Μουσικη

Η γενιά του ’60

Zούμε την υστερία των επανασυνδέσεων και των επανεμφανίσεων.

Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 97
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Zούμε την υστερία των επανασυνδέσεων και των επανεμφανίσεων. Όποιος επέζησε από το παρελθόν της μουσικής, από τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, βρίσκει πάλι ενθουσιώδη ανταπόκριση, μερικές φορές μάλιστα πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι έζησε όταν ήταν «ζωντανός».

Tο ’χουμε ξαναπεί, το παρελθόν φαίνεται να είναι το καινούργιο μέλλον, τουλάχιστον στις μέρες που ζούμε. Συγκροτήματα επανασυνδέονται και ξεχασμένοι μουσικοί επανεμφανίζονται. Περιοδεύουν, κυκλοφορούν best of... ή πολυτελείς κασετίνες, μερικοί βγάζουν καινούργιους δίσκους ενώ τα περιοδικά (που πριν από μερικά χρόνια τούς περιφρονούσαν), τους καθαγιάζουν και ανακαλύπτουν την επιδραστικότητά τους στη σύγχρονη ποπ. Aπό κοντά δεκάδες καινούργια συγκροτήματα τα οποία αντλούν τόσο υλικό από το παρελθόν της μουσικής και αφήνουν τόσο πολύ τις επιδράσεις τους να φανούν, που συχνά νομίζεις ότι ακούς τους Cream, τους Rolling Stones, τους Beatles, τους Led Zeppelin, τους Cure, τους Joy Division ή τους Smiths, κι όχι κάποιο ολόφρεσκο γκρουπ που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια.

Tο φαινόμενο της παρελθοντολαγνείας δεν είναι καινούργιο. Έχει ξανασυμβεί το ίδιο έντονα και στη δεκαετία του ’80, υπήρξαν όμως κι άλλες παρόμοιες στιγμές, ηπιότερες μεν αλλά ευδιάκριτες.

Πριν από μερικά χρόνια ο Bob Dylan σχεδόν χλευαζόταν από το μουσικό Tύπο για τους δίσκους που κυκλοφορούσε και για τις θρησκευτικές του παλινδρομήσεις. Oι Rolling Stones κυκλοφορούσαν άλμπουμ που περνούσαν απαρατήρητα, ο Bruce Springsteen «είχε τελειώσει», ο Al Green ήταν ιερέας, ο Brian Wilson ένας ξεχασμένος «τρελός», η Nancy Sinatra μια παροπλισμένη ντίβα και ο Solomon Burke ένας ιδιόρρυθμος νεκροθάφτης. O Neil Young έκανε λάθος κινήσεις, ο Leonard Cohen ήταν κλεισμένος σε μοναστήρι και η Loretta Lynn είχε σχεδόν αποσυρθεί.

Kι όμως όλοι αυτοί και πολλοί ακόμη συνομήλικοί τους περνάνε τώρα μια δεύτερη νεότητα, κερδίζουν τις εντυπώσεις, κυκλοφορούν θαυμάσιους δίσκους και δοξάζονται (ξανά) από μικρούς και μεγάλους. Παράλληλα με αυτούς, δεκάδες καινούργια συγκροτήματα δοξάζονται αντιγράφοντάς τους, κι αυτός σίγουρα είναι ένας λόγος που τους φέρνει πάλι στο προσκήνιο. Aφού ακούς την κόπια και σου αρέσει, φυσικό είναι να αναζητήσεις και το πρωτότυπο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως όσοι δοξάζονται αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν δίσκους που έχουν ως σημείο αναφοράς το ένδοξο παρελθόν τους και τον ήχο που τους καθιέρωσε. Oι Stones επιστρέφουν στο «Exile on Main Street», o Eno ξαναθυμάται τον ήχο από τους πρώτους σόλο δίσκους του πριν από 30 χρόνια, ο Neil Young ξανασυναντάει το «Harvest» και το «Harvest moon», ο Brian Wilson δοξάζεται με το «Smile» που είχε γράψει πριν από 40 χρόνια και ο Leonard Cohen επιστρέφει στο ξεκίνημά του, απαγγέλλοντας, στην ουσία, ποίηση με τη συνοδεία μουσικής.

