Μουσικη

Τα διαστημόπλοια απογειώνονται ξανά στο «And Nothing Hurt» των Spiritualized

Ο νέος τους δίσκος είναι ένα γλυκό παραισθησιογόνο

Δημήτρης Καραθάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το καινούργιο άλμπουμ των Spiritualized περιέχει τα καλύτερα 48 λεπτά που θα βιώσεις φέτος. Και με κάθε επανακρόαση, η εμπειρία γίνεται πιο πρόσφορη. Αν ζεις και εσύ στον πλανήτη indie rock, το όνομα Jason Pierce είναι γραμμένο με πηχυαίους χαρακτήρες στις σελίδες της μουσικής εγκυκλοπαίδειάς σου. Θα γνωρίζεις επίσης, ότι έξι χρόνια απουσίας παραήταν υπερβολικά για να τα βγάλουμε πέρα χωρίς τις ψυχεδελικές όπερες, τα ερωτικά νανουρίσματα και τις κιθαριστικές μπουλντόζες που σκορπίζονται παντού στις οκτώ κυκλοφορίες μιας απίστευτης δισκογραφίας που χρονολογείται από το 1990. Το «And Nothing Hurt», το οποίο η διεθνής κριτική υποδέχτηκε με όρους ανεπιφύλακτης αποθέωσης, έσκασε με πάταγο αυτό το μήνα, για να διορθώσει αυτή την ανορθογραφία και να ξανακάνει τις μέρες μας ενδιαφέρουσες. Φιλόδοξο όσο και μεγαλοπρεπές, το μαγικά καθηλωτικό νέο δημιούργημα του αστροναύτη από το Ράγκμπι στέλνει σήματα μορς από το διάστημα και μελωδίες που κεντούν τον έναστρο ουρανό, για να φτάσουν «as far as we can go», όπως λέει και ο ίδιος. Here it comes.

 

 

Έχοντας επιβιώσει από την ασύδοτη νιότη με τους Spacemen 3, μια μπάντα της οποίας μότο ήταν το «Taking Drugs To Make Music To Take Drugs To», βγαίνοντας ακέραιος από έναν κανιβαλικά δημόσιο χωρισμό, μετά από χρόνια πάλης με το κατεστραμμένο του συκώτι, αλλά και μια διπλή πνευμονία που έκανε την καρδιά του να σταματήσει το 2005, ο Jason Pierce φωνάζει ένα βροντερό «up yours» στα δεινά του και κάνει τα ομορφότερα όνειρά του τραγούδια, σαν το πανδαισιακό «I’m Your Man», όπου οι Beatles συναντούν τον Phil Spector και τους Flyin’ Buritto Brothers, σε ένα ποπ αραβούργημα φτιαγμένο με την ακρίβεια ωρολογοποιού. Ο Pierce υπήρξε πάντοτε προσηλωμένος στα είδωλά του, πεισματικά επίμονος στο να περιφέρει τις επιρροές του σαν εικονοστάσιο, και είναι πραγματικά τρυφερή η ευλαβική του ταύτιση με την ιδιότητα του ροκ εν ρόλερ, όπως αποτυπώνεται μέσα από το video της Juliette Larthe, ένα μελοποιημένο road movie μικρού μήκους από μόνο του, με τα φυλαχτά του Hank Williams και του Link Wray να παρακολουθούν επιδοκιμαστικά από το καντράν.

