Μουσικη

Γιατί ο Νικ Κέιβ έγινε χορτοφάγος

«Ο καθένας μας να ενεργήσει ανάλογα με τα όρια της προσωπικής του ικανότητας για να κάνει το καλό»

Αλεξάνδρα Σκαράκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Νικ Κέιβ απαντά σε ερώτηση θαυμαστή για το λόγο που έγινε χορτοφάγος.

Ο Νικ Κέιβ, δημοφιλής μουσικός, στιχουργός, συγγραφέας και δημιουργός του συγκροτήματος «Nick Cave and the Bad Seeds», διατηρεί από τον Σεπτέμβριο του 2018, ένα δικό του διαδικτυακό μπλογκ, το The Red Hand Files.

Ο Κέιβ δέχεται ερωτήσεις από θαυμαστές του σε κάθε γωνιά του πλανήτη και απαντάει σε θέματα που σχετίζονται με τη μουσική του. Οι απαντήσεις έρχονται από τον ίδιο τον μουσικό και έτσι υπάρχει απευθείας επικοινωνία καλλιτέχνη και θαυμαστών. Εκτός όμως από τον ανοιχτό διάλογο, στο μπλογκ ανακοινώνονται ειδήσεις γύρω από τα επόμενα επαγγελματικά βήματα του Κέιβ, καθώς και πιο προσωπικές αναρτήσεις. Μια από αυτές ήταν και η εξήγηση στην ερώτηση θαυμαστή, «τι σε έκανε να γίνεις χορτοφάγος;». Η δική του ερμηνεία του πόνου είναι «κοφτερή» και σημαντική.

Παρακάτω, η απάντηση του Κέιβ.

«Αγαπητοί Σάμουελ, 'Ελενα, Λαρς, Φλοριάν, Μελ και Λι,

Πέρασαν περίπου οκτώ μήνες από το θάνατο του γιου μας. Η Σούζι κι εγώ δεν έχουμε βγει σχεδόν καθόλου από το σπίτι. Η Σούζι αποφάσισε ότι θα ήταν καλή ιδέα αν πηγαίναμε κάπου για λίγες μέρες για να ξεφύγουμε από όλα. Πολλές φορές πιστεύουμε ότι μια αλλαγή χώρου μπορεί να διορθώσει τα πράγματα, αλλά παίρνει φυσικά μαζί και τον εαυτό του και έτσι αυτό από το οποίο προσπαθεί να απομακρυνθεί βρίσκεται τελικά μπροστά του. Έτσι έγινε και με εμάς. Πήγαμε στο Μαρακές και μείναμε σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στην κεντρική πλατεία.

Εκείνο το βράδυ, η Σούζι κι εγώ περπατήσαμε στην κεντρική αγορά του Μαρρακές. Είναι δύσκολο να υπερβάλλουμε όταν περιγράφουμε τα βάσανα των ζώων που είδαμε εκεί - γέρικα γαϊδούρια και άλογα να μαστιγώνονται, αλυσοδεμένες μαϊμούδες, δεκάδες κοτόπουλα στρυμωγμένα σε μικρά κλουβιά, κοκκαλιάρικα αδέσποτα σκυλιά, δέρματα από σφαχτά που κρέμονταν σε γάντζους. Ο θάνατος, ο πόνος και η σκληρότητα βρισκόταν παντού και ένιωσα να με καταβάλει μια σκοτεινή ενέργεια. Μου ήταν δύσκολο να προσδιορίσω πόση από αυτή την ενέργεια υπήρχε μέσα στο ίδιο το Μαρακές ή πόση κουβαλούσα μαζί μου. Όπου και να κοίταζα όμως έβλεπα την υπαρξιακή αγωνία.

Έβλεπα αυτήν την αξιοθαύμαστη πόλη εν μέρει μέσα από τις δικές μου πολιτισμικές προκαταλήψεις και φυσικά δεν ξεχνούσα τον πόνο που έφερνε μαζί της η βιομηχανική γεωργία στη Δύση και που ήταν πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από αυτόν του οποίου ήμουν μάρτυρας εδώ στους δρόμους του Μαρακές. Όμως ήταν η άμεση επαφή, η εγγύτητα με τη σκληρότητα που έκανε τη διαφορά.

Η Σούζι γνώρισε έναν Άγγλο στο αεροπλάνο, ιδρυτή ενός κέντρου διάσωσης για γέρικα άλογα στο Μαρακές και επιθυμούσε να το επισκεφτεί. Την επόμενη μέρα λοιπόν πήραμε ένα ταξί και πήγαμε.

