More in Culture

5 minute mum: Έλενα Χαραλαμπούδη, εσύ σούπερ σταρ

Η viral μαμά του YouTube μιλάει στην Athens Voice

Μανίνα Ζουμπουλάκη
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Έλενα Χαραλαμπούδη: Η ηθοποιός που έγινε γνωστή ως «5 minute mum» μιλάει για το κανάλι του YouTube, το τότε και το τώρα, καθώς και για τα επόμενα σχέδιά της 

Την μάθαμε ως «5’mum», την είδαμε στο θέατρο, στην τηλεόραση, και κάπως νομίζουμε ότι την βλέπουμε κάθε μέρα στο δρόμο… γιατί η Έλενα Χαραλαμπούδη είναι μία σούπερ σταρ που κυκλοφορεί εκεί έξω, καταγράφει και σατιρίζει ασταμάτητα την καθημερινότητά μας.

Τα βιντεάκια, ή ρηλς της Έλενας Χαραλαμπούδη, τα «5’ (minutes) mum» κάνουνε εκατομμύρια βιουζ, δεν υπερβάλλω. Ξαναβλέπουμε τα παλιά της όσο περιμένουμε να ανεβάσει καινούργια, γελάμε με τις πολύ εναλλακτικές διαφημίσεις της, αλλά κυρίως γελάμε με τις μαμάδες της: πε-λούσιες, ταγάρια, Ερθ μάδερς, πυροβολημένες, αγχωμένες, χαλαρές, υπερπροστατευτικές, αδιάφορες, πολύτεκνες, Μιλφάρες, υστερικές, μαμάδες-μουτζαχεντίν και μαμάδες στην κοσμάρα τους, οι μαμάδες-ηρωίδες της Ελενας Χαραλαμπούδη κάνουν τη ζωή μας πιο ευχάριστη. Μας διασκεδάζουν, γελάμε μέχρι δακρύων μερικές φορές, αναγνωρίζουμε (μαμάδες λέμε) που ξέρουμε, ή/και τον εαυτό μας άμα λάχει. Την παρακολουθούν στενά και άνθρωποι που δεν έχουν παιδιά – αν, όταν ξεκίνησε το κανάλι της στο γιουτιουμπ με τίτλο «5’mum», αν απευθυνόταν βασικά σε μαμάδες, τώρα απευθύνεται σε χιλιάδες θεατές, κάθε ηλικίας. Γιατί ανάμεσα στους χαρακτήρες που υποδύεται με τρελή επιτυχία, είναι και οι έφηβες κόρες, οι προ-έφηβες, οι πεντάχρονες και οκτάχρονες κόρες, οι γειτόνισσες, συγγενείς και φίλες, οι νηπιαγωγοί και δασκάλες, όπως και οι ηλικιωμένες γιαγιάδες, οι πεθερές, οι θείες και ό,τι άλλο υπάρχει σε γυναίκα… επίσης, ΚΑΙ σε άντρα. Όταν της έρθει.

Το πώς και γιατί της έρχεται, είναι άλλη ιστορία.

«…Είμαι στη μέση των γυρισμάτων» λέει όταν καταφέρνουμε επιτέλους να συναντηθούμε (γιατί αυτήν την περίοδο είναι τρελά μπήζυ, όπως είναι σχεδόν σε κάθε περίοδο), «Η σειρά που γυρίζουμε είναι το ’Τότε και τώρα’, με τον Αλέξανδρο Τσουβέλα, αυτό, που κάναμε στο γιουτιουμπ τώρα γίνεται σειρά, θα παίζεται μια φορά την εβδομάδα στον Σκάι. Σαν ηθογραφία δηλαδή, σύγχρονη κωμωδία, με αφορμή το ‘Τότε και τώρα’ … Μένουν άλλα 18 επεισόδια. Είναι αυτοτελή, με θέματα – κανονικά, τα μπουζούκια, ο σύμβουλος γάμου, οι σχολικοί βαθμοί, πώς ήτανε όλα αυτά στα ‘90ς και πώς είναι σήμερα…. Είναι σύντομα, μικρά επεισόδια, 25 λεπτά το καθένα – έτσι πρέπει να είναι η κωμωδία, παλιά όλα ήτανε μικρά, τα ‘Φιλαράκια’ είναι 22’ κάθε επεισόδιο, το ‘Πως γνώρισα τη μητέρα σου’, όλα τόση διάρκεια έχουν. Όσοι κάνουμε κωμωδία ευχόμαστε να αλλάξει το παλιό σύστημα (=τα μεγάλα επεισόδια κωμικών σειρών), και σιγά-σιγά αλλάζει. Η κωμωδία πεθαίνει στα 40-50 λεπτά, ξεχειλώνει! Εντάξει, ένα διπλό επεισόδιο μπορεί να είναι 50΄, αλλά όχι ένα μονό. Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον σύστημα, αυτό που κάνουμε, υβριδικό, υπάρχει σκαλέτα, αλλά αυτοσχεδιάζουμε πάρα πολύ πάνω στο ήδη υπάρχον κείμενο… Είναι πολύ δημιουργική, ομαδική δουλειά, έχουμε μια φανταστική ομάδα. Γράφουμε όλοι μαζί, η Λίζα Αποστολοπούλου, η Κατερίνα Νανοπούλου, ο Κώστας Μανιάτης, ενώ επιμέλεια σεναρίου κάνει ο Γεράσιμος Πιτταράς… Αλλά δεν πρέπει να αφαιρείς τον αυτοσχεδιασμό από τον κωμικό…»

