Μουσικη

Nick Waterhouse: Στην Αθήνα θα δώσω την καρδιά μου ολόκληρη

Στην ερώτηση αν θυμάσαι κάτι συγκεκριμένο από την πρώτη φορά που έπαιξες στην Ελλάδα εκείνος απαντάει «από την πρώτη στιγμή που πάτησα στην Ελλάδα, την ένιωσα σαν τόπο που πάντα ονειρευόμουν».

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 828
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

O Nick Waterhouse μιλάει στην Athens Voice πριν τις συναυλίες του στην Αθήνα στο Θέατρο Πέτρας και το Piraeus Club Academy για τη μουσική και τη ζωή του

Δεν γίνεται να αγνοήσεις το βαρύ χαρτονένιο εξώφυλλο. Ούτε το παλιομοδίτικο στήσιμο του οπισθόφυλλου. Ακόμη περισσότερο, δεν μπορείς να αγνοήσεις ότι το «Promenade Blue» είναι ο πρώτος δίσκος του Nick Waterhouse ο οποίος ηχογραφείται μονοφωνικά. Αυτός ο δίσκος θα μπορούσε να έχει κυκλοφορήσει το 1967. Έχεις την αίσθηση ότι, μόλις ανοίξεις το σελοφάν, θ’ αρχίσει να μυρίζει πολυκαιρισμένο χαρτί με μια μικρή εσάνς ναφθαλίνης. Εκεί είναι το ζήτημα: στα μικρά φετίχ που διαρκούν σχεδόν πενήντα χρόνια για σένα και καμιά τριανταριά για τον 20 χρόνια νεότερό σου Nick. Που έχει την ίδια πετριά του vintage, επιπλέον γράφει απίθανα τραγούδια κι ακούγεται βαθιά συναισθηματικός στην άλλη άκρη της γραμμής. Στην ερώτηση «τι να περιμένουμε από τη συναυλία σου στην Αθήνα», εκείνος σου απαντάει με όλη την αθωότητα του κόσμου αυτήν ακριβώς που ξέρεις καλά από τα τραγούδια του, «την καρδιά μου ολόκληρη».

Ποιο είναι το πρώτο είδος μουσικής που θυμάσαι τον εαυτό σου να ακούει;
Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι οι γονείς μου να παίζουν στο πικάπ John Lee Hooker και το «Here Comes The Night» των Them.

Και ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασες εσύ ο ίδιος;
Με δικά μου λεφτά, πήρα σε σαρανταπεντάρι το «Green Onions» του Booker T με τους MGs και το «Mohair Sam» του Charlie Rich. Και τα δύο μαζί, ένα δολάριο!

Προτιμούσες τα σαρανταπεντάρια από τα LP;
Κληρονόμησα πολλά LP από τους γονείς μου και τον θείο μου, έτσι τα βασικά rhythm and blues και τα κλασικά sixties και seventies πράγματα τα άκουγα σε LP. Μπήκα πιο πολύ στη φάση των σρανταπενταριών όταν κατάλαβα ότι τα τραγούδια που αγαπούσα περισσότερο και τα είχα σε cd συλλογές ήταν προορισμένα για σαρανταπεντάρι. Τελικά, στο πέρασμα του χρόνου, έμαθα να τα αγαπάω όλα.

Γιατί σου αρέσει τόσο πολύ το βινύλιο;
Το βινύλιο είναι σαν τη νεκρική μάσκα του φαραώ: το κοντινότερο πράγμα σε μια παντοδύναμη ύπαρξη που δεν είναι πια μαζί μας.

Τι θυμάσαι από τις μέρες του πρώτου σου συγκροτήματος, των Intelligista;
Θυμάμαι πολύ έντονα την ενέργεια και το συναίσθημα του ότι όλα είναι δυνατά. Τη νεότητα γύρω μας και μέσα μας, που μας βοηθούσε να κατανοήσουμε τη μουσική σαν μια κοινοτική και κοινωνική εμπειρία, που μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από ένα όραμα και μια συναισθηματική ή διανοητική σύλληψη. Το να παρουσιάζεις κάτι μπροστά σε άλλους ανθρώπους σημαίνει να δημιουργείς κάτι εκ του μηδενός.

