Μουσικη

Jonas Kaufmann και Helmut Deutsch: Mοναδικό ρεσιτάλ στο Μέγαρο

O διάσημος τραγουδιστής που θα ακούσουμε στις 6 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και ο σημαντικός πιανίστας σε μια κοινή συνέντευξη για το νέο τους cd «Στιγμές χαράς».

115054-643439.jpg
Γεωργία Σκαμάγκα
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Jonas Kaufmann και Helmut Deutsch
J. Kaufmann και Η. Deutsch. © Lena-Marie Wunderlich

Ο τενόρος Jonas Kaufmann και ο πιανίστας Helmut Deutsch ​συνομιλούν με τον Thomas Voigt με αφορμή το cd τους «Στιγμές χαράς» («Selige Stunde»).

Ο Γερμανός τενόρος Jonas Kaufmann, ένας από τους μεγαλύτερους σταρ της όπερας, που θα έχουμε την ευκαιρία να τον απολαύσουμε στις 6 Νοεμβρίου σε ένα μοναδικό ρεσιτάλ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, και ο Helmut Deutsch, ένας από τους σημαντικότερους πιανίστες της εποχής μας που ειδικεύεται στη φωνητική μουσική δωματίου, μουσικοί συνοδοιπόροι εδώ και 30 χρόνια έδωσαν μια κοινή συνέντευξη στον Thomas Voigt με αφορμή το νέο cd τους «Στιγμές χαράς» («Selige Stunde»).

Thomas Voigt: Για το νέο σας άλμπουμ, θα παραφράσουμε τον Πολ Βατζλάβικ και θα πούμε πως «το καλό βρίσκεται μέσα στο κακό». Το «Στιγμές χαράς» Selige Stunde είναι το πρώτο άλμπουμ που προέκυψε από μια σειρά ηχογραφήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.  

Jonas Kaufmann: Ήταν μια ευκαιρία και την αρπάξαμε. Μετά το lockdown σκέφτηκα: αυτή είναι η καλύτερη στιγμή για να ηχογραφήσουμε λίντ, κάτι που δυστυχώς, θα παραδεχθώ, τα έχουμε αμελήσει τα τελευταία χρόνια. Τηλεφώνησα λοιπόν στον Χέλμουτ, ο οποίος, όπως πολύς κόσμος, έβρισκε τη θετική πλευρά της κατάστασης: χαλάρωνε στην ασφάλεια του σπιτιού του. Τον βρήκα να διαβάζει ήδη την τρίτη, ή την τέταρτη, βιογραφία του Μπετόβεν. 

Helmut Deutsch: Την τέταρτη! ​Και φυσικά ήμουν κατενθουσιασμένος με την προοπτική να ηχογραφήσω ξανά κάτι με τον Τζόνας. Στο τέλος της χρονιάς θα κλείσω τα 75… του έλεγα συχνά ότι πρέπει να αρχίσουμε να ψάχνουμε αυτόν που θα με διαδεχθεί. Φυσικά, ούτε να το ακούσει δεν ήθελε, έτσι σταματούσα πάντα την κουβέντα. 

Thomas Voigt: Πόσο καιρό δουλεύετε μαζί;
 

Helmut Deutsch: Σχεδόν 30 χρόνια. Γνωριστήκαμε το 1991, όταν ο Τζόνας σπούδαζε στο Munich Musikhochschule και εγώ δίδασκα τα λίντ. Όταν ξέρεις κάποιον τόσα χρόνια,  είναι σαν να τον έχεις παντρευτεί. 

Thomas Voigt: Είναι κάτι ξεχωριστό αυτό, όχι μόνο για τα «βιογραφικά» σας, αλλά γενικότερα για την ιστορία αυτού του μουσικού είδους, των λίντ. Αναμφίβολα οι δυο σας ταιριάξατε πολύ καλά από την αρχή, διαφορετικά η σχέση μαθητή-δασκάλου δεν θα κατέληγε σε μια τόσο δημιουργική και εποικοδομητική συνεργασία. 

Helmut Deutsch: Τα ρεσιτάλ λίντ με πρώην μαθητές μου έχουν μια δόση «απρόβλεπτου», πάντα. Πρέπει να επαναπροσδιορίζεις την μεταξύ σας σχέση και αυτό δεν είναι εύκολο για κανέναν από τους δυο. Εμάς όμως δεν μας δυσκόλεψε κάτι τέτοιο, ίσως επειδή είχαμε υπάρξει πρώτα καλοί φίλοι πριν αρχίσει να μαθητεύει σε εμένα. Μου ήταν μάλιστα και αρκετά διασκεδαστικό, σχεδόν αστείο, όταν άρχιζε να μουρμουρίζει, σε άσχετη εντελώς στιγμή: «ίσως να προσπαθούσαμε… θα σε πείραζε να σε ρωτήσω αν….», μέχρι που του είπα «σταμάτα πια με τις ευγένειες και τις τυπικότητες!»  

