Μουσικη

Η Beth Gibbons και τα θλιμμένα τραγούδια του Henryk Gorecki

Henryk Gorecki - Symphony No3 (Symphony of Sorrowful Songs)

Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 697
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για να μπει στον κόπο να ερμηνεύσει σε μια γλώσσα που «και οι ίδιοι οι Πολωνοί δυσκολεύονται να τραγουδήσουν» (όπως είπε η δασκάλα της στη γλώσσα και την ερμηνεία Anna Marchwinska) είναι φανερό πως η Beth Gibbons βρήκε σε αυτό το μουσικό έργο μία πρόκληση που την κινητοποίησε δημιουργικά και αποφάσισε να δώσει το στίγμα της σε τραγούδια γραμμένα για σοπράνο.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο Πολωνός συνθέτης Henryk Gorecki συνέθεσε στο σπίτι του στο Κατοβίτσε ένα έργο σε 3 μέρη βασισμένο στην παράδοση του τόπου του, στην αγάπη, στην απώλεια, στη βαθιά πίστη, στον θάνατο και στη λύπη που προκαλεί, κι όλα αυτά με ένα μινιμαλιστικό ύφος και με απλές, στοιχειώδεις μελωδίες.

Το πρώτο μέρος βασίζεται σε ένα θρήνο της Παναγίας για τον θάνατο του Ιησού που έρχεται από τον 15ο αιώνα και ανακαλύφθηκε σε ένα ορεινό μοναστήρι της Πολωνίας, το δεύτερο βασίζεται σε ένα σημείωμα μιας 18χρονης κόρης στη μάνα της που βρέθηκε γραμμένο σε έναν τοίχο της Γκεστάπο λίγο πριν την εκτελέσουν οι Γερμανοί και το τρίτο έχει σαν βάση ένα παραδοσιακό τραγούδι όπου πάλι μια μάνα θρηνεί τον χαμό του γιου της από τους Γερμανούς.

Οι τρεις αυτές ιστορίες γίνονται αφορμή για μια ηχητική ατμόσφαιρα μελαγχολική και γκρίζα βασισμένη στα έγχορδα και μια αντίστοιχη ερμηνεία από μία σοπράνο (έχουν διαπρέψει εδώ οι Stefania Woytowicz και Zofia Kilanowicz).

Όταν το έργο πρωτοεμφανίστηκε δεν προκάλεσε καμία ιδιαίτερη εντύπωση και –σχεδόν– όλοι οι κριτικοί στάθηκαν αρνητικοί απέναντί του βλέποντας σε αυτό «απλώς 3 λαϊκά τραγούδια χωρίς κάτι ιδιαίτερο».

Όμως 15 χρόνια αργότερα συνέβη κάτι που ακόμη και σήμερα παραμένει ανεξήγητο, ακόμη και για τον ίδιο το συνθέτη. Ο διευθυντής ορχήστρας David Zinman δούλεψε το έργο με τη σοπράνο Dawn Upshaw και τη London Sinfonietta και κυκλοφόρησε σε δίσκο από την καλλιτεχνική ετικέτα Nonesuch Records. Η περιφρονημένη 3η Συμφωνία του Henryk Gorecki γνώρισε απρόσμενη επιτυχία, πούλησε τότε πάνω από 700.000 αντίτυπα, οι πωλήσεις του έργου στις διάφορες εκτελέσεις έχουν ξεπεράσει συνολικά το 1 εκατομμύριο, με αποτέλεσμα να γίνει μία από τις πιο πετυχημένες συμφωνίες του 20ού αιώνα. 

Ακόμη και σήμερα όλοι αναρωτιούνται, γιατί;  Ίσως το θλιμμένο ύφος, η σκοτεινή ατμόσφαιρα και οι απλές μινιμαλιστικές μελωδίες το έκαναν προσιτό σε ένα ευρύτερο κοινό που εύκολα μπόρεσε να ταυτιστεί με πανανθρώπινα συναισθήματα που προκαλούν η αγάπη, η απώλεια, η πίστη, η σχέση της μάνας με το παιδί της και ο θάνατος.

Δεν είναι τυχαίο πως αυτό το έργο προκάλεσε δημιουργικά ακόμη και τον αμερικάνο σαξοφωνίστα και αβανγκαρντίστα Colin Stetson, που έχει δουλέψει με ονόματα όπως: Tom Waits, Arcade Fire, BonIver, Animal Collective, BadBadNotGood και κυκλοφορεί τα προσωπικά του άλμπουμ με την Constellation. Με τη συμμετοχή της αδελφής του Megan Stetson, που είναι mezzo soprano, και της βασικής του συνεργάτιδας Sarah Neufeld στο βιολί, δημιούργησε μια postpunk εκδοχή του έργου που θυμίζει έντονα μουσικούς πειραματισμούς σχημάτων όπως οι Godspped You! Black Emperor.

Η προσέγγιση της Beth Gibbons είναι γήινη και ανθρώπινη, έχει πάθος και ο κόπος που κατέβαλε είναι ολοφάνερος, κάνοντας αυτό το μουσικό έργο ακόμη πιο προσιτό σε ένα κοινό που δυσκολεύεται να παρακολουθήσει μία σοπράνο να ερμηνεύει. Με μία ερμηνεία «χώμα και νερό» κατορθώνει να αποδώσει με ειλικρίνεια  όλα τα συναισθήματα που τροφοδότησαν τη δημιουργία αυτών των θλιμμένων τραγουδιών. Η διεύθυνση της ορχήστρας της ραδιοφωνίας της Πράγας από τον Krzyst of Penderecki (που κάλλιστα θα μπορούσε να το έχει γράψει αυτός) βοηθάει ουσιαστικά την Beth να ανταπεξέλθει.