Στο δρόμο προς το κέντρο διάσωσης, μπήκαμε σε έναν πολυσύχναστο κυκλικό κόμβο και είδαμε, στη μέση του δρόμου, μια γάτα που την είχε πατήσει αυτοκίνητο. Με σπασμένη και φριχτά παραμορφωμένη πλάτη, αιμορραγούσε πολύ και κυριολεκτικά ούρλιαζε από τον πόνο. Ήταν ένα βαθύτατα ενοχλητικό θέαμα που κόλλησε αμέσως στις πιο ευάλωτες και τραυματικές εικόνες που ζούσαν στο μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή, κάτι έσπασε μέσα μου. Δεν πήγαινε άλλο. Η ζωή ήταν μεγάλο φορτίο. Μου ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να την αντέξω. Ο γιος μου είχε χαθεί και δεν θα τον έβλεπα ξανά. Στο Μαρακές, ξέσπασα στο πίσω κάθισμα του ταξί.

Το επόμενο πρωί, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως, καθισμένος στο αεροπλάνο, κάτι είχε αλλάξει μέσα μου. Ένιωσα διαφορετικά. Ένιωσα ότι αν ήθελα να συνεχίσω να ζω σε αυτόν τον κόσμο, έπρεπε να κάνω ό, τι μπορούσα για να μειώσω τον υπαρξιακό πόνο γύρω μου, ή τουλάχιστον, να μην προσθέσω σε αυτόν. Ένιωσα σαν φυγή προς τα εμπρός. Ένιωσα ότι η συλλογική μας δυστυχία είχε φθάσει στο μέγιστο βαθμό. Δεν υπήρχε χώρος πλέον για περισσότερη. Ένιωσα την αίσθηση του καθήκοντος να κάνω ό, τι μπορούσα, με τον δικό μου τρόπο, για να ελαχιστοποιήσω τον πόνο. Αυτή η παρότρυνση για δράση επεκτάθηκε σε πολλές κατευθύνσεις και έκτοτε παρέμεινε μαζί μου, μία από τις συνέπειες αυτής όμως ήταν ότι σταμάτησα να τρώω κρέας. Από τότε, δεν έχω φάει ξανά

***

Καθώς περνούν τα χρόνια στη ζωή, αναλαμβάνουμε το αυξανόμενο βάρος της δικής μας δυστυχίας - καθώς είμαστε εγκαταλειμμένοι, διαλυμένοι, προδομένοι, απομονωμένοι, χαμένοι και πληγωμένοι. Αυτό είναι ουσιαστικά μέρος της ζωής. Αυτή η απελπισία θα μας κυριεύσει και θα μετατραπεί σε πικρία, δυσαρέσκεια και μίσος –και ακόμα χειρότερα, θα την βγάλουμε στους πιο κοντινούς μας εάν δεν φροντίζουμε τους άλλους και δεν αξιοποιούμε τη δύναμη μας για να μειώσουμε τον πόνο του καθενός. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ουσιαστικά το κλειδί για τη ζωή. Αυτή είναι η θεραπεία για τα δικά μας βάσανα, τα δικά μας συναισθήματα απομόνωσης και αποσύνδεσης. Και αποτελεί ουσιαστικό αντίδοτο για τη μοναξιά.

Πρέπει να ζούμε τη ζωή μας με τέτοιο τρόπο ώστε να βελτιώσουμε, ακόμη και σε μικρό βαθμό, την κατάσταση που βιώνουμε αυτήν τη στιγμή. Αυτή είναι η έννοια του «να αναλάβουμε τα βάσανα του κόσμου» - δηλαδή ο καθένας μας να ενεργήσει ανάλογα με τα όρια της προσωπικής του ικανότητας για να κάνει το καλό. Με αυτόν τον τρόπο, οι ζωές των γύρω μας θα βελτιωθούν σταδιακά και επομένως και οι δικές μας και η ίδια η ζωή του κόσμου.

Στο ποίημα του «Το χλοοκοπτικό», ο Φίλιπ Λάρκιν περνά πάνω από έναν σκαντζόχοιρο ενώ κουρεύει το γκαζόν. Καθώς αφαιρεί το σώμα του σκαντζόχοιρου από τις λεπίδες του χορτοκοπτικού, σκέφτεται τη φύση του θανάτου και τελειώνει το ποίημα με αυτές τις λέξεις:

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί
Πρέπει να είμαστε ευγενικοί ο ένας με τον άλλο
Όσο υπάρχει ακόμα χρόνος

Θυμήθηκα τη σπουδαιότητα αυτών των λέξεων στην πτήση επιστροφής από Μαρακές. Η εικόνα της γάτας να πεθαίνει με έκανε να σταματήσω να σκέφτομαι μόνο τον εαυτό μου, στην πίκρα, την απομόνωση και τη μοναξιά και μου έδειξε ότι ο κόσμος, με όλη την αφάνταστα πληγωμένη ομορφιά του, χρειαζόταν την επείγουσα προσοχή μας.

Με πολλή αγάπη, Νικ»