Thomas Voigt: Μα είναι το ίδιο ευγενικός και τυπικός και σήμερα, όπως αντιληφθήκαμε κι εμείς…  

Jonas Kaufmann: Ακόμη κι αν ξέρεις τον άλλον τόσο καιρό όσο γνωριζόμαστε εμείς, όταν κάνεις μουσική, βάζοντας την καρδιά και την ψυχή σου, γίνεσαι περισσότερο ευαίσθητος σε υποδείξεις ή παράπονα ενδεχομένως. Είναι δύσκολο να απέχεις, καθώς και οι δυο στηρίζουμε με το ίδιο πάθος αυτό που κάνουμε. Η εμπειρία μου έμαθε να αντιμετωπίζω με διπλωματικό τρόπο υποδείξεις, διαφωνίες ή απαιτήσεις.  

Thomas Voigt: Με ποια κριτήρια διαλέξατε τα κομμάτια του άλμπουμ; 

Helmut Deutsch: Ας πούμε πως ήταν μια προσωπική μας λίστα αγαπημένων ήχων. Θα μπορούσες να το πεις και ένα άλμπουμ με αυτά που θέλουμε εμείς να ακούμε, τα δικά μας «μπιζαρίσματα».   

Jonas Kaufmann: Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως έχουμε επιλέξει τα δημοφιλέστερα λίντ των γνωστότερων συνθετών. Όχι, διαλέξαμε κομμάτια που αγαπούσαμε εμείς, τα οποία, ταυτόχρονα, χαρακτήριζαν και τον συνθέτη που τα έχει γράψει. 

Helmut Deutsch: …Με μια δική μας, «λαθραία» προσθήκη κάποιων άγνωστων μεν κομματιών, αλλά σίγουρα τέτοιων που αξίζει να γνωρίσει κανείς, όπως είναι το Selige Stunde του Alexander Zemlinsky. 

Jonas Kaufmann: Ο τίτλος, οι στίχοι του, η «αύρα» του ταίριαζαν άψογα στο πρόγραμμά μας που σκεφτήκαμε, γιατί όχι, να δώσουμε τον ίδιο τίτλο και στο άλμπουμ. 

Thomas Voigt: Το άλμπουμ υμνεί την αγάπη, τη λαχτάρα, την επιθυμία, αλλά ταυτόχρονα συνομιλεί και με το κενό, την αδράνεια, το αντίο, με πιο «ηχηρό» παράδειγμα, το Still wie die Nacht του Carl Bohm.  

Helmut Deutsch: Μην τον μπερδεύεται με τον Karl Böhm! Ο Bohm ήταν συνθέτης και πιανίστας που έζησε από το 1844 έως το 1920. Ανακάλυψα το Still wie die Nacht σε μια συλλογή λίντ που θα έβρισκες στα πικ-απ των περισσότερων σπιτιών που αγαπούσαν αυτό το μουσικό είδος στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Στο δικό μας σπίτι, για παράδειγμα, είχαμε ένα άλμπουμ της Elisabeth Schumann που άρεσε στη μητέρα μου να τραγουδάει συχνά. 

Thomas Voigt: Ήταν τραγουδίστρια η μητέρα σας; 

Helmut Deutsch: Όχι, ήταν μαθηματικός. Ίσως να ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, αλλά μάλλον δεν είχε τα κατάλληλα «εφόδια» για να κυνηγήσει μια τέτοια, σόλο καριέρα. Είχε όμως καλή φωνή, μπορούσε να τραγουδάει, συμμετείχε για χρόνια στη χορωδία της Βιέννης και τραγουδούσε πάντα στο σπίτι με πάθος. Κάποια από τα λίντ που ηχογραφήσαμε τα είχα μάθει από εκείνη, όπως το Veilchen του Μότσαρντ και το Zärtliche Liebe του Μπετόβεν. Εκείνη την εποχή, το Es muss ein Wunderbares sein του Λιστ ήταν το ίδιο δημοφιλές όσο είναι σήμερα το Zueignung του Στράους. Σήμερα μας ρωτούν, «εννοείτε αυτό το υπέροχο τραγούδι από την οπερέτα The White Horse Inn;», τόσο γνωστό… νομίζω πως ο Benatzky όταν το έγραφε, ήθελε εσκεμμένα να μοιάζει με του Λιστ, επειδή ήταν τόσο διάσημο εκείνη την εποχή.         

Thomas Voigt: Άλλο ένα εξίσου γνωστό κομμάτι ήταν το In mir klingt ein Lied, μια διασκευή από τις «Σπουδές» του Σοπέν, του Alois Melichar.    

