Μουσικη

Φοίβος Δεληβοριάς

Soul Team
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νευρωτικός; Μπορεί. Ανασφαλής; Όσο πρέπει. Αληθινός; Όσο δεν πάει.

Ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι ο «δικός μας» Morrissey. Το ’πιασες;

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι πήρες σχετικά μικρό ρίσκο φεύγοντας από τη Sony για να πας στην Inner Ear, δεδομένου ότι έχεις προ πολλού «φτιάξει όνομα».

Ίσως. Το σίγουρο είναι ότι δεν ήθελα να κάνω τον καινούργιο δίσκο με τον ίδιο τρόπο που έκανα τους προηγούμενους. Δεν ήθελα να ηχογραφηθεί με τον ίδιο τρόπο, στα συμβεβλημένα στούντιο με τη Sony, ούτε με τους ίδιους ρυθμούς ούτε με την ίδια μαρκετίστικη λογική. Ήθελα να δουλέψω λιγότερο αγχωμένα. Όπως δουλεύω στα live μου. Αν σκεφτείς όμως ότι η αρχική σκέψη ήταν να δημιουργήσω ένα μικρό label για να κυκλοφορήσω μόνος μου τον δίσκο, το ότι πήγα τελικά στην Inner Ear ήταν μια απόλυτα συνειδητή επιλογή. Κάτι που το γουστάρω πολύ, γιατί εκτιμώ αφάνταστα αυτούς τους ανθρώπους. Από το να κάθομαι σε ένα γραφείο με στρογγυλό τραπέζι και να μιλάω μόνο για το ποιο τραγούδι μπορεί να έχει airplay ή να βρούμε χορηγό για να κάνουμε video clip, ξαφνικά βρέθηκα με τον Περικλή Πιλαβά και την ωραία καλλιτεχνική αγωνία του.

Είσαι από αυτούς που πιστεύουν ότι μεγάλα δισκογραφικά μαγαζιά είναι απλώς άθαφτα πτώματα εν έτει 2011;

Αυτοί έπαθαν ένα πατατράκ γύρω στο 2000. Μέχρι τότε είχαν πολύ μεγάλους τζίρους. Είχαν φτάσει να νομίζουν ότι θα κάνουν για πάντα το παιχνίδι τους. Να κατασκευάζουν, ξέρω γω, boy bands και να βγάζουν εκατομμύρια. Και ξαφνικά, μέσα σε δύο-τρία χρόνια, οι συνταγές τους σταμάτησαν να αποφέρουν. Το downloading μπήκε σε κάθε σπίτι. Οπότε ήταν μοιραίο. Είτε θα ακολουθούσαν μία αριστοκρατική λογική, σαν τις μικρές εταιρίες, ή θα χανόντουσαν. Δυστυχώς, δεν είχαν τη δυνατότητα να μεταβληθούν σε ισχυρούς εκδοτικούς οίκους που να ψάχνουν την καλύτερη μουσική που υπάρχει τριγύρω τους ή ακόμη και να την εμπνέουν στους καλλιτέχνες. Οπότε χάθηκε το τρένο. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι οι μεγάλες δισκογραφικές ιστορίες και οι θρύλοι τους είναι μία ιστορία στη μουσική των τελευταίων 60-70 χρόνων. Η μουσική υπάρχει κάπως περισσότερα.

Τις προάλλες, συζητώντας με τον Παντελή των Κόρε Ύδρο, μου είπε κατά λέξη ότι «η συναισθηματική ασφάλεια είναι η ταφόπλακα του καλλιτέχνη». Ένιωσες ποτέ να κινδυνεύεις;

