Μουσικη

Radiohead: Η μαγική νύχτα στο Θέατρο Λυκαβηττού στην Αθήνα

Φωτογραφικές αναμνήσεις από την πρώτη και μοναδική επίσκεψη του επιδραστικού γκρουπ στην Ελλάδα, τον Ιούνιο του 2000

Χρήστος Κισατζεκιάν
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Χρήστος Κισατζεκιάν μοιράζεται σπάνιες εικόνες από τη συναυλία των Radiohead στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 2000, στο Θέατρο Λυκαβηττού.

Σα λιοντάρι που βρυχάται, ο άσβεστος Thom Yorke των αγαπημένων μας Radiohead δεν σταματά εδώ και εικοσιοκτώ μέρες να κατακρίνει την κυβέρνηση της χώρας του ως ασπόνδυλη, ήτοι ψόφια, άχρηστη, άνευρη, εμπρός στα θεμελιώδη προβλήματα που επιφέρει (και) στον καλλιτεχνικό κλάδο η πρόσφατη αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναμενόμενο, αφού η απαγόρευση της ελεύθερης μετακίνησης των γηγενών μουσικών σχημάτων για περιοδείες στην χερσαία Ευρώπη με την επιβολή άδειας-βίζας, αποτελεί άλλο ένα βαρύτατο πλήγμα για τη βιωσιμότητά τους, με την επάρατη πανδημία να συνεχίζει τις τρικλοποδιές κοντά στον ένα χρόνο…   

Μια μόλις εβδομάδα πέρασε από την αντίστοιχη καταγραφή εικόνων και αναμνήσεων σε τούτη τη μόνιμη στήλη που αφορούσαν τον Steven Wilson. Αρπάζω λοιπόν από τα μαλλιά αυτή τη συγκυρία παραθέτοντας εδώ τα όσα αυτός ο αστείρευτος δημιουργός πιστεύει για τους Radiohead, ως τον πολυτιμότερο πρόλογο που μπορεί να σκεφτεί το μικρό μου το μυαλουδάκι…

«Τι ήταν οι Porcupine Tree αν όχι μια “post-Radiohead” μπάντα; Για το όλο κλίμα μιλάω. Με άλλα λόγια, για μπάντες που πατούν ξεκάθαρα στην εποποιία του αυθεντικού progressive rock των 70s, μα συγχρόνως ακούγονται σημερινές και «φρέσκιες» μέσα από την στιλιστική προσέγγιση τους όσον αφορά τη χρήση της νέας τεχνολογίας του Ήχου και των ηλεκτρονικών εφαρμογών της. Με ευαισθησίες του 21ου αιώνα. Διότι κακά τα ψέματα, παρότι οι Porcupine Tree προηγήθηκαν των Radiohead, όταν αυτοί κυκλοφόρησαν το “OK Computer” που είναι κατά την άποψή μου ένας από τους σημαντικότερους δίσκους της σύγχρονης μουσικής, έφεραν τις προσπάθειές μας σε επαφή με την Παγκοσμιότητα και αυτό το άλμπουμ άλλαξε τον τρόπο που άκουγε Μουσική ο σύγχρονος ακροατής! Και τούτο διότι είχαν ήδη καταφέρει νωρίτερα να στρέψουν την προσοχή του ευρύτερου κοινού πάνω τους με μεγαλειώδη hit singles όπως το “Creep” από το “Pablo Honey” στα 1993, μα και όλο το “The Bends” δύο χρόνια αργότερα. Με τέτοιο background, όλοι περιμένουν να δουν ποιο θα είναι το επόμενο βήμα σου. Αυτό ακριβώς είχαν καταφέρει αντίστοιχα στην εποχή τους οι Beatles στα 60s και ο David Bowie στα 70s: όλοι λαχταρούσαν να ακούσουν τι θα σκαρφιστούν τούτοι ώστε να κινηθούν αναλόγως. Και πρόσεξε με: την ίδια εποχή με τους Beatles είχαμε και κάποια άλλα τεράστια σχήματα που όριζαν τα ρεύματα, όπως οι Beach Boys, οι Zombies… Όμως ακόμη και αυτοί περίμεναν το 1967 το “Sgt. Peppers Hearts Club Band” για την επόμενή τους κίνηση! Αμερική, Ευρώπη, παντού. Ε, έτσι συνέβη και με τους Radiohead το 1997.

Γιατί; Γιατί έφεραν τα πάνω-κάτω. Άλλαξαν τα δεδομένα του τι μπορεί να κάνει και ως πού μπορεί να επαναστατήσει κάθε ανήσυχος δημιουργός παραμένοντας ΜΕΣΑ στο σύστημα και τους βιομηχανικούς κανόνες της διεθνούς δισκογραφίας! Ξάφνου, μπάντες εντελώς underground όπως οι Porcupine Tree απέκτησαν πολλαπλάσιο κοινό, κι ας μην καταφέραμε ποτέ να ηχογραφήσουμε κάτι τόσο αξιόλογο όσο το “OK Computer”… Με αυτό πάντρεψαν όσο κανείς άλλος τις αξίες του λεγόμενου art & progressive rock των King Crimson με το σύγχρονο, εύπεπτο και κατ’ επέκταση εμπορικό κομμάτι της εναλλακτικής μουσικής του σήμερα, μετατρέποντάς το σε κοινής αποδοχής καλλιτέχνημα».

