Μουσικη

Μιχάλης Μυτακίδης: «Το Πέραμα δεν είναι ένας αντικειμενικός τόπος, μπορεί να μην είναι καν αληθινός τόπος»

15 χρόνια ATHENS VOICE: Ζητήσαμε από 15 εμβληματικούς κατοίκους της Αθήνας να περιγράψουν μια περιοχή της πόλης, την πιο σημαντική στη ζωή τους

Μάκης Προβατάς
ΤΕΥΧΟΣ 683
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στον Μιχάλη Μυτακιδη είχα σκεφτεί να προτείνω να βρεθούμε κάπου στο κέντρο του Πειραιά για να μιλήσουμε για το αφιέρωμα της Athens Voice. Μου είπε: «Έλα στο Πέραμα. Φτάσε στο λιμάνι, μετά από εκεί που φεύγουν τα πλοία για Σαλαμίνα, όλο τέρμα εκεί που τελειώνει ο δρόμος και δεν πάει άλλο. Στον Σύλλογο Ερασιτεχνών Αλιέων»… Ο Περαματιώτης είχε απόλυτο δίκιο. Αυτό ήταν το ιδανικό μέρος για να βρεθούμε. Ένα παλιό ξύλινο κτίσμα λιμανιού που υπεύθυνος είναι ο Γιώργος Παπαστεφάνου, κολλητός, παιδικός φίλος του Μιχάλη…

Έχεις γεννηθεί εδώ στο Πέραμα;
Μπορεί να είμαι και από τους λίγους που η ταυτότητά μου γράφει Πέραμα. Με ξεγέννησε γιατρός εδώ και έδωσε μάχη ο συγχωρεμένος να γράφει Πέραμα η ταυτότητά μου. Η κυρία Αννέτα με γέννησε μετά από γλέντι σε ταβέρνα, του Χασανάκου, νομίζω έπαιζε ο Ζαμπέτας. Αν έπαιζε και τα «Δειλινά», ακόμα καλύτερα. Σε έφερα εδώ γιατί οι πρώτες μου μνήμες είναι κοντά σε αυτές τις γειτονιές, όλη η ευθεία όπως θα φεύγεις είναι οι πρώτοι προσφυγικοί συνοικισμοί, η «Νεωρίων», η «Φαναρακίου» και το όνομα προδίδει τι σημαίνουν αυτά, ήταν φτιαγμένες από τους πρόσφυγες που ήρθαν, ουσιαστικά τους πέταξαν εδώ, άσχετα εκείνοι αν, με τη νοικοκυροσύνη τους, βρήκαν άκρη. Το Πέραμα τότε δεν είχε τίποτα, αυτοί έδωσαν ζωή.

Το πιο ψηλό κτίσμα πόσο ήταν;
Όσο φτάνουν τα χέρια σου να βάλεις τα κεραμίδια. Οι πρόσφυγες είχαν και εκείνη την αρχοντιά που είναι ένα σύνολο πραγμάτων, έχει μέσα και αξιοπρέπεια και ηθική και τιμή και γνώση. Υπήρξαν πολύ όμορφα χρόνια. Πάνω σε αυτά τα όμορφα χρόνια γεννήθηκα εγώ, το 1967. Μεγάλωσα στη Φαναρακίου. Όλα τα σπιτάκια στη Νεωρίων και στη Φαναρακίου έβλεπαν θάλασσα.

Ήταν ενός είδους ταξίδι για εσάς ακόμα και το να κατέβεις στο κέντρο του Πειραιά, σας αφορούσε να κατεβείτε ή όχι;
Η δική μου γενιά κατέβαινε για βόλτα στο Πασαλιμάνι. Οι παλαιότεροι τα είχαν φτιάξει μία χαρά εδώ, δεν χρειαζόταν να πάνε πουθενά. Δεν τους θυμάμαι ποτέ να κάνουν διακοπές, δούλευαν και έκαναν διακοπές συγχρόνως. Ήταν στην καθημερινότητά τους, φοβερό ταλέντο αυτό. Ξεκίναγαν από τα καρνάγια και τελείωνε την άλλη ημέρα το πρωί που ξαναπήγαιναν για δουλειά. Αργότερα που ερχόταν ο Στέλιος Καζαντζίδης και καθόταν, έχω προλάβει τρελά γλέντια.

