Μουσικη

O Δημήτρης Καμαρωτός μιλά για τον ήχο της πόλης

Λίγο πριν την παγκόσμια πρεμιέρα του «Atlas» στη Στέγη

Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 727
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συνθέτης Δημήτρης Καμαρωτός παρουσιάζει σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση την αθηναϊκή εκδοχή του έργου «Atlas, A Sound Cartography of Europe» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

Η βουή της πόλης σε μια πρωτότυπη συναυλία στη Στέγη. Αθήνα, Καρλσρούη και Παρίσι μετασχηματίζονται σε ένα ενιαίο σύνολο αντανακλώντας τους αστικούς ήχους σε τρεις παράλληλες συναυλίες. Συνομιλώντας ζωντανά επί σκηνής με ήχο και βίντεο σε έναν νέο ηχητικό χάρτη πέρα από γεωγραφικά σύνορα. Ο συνθέτης Δημήτρης Καμαρωτός με συμμετοχή εδώ και 4 δεκαετίες στην ανάπτυξη της θεατρικής δραματουργίας δίπλα σε σπουδαίους σκηνοθέτες όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Βασίλης Παπαβασιλείου και ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς δημιουργεί την αθηναϊκή εκδοχή του έργου «Atlas, A Sound Cartography of Europe» με τη σύνθεση «Μουσική είναι η πόλη». Το έργο παρουσιάζεται σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση με τη συνεργασία τριών ευρωπαϊκών οργανισμών (ΖΚΜ, Στέγη, ΙRCAM) στη Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου. Ο Δημήτρης Καμαρωτός μας βάζει στο κλίμα της ηχητικής αυτής συνύπαρξης και μιλά για τις επιρροές του, τον Μαρμαρινό, τον ήχο της πόλης και την τεχνητή νοημοσύνη.

Ποια είναι η μουσική της πόλης που θα δούμε στο έργο Αtlas στη Στέγη; Πώς θα συνομιλήσει με τις άλλες δύο πόλεις;
Το ATLAS είναι μια σχεδιασμένη συνύπαρξη τριών ταυτόχρονων συναυλιών, από τρεις συνθέτες, σε τρεις πόλεις (Αθήνα, Παρίσι, Καρλσρούη), με θέμα την πόλη τους. Είναι όμως τρεις συναυλίες που χρησιμοποιούν άλλα μέσα και σίγουρα άλλη συνθετική διαδικασία. Το πώς αυτά τα διαφορετικά δημιουργήματα συνομιλούν μεταξύ τους είναι κάτι που αναπτύξαμε σε ενάμιση χρόνο συνεργασίας, δοκιμών και έντονων συζητήσεων οι συμμετέχοντες τρεις συνθέτες και η βίντεο δημιουργός Μαρίνα Γιώτη. Τώρα αυτά τα τρία έργα και μαζί το ενιαίο δημιούργημά τους είναι έτοιμα να παρουσιαστούν και όλοι οι συμμετέχοντες είμαστε ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα και τη διατήρηση κάποιων αρχών που συμφωνήσαμε να κρατήσουμε ενώ περιμένουμε με αγωνία και ενδιαφέρον την εκπλήρωση του κύριου στόχου που είναι να φτάσει στο κοινό των τριών πόλεων.

Τι αφηγείται η αθηναϊκή συναυλία;
Ας φανταστούμε ότι έχουμε τη δυνατότητα να μετατρέψουμε το κοντινό περιβάλλον, τον περίγυρο, μια ολόκληρη πόλη, ξεκινώντας από τους ήχους. Αυτό θα μπορούσε σε ένα ιδεατό κόσμο να διαμορφώσει τις συνήθειές μας, τελικά και τον ιστό μιας πόλης. Ακολουθώντας αυτή τη μυθική αφήγηση, στη συναυλία μας ένας περιπατητής/εξερευνητής ψάχνει δημόσιους χώρους όπου η ιδιαιτερότητα της πόλης μπορεί να επιτρέψει με ήπιο τρόπο τη συνύπαρξη και συναναστροφή. Όταν δεν το βρίσκει, το δημιουργεί με τη «μαγική μηχανή» της μουσικής.