Δυο-τρεις φορές τον μήνα θα κάτσω μερικές ώρες στο πιάνο με διάθεση να γράψω μουσική. Αλλά όταν αυτό το πράγμα γίνεται μέσα από τις ευκολίες μου, δε συγκινούμαι. Πρέπει να μην αισθάνομαι ασφαλής μέσα στο παρελθόν μου, προκειμένου να λειτουργήσω. Αυτό το συνειδητοποίησα για πρώτη φορά όταν είχε κάνει μεγάλη επιτυχία ο δίσκος «Χάλια», το 1998. Ενώ μέχρι τότε με άκουγαν ελάχιστοι, ξαφνικά είχε γίνει χρυσός ένας δίσκος. Δεν ήταν καθόλου ωραία η αίσθηση ότι υπάρχει κοινό που περιμένει το επόμενο βήμα. Πέρασαν πέντε χρόνια για να γίνει ο «Καθρέφτης». Χρειάστηκε να πάω φαντάρος για να μπορέσω να ξαναγράψω τραγούδι. Έβαλα τον εαυτό μου σε μια συνθήκη πίεσης και ανασφάλειας και τότε άρχισε να ρέει ο κρουνός.

Φαντάζομαι, ένα στοίχημα είναι να προσπαθείς να αγνοείς τα τρικ που σου έχει χαρίσει η πείρα τόσων χρόνων γραψίματος τόσο σε στιχουργικό όσο και σε συνθετικό επίπεδο.

Μετά το «Έξω», αισθάνθηκα ότι, αν έκανα το ίδιο για μία ακόμη δουλειά, δε θα είχε ενδιαφέρον για μένα. Θα ήταν ακριβώς αυτό που περιμένει το ήδη διαμορφωμένο κοινό αλλά και εγώ από τον εαυτό μου. Εκεί ήρθε να με σώσει ένας χωρισμός. Μία μικρή απώλεια της ζωής. Ένα μικρό δραματάκι. Άρχισα να γράφω τραγούδια καθαρά για δική μου θεραπεία. Δε με ενδιέφερε να εξελίξω το στιλ μου ή να κάνω ένα βήμα πιο πέρα στις αφηγήσεις μου. Κι όμως. Το χέρι μου στο πιάνο πήγαινε από μόνο του σε αρμονικές λύσεις που πιο πριν δεν τις τολμούσα, κυρίως γιατί είχα ένα πολύ συγκροτημένο κείμενο που έπρεπε να μελοποιήσω. Το ότι δεν είχα κείμενο και το ότι έγραφα απλώς επειδή ήθελα να καταγράψω κάτι που μου συνέβαινε εκείνη την ώρα με έκανε πιο ελεύθερο μουσικά. Ήξερα ότι αυτός θα είναι ένας διαφορετικός δίσκος από τον «Καθρέφτη» και το «Έξω». Με μία άλλου τύπου μελαγχολία.

Το λες και στο «Φεγγάρι αυτό». «Έτσι λειτουργεί πάντα η μουσική, τραγουδάς μόνο αν κάτι χαθεί».

Όλη η διαδικασία του να γράψεις ένα τραγούδι είναι να παγώσεις έναν χρόνο που θα χαθεί και σε πονάει που θα χαθεί. Αλλά του αντεπιτίθεσαι με το να τον τεμαχίζεις και να κρατάς για σένα ένα τρίλεπτο. Αυτό το πράγμα, επειδή είναι ένας δίσκος που μιλάει για την προσωπική απώλεια, το ένιωσα περισσότερο από κάθε άλλη δουλειά μου. Ίσως κι επειδή είχα κλείσει τα 35. Το να χάνεις έναν άνθρωπο στα 35 δεν είναι το ίδιο με το να χάνεις στα 20. Σε πονάει λίγο περισσότερο.

Βάζεις όρια στο τι θα μοιραστείς με τον κόσμο;