Τα ‘Τότε & Τώρα’ που κυκλοφορούν ήδη (Πάσχα στο χωριό, Διαζύγιο, Παραλία) είναι – η λέξη ‘αστεία’ δεν μας καλύπτει εδώ: είναι χανανιστικά αστεία, δηλαδή γελάς με δυνατά ΧΑΧΑΧΑ, και αληθινά, καθώς παρουσιάζουν σε ελάχιστο χρόνο, σαν σνάπσοτς, τη ζωή μας ‘τότε’ και τη ζωή μας ‘τώρα’. Πώς πήγαινες στη θάλασσα στα ‘90ς με το παιδί και τον σύζυγο/γκόμενο, ακαπέλωτη, φορτωμένη σακούλες, λάδια μαυρίσματος και κεφτεδάκια, και πώς πηγαίνεις σήμερα, με δείκτες προστασίας, καπέλα-περίπτερα, υγιεινά σνακ και άγχος μην σηκώσει κύμα. Αδικώ πάρα πολύ το βίντεο με αυτήν την περιγραφή αλλά ελπίζω ότι τα έχετε δεί ήδη όλα, ή θα τα δείτε σύντομα, και θα ξεχάσετε την περιγραφή επειδή θα γελάτε… και ίσως νοιώθετε λίγο ενοχές, αν είστε μεγαλύτερες (μαμάδες) και αν στα ‘90ς αφήνατε το παιδάκι σας να τρώει άμμο ενώ είχε θάψει κάπου το καπέλο του. Επειδή καπνίζατε λίγο παραδίπλα, ίσως πίνατε και μπίρα. Κάτω από το λιοπύρι, ναι.

Αλλά η Έλενα είναι νέα, πως θυμάται τα ‘90ς; Τόσο καλά ώστε να τα σατιρίζει στο ‘Τότε & τώρα’;

«Έχω βιώματα», λέει, «έχω μνήμες από τα παλιά χρόνια, ας πούμε ’85-’95, και από ταινίες, και… η ομάδα μου φέρνει τις δικές της θύμισες. Έχουμε (στην ομάδα συνεργατών) άτομα από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, διαφορετικές ηλικίες, μέχρι να φτάσουν οι χαρακτήρες σε μένα, έχουν περάσει από άλλους συνεργάτες… η νέα γενιά έχει ταλαιπωρηθεί από τα λάθη των γονιών της, έχει φάει πολύ μπούλινγκ μικρή, ενώ περνούσε ωραία, έχει τρομάξει για το τι μπορεί να μεταφέρει - από το ξύλο που έφαγε, πρακτικό και μεταφορικό, γιατί έφαγε πολύ ξύλο - τι μεταφέρει στα παιδιά της. Συζητούσαμε με φίλες για το τι κάνει σήμερα ένα έφηβο κορίτσι, και μια μαμά έλεγε, ‘η σίγουρη λύση είναι το Μολ, έχει κάμερες, ασφάλεια, τι κακό μπορεί να συμβεί εκεί;’… και σκεφτόμουν ότι εμείς όταν ήμασταν 17, 18, αλωνίζαμε όλη την Αθήνα! Αυτή την ελευθερία, αυτά που ζήσαμε εμείς, δεν θα τα ζήσουν τα παιδιά μας…»

Έλενα Χαραλαμπούδη © Διονύσης Κούτσης

Καγχάζω γιατί σκέφτομαι τι έχουμε ζήσει εμείς, οι ακόμα πιο παλιο-σειρές. Συμφωνούμε ότι και οι μεν και οι δε, είχαμε άγιο και φτάσαμε ως εδώ χωρίς σοβαρές απώλειες.

