Μουσικη

John Winston Lennon: Ο Τεθνεώς Δεδικαίωται

Ο Τζον Λένον, δολοφονημένος στα 40 του, μένει για πάντα νέος, όμορφος, άφθαρτος

Στάθης Παναγιωτόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

40 χρόνια από την δολοφονία του Τζον Λένον: Ο Στάθης Παναγιωτόπουλος θυμάται τη μέρα που έμαθε την είδηση και γράφει για όσα άλλαξαν στη μουσική οι Beatles.

Σαράντα χρόνια πριν, και το θυμάμαι σαν σήμερα, το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Μακεδονία» να κρέμεται στο περίπτερο της Τσιμισκή με τον οχτάστηλο τίτλο «Δολοφόνησαν τον Μπητλ Τζων Λέννον», λίγα μέτρα παρακάτω, στη βιτρίνα του δισκάδικου της «Λύρα» το εξώφυλλο του «Double Fantasy» με μια διακριτική, διαγώνια μαύρη κορδέλα.

Την εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη που ξεκίνησε με τον παρουσιαστή να διαβάζει, με εμφανώς ραγισμένη από τη συγκίνηση φωνή, τους στίχους του «Instant Karma» και στη συνέχεια να σωπαίνει επί μία ώρα, μεταδίδοντας μόνο τραγούδια του Λένον.

Τα θυμάμαι σαν χθες. Ήμουν 17 ετών το 1980, λίγα πράγματα περί μουσικής γνώριζα, το σοκ ήταν τεράστιο.

Ήταν ο πρώτος «μεγάλος» θάνατος εικονίσματος του ροκ που έζησε η γενιά μου, δεν είχαμε προλάβει Μόρισον και Χέντριξ και Τζόπλιν, κι ο Έλβις είχε ξεφτίσει λίγο, δεν ήταν ο Έλβις που είχε δημιουργήσει το σύμπαν μας.

Σαράντα χρόνια και πολλά βιβλία αργότερα, ο πρόωρος, βίαιος θάνατος του Λένον μόνο καλό έκανε στην υστεροφημία του.

Προσπερνώ τα αρνητικά του χαρακτήρα του, η βίαιη πλευρά του ας εξηγηθεί από τη δύσκολη παιδική ηλικία ενός ορφανού εργατόπαιδου από το υποβαθμισμένο μεταπολεμικό Λίβερπουλ. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και τον όπλισαν με έναν κυνισμό, μια σκληρότητα, ένα φαρμακερό χιούμορ που συχνά του «έβγαινε» στο να κοροϊδεύει αναπήρους, να μεταχειρίζεται τις γυναίκες σαν παιχνίδια, να φέρεται υπεροπτικά στους ομότεχνους και συντρόφους του – αλλά το «πολιτικώς ορθόν» του 1960-70 ήταν τελείως διαφορετικό από το συχνά υπερβολικό του 2020.

Η… αγιογραφία θέριεψε σε ό,τι αφορά τη μουσική του αξία. Υπάρχουν αδιαπραγμάτευτα μεγέθη, όπως το ότι απετέλεσε το μισό του σημαντικότερου συνθετικού διδύμου του 20ού αιώνα. Ότι οι ροκ εν ρολ προσλαμβάνουσές του δεν τον εμπόδισαν να αγκαλιάσει και να αναδείξει εναλλακτικούς καλλιτέχνες της πειραματικής εμπροσθοφυλακής (avant garde, για να μας καταλαβαίνει κι ο Μπαμπινιώτης!) της τέχνης όπως ο Φρανκ Ζάπα ή η Γιόκο Ονο.

Όποιος όμως μελετήσει την ιστορία των Beatles λίγο παραπάνω από ένα διπλό άλμπουμ «greatest hits» και μια σειρά σλόγκαν που προσφέρονται για μπλουζάκια και αφίσες, θα καταλάβει εύκολα πως η κύρια δύναμη πίσω από όλες, μα όλες τις μεγάλες κινήσεις και μουσικές επαναστάσεις του συγκροτήματος ήταν ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ. Αυτός οδήγησε το συγκρότημα στους πειραματισμούς με τις τεχνικές ηχογράφησης, τις ψυχοτρόπες ουσίες, την εικόνα, αυτός προχώρησε τη συνθετική τους τέχνη πέρα από τα επίπεδα του 1964, αυτός τους ώθησε να σταματήσουν τα άσκοπα live και να επικεντρωθούν στην πραγματική δημιουργία, αυτός, τελικά, έδωσε τέρμα σε μια αδιέξοδη πλέον πορεία το 1969.

Στον αντίποδα, σλογκανάκια και στίχοι συχνά απλοϊκοί («Imagine», κανείς;), χαριτωμένα και αφελή στιγμιότυπα σαν το «κρεβάτι για την ειρήνη», αλλά και ένας τραγικός, άδικος, σοκαριστικός θάνατος. 

Το μόνο σημείο στο οποίο αληθινά υστερεί ο ΜακΚάρτνεϊ του Λένον, είναι ότι ζει. Και βγάζει μουσική, μερικές φορές χαζή, άλλες σπουδαία, παίζει ζωντανά και δίνει στον κόσμο τη χαρά αυτών των αξεπέραστων τραγουδιών με μια σοβαρή δόση αυθεντικότητας.

Ο Τζον Λένον, δολοφονημένος στα 40 του, μένει για πάντα νέος, όμορφος, άφθαρτος.

Χωρίς καμία «εικονοκλαστική» διάθεση, μόνο με επιθυμία έκφρασης μιας άλλης, πιο ψύχραιμης διάστασης των πραγμάτων.

Στάθης Ν. Παναγιωτόπουλος, Οπαδός των Beatles