Μουσικη

Σοφία Λαμπροπούλου: Για να γκρεμίσεις πρέπει να ξέρεις να χτίζεις

Ο «Σίσυφος» είναι ο νέος της δίσκος και είναι τόσο καίριος που δεν το φαντάζεσαι

Γιώργος Φλωράκης
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Η συνθέτις Σοφία Λαμπροπούλου μιλάει στην ATHENS VOICE για το νέο της άλμπουμ «Σίσυφος» και τις μουσικές αναζητήσεις της.

Έχει στ’ αυτιά της την κλασική μουσική όσο και τη μουσική της Ανατολής. Ταυτόχρονα, λοξοκοιτάει στο rock, το punk και την avant garde. Ο «Σίσυφος» είναι ο νέος της δίσκος και είναι τόσο καίριος που δεν το φαντάζεσαι.

Εκτιμούσα πάντα τους μουσικούς που διάλεγαν ένα συγκεκριμένο μουσικό ύφος και εμβάθυναν σ’ αυτό. Εκτιμούσα την επιμονή τους, το βάθος της απόφασης που είχαν πάρει, να φτάσουν μέχρι το τέλος. Όσο κι αν θαύμαζα όμως αυτή την αφοσίωση, ο προσωπικός μου κόσμος ήταν πιο πολύ ένας κόσμος αναμίξεων. Κι όσο πιο διαφορετικά μεταξύ τους ήταν τα βασικά υλικά, όσο αταίριαστα έμοιαζαν με την πρώτη ματιά, τόσο πιο πολύ με μάγευε το τελικό αποτέλεσμα. Η Σοφία Λαμπροπούλου κάνει αυτό ακριβώς: αναμιγνύει την κλασική μουσική με τη μουσική της ανατολής, προσθέτει τις πεντατονίες των λαϊκών μουσικών, ρίχνει στη φωτιά το punk και το rock. Η ανάμιξη είναι η βασική της ουσία. Κι αν το να ανακατεύεις μουσικές είναι σχεδόν αυτονόητο στους μεταμοντέρνους καιρούς μας, το να βάλεις δίπλα-δίπλα τον Καμύ και τον Παλαμά δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο Σίσυφος κι ο Γκρεμιστής βαδίζουν χέρι-χέρι. Κι αυτό είναι θεσπέσια επικίνδυνο και την ίδια στιγμή, επικίνδυνα θεσπέσιο.

Γεια σου Σοφία! Πού σε βρίσκω; Τι βλέπεις από το παράθυρό σου;
Γεια σας από την ανοιξιάτικη Αυστρία. Εδώ και κάποιους μήνες βρίσκομαι στη Βιέννη. Από το παράθυρό μου, βλέπω πολύ ουρανό, τις πολύ χαρακτηριστικές βιεννέζικες σκεπές με τα σμαραγδί περιγράμματα των υδρορροών στο τελείωμά τους, πίσω από τις οποίες ξεπετάγονται οι κορυφές των πιο ψηλών δέντρων μέσα από τις εσωτερικές αυλές των γύρω κτηρίων και κάποιων κοντινών πάρκων. Αν σηκωθώ στις μύτες των ποδιών, ή αν ανέβω σε ένα χαμηλό σκαμπό, στην άκρη αριστερά, βλέπω την κορυφή από το φουγάρο του εργοστασίου θέρμανσης και ζεστού νερού που έχει σχεδιάσει ο αρχιτέκτονας και ζωγράφος F. Ηundertwasser.

© Vegel Daniel

Πότε διάλεξες το κανονάκι ως βασικό σου όργανο και γιατί;
Το κανονάκι ήρθε στη ζωή μου κάποια στιγμή το 1997. Άκουσα τον ήχο του σε έναν δίσκο της Γιώτας Βέη. Εκεί έπαιζε κανονάκι ο Αντώνης Απέργης. Δεν είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο... το ερωτεύτηκα παράφορα. Πρόκειται για ένα όργανο που εκτός από τα δικά του ιδιαίτερα στοιχεία, συνδυάζει τη λογική ενός κρουστού με τις τεχνικές της άρπας. Και τα δύο είναι όργανα τα οποία πάντα αγαπούσα και αν είχα τη δυνατότητα σε μικρότερη ηλικία, θα είχα επιλέξει να μάθω αντί για το πιάνο. Εκείνη την περίοδο τελείωνα το γυμνάσιο, πήγαινα σε αθλητικό σχολείο και έπρεπε να πάρω μία απόφαση για το αν θα γινόμουν επαγγελματίας αθλήτρια ή μουσικός, μιας και με τα δύο είχα ασχοληθεί από πάρα πολύ μικρή. Το κανονάκι εμφανίστηκε ακριβώς σε αυτό σταυροδρόμι και ευτυχώς σε αυτό το δίλημμα με κέρδισε ο ήχος.