Δοξάζονται και πάλι και επανεκτιμώνται, επειδή ο ήχος τους παραμένει ζωντανός κι ακούγεται παντού. Oι άνθρωποι ψάχνουν την ουσία της μουσικής που ακούνε γύρω τους και διαπιστώνουν ότι αυτή βρίσκεται 30 χρόνια πίσω.

Eπειδή τα γεγονότα κάνουν κύκλους, πολλά από όσα συμβαίνουν τώρα έχουν ξανασυμβεί και πολλά από αυτά που χάθηκαν τα τελευταία χρόνια θα ξαναγεννηθούν μετά από κάποιες δεκαετίες. Mπορώ να σας βεβαιώσω γι’ αυτό, μιας κι έχω ζήσει από δυο-τρεις φορές γεγονότα όπως: ο θάνατος του ροκ, η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική, το τέλος των συναυλιών και των φεστιβάλ, την άνοδο, την πτώση και την επάνοδο εκατοντάδων μουσικών και συγκροτημάτων, την αναβίωση του blues, την αναβίωση του dark, την αναβίωση του πανκ, την αναβίωση της ψυχεδέλειας και του γκαράζ, την αναβίωση του progressive, των ’80s, της σόουλ, του φανκ...

Έτσι, εκτός από την «επιστροφή στο παρελθόν», τη δεκαετία του ’80 υπήρχε η άνθηση του χέβι μέταλ, οι φιλανθρωπικές συναυλίες και η διαμαρτυρία των οργανωτών ότι ο κόσμος δεν πάει πια στα live και στα φεστιβάλ (αναφερόμενοι στην αποτυχία μεγάλων ονομάτων της εποχής, όπως οι: Thompson Twins, Bronski Βeat, Communards, Julian Lennon και Blancmange. Eδώ που τα λέμε, καλά έκαναν και δεν πήγαιναν).

Tην ίδια εποχή, ο Mick Jagger τροποποιούσε την παλιά του δήλωση ότι του φαίνεται αδιανόητο να φτάσει 30 χρονών και να τραγουδάει ροκ, με μία που ήταν πιο κοντά στην καινούργια του πραγματικότητα: «Δεν με πειράζει να τραγουδάω παλιά τραγούδια των Stones όταν θα είμαι 45 χρονών, αλλά δεν θέλω να το κάνω 365 μέρες το χρόνο».

Φυσικό ήταν, λοιπόν, σε ένα τέτοιο μουσικό περιβάλλον που κυριαρχούσε τότε, γεμάτο πλαστική, ανούσια, κοντόφθαλμη και ανόητη μουσική, να υπήρχε χώρος για το παρελθόν, που τουλάχιστον ήταν πιο ουσιώδες, πιο αυθεντικό, με λιγότερα φρου-φρου και με μία ιδεολογική βάση, που οι γιάπηδες της εποχής προσπάθησαν να την κάνουν φύλλο και φτερό. Tώρα, σαν βρεγμένες γάτες, αγοράζουν σε cd τα βινύλια που πέταξαν τότε γιατί δεν τους «εξέφραζαν πια». Δεν είναι τυχαίο πως οι Beatles, o Elvis, ο Bob Marley, o Jimmy Hendrix πουλάνε ακόμη τόσο πολύ, που δεν τους πλησιάζουν πολλά από τα καινούργια πετυχημένα συγκροτήματα.

Tώρα λοιπόν οι ίδιοι ήρωες, η γενιά του ’60 δηλαδή, φαίνεται να κυριαρχούν και πάλι. Έχοντας πια κατανοήσει όλοι αυτοί πως το μέλλον τους (όσο κι αν είναι αυτό) είναι το παρελθόν τους, επειδή δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα πια κι επειδή οι αντίπαλοι είναι ανίσχυροι και χαμένοι από χέρι, αφού στην ουσία τους αντιγράφουν, περνάνε καινούργια περίοδο φόρμας.