Γυρνάμε στην σύγχυση της εποχής: «…Τώρα έχουμε πλατφόρμες, δραστηριότητες, μέηλ στους γονείς από το σχολείο, έχουμε γκρουπ γονιών που ανταλλάσσουμε μηνύματα μεταξύ μας… η μαμά μου δεν γνώριζε άλλους γονείς, εμείς θέλουμε να τους ξέρουμε τους γονείς των συμμαθητών του παιδιού μας, για να έχουμε έναν έλεγχο, και για κοινωνικοποίηση. Αυτό το ‘Ξέρεις κάτι, κι εγώ τα ίδια περνάω’, μας χαλαρώνει.»

Η σειρά στον Σκάι, λέει, είναι «…Το επόμενο βήμα από την ‘5’mum’ που δημιουργήσαμε με τη Λίζα Αποστολοπούλου, γιατί έχουμε πράγματα με τα οποία θέλουμε να ασχοληθούμε, με τη Λίζα και την υπόλοιπη ομάδα, με κάτι πιο – ευρύ. Η ομάδα μας είναι έτοιμη για το επόμενο βήμα… Μου λένε, ‘άλλο το γιουτιουμπ, άλλο η τηλεόραση’ αλλά και τα δύο είναι μυθοπλασία, αυτά που κάναμε στο γιουτιουμπ, ήτανε σαν να έβλεπες μια μικρή σειρά. Ακόμα και τώρα, πολλοί άνθρωποι της τηλεόρασης νομίζουν ότι τίποτα δεν πετυχαίνει όταν ξεκινάει από το γιουτιουμπ και περνάει στην τηλεόραση. Ότι είναι άλλο το κοινό, διαφορετικό. Δεν το πιστεύω – ηλικιακά μπορεί να είναι άλλο κοινό, αλλά έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπουν τηλεόραση ακόμα και οι μεγαλύτεροι θεατές, η μαμά μου ας πούμε ανοίγει την τηλεόραση για παρέα, μέχρι να νυστάξει, δεν έχει συγκεκριμένα πράγματα που πρέπει να δει οπωσδήποτε. Τα παιδιά, από τα μικρά ως τα έφηβα, δεν έχουν ιδέα τι κανάλια υπάρχουν, δεν τα ξέρουν τα κανάλια της τηλεόρασης! Ξέρουν το γιουτιουμπ, τις πλατφόρμες, βλέπουν κάτι στο Ντίσνευ ή στο Νετφλιξ… Εμείς τώρα, θέλουμε να συνδυάσουμε την πλατφόρμα με την τηλεόραση: την επόμενη μέρα της πρώτης προβολής ενός επεισοδίου στον Σκάι, το επεισόδιο θα ανεβαίνει στο γιουτιουμπ – το να συνδυάζεται η πλατφόρμα με την τηλεόραση είναι κάτι καινούργιο, είναι ένας νέος τρόπος να βλέπουμε τα πράγματα.»

Κρατάει τον αυθορμητισμό του ένα βιντεάκι του γιουτιουμπ όταν περνάει στην τηλεόραση;

«Είχαμε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό με την "‘5’ mum", κι ο πυρήνας είναι ο ίδιος τώρα, αν πάει κάποιος να το πειράξει (ως συνταγή) θα χάσει. Ευτυχώς μας έχουν αφήσει να κάνουμε ό,τι θέλουμε στον Σκάι, απλώς σε διαφορετικό πλαίσιο. Τα παιδιά, μικρά και έφηβα, βλέπουν πράγματα με σύντομη διάρκεια, βίντεο στο τικ-τοκ, όλα όσα βλέπουν είναι το πολύ 3-4 λεπτά. Το ότι αλλάζει ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα, πρέπει σιγά-σιγά να αρχίσει να το ψάχνει το εμπορικό τμήμα των καναλιών, ότι (ένα πρόγραμμα) μπορεί να μεταφράζεται και σε άλλες πλατφόρμες. Κι αυτό είναι υβριδικό, όπως είναι η εποχή μας.»