Γιατί ηχογραφείς εντελώς αναλογικά;
Ήταν πραγματικά ο τρόπος με τον οποίο άκουσα για πρώτη φορά μουσική. Είναι ο τρόπος με τον οποίο όλα ηχούν μέσα στο κεφάλι μου αλλά και στην πραγματική ζωή. Το να ηχογραφείς, σημαίνει τελικά να μεταφέρεις ενέργεια και ο αναλογικός ήχος μεταφέρει με τον καλύτερο τρόπο τον παλμό που νιώθεις όταν μπαίνεις σ’ ένα δωμάτιο που ακούγεται δυνατά η μουσική.

Και γιατί μονοφωνικά;
Ο μονοφωνικός ήχος είναι αυτός που ταιριάζει καλύτερα με τον ήχο της ψυχής μου. Κατά κάποιον τρόπο μαγεύει τον ακροατή. Ο στερεοφωνικός ήχος έχει πολλές πιθανότητες να ακούγεται παράξενα ή ακόμα και λάθος στην αναπαραγωγή. Αν θέλω να σε κάνω να κουνηθείς, αν θέλω να σου μεταφέρω τον ρυθμό, ο μονοφωνικός ήχος είναι ο πιο άμεσος τρόπος να το κάνω.

Γιατί τα εξώφυλλα των δίσκων σου είναι πάντα σκληρά και φέρνουν στο μυαλό τον τρόπο που κατασκευάζονταν τα εξώφυλλα των αμερικάνικων δίσκων στα τέλη της δεκαετίας του 1960;
Για την ομορφιά τους και γιατί τα όνειρά μου κυκλοφορούν με τέτοια ακριβώς εξώφυλλα. Ο Milt Jackson, ο βιμπραφωνίστας, έλεγε κάποτε ότι το συγκρότημά του, οι Modern Jazz Quartet, φορούσαν πάντοτε κοστούμι για να επικοινωνήσουν τον σεβασμό τους στη μουσική και στο ακροατήριό τους.

Έχεις δουλέψει με τον Ty Segall για αρκετό καιρό και από πολύ κοντά. Τι σε συνδέει μαζί του;
Ο τρόπος που σκέφτεται, το ταλέντο του, το όραμά του. Επιπλέον, κάναμε την ίδια προσπάθεια να ξεφύγουμε από τον βάλτο στον οποίο μας τραβούσαν οι αξίες της γυαλιστερής Καλιφόρνιας, να απορρίψουμε όλο αυτό το glitter και να δημιουργήσουμε τον δικό μας μουσικό κόσμο. 

Και οι Allah-Las;
Αυτοί είναι τα αδέλφια μου. Ήμασταν ακριβώς την ίδια στιγμή στο πιο αποφασιστικό σημείο της ζωής μας και ζούσαμε τα ίδια πράγματα. Οι πρώτοι μας δίσκοι ηχογραφούνταν με τα ίδια ακριβώς πρόσωπα στα ίδια ακριβώς μέρη και με τα ίδια ακριβώς μηχανήματα. Όμως ακόμη και πριν από αυτό, ο Matt (Correia) κι εγώ ονειρευόμασταν τα ίδια πράγματα και, χωρίς να έχουμε συνείδηση, στήναμε το μανιφέστο ενός καινούργιου τρόπου. Ενός καινούργιου τρόπου να παίζει κανείς, ενός καινούργιου οράματος, που όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν ριζοσπαστικό για την εποχή του.

Μοιάζει σαν οτιδήποτε κι αν παίζεις να ακούγεται αμερικάνικο μ’ έναν ιδιαίτερο, μ’ έναν vintage τρόπο.
Ναι! Είναι μια πολύ απλοϊκή απάντηση αλλά ναι! Έτσι έμαθα να ακούω μουσική. Ακούς δίσκους και βρίσκεις τον ήχο που είναι ο κατάλληλος για σένα.

