Μουσικη

Η τελευταία διαθήκη του Γούντστοκ

Ένα βιβλίο για τους Band και το πνεύμα της μουσικής που χωνεύτηκε από τη βιομηχανία

27005-103933.jpg
Στέφανος Δάνδολος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
131487-298548.jpg

Τραγωδίες πίσω από τα λαμπερά φώτα της μουσικής υπάρχουν πολλές. Από το αργό βύθισμα του βασιλιά Έλβις στα drugs και τα λαμέ καζίνο των 70ς, μέχρι τους πιο πρόσφατους ολέθρους της Έιμι και του Πρινς. Ίσως όμως το πιο θλιβερό κεφάλαιο της ροκ μουσικής ανήκει στους Band, το θρυλικό συγκρότημα που ξεκίνησε ως πλήρωμα του Μπομπ Ντύλαν στα πολυτάραχα σίξτις και συνέχισε μόνο του, δημιουργώντας από το μηδέν τη σκηνή που σήμερα ονομάζεται roots music ή Americana, ένα μείγμα country rock το οποίο ενέπνευσε σχήματα όπως οι Byrds και οι Eagles. 

Οι Band που με έδρα ένα ροζ κοινόβιο στις πλαγιές του Γούντστοκ έβαλαν φωτιά στις παγιωμένες φόρμες της ποπ μουσικής και μαζί με τους ψυχεδελικούς Grateful Dead, τον οργιώδη Χέντριξ, τους πρωτοπόρους Beatles και την ηλεκτρική λαίλαπα των Who και των Stones, μετέτρεψαν τη τριετία 1968-1971 σε μια μουσική θύελλα που δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Από το θρυλικό άλμπουμ «Music from Big Pink» μέχρι το αξεπέραστο κύκνειο άσμα τους «The Last Waltz», που χάρη στον σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορσέζε και το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ του έμεινε να αποτυπώνει για πάντα το πνεύμα της δεκαετίας του εβδομήντα, οι Band ηχογράφησαν δίσκους-ορόσημα, ενέπνευσαν καλλιτέχνες όπως οι Pink Floyd και ο Van Morisson, και πρότειναν ένα νέο ύφος στην μέχρι τότε καθιερωμένη φόρμα των συγκροτημάτων: ήταν πέντε μουσικοί που αντάλλασσαν ρόλους επί σκηνής και στο στούντιο, που μπορούσαν να περάσουν από τα blues στη folk και από τις μπαλάντες σε hard πυροτεχνήματα χωρίς να λογαριάζουν το «κόστος» της κάθε ταμπέλας, ενώ ταυτοχρόνως οι εναλλαγές του τραγουδιστή (μέχρι τότε μόνο στους Μπιτλς δεν υπήρχε σταθερή lead voice) τους έκαναν να μοιάζουν με μια συντροφιά γενειοφόρων που, φαινομενικά τουλάχιστον, δεν είχε ηγέτη.

Ήταν η αγγελική φωνή του Ρίτσαρντ Μάνουελ, το βαθύ εκφραστικό ταπεραμέντο του Ρικ Ντάνκο και το καουμπόικο τεξανικό στιλ του Λίβον Χελμ, του μόνου Αμερικανού στην παρέα (όλοι οι υπόλοιποι ήταν Καναδοί). Και πίσω από τις τρεις αυτές φωνές, έστεκαν οι πολυοργανίστας Γκαρθ Χάτσον και ο κιθαρίστας Ρόμπι Ρόμπερτσον, οι μόνοι επιζώντες σήμερα. Το βιβλίο του τελευταίου, που κυκλοφορεί το φθινόπωρο και ήδη αποτελεί hot product στην Amazon, φέρνει το σπουδαίο αυτό σχήμα ξανά στην επικαιρότητα, και επαναφέρει τη θλιβερή διαπίστωση ότι όλα τα μεγάλα ταξίδια στη μουσική ξεκίνησαν από το όραμα μιας φιλίας και στην πορεία καταστράφηκαν από την αντιζηλία, τα ναρκωτικά και το χρήμα. Γιατί αυτή ήταν η μοίρα των Band, όπως ήταν και των Beatles, των Beach Boys, των Crosby, Stills and Nash και τόσων άλλων.