Δε με απασχολεί η έννοια «δίνω στον κόσμο». Όλα μου τα τραγούδια είναι βιωματικά, αλλά δεν είναι αυτοβιογραφικά ντε και καλά. Είναι τραγούδια που ξέρουν να προστατεύσουν το αληθινό τραύμα ή το αληθινό πρόσωπο που γέννησε το πράγμα. Γενικά, δε με ενδιαφέρει να διαβάσω ένα βιβλίο για να μάθω πώς έζησε ο συγγραφέας την προηγούμενη διετία. Αλλά τι εσωτερική ζωή είχε. Να μην είναι απλό ημερολόγιο. Αλλά με έναν τρόπο να αφορά και τους άλλους. Από μικρός είχα μία λίγο «Truman show» αντίληψη της ζωής. Πως υπάρχει κάποιος που με βλέπει, οτιδήποτε κι αν κάνω. Θυμάμαι να πηγαίνω στο δημοτικό και να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως ήρωα μιας ιστορίας για να περάσει η βαρετή μέρα. Αφηγιόμουν ο ίδιος στον εαυτό μου τη μέρα μου με έναν λίγο κινηματογραφικό τρόπο. Όταν στα 12 ξεκίνησα να γράφω τραγούδια, σκεφτόμουν ότι αυτό θα έκανα, ένα μυθιστόρημα εν εξελίξει που θα κράταγε όλα όσα ζούσα. Ήταν ένας δικός μου τρόπος να υπερασπιστώ την τρέλα μου από τη ζωή και τη βαρεμάρα της. Αυτό ισχύει ακόμη. Δε σκέφτομαι ότι δημοσιοποιώ τη ζωή μου στους άλλους, αλλά ότι κρατάω από τη ζωή μου ό,τι είναι ενδιαφέρον να γίνει αφήγημα και το δουλεύω. Επομένως θεραπεύω τον εαυτό μου.

Κάπου είπες ότι «Αυτούς που δε σου μοιάζουν, δεν οφείλεις καθόλου να τους εκφράζεις». Γνήσιος ελιτισμός;

Τα τραγούδια που μου άρεσαν από μικρό παιδί, είτε ήταν το «Strawberry fields forever» είτε το «ζούλα σε μια βάρκα μπήκα, στη σπηλιά του δράκου μπήκα», μιλάνε για πολύ συγκεκριμένα πράγματα που αφορούσαν πολύ συγκεκριμένες παρέες σε μία πολύ συγκεκριμένη ρωγμή του χρόνου. Τα υπόλοιπα, πολύ γενικά τραγούδια τύπου «συγνώμη που σ’αγάπησα πολύ, δεν ξέρω ν’αγαπώ όμως πιο λίγο» μου φαινόντουσαν τόσο γενικόλογα και τόσο να διψούν να βρουν ντε και καλά ένα ευρύ κοινό, που σαν να μην υπήρχαν. Κάθε καλλιτέχνης ψάχνει να επικοινωνήσει με ανθρώπους που είναι εν δυνάμει φίλοι του. Που είναι εν δυνάμει το ίδιο ευαίσθητοι με αυτόν. Ή έχουν τα ίδια παιδικά τραύματα. Αν ξεκινάς να λες «λοιπόν, τι αρέσει τώρα στον κόσμο», δηλαδή να βρεις με τι μπορεί να εκφραζόταν ένα μεγάλο target group, μόνο χαμένος θα βγεις στο τέλος. Στην καλύτερη περίπτωση, μετά από ένα χρόνο τα γούστα του λαού θα έχουν αλλάξει κι εσύ θα ακούγεσαι σαν κακό ρετρό. Η μαγκιά είναι οι ιστορίες που θέλεις να πεις, για τους ανθρώπους που θέλεις να απευθυνθείς, ακριβώς όπως θέλεις να τις πεις, να κάνουν το crossover και σε άλλους. Αυτό έχει ενδιαφέρον. Ο πρώτος δίσκος που είχα βγάλει στη Sony δεν είχε πάει θεαματικά καλά. Όταν τους είχα πάει τα καινούργια τραγούδια, σαν τον «Σκύλο στο Κολωνάκι», δε χάρηκαν ιδιαίτερα. «Γιατί δε γράφεις και δυο τρία τραγουδάκια που να έχουνε ένα τέμπο και μία δυναμική για να μπορεί να τα ακούσει πιο πολύς κόσμος;» Το έκανα. Έγραψα το «Θέλω να σε ξεπεράσω» ή το «Κάθε Σεπτέμβρη». Τα τραγούδια αυτά δε μου άρεσαν καθόλου. Τα έβαλα στο δίσκο ως πείραμα, για να δω αν όντως λειτουργεί το πράγμα έτσι. Στην αρχή πραγματικά το «Θέλω να σε ξεπεράσω» έγινε μεγάλη επιτυχία και άρχισε ο δίσκος να πουλάει τρελά. Αυτό όμως που έκανε τη διαφορά και είχε διαχρονική επιτυχία και δημιούργησε κοινό ειδικά δικό μου ήταν το «Εκείνη», ο «Φώτης», τα «άλλα» τραγούδια δηλαδή. Οι άνθρωποι που με ρωτούσαν «ποια είναι η γυναίκα του Πατώκου» ήταν αυτοί που άκουσαν πραγματικά τη μουσική μου και έγιναν το πραγματικό κοινό μου. Οι υπόλοιποι χάθηκαν.

