Μουσικη

Γιάννης Παπαϊωάννου: «Το μέλλον είναι το μόνο που ουσιαστικά μας απομένει»

Μια αναδρομική εξιστόρηση του ηλεκτρονικού του ταξιδιού από τα eighties μέχρι το σήμερα

Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 615
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήταν τα τέλη των 70s και από την κιθαριστική βιρτουεζιτέ του rock ο νέος ήχος των συνθεσάιζερ ξεκινούσε να δημιουργεί ένα νέο μουσικό κύμα αναλογικής συναισθηματικής έντασης. Η πρόσφατη νοσταλγική ματιά προς τον synthpop ήχο των eighties, με συνεχόμενες ανακαλύψεις από όλες τις ευρωπαϊκές σκηνές που είχαν περάσει απαρατήρητες στην εποχή τους, γνωρίζει τεράστια άνθιση παράλληλα με σύγχρονους μουσικούς με το αυτί κολλημένο στον ήχο της περιόδου εκείνης. Ένα βαρύ βιογραφικό από την ηλεκτρονική σκηνή με έδρα την Αθήνα ανήκει στον Γιάννη Παπαϊωάννου, που μέσα από πολλές διαφορετικές συμπράξεις και πρότζεκτ και σταθερή την προσωπική υπογραφή του ΙΟΝ συνεχίζει να γράφει μουσική για το μέλλον. Του ζητήσαμε να μας μιλήσει για το παρελθόν, τους Rehearsed Dreams και την Creep, την ελληνική σκηνή των eighties φτάνοντας μέχρι το μέλλον και το πρόσφατο προσωπικό του άλμπουμ «Unsound», που ολοκληρώνει την προσωπική του τριλογία σε ένα κόνσεπτ που ξεκίνησε το 2010.

Πόσο έχει διαμορφώσει τον ήχο σας η επανάσταση των συνθεσάιζερ της δεκαετίας του ’80 (και στα τέλη των 70s) σπάζοντας τα κυρίαρχα δεξιοτεχνικά κιθαριστικά σόλο των 70s. Πώς βιώσατε αυτή την εποχή;

Υπήρχαν δύο δίσκοι στη συλλογή του μεγάλου μου αδερφού που άλλαξαν για πάντα την ακουστική μου αισθητική: το «666» των Aphrodite’s Child και το «Space Experience» του John Keating. Οι πρωτόγνωροι μουσικοί ήχοι των συνθεσάιζερ που υπήρχαν και στους δύο αυτούς δίσκους, με γράπωσαν και με παγίδεψαν.  Λίγο πιο μετά, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ένας φίλος της αδερφής μου ξεκίνησε να μου μαθαίνει κιθάρα, αλλά ο ίδιος είχε και ένα Yamaha CS-15, το οποίο δεν το «δούλευε» και έτσι μου το δάνεισε για να το ψάξω. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν έμαθα ποτέ κιθάρα, αλλά τουλάχιστον έμαθα πως ο ηλεκτρισμός, μέσα από γεννήτριες και κυκλώματα, μπορούσε να φτιάξει πολλούς από τους ήχους των δύο δίσκων που με είχαν εντυπωσιάσει σε πιο μικρή ηλικία. Mε αυτό το συνθεσάιζερ κάναμε και την πρώτη πρόβα των Rehearsed Dreams μερικά χρόνια αργότερα.

Την ίδια περίοδο η diy ελευθερία του punk αλλά και η διάδοχη post-punk ενέργεια απελευθέρωσε τη μουσική παραγωγή που για καιρό προαπαιτούσε τη μουσική κατάρτιση.

Εάν δεν βασιζόμουν στην παρόρμηση του ενστίκτου και στην ιδεολογία του «κάν’ το μόνος σου» που κουβαλούσε το punk κίνημα, δεν θα είχα φτάσει εδώ που είμαι σήμερα. Η μελέτη και η παιδεία ακολούθησαν τον αρχικό ηχητικό πειραματισμό. Αρχικά, όμως, ο αναλογικός ήχος των συνθεσάιζερ μου άνοιξε ένα πεδίο αναζήτησης, όπου στην πορεία ανακάλυψα πως το συναίσθημα κυριαρχεί σε όλες τις καλλιτεχνικές μου δραστηριότητες.

