγούδια παραδοσιακά, τζαζ ή ροκ αν δεν ήταν για να καλύψω τις ανάγκες κάποιων παραστάσεων ή ταινιών.

Τέσσερα βραβεία μουσικής μέσα στον τελευταίο χρόνο, για τον «Ράφτη» της Σόνιας-Λίζας Κέντερμαν (Βραβεία ΙΡΙΣ της ΕΑΚ και Φεστιβάλ της Βαλένθια), καθώς και για το «Kerr» του Tayfun Pirselimoglu στα Φεστιβάλ της Αττάλειας και της Σμύρνης. Πόσο διαφορετικό είναι να γράφεις μουσική για το θέατρο από το να γράφεις μουσική για τον κινηματογράφο;
Έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους. Πρώτα-πρώτα η παραγγελία που λέγαμε, η ανάγκη να υπηρετήσεις το έργο και τη ματιά του σκηνοθέτη. Είναι και τα δύο αφορμές για ταξίδια νοερά σε χρόνους και τόπους διαφορετικούς, σε γλώσσες και μουσικά ιδιώματα διαφορετικά. Αλλά το σινεμά απευθύνεται σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό, αναγκαίο για την επιβίωσή του και είναι κατά κανόνα πολύ πιο ακριβό, κοστίζει πολύ περισσότερο από το θέατρο. Υπάρχει ίσως εδώ λιγότερος χώρος για πειραματισμούς, αλλά και ευκαιρίες να ασκηθείς στην απλότητα και την αμεσότητα, στην αναζήτηση για παράδειγμα μιας μελωδίας που να λειτουργήσει καθοριστικά για τη μνήμη, να συνδέσει το θεατό με το αθέατο. Από την άλλη, η ομορφιά και η μαγεία του θεάτρου είναι ο ζωντανός και θνησιγενής χαρακτήρας του. Η χαρά του παρόντος χρόνου, η χαρά της ζωντανής συνύπαρξης, του διαλόγου, της συνεργασίας των τεχνών σε καθημερινή βάση, μπροστά στο κοινό. Κάθε παράσταση είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Γι’ αυτό και η μουσική στο θέατρο, τουλάχιστον στην ιδανική της μορφή, θα πρέπει να είναι ζωντανή.

Έχεις γράψει τόση πολλή μουσική που θα ήταν αδύνατον να την παρουσιάσεις ολόκληρη σε μια συναυλία. Όμως ακόμη και η μουσική που έχεις γράψει για το θέατρο έχει πολύ μεγάλη έκταση. Τι έχεις επιλέξει για τη συναυλία της 9ης Ιουλίου;
Κυρίως τραγούδια. Είναι μια καλοκαιρινή συναυλία και επικεντρώθηκα σε τραγούδια που ναι μεν έχουν θεατρικό χαρακτήρα, ή δημιουργούν μια ατμόσφαιρα, αλλά από την άλλη μπορούν να αυτονομηθούν από το πλαίσιο της συγκεκριμένης παράστασης για την οποία γράφτηκαν. Γι’ αυτό το λόγο και δεν επέλεξα ηθοποιούς αλλά τραγουδιστές με μεγάλες ερμηνευτικές δυνατότητες. Υπάρχουν στιγμές έντονες, όπως το “Saved” ή το «Τραγούδι του Πολέμου», από την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, στιγμές πιο λυρικές, άλλες στιγμές τρυφερές, αλλά και ένας μικρός φόρος τιμής στην αγαπημένη μου Μαριανίνα Κριεζή, με τρία τραγούδια από τη Λιλιπούπολη.