Το έχεις αιτιολογήσει μέσα σου γιατί, περιοχές σαν το Πέραμα, έγιναν επιρρεπείς στη Χρυσή Αυγή;
Είναι πιο φτωχές οι περιοχές, και υπάρχει μία ιδιαιτερότητα, δεν είναι όπως αλλού. Όποιος φαντάζεται ότι στο Πέραμα υπάρχουν Ναζί με τη λογική που ξέρουμε απέξω, είναι λάθος. Οι περισσότεροι είναι παραπλανημένοι άνθρωποι από τη φτώχεια και την κουταμάρα. Είναι το ίδιο target group που λειτουργούσε έτσι τη δεκαετία του ’60-70. Πάλι ήταν φτωχοί άνθρωποι που είχαν παραμυθιαστεί. Οι παλιοί Περαματιώτες δεν παραμυθιάζονται με τίποτα. Αυτό είναι που δεν μπορείς να αρνηθείς. Λες, να φύγω από εδώ για μερικούς ανόητους γείτονες ή για κάποιους που ξεφύτρωσαν; Να τους χαρίσω όλη αυτή τη μνήμη; Η μνήμη δεν δουλεύει από μακριά. 

Τι είναι το «ανεκτίμητο» που σου δόθηκε, επειδή έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στο Πέραμα;
Αν δεν είχα γεννηθεί εδώ, και δεν είχα ακούσει τα πράγματα όπως ήταν, μπορεί να ήμουν κάτι άλλο, να ήμουν αθλητής, ζεν πρεμιέ, μάγειρας, κάτι άλλο πάντως. Όλη αυτή η αγωνία να σε κάνω να με δεις και να με ακούσεις, μας έκανε και νιώθαμε όπως οι Ζαπατίστας. Όπως αυτοί έβαλαν την κουκούλα για να τους δουν, έτσι κι εμείς φωνάξαμε για να μας ακούσουν. 

Είχες δικό σου πικ-απ ή έπρεπε να πας σε άλλο σπίτι για να ακούσεις μουσική;
Στην αρχή δεν είχα, είχα πολλούς δίσκους χωρίς να έχω πικ-απ. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι τα πρώτα μου μηχανήματα τα πήρε η γιαγιά μου με τα λεφτά που μάζευε για την κηδεία της. Το έμαθα αργότερα, φυσικά. Και μάλιστα με δωροδόκησε με αυτόν τον τρόπο, για να μην πάω να δουλέψω στα καράβια. Δεν ήθελε, επειδή χανόταν κόσμος εκεί. 

Βιβλιοπωλείο υπήρχε;
Υπήρχε. Ο γιος μιας γιαγιάς που μάλιστα έγραφε και ποιήματα… η γιαγιά. Λειτουργούσε σαν πνευματικό κέντρο και σαν πολιτική γιάφκα. 

Σινεμά;
Υπήρχαν πολλά, είχε και ανοιχτούς. Ήταν το «Κύμα», η «Αύρα», το «Αστεράκι», η «Αλόμα», το «Ολυμπιάς». Το πιο παλιό ήταν η «Αύρα». Ο μισός ελληνικός κινηματογράφος έχει γυριστεί στο Πέραμα. Ο πατέρας μου έχει χορέψει σε αρκετές ταινίες.

Σκέφτομαι ότι εδώ, τότε, αναπόφευκτα μεγάλο μέρος της ζωής των ανθρώπων συνέβαινε μέσα στα κουτούκια.
Παλιά στις ταβέρνες πήγαινε ο καθένας το φαΐ του. Από τις ταβέρνες έπαιρνες μόνο κρασί. Είχανε στα μαντήλια μέσα πράγματα, το έχω προλάβει αυτό. Για τον παππού μου, τον πατέρα της μάνας μου, ήμουν ο άνθρωπος που θα έπρεπε να τον γυρίσει στο σπίτι γι’ αυτό με έπαιρνε μαζί στην ταβέρνα. Ο μπάρμπα Κώστας και η γιαγιά Ρίτα, αυτοί ήταν οι γονείς της μητέρας μου. Με έβαζε ανάμεσα στα πόδια του, τραγουδούσε, του έλεγα ότι θα ξυπνήσουμε τον κόσμο, έχω τις μυρωδιές από τα ταβερνάκια. Βαρελόφρονες. Ελιές, κρεμμύδια, παξιμάδια, φάβα μέσα σε μαντήλια και η ταβέρνα έφερνε μόνο το κρασί. 