Υποθέτω εννοείς τους «έντεχνους τουρίστες»;

Δε μου άρεσε ούτε στιγμή η ιστορία με το έντεχνο. Αισθανόμουν ότι ήταν πολύ φτωχό μια ολόκληρη χώρα να έχει δύο μουσικά είδη. Το λεγόμενο έντεχνο και το λεγόμενο λαϊκο-πόπ. Και, μάλιστα, αυτά τα δύο είδη να μην έχουν μουσικές ορολογίες που τα καθορίζουν, αλλά καθαρά ηθικές και ποιοτικές. Ήταν κάποιοι τύποι που τιτλοφορούσαν το είδος του τραγουδιού τους έντεχνο. Ότι περιέχει τέχνη. Αυτό δε μου άρεσε. Γι’ αυτό ακριβώς είχα συνεργαστεί στο «Χάλια» με την Καίτη Γαρμπή. Το θεωρούσα απάντηση ως προς αυτό. Τι σημαίνει «παίζω έντεχνο»; Δεν μπορείς να αυτοπροβάλεσσαι ηθικά, αν είσαι μουσικός. Δε δέχομαι να νιώσω την ασφάλεια μιας μουσικής ταμπέλας που με ονομάζει «καλό καλλιτέχνη».

Αν ο 37άρης Δεληβοριάς του «Αόρατου Ανθρώπου» συναντούσε τον Δεληβοριά του «Χάλια» ή ακόμη πιο πίσω, πιστεύεις ότι θα συμπαθούσε ο ένας τον άλλο;

Ο 37άρης μάλλον θα συμπαθούσε τον άλλο. Με συμπάθεια βλέπω τις προηγούμενες δουλειές και τους προηγούμενους εαυτούς μου, έστω και αν πολλά πράγματα τα θεωρώ πια λάθη. Οι παλιοί «Δεληβοριάδες» δεν ξέρω αν θα με συμπαθούσαν. Ήταν πολύ πιο δογματικοί από μένα. Θα είχε πάντως ενδιαφέρον, την εποχή που έγραφα με ιεραποστολικό ζήλο το «Εκείνη», να μου έβαζε κάποιος τον «Αόρατο Άνθρωπο», να δω αν θα μου άρεσε. Ή στα 16, που ήμουνα μανιώδης χατζιδακικός και φανατικός αναγνώστης του Ρεμπώ, να μου έβαζε κάποιος να ακούσω το «Εκείνη» που έλεγε «για να σε προσέξει, ρεψίματα κάνεις». Μάλλον θα φρίκαρα.

Η γνωριμία σου με τον Χατζιδάκι παραμένει μέχρι και σήμερα το πιο οριακό γεγονός της ζωής σου;

Μεγάλωσα στην Καλλιθέα και πήγα σε δημόσιο σχολείο στη δεκαετία του ’80. Νομίζω ότι, αν μεγάλωνα σε ένα άλλο προάστιο και πήγαινα σε ιδιωτικό, μπορεί να ήμουνα διαφορετικός άνθρωπος. Το γεγονός ότι ακροβατούσα ανάμεσα σε μια τρομερά μικροαστική ζωή ενός προαστίου στα 80s, ενώ, από την άλλη, άκουγα μουσική που δεν την άκουγαν τα περισσότερα παιδιά στο σχολείο, το ότι μέσα μου δηλαδή συγκρούονταν δύο κόσμοι, νομίζω ότι με έχει στιγματίσει πιο πολύ από όλα. Καταλύτης ήταν ο Χατζιδάκις στο να αποδεχτώ τις πιο διαφορετικές πλευρες μου. Αν δεν τον γνώριζα, δεν ξέρω κιόλας τι θα είχε υπερνικήσει. Μπορεί ο μικροαστικός περίγυρος και όχι η καλλιτεχνική φύση.