Από τα πολλά πράγματα που έχεις κάνει στην καριέρα σου, ποια θεωρείς τα πιο σημαντικά;
Έχω την τύχη να έχω επιλέξει σχεδόν το σύνολο των πραγμάτων που έχω κάνει. Οπότε τα περισσότερα από αυτά είναι από πολύ έως πάρα πολύ αγαπημένα. Το καθένα για πολύ διαφορετικούς λόγους. Με πολύ κόπο επιλέγω πέντε από αυτά:

  • 634 λεπτά μέσα στο Ηφαίστειο. Κρατήρας Στέφανος - Νίσυρος, Αύγουστος 2016
  • No Man’s Land του John Psathas. Περιοδεία και ηχογράφηση στη Νέα Ζηλάνδία. Φεβρουάριος - Μάρτιος 2016
  • Sunday - Συνεργασία με τη Robyn Schulkowsky και Λία Τσολάκη - Αθήνα, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2014
  • Lost Bodies από το 2013.
  • Συναυλία για κανονάκι, σαντούρι και live electronics σε σύνθεση Ορέστη Καραμανλή. Sonic Arts Research Center (SARC) Μπέλφαστ - Μάιος του 2009.

Η έμπνευσή σου έρχεται από διαφορετικά μουσικά σύμπαντα. Ποια είναι τα πιο διακριτά στοιχεία για σένα; Πώς συνδυάζονται μεταξύ τους;
Η οθωμανική μουσική, η ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση αλλά και η κλασική μουσική είναι αυτονόητα τρεις βασικές αφετηρίες για εμένα, αλλά από πάρα πολύ νωρίς και συνεχώς βρίσκονται σε «διάλογο» με το rock, το punk, τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, τη σύγχρονη μουσική. Από τις παραδόσεις της Βόρειας Αφρικής, του Ιράν, της Τρανσυλβανίας, τη μεσαιωνική μουσική μέχρι και τη σύγχρονη μουσική. Όλα αυτά τα πολύ ετερόκλητα συγκλίνουν σε αυτό που αναζητάω στην έκφρασή μου και αυτό είναι ένα διαρκές κίνητρο για δημιουργία. Το ανθρώπινο μουσικό αποτύπωμα στις διαφορετικές μουσικές του εκφάνσεις και η δυνατότητα που υπάρχει στη μουσική να εκφράζεις αξίες ελευθερίας και αντίστασης σε οτιδήποτε μπορεί να μας εγκλωβίζει σε συντηρητικές σκέψεις.