Jonas Kaufmann: Πολλοί καλλιτέχνες το έβαλαν στα άλμπουμ τους, από την Anneliese Rothenberger και την Ingeborg Hallstein στον Rudolf Schock, τον Vico Torriani και τον Peter Alexander. Η πιο γνωστή όμως διασκευή είναι ίσως αυτή του Karel Gott… 

Helmut Deutsch: Τους στίχους είχε γράψει ο Ernst Marischka, πιο γνωστός ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης της διάσημης «πριγκίπισσας Σίσσυ» με τη Ρόμι Σνάϊντερ. O Alois Melichar, ήταν κυρίως συνθέτης μουσικής ταινιών και… ριζοσπαστικός αντίπαλος της μοντέρνας μουσικής. Έχω δυο βιβλία του στο σπίτι, το Schoenberg και το Consequences and Music in the Straitjacket. Ευχάριστη γραφή, αλλά αν εμβαθύνεις, καταλαβαίνεις πόσο επιθετικός μπορεί να γίνει. Τον γνώρισα όταν ήμουν μαθητής κατά τη διάρκεια κινηματογραφικών γυρισμάτων. Κάποτε, η μουσική των ταινιών παιζόταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εκείνος διηύθυνε την ορχήστρα, εγώ ήμουν στο πιάνο.  

Thomas Voigt: Έχετε διαλέξει τέσσερα κομμάτια από το τεράστιο έργο του Σούμπερτ: τα Der Musensohn, Der Jüngling an der Quelle, Die Forelle και Wandrers Nachtlied II. 

Jonas Kaufmann: Η πρώτη μου σκέψη ήταν να ηχογραφήσω το Schwanengesang - εξακολουθεί να λείπει από τη συλλογή μας. Ο Χέλμουτ όμως σκέφτηκε πως θα ήταν προτιμότερο να ακουστεί πρώτα ζωντανά. Και είχε απόλυτο δίκιο: οι πρώτες μας ζωντανές εμφανίσεις θα δώσουν σίγουρα το έναυσμα για να γίνουν πράγματα που δεν θα συνέβαιναν με την ίδια δυναμική μέσα από μια ηχογράφηση.    

Helmut Deutsch: Μιλώντας για ζωντανές εμφανίσεις, να σας πω μια ωραία ιστορία από την Ιαπωνία για το Die Forelle.  Ήταν η περιοδεία του άλμπουμ Die schöne Müllerin στο Τόκιο και πριν τις παραστάσεις είχα ρωτήσει τον Τζόνας αν θα μπορούσαμε να έχουμε κάτι εκτός «προγράμματος». Μπορείς να κάνεις ένα «μπιζάρισμα» μετά το Müllerin, σε αντίθεση με το Winterreise. Ο Τζόνας μου είπε, «μπορώ να σκεφτώ πολλά που να το ολοκληρώνουν, αλλά τίποτε δεν μου ταιριάζει απόλυτα μετά το Müllerin». «Ξέρεις το Die Forelle, όντως;», τον ρώτησα, «φυσικά» μου απάντησε «το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να το κάνω!»  Στο ταξίδι περάσαμε στροφή τη στροφή, στίχο τον στίχο το κομμάτι και το παρουσιάσαμε στο κοινό μετά το Müllerin…  

Thomas Voigt: Είναι μάλλον σύνηθες να κλείνουν οι τραγουδιστές ένα ρεσιτάλ τους με το Lindenbaum ή το Ungeduld του Σούμπερτ ως «μπιζάρισμα».   

Jonas Kaufmann: Ο «ακριβολόγος» μέσα μου ανατριχιάζει στη σκέψη, ειδικά όταν οι πιο «παραδοσιακές» βερσιόν του Der Lindenbaum χρησιμοποιούν τον ίδιο τόνο σε κάθε στροφή. Παλιότερα όμως, πριν τον Ντίτριχ Φίσερ-Ντίσκαου, για παράδειγμα, σπάνια ολοκληρωνόταν ένας κύκλος τραγουδιών. Συνήθως, διάλεγαν τα πιο γνωστά κομμάτια και η αυλαία έπεφτε με εντυπωσιακές άριες.

Helmut Deutsch: Όπως κάναμε κι εμείς στο Teatro Colón στο Μπουένος Άϊρες! 