«Πολλοί έχουν πει ότι γράφω το ίδιο τραγούδι όλη μου τη ζωή», αναφέρει ο Pierce, ωστόσο αυτό το σετ κατορθώνει να διασχίσει καινούργιες επικράτειες, έστω κουβαλώντας μαζί του τις αποσκευές προηγούμενων εκδοχών. Ο τόνος καταρχήν είναι καθολικά οπτιμιστικός, ο δίσκος μια εμπειρία καταφατική, πάντοτε μέσα από το στιχουργικό μοτίβο που διακρίνει την τραγουδοποιία του συνθέτη: καταραμένος αουτσάιντερ, με καταχρηστική θητεία στα οπιούχα, ο οποίος αναζητά τη λύτρωση μέσα από τον έρωτα ή την επίκληση σε μια θρησκεία που μοιάζει κυρίως με μεταφορική ιδέα. Σε αυτό το ηχοτοπίο, που θέλει να μοιάζει «σαν περιβαλλοντική ηχογράφηση φτιαγμένη από τον Phil Spector», το «Miracle» μπαίνει με τον χαρακτηριστικό απόηχο του «Ladies and Gentlemen We Are Floating in Space», το «Here It Comes (The Road) Let’s Go» έχει τη soulful ενορχήστρωση ενός Van Morrison περιόδου «Μοοndance», το «Let’s Dance» συνεπαίρνει με την σλάκερ αμεριμνησία των στίχων του, («though I’m tired just sitting here talking with you, there’s better things you know a lonely rock’n’roller can do»), το «Οn the Sunshine» ξεχύνεται με την πανηγυρική ατμόσφαιρα που έχει να ακουστεί από τις μέρες του «Good Dope Good Fun», γεμάτο από αισιόδοξα σλογκανάκια, τύπου on the sunshine… brand new day… take it easy… you can always do tomorrow what you cannot do today. Το πνεύμα αλλάζει στο «Damaged», με όλα του τα γοερά strings και την broken / laid out and dying θεματική του, όμως είναι το «Τhe Morning After» εκείνο το οποίο εξυψώνει το άλμπουμ στη στρατοσφαιρική του διάσταση, με τα 7΄42΄΄ λεπτά βελβετικού γκρουβ, και με τον Pierce να δανείζεται ακόμη και την ηρωίδα του «Rock’n’Roll» των Velvet Underground: «Janey said... ».

Για έναν τύπο που έχει επενδύσει τόσα πολλά στις μαξιμαλιστικές ενορχηστρώσεις και στα θηριώδη συναυλιακά σχήματα, για κάποιον που μπαινόβγαινε στο Αbbey Road συστηματικά, ξοδεύοντας χρήμα με τη σέσουλα προκειμένου να αιχμαλωτίσει όσο το δυνατόν πειστικότερα τις αρμονίες του μυαλού του, οι πιο εντυπωσιακές πληροφορίες γύρω από το «Αnd Nothing Hurts» πηγάζουν από τη διαδικασία παραγωγής του. Φτιαγμένο εξ ολοκλήρου με Prο Τools στο λάπτοπ του Jason Pierce, το άλμπουμ είναι συναρμολογημένο ψηφίδα ψηφίδα στο σπίτι του δημιουργού του, ο οποίος παίζει τα πάντα και αντλεί από τους δίσκους της συλλογής του για τα βιολιά, τα πνευστά και τα υπόλοιπα μέρη που δεν έχει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει. Κανείς δεν παίζει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο δωμάτιο σε αυτό τον δίσκο, ενώ ορισμένα σποραδικά σημεία (τρομπέτες, κοντραμπάσο, τυμπάνια), ηχογραφήθηκαν σε εξωτερικό στούντιο λίγο πριν το φινάλε.

Να πώς περιγράφει το «And Nothing Hurt» ο ίδιος: «Σκέφτηκα πως, αν πρόκειται να φτιάξω έναν δίσκο στη ηλικία μου, θα πρέπει να υπάρχει λόγος για να το κάνω. Και πως δεν θα έπρεπε να είμαι απλά κάποιος που παριστάνει τον εικοσάχρονο. Η γλώσσα του θα έπρεπε να σχετίζεται με το ποιος είμαι τώρα, και ήθελα ταυτόχρονα να αποτυπώνει το πέρασμα του χρόνου… Λατρεύω το ροκ εν ρολ, αλλά είναι παιχνίδι για τους νέους, έτσι δεν είναι; Είναι γεμάτο από το μπρίο και την άγνοια και την αλαζονεία της νιότης. Και αυτό είναι σπουδαίο, πρόκειται για ό,τι του δίνει όλη του την ενέργεια. Επομένως ήταν σημαντικό να μην υποκριθώ ότι επιδιώκω κάτι τέτοιο». Jason Pierce, ένας κομήτης σταλάζει φωτιά μέσα στο κεφάλι του, σέρνει φλόγες στην ταστιέρα του από το 1986, το ροκ εν ρολ είναι η αρρώστια και το γιατρικό του. «Και θα ξαναμπώ στην ίδια λούπα, και θα μαρτυρήσω ξανά, και θα χρειαστεί να με υποστείτε άλλη μια φορά». Έτσι θα γίνει. Και οι πιστοί θα προσμένουμε στις στερεοφωνικές εκκλησίες. Ως την επόμενη φορά, το αστέρι του Jason Pierce θα λάμπει απόκοσμο και εντούτοις τόσο φιλόξενο στη σκοτεινή πλάκα του μετεωρικού αυτού δίσκου.