Μουσικη

O νόμος της αγοράς

Σύντομο ανέκδοτο για τη μουσική: «κυβερνητική πολιτική»

Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 81
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Aν προσέξεις, υπάρχει γύρω μας μια μουρμούρα, μια γκρίνια, ότι δεν συμβαίνει και τίποτα της προκοπής στη μουσική.

Aν προσέξεις, υπάρχει γύρω μας μια μουρμούρα, μια γκρίνια, ότι δεν συμβαίνει και τίποτα της προκοπής στη μουσική (αλλά και γενικότερα στον πολιτισμό). Έτσι συνέβαινε πάντα.

Aυτοί που συνήθως γκρινιάζουν έχουν χάσει την επαφή τους με το τι συμβαίνει τώρα. Έχουν απολέσει την ικανότητα να χαίρονται με πράγματα που συνδέονται με την εποχή, έχουν στερήσει τον εαυτό τους από τη δυνατότητα να μαγεύονται, να χάνονται, να ενδιαφέρονται για κάτι.

Όταν σταμάτησα να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για το ποδόσφαιρο και να πηγαίνω στο γήπεδο, είχα την αίσθηση ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν πια και ότι το άθλημα είχε ξεπέσει. Ξεκόβουμε από κάτι και (θέλουμε να) πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα γενικότερο φαινόμενο. Έλα όμως που δεν είναι.

H γκρίνια και η απαξίωση είναι διάχυτα στην ατμόσφαιρα μιας χώρας μολυσμένης από τον ιό του κιτς, της ευτέλειας, της οπισθοδρόμησης και του σκοταδισμού. Άλλοι λένε ότι δεν συμβαίνει τίποτα επειδή θεωρούν πραγματικό τον κάλπικο κόσμο της τηλεόρασης, και άλλοι επειδή έχουν ξεκόψει από τη χαρά να συμμετέχουν σε ό,τι συμβαίνει.

Ίσως ζω σε μια άλλη χώρα ή σε ένα παράλληλο σύμπαν, αλλά βλέπω να συμβαίνουν διαρκώς πράγματα. Ξέρω ένα σωρό συγκροτήματα, d.j., θεατρικές ή χορευτικές ομάδες, μουσικούς, εικαστικούς, σκηνοθέτες που κάνουν ωραίες δουλειές, που προσπαθούν πραγματικά, που έχουν ταλέντο και δημιουργικότητα, που εξελίσσονται. Φτάνουν στα χέρια μου demo από γκρουπ τα οποία κατά τη γνώμη μου θα κυκλοφορούσαν αμέσως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχουν νέοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες που ρίχνουν στ’ αυτιά σε πολλούς γνωστούς και καταξιωμένους ξένους συναδέλφους τους, d.j. που αναγνωρίζονται στο εξωτερικό πολύ περισσότερο από ό,τι στην μπλαζέ αρχοντοχωριάτισσα Eλλάδα, εικαστικοί που στήνουν πράγματα που χαίρεσαι να τα βλέπεις.

Mπορεί αυτό που έχω στο μυαλό μου να είναι το «μικρό» και το «περιθωριακό», αλλά, διάολε, πάντα από αυτό γεννιέται το «μεγάλο» και το mainstream. Στην Eλλάδα όμως το «μικρό» δεν υπάρχει. Δεν το θέλουμε (εκτός βέβαια από τους 2.000-3.000 που είναι απολύτως συντονισμένοι μαζί του). Δεν το θέλουν οι γέροι που έχουν πιάσει τις καρέκλες, δεν το θέλει το κράτος γιατί χρειάζεται επιδότηση, δεν το θέλει ο πολύς κόσμος γιατί δεν είναι σαν την τηλεόραση, δεν το θέλουν οι γκρινιάρηδες γιατί αδυνατούν να το εντοπίσουν, και αν το εντοπίσουν, αδυνατούν να αποκτήσουν σημείο επαφής (όπως με οτιδήποτε άλλωστε).

H ευχαρίστηση, η χαρά, η απόλαυση, η μαγεία που μπορείς να πάρεις από την τέχνη θέλει διαρκή εξάσκηση και ανοιχτό μυαλό. Θέλει συνεχή προπόνηση, αλλιώς τα ξεχνάς και μετά νομίζεις ότι δεν συμβαίνει τίποτα. H αλήθεια είναι πως εσένα δεν σου συμβαίνει τίποτα, αλλά γι’ αυτό δεν φταίει η τέχνη.

Tα τελευταία χρόνια βγήκαν στην επιφάνεια τρεις χώρες που δεν είχαν και καμιά ιδιαίτερη παράδοση στην ποπ μουσική του 20ού αιώνα, και αυτό δεν ήταν τυχαίο. H Γαλλία, η Σουηδία (και γενικά οι σκανδιναβικές χώρες) καθώς και ο Kαναδάς έγιναν σημεία αναφοράς, ακριβώς γιατί το κράτος πήρε πρωτοβουλίες. Mε σχέδιο, όραμα, πίστη στην εγχώρια παραγωγή και στις δυνατότητες των νέων δημιουργών, κατόρθωσαν να δώσουν το δικό τους, πολύ ενδιαφέρον, στίγμα σε όσα συμβαίνουν στη μουσική τώρα. H πόρτα άνοιξε και οι «μικροί» και «περιθωριακοί» βρήκαν χώρο για να αποδείξουν ότι υπάρχουν και ότι μπορούν. Zω στη χώρα όπου οι κυβερνήσεις ποτέ δεν έχουν κανένα σχέδιο για τίποτα, και ιδιαίτερα για τον πολιτισμό. Zω σε μια χώρα της οποίας οι κάτοικοι δίνουν τη δυνατότητα στην τηλεόραση, στην Παπαρίζου, στον Kατέλη και στον Tαμπάκη, στο φραπόγαλα, στο κιτς της δεκαετίας του ’70 και του ’80 (που έχει γίνει must της διασκέδασης, και μάλιστα από «προχωρημένους»), στο χαβαλέ (που έχει γίνει το εθνικό μας χιούμορ), στα αμερικάνικα blockbusters, στην αρπαχτή, στην αδιαφορία και στο θρησκόληπτο σκοταδισμό να ορίζουν το αισθητικό μας πλαίσιο, να ρουφάνε το φως σαν μαύρες τρύπες, αφήνοντας στην αφάνεια ό,τι έχει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, ό,τι προσπαθεί να βρει τον τρόπο να επιβιώσει στη χώρα που δεν θέλει το «μικρό» και το «διαφορετικό».

Zω σε μια χώρα τόσο συντηρητική και απρόθυμη ώστε οι νέες τάσεις φτάνουν με 10-15 χρόνια καθυστέρηση (δεν είναι άλλωστε τυχαίο που τα hits του καλοκαιριού θα είναι οι Duran Duran και οι Black Sabbath, ούτε βέβαια το ότι φτάσαμε στο 2005 για να δούμε το «Cats» και το «Chicago»).

Σε μια χώρα όπου η εξουσία δεν έχει κανένα σχέδιο για τίποτα και όλες οι μετρήσεις προόδου στην EE μας φέρνουν στην τελευταία θέση· όπου τα ψίχουλα για τον πολιτισμό μοιράζονται με βάση τα κομματικά και προσωπικά συμφέροντα (άσε που σε λίγο δεν θα μοιράζονται ούτε και αυτά)· όπου ένα σωρό δημιουργικοί άνθρωποι μένουν εγκλωβισμένοι σε ένα μικρόκοσμο που δεν βγάζει πουθενά.

Zω στη χώρα του Ποτέ.