Η βιογραφία του Ρόμπι Ρόμπερτσον θα φέρει τον τίτλο «Testimony», από το ομώνυμο τραγούδι του πρώτου προσωπικού του άλμπουμ, και ήδη έχει ξεσηκώσει θύελλα σχολίων από τους φανατικούς φίλους της μπάντας, που έχουν διαβάσει το προ εικοσιπενταετίας «This wheel’s on fire» του ντράμερ Λίβον Χελμ. Στο δικό του βιβλίο ο Χελμ κατηγορούσε τον Ρόμπερτσον για την μεγαλύτερη κλοπή στην ιστορία της ροκ μουσικής. Τον χαρακτήριζε άπληστο και ψεύτη. Όλα τα τραγούδια του συγκροτήματος που υπογράφονται αποκλειστικά από τον Ρόμπερτσον ήταν, σύμφωνα με τον Χελμ, κοινές συνθέσεις οι οποίες, εξαιτίας των σχέσεων του κιθαρίστα με τον Άλμπερτ Γκρόσμαν (μάνατζερ των ίδιων και του Ντύλαν) καταγράφηκαν ως προσωπικά επιτεύγματα του Ρόμπερτσον. Επίσης, στο βιβλίο του, ο Χελμ κατηγορούσε τον Ρόμπερτσον ότι η υπόλοιπη μπάντα σύρθηκε σχεδόν μετά βίας στο The Last Waltz, το οποίο σηματοδοτούσε τη διάλυσή τους. Όλα αυτά, σύμφωνα με τον Χελμ, οδήγησαν όλα τα μέλη του συγκροτήματος στη φτώχεια και τον ίδιο τον Ρόμπερτσον στην καρδιά του αμερικανικού ονείρου, αφού μετά τους Band ανέλαβε μουσικός παραγωγός στην εταιρεία του Σκορσέζε υπογράφοντας σάουντρακ όπως το «Οργισμένο Είδωλο» και τα «Κακά Παιδιά». Όταν οι Band εισήχθησαν ένδοξα στο Hall of Fame, τη δεκαετία του ενενήντα, ο Λίβον Χελμ δεν δέχτηκε να παραστεί πλάι στον παλιό του σύντροφο.

Ο Ρόμπι Ρόμπερτσον δεν απάντησε ποτέ σε όλες αυτές τις κατηγορίες. Ο θρίαμβος του συγκροτήματος, στις χρυσές μέρες του ’70, άπλωσε σκιές στην μετέπειτα ζωή των μελών. Ο Ρίτσαρντ Μάνουελ, αλκοολικός ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεγάλης τους επιτυχίας, δεν άντεξε την κατάθλιψη και αυτοκτόνησε το 1986 σε ένα μικρό μοτέλ των αμερικανικών δρόμων. Ο Ρικ Ντάνκο, κουρασμένος κι αυτός από τις καταχρήσεις, πέθανε το 1999. Και ο ίδιος ο Χελμ άφησε την τελευταία του πνοή, χτυπημένος από καρκίνο, τον Απρίλιο του 2012. Μένει τώρα αυτό το βιβλίο, που ο Ρόμπερτσον έγραφε στο χέρι από το 2011. Θα ξύσει όλες τις παλιές πληγές; «Δυστυχώς ο Λίβον δεν είναι ζωντανός για να του απαντήσει», έγραφε τον Μάιο το περιοδικό Rolling Stone. Όπως και να ’χει, χάρη στην επιτυχία του Κιθ Ρίτσαρντς, ζούμε στην εποχή των μουσικών βιογραφιών. Και σε μια χρονιά όπου όλοι οι σπουδαίοι γερόλυκοι επανέρχονται (έχουμε ήδη νέα άλμπουμ από Μπομπ Ντύλαν, και Πολ Σάιμον, ενώ αναμένονται καινούργιοι Στόουνς) ένα βιβλίο για τους Band και το πνεύμα της μουσικής που χωνεύτηκε από τη βιομηχανία, θα μας γυρίσει στα χρόνια όπου όλα έμοιαζαν πιο αθώα. Ακόμη κι αν δεν ήταν.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