Οι άλλοι παππούδες;
Οι Κωνσταντινουπολίτες, οι γονείς του πατέρα μου. Ο παππούς Μιχάλης που ήταν φυσιογνωμία εδώ, εκπληκτικός άνθρωπος. Και η γιαγιά Θωμαή που ήταν φωτιά και λάβρα, δεν έπαιζες. Η ισορροπία του κόσμου ήταν εκεί σ’ αυτήν. Μπορούσες να φας ένα βάζο στο κεφάλι ξαφνικά, και συγχρόνως να μη σε αφήνει από την αγκαλιά της. Γλυκές λύκαινες, ήταν. Κάποτε τις είχε πιάσει μανία και έφτιαχναν δίχτυα όλες, για να μην κάθονται τα απογεύματα. Εκεί να δεις μαζώξεις. Να βλέπεις γιαγιάδες με κάνα δύο τσιγάρα στο χέρι η κάθε μία, να πλέκουν δίχτυα και βάζα άδεια δίπλα, να έχουν φάει όλο το γλυκό. Καφέδες σε μεγάλα κρασοπότηρα γεμάτα, και δεν σωζόταν κανείς από το στόμα τους. Αν δεν ήξεραν τι να πούνε, έφτιαχναν ιστορίες. Είχαν δει τη ζωή με το πολύ σκληρό της πρόσωπο. 

Πες μου μόνο έναν χαρακτηρισμό για το Πέραμα…
Για μένα το Πέραμα είναι τόπος φυγής. Όλοι ελπίζαμε ότι κάποτε θα φύγουμε, όσοι φύγαμε ξαναγυρίσαμε. Ένα παράξενο πράγμα, σε φωνάζει και σε διώχνει συγχρόνως. Πέραμα είναι το πέρασμα. Κάποτε αυτό το μέρος στα αρχαία χρόνια λεγόταν «Το Μεγάλο Προσήλιο», επειδή το έβλεπε ο ήλιος από την ώρα που ανατέλλει μέχρι την ώρα που δύει. Αυτό το μαγαζί εδώ δίπλα, το Terra Verde, όταν είχε πρωτοφτιαχτεί, λεγόταν έτσι. Εδώ δούλευα μάγειρας και ταυτόχρονα είχα πλατινένιο δίσκο. Με χρυσό δίσκο έφτιαχνα καφέδες. Ερχόταν ο κόσμος να του φτιάχνω καφέ και να υπογράφω αυτόγραφα. 

Πες μου μια δίκαιη ανταλλαγή που θα έκανες για να γυρίσεις σε εκείνα τα χρόνια. Δίκαιη και πραγματική, όμως…
Θα έδινα ό,τι έχω φτιάξει μέχρι τώρα για δέκα τέτοια χρόνια. Ασυζητητί, όμως. Η φτώχεια είναι και αλλού. Υπάρχουν πολλοί εύποροι οικονομικά, που είναι φτωχοί στο μυαλό και σε άλλα πράγματα. Εδώ συναντούσες μια απίστευτη αρχοντιά. Έβγαιναν τα αγόρια βόλτα και γινόταν σεισμός. Ήταν πάντα καλοντυμένοι, άντρες και γυναίκες. Το περιβάλλον ήταν σαν ναπολιτάνικο. Εδώ ήταν Μεσόγειος, και στους κώδικες. Το περιβάλλον ήταν πολύ επιβλητικό. Βέβαια καμιά φορά νικούσε το DNA και είχαμε παράσιτα. Φαντάσου ότι εδώ έχουν μεγαλώσει και νονοί της νύχτας. Κυκλοφορούσαν στο Πέραμα και ήταν οι φίλοι μας γιατί δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι μπορεί να κάνει ο άλλος αλλού, και γιατί εδώ στο Πέραμα δεν έκανε τίποτα. Αυτό συνεχίζεται και τώρα. Γι’ αυτό εκείνα τα πράγματα που φαίνονται αφύσικα σε κάποιους, να τα αναλύουν χωρίς να παίρνουν γνώμες από τους ανθρώπους εδώ, δεν θα πάρουν ποτέ αντικειμενική γνώμη. Το Πέραμα δεν είναι ένας αντικειμενικός τόπος, είναι ένας βαθειά υποκειμενικός τόπος. Μπορεί να μην είναι καν αληθινός τόπος.