Πώς προέκυψε ο πρώτος σου δίσκος με τον Βασίλη Κετεντζόγλου; Τι προκλήσεις είχε η συνύπαρξη της κιθάρας με το κανονάκι;
Η φιλία μας με τον Βασίλη κρατάει από τα τέλη του 2005. Είχα μόλις επιστρέψει στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη και ο Βασίλης από την Αγγλία. Βρεθήκαμε να παίζουμε σε διάφορα μουσικά σχήματα. Στα διαλείμματα των προβών καθόμασταν πάντα οι δυο μας και αυτοσχεδιάζαμε. Και μας θυμάμαι πάντα να χαμογελάμε. Σε κάποια σημεία του αυτοσχεδιασμού που με κάποιον μαγικό τρόπο παίζαμε ταυτόχρονα τις ίδιες φράσεις και τα ίδια μουσικά σχήματα. Αυτό μας συμβαίνει ακόμη, ευτυχώς. Είναι από αυτές τις μουσικές σχέσεις που δεν χρειάζονται καθόλου κόπο. Στο διάστημα 2005-2012 βρισκόμασταν, χανόμασταν, αλλά πάντα στο τέλος κάθε μας συνάντησης λέγαμε ότι «κάτι πρέπει να κάνουμε» και πάντα συμφωνούσαμε. Το 2013 αυτό έγινε πραγματικότητα. Ο δίσκος μας “Butterfly” ηχογραφήθηκε το 2016 όταν εγώ είχα ήδη μετακομίσει στη Βουδαπέστη και εκδόθηκε το 2019 από την Odradek Records. Αν προσπαθήσω να βρω κάποια δυσκολία/πρόκληση στη μουσική συνύπαρξη της κιθάρας με το κανονάκι, ή καλύτερα μεταξύ του Βασίλη και εμένα, θα πρέπει να σκεφτώ πολύ. Ακόμη και να βρω κάτι τελικά μετά από πολλή σκέψη μάλλον δεν θα είναι άξιο αναφοράς. Ακούμε πάντα ο ένας τον άλλο με πολλή αγάπη και σεβασμό. Από την πρώτη στιγμή κάτι πολύ όμορφο συνέβη και το καταλάβαμε και οι δύο.

Πώς γνωριστήκατε με τη Marta Sebestyen;
Με τη Marta γνωριστήκαμε το 2007 στη Βουδαπέστη. Μας είχαν καλέσει εκεί με την αδερφή μου την Ουρανία για κάποιες συναυλίες και ένα σεμινάριο. Η Marta ήταν στο κοινό σε μια από αυτές τις συναυλίες. Η αγάπη της για την ελληνική δημοτική μουσική είναι ευρέως γνωστή από πολύ παλιά. Μετά το τέλος της συναυλίας συστηθήκαμε και τις επόμενες ημέρες βρεθήκαμε ξανά δύο φορές. Σε λιγότερο από ένα μήνα ήταν στην Ελλάδα και αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε μαζί. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια συνεργαστήκαμε σε πάρα πολλά και διαφορετικά projects. Το βασικό μας όμως ήταν αυτό που έφερνε κοντά τις δύο οικείες μας παραδόσεις. Αυτό ήταν κάτι που είχε πολλά χρόνια στο μυαλό της η Marta. Πατώντας έτσι στις ιδέες και τα ιδανικά που έθεσε ο Bela Bartok, ξεκινήσαμε μία έρευνα επάνω σε όλα αυτά που μας ενδιέφεραν. Ένα δείγμα αυτής της συνεργασίας είναι το πρώτο κομμάτι του νέου μου δίσκου, «Το μοιρολόι του τέλους και της αρχής» που είναι η ένωση δύο πεντατονικών κομματιών το ένα από την περιοχή της Ηπείρου και το άλλο από την Ανατολική Τρανσυλβανία. Έχουμε πάρα πολύ υλικό και ελπίζω κάποια στιγμή να καταφέρουμε να το εκδώσουμε.

© Tommaso Tujz

Γιατί ονόμασες «Σίσυφο» τον καινούργιο σου δίσκο;
Διάβασα το Δοκίμιο του Αλμπέρ Καμύ «Ο μύθος του Σισύφου» κάπου στις αρχές του 2000 και μπήκα αμέσως σε μία περίεργη δίνη. Αυτή η αίσθηση της περιοδικότητας που υπάρχει στον μύθο υπήρξε ο συνδετικός κρίκος με τα περισσότερα από τα στοιχεία που χρησιμοποίησα για να δημιουργήσω το δικό μου σενάριο. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές το έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια. Για να μπορέσω όμως να καταλάβω καλύτερα κάποια πράγματα, έχω ανάγκη να τα οπτικοποιώ. Έτσι το σχήμα που δίνω στην ιστορία μου είναι μία εσωστρεφής σπείρα. Από τότε, σε σχέση με τον δίσκο, πάντα ακολουθώ αυτό το σχήμα πολύ σταθερά και με βάση αυτό συνδέω όλα τα βασικά στοιχεία που τον αποτελούν (ποίηση, μουσικές παραδόσεις της Ανατολικής Μεσογείου, ανατολική φιλοσοφία, κλπ). Δημιουργώ ένα δικό μου Σίσυφο, ένα παζλ το οποίο αποτελείται από τα στοιχεία όλων των ιστοριών που έχω επιλέξει να συνυπάρχουν σε όλα αυτά τα παράλληλα σύμπαντα. Η βάση μου όμως είναι τόσο ο αρχικός μύθος, όσο και η ερμηνεία που του δίνει ο Καμύ, που απελευθερώνει τον πρωταρχικό μας ήρωα από το μαρτύριο ενός φαύλου κύκλου. Νομίζω τόσο αυτονόητα δεν θα μπορούσε να έχει άλλο όνομα από αυτό.