Είπες κάτι; Εγώ πάντως έμεινα άναυδος κείνη τη βραδιά που μου αράδιασε όλα αυτά στο lobby αθηναϊκού ξενοδοχείου. Τόσο, που την επομένη πήγα και αγόρασα το box set των εδώ τιμώμενων συμπατριωτών του, ξεκινώντας πολυήμερο «φροντιστήριο» στον εαυτό μου.

© Χρήστος Κισατζεκιάν

Όπως θα θυμούνται οι συνομήλικοι συνάδελφοι στην τρέλα των συναυλιών, έως και τις απαρχές της νέας χιλιετίας η χώρα μας σπανιότατα έχαιρε ονομάτων που ανέβαιναν σε σανίδια ελληνικής χλωρίδας όντας στην κορυφή της καριέρας τους. Συνήθως τους γευόμασταν όλους στην κατιούσα. Έτσι λοιπόν έμοιαζε με τριήμερη γιορτή τούτη η συγκυρία: οι Radiohead στα ντουζένια τους, δυο νύχτες στην Αθήνα και μια στη Θεσσαλονίκη, έχοντας στις βαλίτσες τους το «OK Computer», το πιο πρόσφατο και πιο δημοφιλές άλμπουμ ολάκερης της πορείας τους, και παράλληλα έχοντας στα σκαριά το διαφορετικό μα εξίσου ακρογωνιαίο «Kid A». Όνειρο θερινής νυκτός λέμε. Τελεία και παύλα.  

© Χρήστος Κισατζεκιάν

Radiohead – Η συναυλία στο Θέατρο Λυκαβηττού, στην Αθήνα, Δευτέρα 26 Ιουνίου 2000

Δώδεκα χιλιάδες δραχμές το λοιπόν η τιμή του πολυπόθητου εισιτηρίου, λογικό και επόμενο. Οι hotter that hell Radiohead, οι ανήσυχοι καλλιτέχνες, οι πολιτικοποιημένοι ακτιβιστές μα και πολυπλατινένιοι, στα μέρη μας. Ως εκ τούτου είναι ελάχιστες οι φορές που με θυμάμαι να κάνω αγώνα ώστε να φτάσω στην ώρα μου στα photo pits σε τούτο το υπέροχο θέατρο που τόσο πολύ μου λείπει. Δεν έπεφτε καρφίτσα! Ολάκερη η ομάδα της Μουσικοεκδοτικής (οι συνάδελφοι στα περιοδικά ΠΟΠ&ΡΟΚ, Metal Hammer, Δίφωνο) με είχε προϊδεάσει για μια από τις σημαντικότερες αναθέσεις μου ever.

© Χρήστος Κισατζεκιάν

Και να λοιπόν που ο ανένταχτος, ακούραστος Thom Yorke επέβαλε ως άνοιγμα και κλείσιμο της αυλαίας την οξυδερκή διαφορετικότητα του τότε επερχόμενου δίσκου με τα «Optimistic» και «How To Disappear Completely» να δοκιμάζουν το απριόρι μαγεμένο μα αρχικά αμήχανο πλήθος. Όμως στις πρώτες νότες του «Bones» η ατμόσφαιρα ήταν ήδη τόσο… πυκνή, που την έκοβες με το μαχαίρι.     

© Χρήστος Κισατζεκιάν

Ο ήχος ήταν έως και αποστομωτικά άψογος. Τα φώτα… «οκέι computer», μα λίγο περισσότερο κόκκινα από ό,τι τα ονειρευόμουν. Ο Greenwood αίλουρος, με τις διαρκείς ψυχικές μεταπτώσεις του ολοφάνερες. Το δίδυμο του Phil και του εορταζόμενου Colin στα μετόπισθεν όργωνε το πάλκο οριακά. Μάλιστα ο συγκινημένος μπασίστας μας έριξε λουλούδια στο έμπα του δεύτερου encore. Το κύριο set έκλεισε με το «Everything In Its Right Place», μα το κουιντέτο μας επιφύλασσε δυο encore εκ των οποίων μάλιστα το πρώτο με ανατρίχιασε πατόκορφα με το σπαραξικάρδιο «Exit Music» να χαϊδεύει τη σπονδυλική μου στήλη.

© Χρήστος Κισατζεκιάν

Και δεν ήμουν ο μόνος. Πάνω από επτά χιλιάδες άνθρωποι γύρω μου βίωναν κατανυκτικά μα συνάμα άκρως διαδραστικά τούτη την ξέφρενα υποτονική παράσταση. Ευτυχώς ήταν ελάχιστοι θαρρώ αυτοί που ήρθαν για να ακούσουν μονάχα το «Creep» και όχι αυτή τη δίωρη τελετουργία στο σύνολό της.    

© Χρήστος Κισατζεκιάν

© Χρήστος Κισατζεκιάν

© Χρήστος Κισατζεκιάν

© Χρήστος Κισατζεκιάν