Πώς δημιουργήθηκε η μαγική αυτή μηχανή;
Στην πράξη, μια ομάδα 12 κατοίκων της πόλης μας εκπαιδεύτηκε, εξοπλίστηκε και ηχογράφησε σε υψηλή ποιότητα όλων των ειδών τους ήχους της Αθήνας. Είναι η προσωπική «ματιά», το ενδιαφέρον του καθένα για κάτι, που πλούτισε τη σύνθεσή μου και όλο το εγχείρημα. Αυτοί οι ήχοι –όχι όλοι γιατί είναι υλικό για να ακούμε μια εβδομάδα- συντέθηκαν σε ένα αραιό ηχητικό νέφος που φτάνει σε μας από ένα νέο σύστημα ηχείων που έχει εγκατασταθεί στην αίθουσα. Μετά, όπως η μουσική αφήγηση προχωράει, αρμονικές συχνότητες εξάγονται από τους φυσικούς ήχους και τροφοδοτούν ένα σύνολο μουσικών οργάνων, χωρίς τους μουσικούς τους, που βρίσκονται στη σκηνή. Εκεί, έχει αναπτυχθεί στο IRCAM, ειδικά για τη συναυλία του ATLAS – ΑΘΗΝΑ, ένα ηλεκτρομηχανικό σύστημα, που συντονίζει τις χορδές και τα ηχεία των οργάνων και με μικρόφωνα επιστρέφουν στους ακροατές σε μίξη με τους φυσικούς ήχους. Αυτά είναι τα μέσα και η διαδικασία που τα έκανε αναγκαία για να πούμε μια ιστορία, σχεδόν χωρίς λόγια, μόνο με κάποιες μικρές σημειώσεις που προβάλλονται σαν να είναι το ημερολόγιο του περιπατητή / εξερευνητή της πόλης μας.

Τι επίδραση έχει πάνω μας η ήχος της πόλη από τα τις συχνότητες των κινητών μέχρι τη βοή και την κακοφωνία της μεγαλούπολης;
Κάτι που μας ευαισθητοποιεί αισθητηριακά μπορεί να γίνει έναυσμα για μια μουσική πράξη. Το γκρίζο ενός μόνιμου βόμβου πόλης που βγαίνει σαν ομοιογενής θόρυβος από όλα αυτά και είναι παρόμοιος σε πολλές πόλεις του πλανήτη δεν έχει τέτοιες ιδιότητες. Όμως από κάτω κρύβονται αναρίθμητα άλλα ηχητικά τοπία, πράγματα που κινούν τη φαντασία ακόμα και με την έλλειψή τους. Εκεί βρίσκεται και ο πυρήνας της μουσικής που είναι πιο σημαντικός: οι ανθρώπινες σχέσεις και οι ιστορίες που μπορούμε να αφηγηθούμε γύρω από αυτές. Ένας ήχος της πόλης, της φύσης, του βιολιού, του κρουστού, του πιάνου είναι εκεί. Το αν τους θεωρούμε κατάλληλους για να χτίσουμε μια μουσική συνήθως δεν το ορίζουν οι ίδιοι οι ήχοι αλλά οι ιστορίες που θέλουμε να αφηγηθούμε με αυτούς.

Με ποιο τρόπο έχει επιδράσει στο έργο σας η μουσική σκέψη δημιουργών όπως ο Ξενάκης και ο Cage;
Με έχει επηρεάσει η σκέψη τους με τόσο πολλούς τρόπους και τόσο βαθιά που θα έλεγα ότι έχουν καθορίσει πολλά βήματά μου προς τη μουσική στα χρόνια που σπούδαζα. Το πόσο έχουν επιδράσει στη δουλειά μου δεν μπορώ να το μετρήσω με δεδομένο ότι επίσης έχω εντυπωσιαστεί πολύ και από τη μουσική σκέψη άλλων, όπως του Luiigi Nono, του Σαββόπουλου, του John Coltrane, του Ligeti, του Anton Webern, παρόλα αυτά όχι του Χατζιδάκι.

Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση από τα χρόνια στο Παρίσι;
Η πρώτη ευκαιρία να γράψω μουσική στα εργαστήρια του IRCAM (Ινστιτούτο Έρευνας και Συντονισμού Ακουστικής/Μουσικής) όπου για εβδομάδες είχα ολόκληρα βράδια κλεισμένος μέσα μέχρι το πρωί, στο στούντιο με το πιο προηγμένο σύστημα υπολογιστή για μουσική που υπήρχε τότε στον κόσμο.

Γιατί επιλέξατε να γυρίσετε στην Αθήνα;
Για λόγους οικογενειακούς σε συνδυασμό με μια απεριόριστη, βλέπε τυφλή, αισιοδοξία για το μέλλον του τύπου: «και εκεί καλά θα είμαι». Το περίεργο είναι ότι αυτή η αισιοδοξία μου, ανεξήγητα και απρόοπτα, συνέχεια επαληθεύεται.