Ποιος είναι ο σύγχρονος Σίσυφος;
Ο μύθος του Σίσυφου είναι μία υπενθύμιση. Ένα memento mori. Ο Σίσυφος του σήμερα δεν διαφέρει πολύ από τον Σίσυφο του μύθου. Αλλάζουν μόνο το σκηνικό και τα κοστούμια. Το παράλογο γύρω μας είναι η μόνη σταθερά, διαχρονικά. Άρα ο Σίσυφος του όποτε, είναι ο άνθρωπος που δεν επαναπαύεται, αυτός που ασφυκτιά μέσα σε αυτό το παράλογο σκηνικό αλλά δεν το βάζει κάτω. Αυτός που οι Θεοί θέλουν για να μπορέσουν να δικαιολογήσουν την δική τους παράλογη ύπαρξη, αλλά αυτός επιλέγει να τους ξεγελά και να μη τους κάνει τη χάρη. Που τολμάει «να ορθώνει το ανάστημά του απέναντι στα ύψη». Που ζει στο εδώ και το τώρα. Που διατηρεί την ανθρωπινότητά του και επιτρέπει στον εαυτό του να εκτίθεται, να φθείρεται, να ζει και να πεθαίνει όπως επιλέγει αυτός και όχι «καθώς πρέπει». Είναι η αντικατάσταση του όρου ευγένεια, με αυτή της καλοσύνης. Είναι το αντίθετο του επαγγελματία «ελεήμονα και φιλάνθρωπου». Κάνει λάθη, πέφτει και ξανασηκώνεται. Αυτός που ψάχνει την ομορφιά ακόμη και στο πιο βαθύ σκοτάδι. Αυτός που δεν συναινεί με το παράλογο. Που γεννιέται και πεθαίνει κάθε μέρα. Είναι αυτός που αγαπάει τόσο τη ζωή που μπορεί τολμά να τη θυσιάζει προκειμένου να μη χαθεί το νόημά της.

© Vegel Daniel

Υπάρχει κοινό σημείο ανάμεσα στον «Μύθο του Σισύφου» κατά Καμύ και στον «Γκρεμιστή» κατά Παλαμά; Ποιο είναι αυτό;
Είναι και οι δύο «παράλογοι» ήρωες. Το κοινό σημείο και στις δύο περιπτώσεις είναι ο Μύθος και η εξέλιξη του μέσα στον χρόνο. Είναι όλη αυτή η συνέχεια, του ηρωισμού και της ανυπακοής. Όλη η ουσία βρίσκεται σε αυτό το «Γκρεμίστε» στο τέλος του ποιήματος του Παλαμά και το «Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο» στο τέλος του δοκιμίου του Καμύ. Παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Όλα αυτά που φοβάται και πολεμάει η κάθε εξουσία όταν είναι ενεργά αλλά τρέχει να τα οικειοποιηθεί με την πρώτη βολική ευκαιρία.

Το γκρέμισμα δεν είναι και δεν πρέπει να είναι μία εν θερμώ πράξη

 