Παράλληλα στην Αθήνα δημιουργήθηκε μια μικρή αλλά δυνατή σκηνή με άξονα την Creep Records, στην οποία συμμετείχατε με τους Rehearsed Dreams συνομιλώντας με τη new wave, post-punk, coldwave σκηνή σε μια περίοδο που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ενημερωθεί κανείς για τη διεθνή παραγωγή. Tι έχει δημιουργήσει το ενδιαφέρον για την αναβίωση του συγκεκριμένου ψυχρού αλλά συναισθηματικού ήχου; Σχετίζεται με την κρίση;

Δεν νομίζω ότι έχει καμία σχέση με την κρίση. Κάποιες ελληνικές (και πολλές ξένες) παραγωγές απλά μπορεί να μην έκαναν πολύ θόρυβο όταν κυκλοφόρησαν πίσω στα 80s. O χρόνος όμως τις δικαίωσε. Όπως τότε υπήρχε ένα κοινό που άκουγε πιο περίεργα πράγματα, έτσι και τώρα υπάρχει ένα αντίστοιχο κοινό που αγαπάει αυτή την μουσική. Αυτοί, λοιπόν, οι καινούργιοι λάτρεις του είδους, που δεν βρίσκουν να ακούσουν τους παλιούς δίσκους, πού θα ανατρέξουν, αν όχι στις ανατυπώσεις κάποιων παλιών άλμπουμ; Σίγουρα, πίσω από την τάση των ανατυπώσεων υπάρχει και ένα κύμα νέων μουσικών που αγαπάει τα νεοκυματικά συνθεσάιζερ και όλα αυτά μπορεί να δίνουν την εντύπωση ενός νέου πράγματος, αλλά στην ουσία είναι ένα νοσταλγικό παιχνίδι.

Πώς ήταν οι σχέσεις μεταξύ των συγκροτημάτων της Creep περιόδου;

Οι Υell-O-Yell, οι Headleaders, οι Villa 21 και οι Rehearsed Dreams μοιραζόμασταν όλοι ένα αυτοσχέδιο στούντιο για πρόβες στον Βύρωνα. Από εκείνο το παλιό σπίτι πέρασαν μεταξύ άλλων οι Metro Decay και οι Last Drive στα πρώτα τους βήματα. Ακριβώς δίπλα από εμάς, είχαν νοικιάσει έναν άλλο χώρο όπου έπαιζαν οι Teenage Dolls και οι On Purpose. Οπότε υπήρχε ένα πολύ καλό κλίμα συνένωσης και δημιουργικής τρέλας. Πέρα από τις καλλιτεχνικές εμμονές και διαφωνίες του καθενός, πιστεύω ότι έχουμε όμορφες αναμνήσεις από εκείνες τις μέρες στον Βύρωνα.

Πέρα από τους Rehearsed Dreams στο ξεκίνημα και τα προσωπικά σας άλμπουμ, έχετε συνδημιουργήσει πολλά πρότζεκτ με άλμπουμ όπως το «Τhe Wonderful Weaver» των Spider’s Web του Σπύρου Φάρου, ή τους Raw με Μάκη Φάρο και Coti K. Αλλά και πιο πρόσφατα τους Mechanimal. Ποιες είναι οι διαφορετικές ανάγκες που καλύπτουν για ένα δημιουργό τα διαφορετικά αυτά projects παράλληλα με τον προσωπικό ήχο του ION;

Βασικά καλύπτουν μια πιο προσωπική ανάγκη για επικοινωνία και δημιουργία μαζί με άλλους καλλιτέχνες. Επίσης, όλα αυτά τα projects συμβολίζουν διαφορετικές περιόδους στη ζωή μου, με μοναδική σταθερά το σόλο ΙΟΝ project, το οποίο μετά τη διάλυση των Raw σκέφτηκα ότι θα με υπηρετούσε τόσο όσο θα μπορούσα να το υπηρετήσω κι εγώ.

Η diy αισθητική φαίνεται να σας ακολουθεί μέχρι σήμερα κυκλοφορώντας σε περιορισμένο αριθμό κασετών και CD και διαθέτοντας ψηφιακά το νέο άλμπουμ «Unsound». Πόσο σας έχει επηρεάσει;

Αν μη τι άλλο συνεχίζει να με διασκεδάζει γιατί με βάζει σε μια διαδικασία πιο έμμεσης επικοινωνίας με τους φανς, συχνά χειρόγραφης και λιγότερο αποστασιοποιημένης.

Γιατί θεωρείτε ότι η γερμανική σκηνή κυριάρχησε στον ήχο των σύνθις με ονόματα όπως Kraftwerk, Tangerine Dream και την kraut σκηνή; Ήταν ο ήχος των μηχανών;

Γιατί οι Γερμανοί πριν βάλουν οποιαδήποτε μηχανή να δουλέψει, έχουν διαβάσει πάρα πολύ καλά το εγχειρίδιο χρήσης της.