Ποια ήταν τα στοιχεία που σε έκαναν να διαλέξεις τους συγκεκριμένους τραγουδιστές για τη συναυλία;
Ήθελα να συναντηθώ με τραγουδιστές, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικούς χώρους, ώστε να καλύψουν το διαφορετικό ύφος των τραγουδιών. Έχει ο καθένας το δικό του προσωπικό στίγμα, και μαζί μπορούμε να αναζητήσουμε μία άλλη προσέγγιση. Με τον Δημήτρη Πακσόγλου πρωτοσυναντηθήκαμε  στη «Μήδεια» του Μποστ, σπουδαίος τενόρος και πολύ καλός ηθοποιός. Με την Μαρία Κατριβέση συνεργάζομαι για πρώτη φορά και είναι εξαιρετική τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά. Τον Γιάννη Διονυσίου τον γνώρισα στην περσινή θεατρική παράσταση «Κάποτε στο Βόσπορο». Γνήσια και στιβαρή λαϊκή φωνή, με έντονα παραδοσιακά χρώματα. Με τον Χρήστο Θηβαίο μας συνδέει μακρόχρονη φιλία, ήταν καιρός να συναντηθούμε και στη σκηνή και να δώσει το ιδιαίτερο χρώμα του σε κάποια τραγούδια μου που νομίζω ότι του ταιριάζουν πολύ. Με τη Μαρίνα Σάττι είχαμε μία συνεργασία στον «Ιάσονα και το χρυσόμαλλο δέρας» του Παρασκευά Καρασούλου, το 2015, όταν ξεκινούσε, και είχα εντυπωσιαστεί από τις δυνατότητες της και τις μουσικές της γνώσεις. Μαζί της, η Ερασμία Μαρκίδη και την Έλενα Παπαδημητρίου από το φωνητικό σύνολο Fonés, που συμπληρώνουν την ομάδα ιδανικά. Είχα την ανάγκη ν’ ακούσω τα τραγούδια αυτά με διαφορετικό τρόπο, όπως το «Βλέφαρό μου» από μία γυναικεία φωνή όπως της Σάττι, ή το «Τραγούδι του Πολέμου»  και το “Saved” από τον Χρήστο Θηβαίο.

Ποια είναι η ενορχήστρωση που έχεις επιλέξει και γιατί;
Περιορίστηκα σε ένα μικρό σύνολο που απαρτίζεται όμως από σπουδαίους σολίστ, με κάποιους από τους οποίους συνεργάζομαι επίσης για πρώτη φορά, όπως τον Σταύρο Λάντσια (πιάνο-κρουστά) και τον Μιχάλη Καλκάνη (κοντραμπάσο). Ξανασυναντιέμαι όμως με χαρά και με παλιούς συνεργάτες και φίλους όπως με τον Sergio Nastasa, εξάρχοντα της Καμεράτας, (βιολί), τον Μαρίνο Γαλατσινό (κλαρινέτο,  σαξόφωνο, φλάουτο) και τον Τάσο Μισυρλή (βιολοντσέλο). Είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω μαζί τους μια νέα προσέγγιση. Πολλές ενορχηστρώσεις μου που απαιτούσαν αρχικά μεγάλη ορχήστρα, κυρίως τα έργα Μουσικού Θεάτρου, τις προσάρμοσα στο ευέλικτο αυτό μικρό σύνολο. Είναι όλοι τους εξαιρετικοί μουσικοί.

Οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν, δεν εμπίπτει στον χώρο του θεάτρου -αν και είχε ενδιαφέρουσα πλοκή- αλλά έχουμε όλοι συνδεθεί με το τραγουδάκι που είχες γράψει για τη θρυλική διαφήμιση της Carnation. Θα ήθελες να μοιραστείς την ιστορία αυτή;
Το έκρυβα για χρόνια! Ο φίλος και συμμαθητής μου Πέτρος Κατσαμπούρης δούλευε τότε σε μία διαφημιστική και με προέτρεψε να γράψω τη μουσική για τη διαφήμιση του Carnation. Εγώ κατά βάθος μέσα μου αρνιόμουν. Δεν μου ερχόταν καλά να ασχοληθώ μ’ αυτόν τον χώρο. Βλέποντας εκείνος ότι όλο το καθυστερούσα έρχεται μια μέρα στο σπίτι μου στο Χολαργό με τον διευθυντή της εταιρείας για να με πιέσει κατά κάποιον τρόπο. Εγώ δεν είχα γράψει τίποτα, παίρνω τους στίχους «Τη Λόλα απ’ τη φωτιά ποιος θα τη βγάλει κτλ.», ντράπηκα να τους προσβάλλω και να πω σε δύο διαφημιστές ότι «εγώ δεν κάνω διαφημίσεις», κάθομαι στο πιάνο, βάζω μια κασέτα στο κασετόφωνο και γράφω ένα τραγουδάκι. Δίνω την κασέτα βέβαιος ότι κάποιος άλλος που θ’ ασχοληθεί σοβαρότερα, θα προτιμηθεί και έτσι θα γλιτώσω. Την άλλη μέρα όμως με παίρνει ο Πέτρος και μου λέει το θέλουν, έλα να το ηχογραφήσουμε. «Μην πεις ότι το έγραψα εγώ», του λέω. Φεύγω στη Γαλλία και μετά από πέντε χρόνια επιστρέφοντας, μαθαίνω ότι η διαφήμιση παίζεται ακόμα. Δουλεύω στη «Λύρα» ως παραγωγός με μισθό μάλλον χαμηλό, γεννιέται και η κόρη μου η Λυδία, στριμώχνομαι οικονομικά, οπότε -λέω- ευκαιρία να ζητήσω από την πολυεθνική Nestlé -που είχε στο μεταξύ αγοράσει την Carnation- να πάρω κανένα φράγκο, και μάλιστα ελβετικό. Έλα όμως που και την διαφημιστική την έχει αγοράσει η MacCann Erickson, κανένας δεν έχει παραμείνει στη θέση του από τους παλιούς ώστε να έχω μάρτυρες, και άντε να διεκδικήσεις τα δικαιώματα που τόσο υπερήφανα είχες απεμπολήσει χρόνια πριν. Η ιστορία είχε όμως αίσιον τέλος, καθώς, κάποιους μήνες μετά, και αφού στο μεταξύ αύξανα από τηλεφώνημα σε τηλεφώνημα το ποσό που ζητούσα ως αποζημίωση, βρέθηκα να κάνω μία απίστευτη συζήτηση με τον Ελβετό διευθυντή της Nestlé στον τελευταίο όροφο στα γραφεία της εταιρείας κάπου στο Μαρούσι, με θέμα τη σύγχρονη μουσική, τον Στοκχάουζεν, τον Λίγκετι και τον Μπέριο.