Οι Sex Pistols πώς προέκυψαν στον δίσκο αυτό; Τι αντιπροσωπεύουν για σένα;
Θα ήθελα εδώ να πω ότι ο δίσκος είναι αφιερωμένος σε δύο πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους. Τον Άγγελο Μαστοράκη και τον Μιχάλη Πρωτοψάλτη. Κανένας από τους δύο δεν ζει αλλά τους χρωστάω πάρα πολλά. Ο Μιχάλης τη δεκαετία του 1980 έβγαζε το περιοδικό «Τα άνθη του κακού». Νομίζω στο πρώτο τεύχος, υπήρχε στο εξώφυλλο μία κοπέλα τυλιγμένη με γάζες, καθόταν σε ένα σκαλοπάτι κάπου στην Πατησίων -αν δεν κάνω λάθος- και κρατούσε ένα πλακάτ που έγραφε «εμείς είμαστε τα παιδιά που οι γονείς μας έλεγαν να μην κάνουμε παρέα». Το είχα βρει συγκλονιστικό γιατί είναι μία πρόταση που συνοψίζει όλες τις προκαταλήψεις σε σχέση με τη διαφορετικότητα. Όλα αυτά που δεν καταλαβαίνουμε τα δαιμονοποιούμε χωρίς να κάνουμε τον κόπο να κατανοήσουμε τι τα προκάλεσε. Μπορεί να μην είναι και τίποτα. Συνήθως όμως όταν κάποιος φωνάζει ή προκαλεί ιδίως όταν είναι νέος άνθρωπος, μάλλον σημαίνει ότι κάπου πονάει. Ότι κάτι βλέπει που εσύ δεν μπορείς να διακρίνεις. Ο νέος άνθρωπος έχει φρέσκο βλέμμα και πάντα βλέπει τα πράγματα του παρόντος που τον αφορούν άμεσα και πιο καθαρά ακόμη και όταν δεν μπορεί να τα ορίσει επακριβώς. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να σταματήσεις και να ακούσεις. Το να σε σοκάρει είναι ζητούμενο μιας και δεν μπορεί αλλιώς να σε κάνει να τον κοιτάξεις. Και η αλήθεια είναι ότι θα φταις εσύ για αυτό. Το χάσμα θα γίνεται όλο και μεγαλύτερο και ο φόβος θα μεγαλώνει και από τις δύο πλευρές. Κάπως έτσι και με τη συγκεκριμένη διασκευή. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν μου αρέσει ο θόρυβος. Αντιθέτως. Προσπαθώ να δείξω ότι πίσω από μία βίαιη φαινομενικά κραυγή μπορεί να υπάρχει κάτι πολύ όμορφο και ενδιαφέρον, που αν του δώσουμε χώρο και χρόνο ίσως να καταφέρει να εξηγηθεί. Το “Anarchy in the UK” και το “God save the Queen” των Sex Pistols των οποίων οι στίχοι δεν ακούγονται πουθενά στον δίσκο και άρα πρέπει να τους ξέρεις για να καταλάβεις την παραδοξότητα της διασκευής, σηματοδοτεί την αρχή του σεναρίου που προσπαθώ να χτίσω. Εκεί δηλαδή που ο Γκρεμιστής/ο Σίσυφος/ο Ανδριωμένος -ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε τον- βγαίνει στη σκηνή, δηλαδή στη ζωή. Αν είναι τυχερός, η ανεπεξέργαστη βία και δύναμη που έχει μέσα του μπορεί να βρει το κατάλληλο έδαφος και να μετατραπεί σε δημιουργικό «Γκρέμισμα». Και αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι για όλους μας.