Jonas Kaufmann: Ακριβώς… επτά άριες μετά από ένα ρεσιτάλ λίντ. Στο τέλος του ρεσιτάλ της Brigitte Fassbaender στη Σκάλα, λέγεται πως το κοινό σύσσωμο φώναζε «Τραγούδησε όπερα! Τραγούδησε το «O don fatale!» (άρια από την όπερα του Βέρντι «Don Carlo») 

Thomas Voigt: Τζόνας, έμαθες τον Βάγκνερ από τον παππού σου, μπορούσες να παίξεις ολόκληρες όπερες στο πιάνο και να τραγουδάς παράλληλα κάθε «ρόλο». Και έμαθες τις οπερέτες και τα γνωστότερα κομμάτια των τενόρων από τη γιαγιά σου, ενώ τα μεγάλα κονσέρτα και το τεράστιο ρεπερτόριο των ορατόριων το έμαθες από τους γονείς σου. Ποιος όμως σου άνοιξε την πόρτα των λίντ; 

Jonas Kaufmann: Βασικά ήταν μια ηχογράφηση του γερμανού βαρύτονου Hermann Prey. Είχε ανοίξει ο πατέρας μου το ραδιόφωνο, όταν τον ακούσαμε.  «Αυτός είναι ο Herman Prey», είπε ο πατέρας μου. Δεν θυμάμαι πόσο μικρός ήμουν τότε, ίσως 8 ή 9 χρονών, αλλά νοιώθω ακόμη την ίδια έκπληξη στη φωνή μου όταν τον ρώτησα, «πως το ξέρεις, αφού δεν έχουν αναφέρει ακόμα το όνομά του!» «Κάποιοι τραγουδιστές έχουν αυτή την ξεχωριστή, χαρακτηριστική χροιά στη φωνή τους που την καταλαβαίνεις αμέσως, από την πρώτη κιόλας νότα, μου εξήγησε εκείνος. Από τότε κι ύστερα, άκουγα τα λίντ με εντελώς άλλο αυτί…

Helmut Deutsch: Τότε γιατί μουρμούριζες έτσι όταν μελετούσες μαζί μου; 

Jonas Kaufmann: Γιατί, όπως οι περισσότεροι νέοι τραγουδιστές, πίστευα πως τα λίντ δεν έπρεπε να ακούγονται σαν όπερες. Πως κάθε στίχος, κάθε νότα έπρεπε να αποδίδεται με χιλιάδες αποχρώσεις. Φυσικά, ήθελα να «βελτιώνω» με τον τρόπο μου τα υπέροχα αυτά κομμάτια, αλλά αυτό δεν μπορείς να το κάνεις όταν είσαι αρχάριος. Σε κάθε περίπτωση οι φωνητικές μου τεχνικές δεν είναι αρκετές για κάτι τέτοιο. Κάθε φορά που προσπαθούσα να βάλω περισσότερο συναίσθημα στις νότες, να ακούγονται όπως τις άκουγα εγώ στο μυαλό μου, βράχνιαζα στα πρώτα πέντε λεπτά. Ένας δάσκαλος μου είπε κάποτε «μην αγγίζεις τη φωνή σου όταν τραγουδάς!» Αυτό που εννοούσε ήταν: άσε τη φωνή σου ελεύθερη, μην προσπαθείς να τη χειραγωγήσεις! Το τραγούδι είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της ψυχής μας. Για να βάλεις ολόκληρη την ψυχή σου σε αυτό, δεν πρέπει να «συγκεντρώνεσαι», δεν χρειάζεται να προσπαθείς να «κάνεις» κάτι.  

Thomas Voigt: Ας επιστρέψουμε στο ξεκίνημα αυτού του άλμπουμ: χρειαζόταν τεχνικό συνεργείο και τη στενή συνεργασία δυο καλλιτεχνών. Μετά από ένα lockdown, κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο… 

Jonas Kaufmann: Ακριβώς έτσι. Δεν μπορούσαμε να μπούμε σε ένα στούντιο, όπως αρχικά προγραμματίζαμε, δεν λειτουργούσαν, για τους ευνόητους λόγους. Έτσι η δουλειά έπρεπε να προχωρήσει σε κάποιον ιδιωτικό χώρο. Στο τέλος, όλες αυτές οι δυσκολίες αποδείχθηκαν μια «ευλογία» μεταμφιεσμένη, γιατί σε έναν χώρο δικό σου, βγαίνουν πράγματα που δεν θα έβγαιναν σε ένα οποιοδήποτε στούντιο. Μπαίνεις ευκολότερα στο «πνεύμα της εποχής» εκείνης, μπορείς να νοιώσεις εντονότερα τον «αέρα» της, αν σκεφτείς μάλιστα πως τα περισσότερα από αυτά τα κομμάτια ακουγόντουσαν σε κλειστούς κύκλους, στα επονομαζόμενα «σαλόνια». Επίσης, νιώθεις πιο ελεύθερος, σου βγαίνει αβίαστα ένας αυθορμητισμός, «για άκουσε αυτό… ας το δοκιμάσουμε κι έτσι…» Το «κακό» λοιπόν, σίγουρα έδωσε έδαφος σε κάτι «καλό». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