Υπάρχει διεθνές ενδιαφέρον για επανακυκλοφορίες ελλήνων καλλιτεχνών όπως η Λένα Πλάτωνος, οι Αlive She Died και οι IT95 με μεγαλύτερo feedback στο εξωτερικό από ό,τι εδώ είναι αλήθεια, μέσα από μια συνολική νοσταλγική ανάγκη ανακάλυψης των «άλλων» eighties. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση και θα σας ενδιέφερε να ανακινήσετε μέρος του παλιότερου υλικού σας μέσα από το πλούσιο δισκογραφικό σας υλικό;

Όπως είπα πριν η νοσταλγία παίζει περίεργα παιχνίδια. Ναι, υπάρχει ένα σχέδιο να κυκλοφορήσουν κάποια παλιότερα, πιο σπάνια, κομμάτια των Raw από την Dark Entries που επιμελήθηκε και τις ανατυπώσεις της Λένας Πλάτωνος.

Συνολικά φαίνεται να ενδιαφέρεστε περισσότερο για το μέλλον παρά για το παρελθόν, άλλωστε δεν έχετε σταματήσει να γράφετε μουσική και να εξερευνάτε νέους ήχους;

Το μέλλον είναι το μόνο που ουσιαστικά μας απομένει.

Πώς σας φαίνεται η νέα παραγωγή, που με δεδομένη την αχανή της έκταση φυσικά κανείς δεν μπορεί να παρακολουθήσει ολοκληρωτικά. Υπάρχουν πράγματα που σας έχουν εντυπωσιάσει ή εμπνεύσει; Ανατρέχετε και σε άλμπουμ του παρελθόντος; Tι ακούτε αυτή την περίοδο, για παράδειγμα, ή την περίοδο που ηχογραφήθηκε το «Unsound»;

To πεδίο της μουσικής ήταν πάντα αχανές για μένα. Όχι μόνο σήμερα λόγω της παγκοσμιοποίησης ή της ψηφιακής επανάστασης. Ήταν και είναι σαν ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ ενώ έχω ήδη συμπληρώσει μερικές χιλιάδες πίστες. Ωστόσο, νιώθω τυχερός που μπορώ και διατηρώ μέχρι σήμερα κάθε δίοδο ανοιχτή, χωρίς ηχητικούς φραγμούς. Και συνεχίζω να εξερευνώ, βασισμένος πάντα στο μοναδικό κριτήριο που θέτω ως ακροατής, από το πόσο «αληθινή» είναι η μουσική που ακούω. Αυτή την περίοδο ακούω πολλούς πειραματικούς ήχους και ηλεκτρονική μουσική. Το προηγούμενο καλοκαίρι, όταν ετοίμαζα το «Unsound», άκουγα συνέχεια Lee Hazlewood και Beach Boys.

Mε το «Unsound» ολοκληρώνεται η τριλογία που ξεκίνησε το ’10 με το «Elfish Tapes» και αργότερα με τη «Μαύρη Συχνότητα». Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος και τι διαφοροποιεί το ταξίδι αυτό μέσα στο χρόνο;

O συνδετικός κρίκος είναι η φθορά που προκαλεί ο χρόνος σε κάθε έμψυχο ή άψυχο δημιούργημα και ταυτόχρονα το παιχνίδι της μνήμης που εξαιτίας του χρόνου, αλλοιώνει, υπερβάλλει, ξεθωριάζει, ή αλλάζει το εκάστοτε δημιούργημα.

Έχετε συνθέσει imaginary soundtracks για δύο ταινίες. Πόσο θα σας ενδιέφερε η συνεργασία για μια καινούργια ταινία αναλαμβάνοντας εξολοκλήρου τον ήχο της;

Ανέκαθεν ήμουν ανοιχτός σε καλλιτεχνικές συνεργασίες. Πάντα μου άρεσε να οπτικοποιώ τη μουσική μου. Πάντα έψαχνα τις ιδανικές εικόνες που θα έντυναν τα ηχητικά μου τοπία. Ποτέ δεν έκρυψα την αγάπη μου για την εικόνα. Οπότε εξυπακούεται πως θα μου άρεσε να γράψω μουσική για μια κινηματογραφική ταινία. Ήταν για μένα μεγάλη τιμή να συμμετέχω με ένα τραγούδι των Rehearsed Dreams στην τελευταία ταινία του αγαπημένου Νικόλα, «Οι Αισθηματίες».