Νιώθω ότι ο «Γκρεμιστής» του Παλαμά, αποτελεί το κέντρο αυτής της ηχογράφησης. Πώς προέκυψε μέσα σου η ανάγκη να τον μελοποιήσεις; Τι αντιπροσωπεύει για σένα;
Είναι πράγματι το κέντρο. Μπορώ να πω ότι από την πρώτη φορά που τον διάβασα, ταυτίστηκα. Νομίζω ότι είχα τεράστια ανάγκη να πω κάτι μέσω αυτού που ξέρω να κάνω καλύτερα, για όλα αυτά που συνέβαιναν εκείνη την περίοδο (2008-2012) και αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από τη μουσική. Και με αυτό το ποίημα μου δόθηκε η ευκαιρία. Όμως πραγματικά θα αδικούσα ένα τέτοιο έργο αν το τοποθετούσα σ’ έναν συγκεκριμένο χρόνο. Αυτού του είδους τα έργα είναι υπεράνω τόπου ή χρόνου. Αφορούν κάθε στιγμή. Κάθε στιγμή πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση και να θέλουμε να αλλάζουμε τα πράγματα που δεν λειτουργούν στο άμεσο περιβάλλον μας. Η στασιμότητα είναι άσχημο πράγμα και είμαστε σε μία στασιμότητα εδώ και 200 χρόνια απ’ ό,τι φαίνεται και αυτό είναι θλιβερό. Η κοινωνία είναι σαν το σπίτι του καθενός μας. Αν σταματήσεις να το φροντίζεις απλώς επιβιώνεις σε ένα αρρωστημένο και ανθυγιεινό περιβάλλον. Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι όταν κάτι είναι χτισμένο σε λάθος θεμέλια και η φθορά του είναι σε πολύ προχωρημένο στάδιο, δυστυχώς δεν σώζεται. Το γκρεμίζεις συθέμελα και ξαναρχίζεις από το μηδέν έχοντας πάρει όλα τα μαθήματα που χρειάζεται για να μην επαναλάβεις τα ίδια λάθη. Για να γκρεμίσεις όμως πρέπει να ξέρεις να χτίζεις, αλλιώς τίποτα απ’ ό,τι λέμε δεν έχει νόημα. Το γκρέμισμα δεν είναι και δεν πρέπει να είναι μία εν θερμώ πράξη. Όπως λέει ο ποιητής θέλει «νου και καρδιά και χέρι». Στο ένθετο του δίσκου υπάρχουν οι παρακάτω γραμμές ως επίλογος. Είναι κάτι που είχα γράψει όταν μελοποίησα το ποίημα και συνοψίζει όλα αυτά που αντιπροσωπεύει για μένα το κείμενο: «Το γκρέμισμα είναι και θέση και στάση. Είναι ως θάνατος, σύμβολο του τέλους και (ανα)γέννησης της αρχής και όχι το «Viva la muerte!» των στρατιωτών του κάθε Φράνκο, αλλά η πτώση του Σίσυφου του Καμύ, που κοροϊδεύει και περιφρονεί τους Θεούς και που γίνεται αθάνατος με το να μην αποδέχεται την αθανασία που του προσφέρουν. Για να κερδίσεις, πρέπει να χάσεις, αλλά για να χάσεις πραγματικά πρέπει να έχεις... Είναι το αυτονόητο που μας έπεισαν ότι είναι παράλογο. Είναι το “Ζωή και όχι Επιβίωση”. Είναι η απόλυτη απόδειξη της αγάπης για ζωή. Για τις καλές και τις άσχημες ημέρες αλλά κυρίως για αυτές που βολευόμαστε και “μακροημερεύουμε”».

Θα ήθελες να μου πεις δυο λόγια για το εξώφυλλο του δίσκου;
Όλοι οι πίνακες και οι λεπτομέρειες από τους πίνακες που υπάρχουν τόσο στο εξώφυλλο όσο και το εσωτερικό του ένθετου του δίσκου, ανήκουν στη συλλογή «Απνους» του εικαστικού Χάρη Περιορέλλη. Με τον Χάρη γνωριστήκαμε στις αρχές του 2013 στην Γκαλερί «Αίθουσα Τέχνης Αθηνών» όπου και εξέθετε τη συλλογή του. Είχα μόλις μελοποιήσει τα τρία από τα επτά κομμάτια του δίσκου, είχα φτιάξει ένα πολύ γενικό σενάριο για το πώς θα κινείται νοηματικά ο δίσκος και ήξερα φυσικά ότι ο δίσκος θα λέγεται «Σίσυφος» βασισμένος στην ερμηνεία του Καμύ. Μόλις μπήκα στην αίθουσα, απλώς δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Αισθάνθηκα αμέσως μια απίστευτη συγγένεια. Χωρίς να γνωριζόμαστε, χωρίς να το ξέρουμε, είχαμε μοιραστεί τις ίδιες αγωνίες και είχαμε λειτουργήσει παράλληλα. Αυτό που ετοίμαζα, το είχε ήδη οπτικοποιήσει ο Χάρης. Συμπληρώθηκε αυτόματα το κομμάτι που μου έλειπε και ήταν αυτό που έφερνε τον Σίσυφο στο σήμερα. Ο Σίσυφος, ο Γκρεμιστής και οι «Δικοί μας Άγιοι» (κατά Λεωνίδα Χρηστάκη, πάντα).