Τα τραγούδια σου, εκτός από βιωματικά ή όπως θες πες τα, μου ακούγονται και σαν μικρά αστικά χρονογραφήματα. Όλα αυτά τα χρόνια πώς αντιλαμβάνεσαι τις αλλαγές στη ζωή στην πόλη;

Μέχρι το ’89 ο Έλληνας είχε συνείδηση του ότι είναι πολίτης μιας χώρας. Μιας χώρας με συγκεκριμένη αφήγηση, μυθολογία και πολιτισμό. Με τις παλιές ταινίες της, την παλιά μουσική της, τους χαρισματικούς ηγέτες της, τα κουλέρ λοκάλ της, τη φολκ της, τα νησιά της και πάει λέγοντας. Ήταν κάτι που αυτοκαθοριζόταν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και σου έδινε ταυτότητα σε μεγάλο βαθμό, είτε είχες αντιρρήσεις ως προς αυτό είτε όχι. Από το ’90 και μετά, που τα πράγματα γκλομπαλοποιήθηκαν με διάφορους τρόπους, από την τεχνολογία μέχρι το ότι κόπηκαν οι δασμοί και ξαφνικά είχαμε μπανάνες σε αφθονία, νομίζω συνειδητοποιήθηκε πολύ βαθιά ο επαρχιωτισμός μας. Ξαφνικά αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ως πολύ επαρχιώτικα πράγματα όλες εκείνες τις ηρωικές αφηγήσεις που μας γέννησαν. Αυτό ήταν και καλό και κακό. Καλό, γιατί αρχίσαμε να κοιτάμε και έξω από την «αυλή» μας. Από την άλλη, υπήρξε -στην αρχή πολύ, και σήμερα ευτυχώς κάπως λιγότερο- μια αμηχανία που οδήγησε σε μιμητισμό. Ένα απλό παράδειγμα: διαβάζεις στα free press ότι ο Αγιος Σπυρίδωνας στο Παγκράτι είναι η Piazza di Spagna της Αθήνας. Ή ότι η πλατεία Καρύτση είναι η νέα Simon Dach Strasse. Και πας εκεί και σε πιάνει κατάθλιψη, γιατί δεν έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο. Χάνονται δηλαδή ευκαιρίες να δημιουργήσουμε αυτόχθονα σημεία αναφοράς. Από την άλλη, δε θα ήθελα με τίποτα να γυρίσουμε πίσω και να μας ενδιαφέρουν μόνο οι παλιές ταινίες του Φίνου και να μην έχουμε δει καθόλου από την ίδια εποχή τον Billy Wilder και τον Lubistch.

Θεωρητικά δηλαδή γινόμαστε καλύτεροι;

Νομίζω ότι ναι, το περιβάλλον είναι πιο υγιές από τότε που μεγάλωνα εγώ. Το μόνο πρόβλημα είναι του μιμητισμού. Πρέπει να ισχυροποιηθούν ξανά οι αναφορές του παρόντος έχοντας μια γοητεία λίγο πιο αυτόνομη. Άλλωστε, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να γίνουμε ενδιαφέροντες και για τους ξένους. Σκέψου, αν δεις εσύ μια ταινία της μετά-Γιέλτσιν Ρωσίας, δε νομίζω να σε ενδιέφερε να δεις μια ρώσικη αντιγραφή του «Matrix». Ή έναν μουσικό που μεταχρονολογημένα μιμείται τους Depeche Mode.