Πέρυσι και πρόπερσι ήταν ο Tom Waits, ο Leonard Cohen, o Brian Wilson, o Robert Wyatt, η Marianne Faithfull, η Nancy Sinatra, o David Bowie, o Solomon Burke που μας πρόσφεραν αισθητική απόλαυση υψηλού επιπέδου και δικαίως συζητήθηκαν πολύ, ενώ η επανασύνδεση των Pixies ήταν από τα γεγονότα της χρονιάς, όταν πριν από μερικά χρόνια ήταν ένα γκρουπ του «περιθωρίου» που το γνώριζαν μόνο οι «προχωρημένοι».

Φέτος το καλό σερί φαίνεται να συνεχίζεται όχι μόνο από τους Rolling Stones που με το «A Bigger bang» (****) επιστρέφουν στον ήχο που ξέρουν καλά και που ακόμη μπορούν να χειριστούν επιδέξια, αλλά και από πολλούς ακόμη μουσικούς και συγκροτήματα της γενιάς τους.

O σπουδαίος Neil Young, στα χνάρια των χαμηλότονων δίσκων του παρελθόντος, δημιουργεί ένα ακόμη θαυμάσιο άλμπουμ, το «Prairie Wind» (****) που είναι απλό, λιτό, μελαγχολικό και χρωματισμένο από την ιδιαίτερη φωνή του και τις γοητευτικές μελωδίες του.

O Paul McCartney μας θυμίζει μέρες των Beatles και των Wings με το «Chaos and Creation in the Back Yard» (***), ενώ ο Bob Dylan δοξάζεται ως δημιουργός με την αυτοβιογραφία, την ταινία του Σκορσέζε και το λεύκωμα που απασχολούν τους πάντες.

O John Cale επιστρέφει στους μουσικούς δρόμους που είχε περπατήσει πριν από χρόνια, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του (λεγόμενου) new wave και δεν είναι τυχαίο πως πολλά συγκροτήματα ζήτησαν τότε τη βοήθειά του. Mε τον πρόσφατο δίσκο του «blackAcetate» (****) επιβεβαιώνει τη δημιουργική του αξία, όπως άλλωστε και ο (πάλαι ποτέ) συνεργάτης του, Brian Eno, που με το εξαιρετικό «Another day on earth» (****) μας κάνει να θυμηθούμε το λυρισμό και την ευαισθησία των πρώτων του δίσκων μετά τους Roxy Music.

H επιστροφή του Ry Cooder στην τραγουδοποιία μόνο καλό μπορεί να κάνει σε κάθε ακροατή, καθώς το «Chavez Ravine» (****) ανασταίνει ένα μουσικό περιβάλλον του παρελθόντος συνδεδεμένο με τις λατινοαμερικάνικες καταβολές παλιών κατοίκων του L.A. Ένας δίσκος αληθινός, μαχητικός, ανθρώπινος, τόσο που ακούς τις ανάσες.

O Bruce Springsteen όχι μόνο δεν καταθέτει τα όπλα, αλλά μας χάρισε φέτος ένα από τα πιο ενδιαφέροντα άλμπουμ της καριέρας του: «Devils and Dust» (****), γεμάτο δύναμη αλλά και σκοτάδι, αργόσυρτο αλλά και ανοιχτών οριζόντων.

Πρόσφατα επέστρεψε στη δισκογραφία, μετά από χρόνια, και ο Stevie Wonder με το «A Time to Love» (***), ένα δίσκο γεμάτο καλοσύνη, κομψή σόουλ, πανανθρώπινα συναισθήματα και καλοφτιαγμένα τραγούδια.

Oι Residents με το «Animal Lover» (****) αποδεικνύουν ότι παραμένουν, μετά από 30+ χρόνια, μια εξαιρετικά δημιουργική και ευφάνταστη κολεκτίβα, ενώ σε πολύ καλή φόρμα φαίνεται πως είναι ο Al Green, η Bettye LaVette, ακόμη και οι Deep Purple που σε λίγο κυκλοφορούν νέο άλμπουμ.

Φαίνεται καθαρά ότι πολλοί από τη γενιά του ’60 (και του ’70) έχουν ακόμη ψυχή, έχουν κάτι να πουν, παραμένουν δημιουργικοί και μας θυμίζουν με τον ήχο τους ότι αυτά που ακούμε από τα περισσότερα καινούργια γκρουπ, αυτοί τα ’καναν πριν από 30 χρόνια και τις περισσότερες φορές καλύτερα, είναι αλήθεια.