Πώς προέκυψαν οι συνεργασίες στο θέατρο;
Προέκυψαν πρώτα πρώτα από μια ανάγκη και μετά όπως πολλά πράγματα, από την τύχη. Η ανάγκη μου δημιουργήθηκε όταν στην αρχή της δεκαετίας του ’90 συνειδητοποίησα ότι η ελληνική σκηνή της σύγχρονης, πειραματικής, ηλεκτρονικής και οργανικής μουσικής ήταν τόσο μικρή και ανιαρή που θα μπορούσα να φτιάχνω παραλλαγές του ίδιου έργου, χωρίς να το συνειδητοποιώ σε όλη μου τη ζωή και να παίρνω σταθερά τα ίδια συγχαρητήρια από τους ίδιους 50 ανθρώπους. Η τύχη με οδήγησε σε συναντήσεις με σπάνιους ανθρώπους του θεάτρου μοιραστήκαμε μια ειλικρινή και αμοιβαία εκτίμηση και κυρίως βρέθηκα σε ένα περιβάλλον όπου η κάθε νότα που έπαιζα δοκιμαζόταν πρακτικά, χωρίς καμιά σκέψη για το ύφος και το είδος με μια συνεχή διαδρομή προς ένα νέο μουσικό υλικό που κάθε φορά μπορεί να ξαφνιάσει και μένα ακόμα και σήμερα.

Έχετε δημιουργήσει ένα σταθερό δίδυμο με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Μαρμαρινό; Tι είναι αυτό που εκτιμάτε περισσότερο στο όραμά του και πώς είναι η συνεργασία μαζί του;
Έχουμε κάνει μια πολύ μεγάλη διαδρομή μαζί, έχουμε πάει μαζί τα έργα της συνεργασίας μας σε πολλά μέρη του κόσμου και αυτό οφείλεται αφ’ ενός στη βαθιά εκτίμηση αλλά και στη συμπληρωματικότητα αυτού που ο καθένας έχει να προσφέρει με αβίαστο αλλά και αναγκαίο τρόπο. Ξέρετε, για κάποιον που ξέρει καλά τις τεχνικές της δουλειάς του και έχει μια μικρή εμπειρία από τις ανθρώπινες σχέσεις, είναι δυνατό και μερικές φορές εύκολο, να συνεργαστεί και να παράγει ακόμα και με κάποιους που ανακαλύπτει στον δρόμο ότι δεν τον συνδέουν και πολλά πράγματα ή και χειρότερα. Όμως, το να έχεις μια συνθήκη όπου μέσα της είσαι τόσο χαλαρός αλλά και κρίσιμα παραγωγικός ώστε να ανοίγει ένα μικρό ρυάκι που τα πράγματα τρέχουν, τρέχουν αβίαστα και ανεξάντλητα, είναι κάτι περισσότερο από σπάνιο. Αυτό συμβαίνει όταν δουλεύουμε με τον Μιχαήλ.

Υπάρχει κάποιο έργο που έχετε στο μυαλό σας αλλά δεν έχετε ακόμη καταφέρει να υλοποιήσετε;
Μυριάδες, αν αυτό σημαίνει κάτι απροσδιόριστα πολύ. Κάποια από αυτά τα περιγράφω σε σημειώσεις ή κάνω μουσικά σκίτσα και ηχογραφήσεις. Αυτό είναι για μένα μια σταθερή διαδικασία της μουσικής μου ζωής. Είναι και αυτό ένα παιχνίδι που μπορεί να είναι διασκεδαστικό, λυτρωτικό, με σπάνιες εκπλήξεις όταν κάποια, όπως το ATLAS, πραγματοποιούνται. Βέβαια, για να συμβαίνει αυτό δεν πρέπει να σκέφτεσαι πόσο αδικημένος είσαι σε σχέση με άλλους, ή ότι κάποιο αριστούργημα της παγκόσμιας κληρονομιάς δεν θα πραγματοποιηθεί επειδή δεν φτάνει σε πέρας κάποια έστω καλή ιδέα.

Πώς μπορεί να αναμετρηθεί κανείς με τα πρωτοποριακά έργα και τις ιδέες των δημιουργών της avant-garde τόσες δεκαετίες πίσω;
Δεν είναι κάτι που με έχει απασχολήσει ποτέ, ούτε στο ελάχιστο. Δεν αισθάνομαι ότι πρέπει ή ότι ερήμην μου αναμετριέμαι με αυτά. Είμαι τόσο πιο μικρός από όλα αυτά που οποιαδήποτε σύγκριση δεν με απασχολεί. Κάτι σαν ένα παιδί που παίζει με φίλους στην αυλή του. Φυσικό είναι, αν το παιχνίδι είναι καλό να μην σκέφτεται τι παίζουν και αν παίζουν καλύτερα στη διπλανή αυλή.