H ambient αποτελεί ένα μέρος της δομής στο υλικό σας ως ION. Πόσο έχει διαμορφώσει τον ήχο σας η αισθητική δημιουργών όπως ο Eno ή συνθετών όπως oι La Monte Young, Walter Carlos, Iannis Xenakis με έργα όπου εμπεριείχαν ήδη μια αίσθηση του μέλλοντος;

H ambient είναι μουσική που δεν την καταλαβαίνουν πολλοί, γιατί μπορεί να είναι ταυτόχρονα και συναισθηματική και εγκεφαλική. Αυτό μπορεί κάποιους να τους ξενίσει. Σε κάποιους άλλους μπορεί να φανεί ακόμη και βαρετή, ειδικά αν μείνουν μόνο στην επιφάνεια. Πίσω από κάθε ταπετσαρία όμως κρύβεται και ένας τοίχος. Η φιλοσοφία, η αισθητική και η παιδεία των ανθρώπων που αναφέρετε με έχουν βοηθήσει να καταλάβω ότι τα θεμέλια αυτής της μουσικής, είναι πολύ γερά δομημένα. Όλους τους παραπάνω, μαζί με τον Stockhausen, τον Roedelius και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τους θαυμάζω απεριόριστα και τους θεωρώ δασκάλους μου.

Πιστεύετε ότι σήμερα οι άνθρωποι δίνουν χρόνο στη μουσική ως ακροατές;

Κάποιοι ναι, κάποιοι όχι. Εξαρτάται από το πόσο βαθιά έχουν βάλει τη μουσική στη ζωή τους. Εκ των πραγμάτων άλλωστε, ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος για κανέναν. Επειδή, όμως, σήμερα έχει αυξηθεί και η ποσότητα των νέων άλμπουμ και η ελεύθερη διακίνηση του ήχου στο διαδίκτυο, αυτό κάνει ακόμα και εμάς, τους φανατικούς μουσικόφιλους, να αφιερώνουμε λιγότερο χρόνο σε κάθε καινούργια κυκλοφορία απ’ ό,τι παλαιότερα. Ίσως γιατί πιστεύουμε ότι θα προλάβουμε να τα ακούσουμε όλα.

Πώς φαντάζεστε το μέλλον; Ποιο είναι το «1984» της επόμενης γενιάς;

Δεν θέλω να φαντάζομαι το μέλλον γιατί μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Επίσης, δεν μου αρέσει να καταστροφολογώ αλλά ούτε και να πετάω στα σύννεφα. Θέλω όμως να πιστεύω ότι το καλό θα υπερισχύει του κακού. Ή τουλάχιστον ότι θα αργήσει πολύ να έρθει το απόλυτο σκοτάδι.

Ποιος θα ήταν ο ιδανικός σας συνεργάτης στο στούντιο;

Πιστεύω ότι δεν υπάρχουν ιδανικοί συνεργάτες, όπως δεν υπάρχουν και ιδανικοί άνθρωποι. Παρόλα αυτά η φωνή της Laurie Anderson εξακολουθεί να με κάνει να ονειρεύομαι μια συνεργασία μαζί της.

Πόσο δύσκολο είναι να δημιουργεί κανείς και μάλιστα σε ένα niche ηλεκτρονικού χώρου με ambient, idm, dub techno, electro αναφορές από μια χώρα σαν τη δική μας; Ή θεωρείτε πως μέσω διαδικτύου δεν έχει πια μεγάλη σημασία η χώρα προέλευσης; Πόσο εξαντλεί τη δημιουργική διάθεση η κυρίαρχη ελαφρότητα;

Στην Ελλάδα ήταν και είναι δύσκολο να κάνεις οποιαδήποτε τέχνη. Θα έλεγα πως είναι δύσκολο να αφιερωθείς γενικά σε αυτό που αγαπάς. Όμως αυτό συμβαίνει λίγο πολύ παντού. Πάντοτε οι καλλιτέχνες πεινούσαν. Πολλών η αξία αναγνωρίστηκε μετά θάνατον και πάρα πολλοί πέθαναν χωρίς να τους μάθουμε ποτέ. Όταν επιλέγεις να ασχοληθείς και με ένα μουσικό είδος το οποίο δεν καταλαβαίνουν οι πολλοί, τότε πρέπει να γνωρίζεις καλά ότι τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Αλλά καμία τέτοια σκέψη δεν εμπόδισε ποτέ κανέναν να συνεχίσει να κάνει αυτό που αγαπάει.

Τι ακολουθεί;

Μια καινούργια μέρα.