Αν είχες να διαλέξεις μερικές συνθετικές σου στιγμές που θεωρείς πιο σημαντικές για το έργο σου, ποιες θα ήταν;
Τα «Μυστικά του Κήπου», τραγούδια γραμμένα για θεατρικές παραστάσεις για παιδιά, που όμως θέλω να πιστεύω ότι αυτονομήθηκαν επαρκώς ώστε να αφορούν και τους μεγάλους. Χαίρομαι που επιτέλους βρήκα το χρόνο να τα μεταγράψω και κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε παρτιτούρα για πιάνο – φωνή. Θα διάλεγα επίσης τα πιο προσωπικά έργα μου μουσικού θεάτρου: «Σιωπή ο βασιλιάς ακούει» (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1994) και «Προσοχή ο πρίγκιπας λερώνει» (Εθνική Λυρική Σκηνή, 2013) που έγραψα πάνω σε λιμπρέτο του Θωμά Μοσχόπουλου, την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο, 2017), σε λιμπρέτο Δημοσθένη Παπαμάρκου (ανυπομονώ να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο σε βιβλίο-CD), καθώς και την πιο πρόσφατη «Μήδεια» πάνω στον Μποστ (Εθνική Λυρική Σκηνή, 2019). Είναι μ’ έναν τρόπο και τα τέσσερα, μουσικές κωμωδίες. Είναι κι αυτά παραγγελίες, αλλά εδώ είσαι κύριος του εαυτού σου, επιλέγεις το έργο, την υφολογική προσέγγιση, συνεργάζεσαι δημιουργικά στο λιμπρέτο, δεν υπηρετείς μόνο εσύ τη ματιά του σκηνοθέτη αλλά περισσότερο εκείνος τη δική σου. Είναι οι νόμοι της όπερας. Φέρεις το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης, όπως ας πούμε σε μία προσωπική συναυλία. Δεν είναι τυχαίο ότι θέλησα στη συναυλία της Επιδαύρου να παίξουμε αποσπάσματα απ’ όλα αυτά τα έργα.

Να περιμένουμε μετά τα Κυπο-θεατρικά και τα Κυπο-κινηματογραφικά κάποια στιγμή;
Γιατί όχι; Και θα ήταν αντίστοιχα ιδανικός χώρος να παιχτούν το «Αττικόν», μόλις με το καλό ανοίξει. 

Νίκος Κυπουργός: Τα Κυπο-θεατρικά, Σάββατο 9 Ιουλίου στις 21:30, Μικρή Επίδαυρος

Σκηνοθετική επιμέλεια: Θοδωρής Αμπαζής
Διεύθυνση ορχήστρας: Νίκος Κυπουργός
Τραγουδούν: Γιάννης Διονυσίου, Χρήστος Θηβαίος, Μαρία Κατριβέση, Δημήτρης Πακσόγλου, Μαρίνα Σάττι με την Ερασμία Μαρκίδη και την Έλενα Παπαδημητρίου
Μουσικοί: Μαρίνος Γαλατσινός κλαρινέτο, σαξόφωνο, φλάουτο, Μιχάλης Καλκάνης κοντραμπάσο,  Σταύρος Λάντσιας πιάνο, κρουστά, Τάσος Μισυρλής βιολοντσέλο, Sergio Nastasa βιολί
Ηχοληψία: Γιώργος Καρυώτης
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Χορηγός σκηνικών: Φυτώρια Αντεμισάρη
Εκτέλεση παραγωγής: Cricos Events