Έχω την τύχη να έχω επιλέξει σχεδόν το σύνολο των πραγμάτων που έχω κάνει

 

Λείπεις αρκετά χρόνια από την Ελλάδα. Νιώθεις μια κάποια νοσταλγία; Σκέφτεσαι να ξαναγυρίσεις κάποια στιγμή και υπό ποιες συνθήκες;
Έχω φροντίσει να μη μου λείπει η Ελλάδα. Λείπω από το 2015 αλλά έρχομαι πολύ συχνά. Για παράδειγμα την περίοδο 2018-2020 λόγω πολλών υποχρεώσεων, πέρασα πολύ περισσότερο χρόνο στη Ελλάδα παρά στην Ουγγαρία. Αυτή τη στιγμή είμαι ήδη οκτώ μήνες στη Αυστρία, αλλά λόγω της κατάστασης και του εγκλεισμού δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι ζω εδώ. Είμαι, όπως όλοι, κλεισμένη στο σπίτι και παρακολουθώ πολύ αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα και εξοργίζομαι σαν να είμαι εκεί, σαν να μην έφυγα ποτέ. Το να επιστρέψω όμως άμεσα αυτή τη στιγμή, δεν το βλέπω. Μάλλον λίγο δύσκολο προς το παρόν. Αλλά σίγουρα θέλω να επιστρέψω κάποια στιγμή. Ποιος δεν θέλει να ζει για πάντα στην Ελλάδα; Απλώς θέλω στη χώρα που ζω να σέβομαι και να με σέβονται. Να αισθάνομαι πολίτης. Το αυτονόητο δηλαδή.

Ποιοι δίσκοι ή μουσικά έργα σ’ έχουν εντυπωσιάσει τελευταία;
Το “In Fading light” της Τάνιας Γιαννούλη (Tania Giannouli Trio) και ο καινούριος δίσκος των Miroslav Tadić και Yvette Holzwarth “Luka”.

Ποιο βιβλίο είναι αυτή τη στιγμή στο κομοδίνο σου;
«Το εγκώμιο της σκιάς» του Junichiro Tanizaki.

© Vegel Daniel

Τι ετοιμάζεις αυτή την εποχή; Ποιες θα είναι οι επόμενες καλλιτεχνικές σου κινήσεις;
Αυτή την περίοδο ασχολούμαι πολύ με τη σύνθεση. Γράφω καινούρια κομμάτια για ένα δίσκο για σόλο κανονάκι. Είναι αρκετά πειραματικός, για τα δεδομένα του οργάνου πάντα, και πολύ διαφορετικός απ’ ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα. Θα λέγεται ”Spiral”. Εύχομαι και ελπίζω να καταφέρω να τα ηχογραφήσω μέχρι τα τέλη 2021 για να έχει καταφέρει να εκδοθεί περίπου του χρόνου τέτοια εποχή. Επίσης, με την αδερφή μου Ουρανία που παίζει σαντούρι ετοιμαζόμαστε να ηχογραφήσουμε κάποια από τα κομμάτια που παίζουμε σε όλη μας τη ζωή ως ντουέτο. Αν δεν αλλάξουν τα πράγματα λόγω COVID, το καλοκαίρι θα κάνω σεμινάρια ενορχήστρωσης και ορχήστρας ανατολικού ρεπερτορίου στην Ικαρία και τη Νίσυρο. Τον Σεπτέβριο θα γίνει η πρώτη παρουσίαση του δίσκου σε οργανική βερσιόν στο MITTELfest στο Friuli κοντά τη Βενετία μαζί με το Sipyphus Quartet: Σοφία Ευκλείδου, Χάρη Λαμπράκη, Κυριάκο Ταπάκη. Για του χρόνου, που θεωρητικά τα πράγματα θα είναι λίγο καλύτερα, υπάρχουν ήδη πολύ όμορφα σχέδια όπως η συνεργασία με το Sonar Quartett από το Βερολίνο σε έργα που θα γραφτούν ειδικά για το project από τους Stefan Pohlit, John Psathas και μέλη του Sonar Quartet. Όπως και μία σόλο παρουσίαση με τη Συμφωνική της Βιέννης.