Υπήρχε ποτέ μέσα σου η πιθανότητα να γίνεις κάτι άλλο εκτός από μουσικός;

Ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Αυτό ήταν το πιο ισχυρό μου όνειρο από όταν ήμουνα μικρός. Ακόμη και σήμερα στην καθημερινότητά μου η τέχνη του κινηματογράφου με απασχολεί περισσότερο από την τέχνη της μουσικής. Βλέπω περισσότερες ταινίες παρά ακούω δίσκους. Δε θα ξεχάσω όμως ποτέ κάτι που μου είπε ο Χατζιδάκις, όταν είχα πρωτοπάει να του παίξω τα τραγούδια μου και συζητώντας ανέφερα ότι σκεφτόμουν να ασχοληθώ και με το σινεμά. «Με ένα από τα δύο. Μη γίνεις τουρίστας των τεχνών». Νομίζω ότι καλώς τον άκουσα.

Από το σπίτι σου δεν είχες καμία πίεση να γίνεις γιατρός ή αρχιτέκτονας ή, τέλος πάντων, κάτι πιο «κανονικό» από τραγουδοποιός;

Υπήρχε ανασφάλεια. Αλλά ταυτόχρονα υπήρχε στήριξη. Ο πατέρας μου φοβόταν ότι αυτό που επιλέγω είναι ένα εφηβικό όνειρο που θα συντριβεί στην πραγματικότητα. Εκεί έπαιξε σημαντικό ρόλο το εύσημο του Χατζιδάκι. Είχα κάτι σαν πτυχιακή εργασία στα χέρια μου.

Μεγαλώνοντας, έχεις καταλήξει για το αν η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή ή υπερβολικά μεγάλη για να την κάνουμε καρναβάλι, που λέει κι ο Αγγελάκας;

Κυρίως μου φαίνεται τεράστια. Ότι πραγματικά θα πλήξεις, αν δεν της δώσεις ένα δημιουργικό νόημα και σχήμα. Μικρός έκανα φασαρία, όταν με έπαιρναν μαζί οι γονείς μου σε οικογενειακές επισκέψεις. «Δεν παίρνεις τα κραγιόνια να ζωγραφίσεις, παιδάκι μου;» μου λέγανε. Τα έπαιρνα και μετά δεν ήθελα να φύγω. Ή παίζαμε ένα παιχνίδι στο οποίο εγώ ήμουν ένας σαδιστής γιατρός και η ξαδέρφη μου ασθενής, και αυτό έδινε ένα νόημα σε αυτή τη βαρετή πραγματικότητα της επίσκεψης. Αυτό το πράγμα συμβαίνει ακόμη. Υπάρχουν πολλά βαρετά πράγματα που όλοι πρέπει να κάνουμε και μέρες που δεν περνάνε με τίποτα. Μέχρι που ξαφνικά σε παρασύρει ένα δημιουργικό σου project και ο χρόνος τελειώνει αμέσως. Έχω μια συνείδηση της ζωής σαν κάτι μεγάλο και αφόρητο εν πολλοίς. Από την άλλη, γίνεται πολύ σύντομο και γλυκό κάθε φορά που έχω ένα δημιουργικό λόγο να υπάρξω μέσα σε αυτό. Όπως με τις παραστάσεις μας σε διάφορες πόλεις. Ανεβαίνουμε στη σκηνή με πολύ ρυθμική, σχεδόν χορευτική διάθεση. Ίσως γιατί η σημειολογία του πένθους που διατρέχει τον «Αόρατο Άνθρωπο» ολοκληρώθηκε για μένα και αυτή τη στιγμή έχω μια πολύ πανηγυρική διάθεση. Νομίζω ότι πέρασα μια πρώτη κρίση ηλικίας επιτυχώς, μέσα από ένα πένθος. Κάπως έτσι.

*Ο «Αόρατος Άνθρωπος» κυκλοφορεί από την Inner Ear.

Συνέντευξη: Θεοδόσης Μίχος

Φωτογραφία: Τάσος Βρεττός

Παραγωγή και επιμέλεια: Χρήστος Καλλιαρέκος, Κατερίνα Μανωλαράκη