Προτιμάτε να δημιουργείτε μόνος σας ή σας αρέσουν οι συνεργασίες;
Και τα δύο είναι τελείως αναγκαία. Υπάρχουν στιγμές που είναι πολύτιμες και στη μοναξιά και στη συνεργασία.

Ποια είναι τα στοιχεία που δημιούργησαν το τελευταίο σας άλμπουμ «Electromagnetic Landscapes»;
Είναι ένα άλμπουμ με πρώτη δισκογραφική παρουσίαση από πολύ παλιές δουλειές μου της δεκαετίας του ’80, από τη μια πλευρά του LP και πρόσφατες από τη δεύτερη. Είναι κομμάτια που αγαπώ ακόμα πάρα πολύ και φαίνεται ότι το ίδιο και κάποιοι άλλοι γιατί εξαντλήθηκαν τα κομμάτια που διατέθηκαν στην ευρωπαϊκή αγορά και υπάρχουν ελάχιστα διαθέσιμα ακόμα εδώ. Μια και είναι όλα έτοιμα έργα η πραγματική δημιουργία του οφείλεται στην εταιρεία παραγωγής του, Intersonik Recordings, που μου το πρότεινε και το υλοποίησε με αυτή τη μορφή.

Πόσο διαφορετική είναι η προσέγγισή της μουσικής για τον κινηματογράφο;
Σίγουρα είναι άλλη διαδικασία αλλά και άλλο το στοχευόμενο αποτέλεσμα, αφού είναι τόσο διαφορετική η συνθήκη που ακούμε μουσική σε μια κινηματογραφική αίθουσα σε σχέση με μια θεατρική παράσταση, ή μια συναυλία. Αυτή η διαφορετική συνθήκη είναι ενδιαφέρουσα για μένα.

Μια ταινία που σας εντυπωσίασε πρόσφατα;
Η ταινία του Λάνθιμου «Η ευνοούμενη» και του Λαπατά «Η δεξιά τσέπη του ράσου».

Ποια είναι η σχέση σας με την ποπ κουλτούρα και τα κυρίαρχα μουσικά ρεύματα;
Απλώς ενημερώνομαι συνέχεια και με περιέργεια για αυτά. Είναι ένα περίπλοκο σύστημα αλληλοεπηρεασμού των πραγματικών μουσικών αναγκών του κόσμου και προϊόντων κατάλληλων για μαζική αντιγραφή και κατανάλωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε αυτή την αμμώδη έκταση δεν κρύβονται και κάποια διαμάντια.

Πώς ήταν για σας αυτή η δεκαετία;
Δεν το κατάλαβα, δεν μπορώ να μετρήσω τον χρόνο σε δεκαετίες, μπορώ πραγματικά να απαντήσω μόνο πώς ήταν η ημέρα που πέρασε.

Πώς βλέπετε το ΑΙ μέλλον; Μπορεί η μηχανή να γίνει ένα ένας χρήσιμος avatar βοηθός ενός μουσικού ή μπορεί να τον ξεπεράσει;
Νομίζω ότι αυτό το μέλλον είναι ήδη εδώ, τώρα. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένας χρήσιμος βοηθός ενός μουσικού σήμερα. Ήταν εδώ και πριν δεκαετίες απλώς δεν υπήρχαν τα μέσα διάδοσης και εφαρμογών που υπάρχουν σήμερα. Υπάρχει κρυμμένη σε πάρα πολλά μέσα αλλά ακόμα δεν χρησιμοποιείται πολύ σε μια μορφή που δεν υποδύεται κάτι άλλο. Αφού είναι κατασκευασμένη από τον άνθρωπο, ακόμα και σαν μηχανή που μαθαίνει, δεν είναι πιθανό να τον ξεπεράσει παρά μόνο ποσοτικά. Από την άλλη η μουσική εκτός από ένα αγαθό που προσφέρεται, καταναλώνεται, είναι και κάτι που προσφέρει ικανοποίηση σε αυτόν που την συλλαμβάνει και την υλοποιεί. Επομένως και από αυτή την άποψη η τεχνητή νοημοσύνη μοιάζει να έχει χρησιμότητα μόνο σαν εργαλείο και όχι σαν οντότητα που δημιουργεί.

Από πού μπορεί να δημιουργηθεί το νέο στη μουσική σήμερα;
Από παντού αλλά κυρίως από ανάγκη.

Ινφο
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, (20.30, €5, €6, €7) Στις 13 Δεκεμβρίου


Φωτογραφίες: Nίκος Κόκκας