Με ποιους τρόπους σ’ έχει επηρεάσει το Λος Άντζελες στη μουσική που κάνεις;
Είμαι γέννημα θρέμμα. Μερικές φορές επικοινωνώ απόλυτα με το πνεύμα του τόπου. Αλλά ξέρεις, το πνεύμα αυτό μπορεί να είναι οτιδήποτε, κάτι σαν στοιβάδες παμπάλαιας πρακτικής και αόρατων περιγραμμάτων. Όλα αυτά που μισώ και όλα αυτά που λατρεύω. Είναι ένας απίστευτα όμορφος αλλά και κενός χώρος, γεμάτος λάθη στον τρόπο που οι ιθύνοντες αντιλαμβάνονται το μέλλον του και μια ανεπανόρθωτη εχθρότητα στον πραγματικό πολιτισμό και τη σύνδεση ανάμεσα στους ανθρώπους. Από την άλλη, δίνουν μεγάλη έμπνευση ο αέρας, το φως, το τοπίο, το να περπατάς εδώ κι εκεί. Είναι μια κατάσταση Μεσογείου σ’ έναν μπάσταρδο κόσμο συνόρων. Προσπαθώ να αγνοήσω όλο αυτό το μάρκετινγκ του θεάματος και όλη αυτή την κάκιστη αισθητική που απλώνεται παντού σαν μούχλα. Όλα αυτά τα συναισθήματα, καλά και κακά μπαίνουν μέσα στη μουσική μου. Η μουσική μου είναι η απάντηση σ’ αυτά τα αντικρουόμενα συναισθήματα.

Θυμάσαι κάτι συγκεκριμένο από την πρώτη φορά που έπαιξες στην Ελλάδα;
Από την πρώτη στιγμή που πάτησα στην Ελλάδα, την ένιωσα σαν τόπο που πάντα ονειρευόμουν. Είχα έναν εξαιρετικό διοργανωτή που με γύρισε στην Αθήνα, και ήταν απίστευτο ότι οι άνθρωποι με αναγνώριζαν και φώναζαν το όνομά μου. Το ακροατήριο άκουσε κάθε νότα που παίξαμε. Τα συναισθήματα, η ενέργεια και η ζωή των Ελλήνων έμοιαζαν να αντιμάχονται κάθε κακό όνειρο που με ακολουθούσε όσο ήμουν στην Αμερική.

Ο πιο πρόσφατος δίσκος σου, το «Promenade Blue» ήταν ανάμεσα στα καλύτερά μου για το 2021. Μελαγχολικά τραγούδια, μελωδικά τραγούδια, σπουδαίες ενορχηστρώσεις. Ο επόμενος δίσκος σου θα είναι σ’ αυτήν την κατεύθυνση ή θα είναι πιο σκληρός;
Ρίχνοντας μια ματιά στο συνολικό υλικό μου, μπορεί να πάρει κανείς μια ολοκληρωμένη εικόνα της αισθητικής που στήνω. Είμαι ένας άνθρωπος που στο πέρασμα του χρόνου ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα που παίρνει από το περιβάλλον. Αυτό ακριβώς αναπτύσσεται και μέσα σε κάθε ακροατή. Αν κάποιος νιώθει να θέλει να ακούσει πιο σκληρό υλικό, μπορεί να βάλει αυτήν την πλευρά μου. Αν όχι, τα πιο μελωδικά. Στην ουσία γράφω ανταποκρινόμενος σε όσα με συγκινούν. Και είναι πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους. Νομίζω ότι όλα τα στοιχεία που ξέρεις θα υπάρχουν στον επόμενο δίσκο μου. Εκείνο που νιώθω είναι ότι με κάθε δίσκο γίνομαι πιο συνθέτης, πιο δημιουργός, αν θέλεις. 

Τι ακούς αυτόν τον καιρό;
Τελευταία ακούω δίσκους που έρχονται από τη Νέα Υόρκη και τα σαρανταπεντάρια που συνεχώς ανακαλύπτει ο Dick Vivian, ο 74χρονος ιδιοκτήτης του Rooky Ricardo’s, αυτού του απίθανου δισκοπωλείου στο Σαν Φρανσίσκο.

Τι να περιμένουμε από τη συναυλία σου στην Αθήνα;
Την καρδιά μου ολόκληρη!