Δεν την βλέπει πολύ καλά την εποχή μας, το λέει κανα δυο φορές, πώς «έχει μια σύγχυση σαν εποχή έτσι κι αλλιώς», κι έπειτα το εξηγεί χωρίς να προλάβω να ρωτήσω (γενικά δεν προλαβαίνω να ρωτήσω και τίποτα, μη νομίζετε).«Η κωμωδία είναι πολύ δύσκολη στην εποχή μας, είναι πολύ δύσκολο να κάνεις τον άλλον να γελάσει. Μου λένε ‘τα ‘90ς ήταν ωραία, από κει και μετά αρχίζουν τα πράγματα και είναι λίγο χάλια’ – δεν είναι;»

Η κωμωδία είναι πολύ δύσκολη στην εποχή μας, είναι πολύ δύσκολο να κάνεις τον άλλον να γελάσει

Λέω ότι μπα, μάλλον μας φαίνεται έτσι (σε εμάς τους μεγαλύτερους) επειδή ήμασταν νέοι: νοσταλγούμε τα νιάτα μας, την ζωή μας τότε, εμάς τζόβενα, και όχι την δεκαετία. Τα ‘90ς ή τα ‘80ς. Η Ελενα κουνάει το κεφάλι, δεν ψήνεται:
«Ο κόσμος δεν περνάει καλά, του έχουν κλέψει τη χαρά», λέει, «είναι μια αποστειρωμένη εποχή! Γιατί δεν είμαστε χαρούμενοι; Ανέμελος δεν είναι κανείς, ούτε αυτοί που έχουν πολλά λεφτά! Νοιώθω ότι υπάρχει μια περιρρέουσα θλίψη… Εντάξει, οι άνθρωποι που έχουν μια εναλλαγή στην καθημερινότητά τους, σίγουρα είναι πιο ανάλαφροι – αλλά όσοι δουλεύουν οκτάωρα, σε γραφεία, σε δουλειές – είναι πολύ….»

Ζορισμένοι;

«Όταν μου λένε συνάδελφοι ‘η δουλειά μας είναι πολύ δύσκολη’, στην πραγματικότητα, δεν είναι, αυτός που σηκώνεται στις εφτά το πρωί γιατί δουλεύει σε μανάβικο – και το λέω επειδή το’χω κάνει – αυτός που ξεφορτώνει φρούτα, τακτοποιεί καφάσια, δεν περνάει χειρότερα;»

Σίγουρα περνάει πιο δύσκολα, όπως και ο γιατρός στο δημόσιο νοσοκομείο. Όπως και πολλοί άλλοι επαγγελματίες, μη-καλλιτέχνες. Αλλά ο καλλιτέχνης μας κάνει να ξεχνιόμαστε, μας διασκεδάζει, μας αλλάζει την καθημερινότητα. Η τηλεόραση, το σινεμά, οι πλατφόρμες, το θέατρο, κάνουν τη ζωή μας λίγο ή πολύ καλύτερη. Προσφέρει έργο, παρόλο που δεν σηκώνεται στις 7 το πρωί, ο καλλιτέχνης άνθρωπος…

Η Έλενα το χειμώνα θα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο: το έργο «Η γυναίκα που μαγείρεψε τον άντρα της» είναι μαύρη κωμωδία, της Debbie Isitt , με συμπρωταγωνιστές την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους και τον Λαέρτη Μαλκότση, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου.

«Είναι μια πολύ χαρούμενη συγκυρία – ο παραγωγός μας έφερε σε επαφή με τον Γιάννη Μπέζο, και αυτός μπήκε στην διαδικασία να ψάξει ένα έργο για μένα! Να βρει έργα που μου ταιριάζουν!»

Είναι συγκινημένη, και εντυπωσιασμένη, με το ότι ο Μπέζος έψαξε έργο. Γιατί ξεκινάνε από την Θεσσαλονίκη οι παραστάσεις;

«Η Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα έχει κάτι, είναι μια παράδοση να ξεκινάς (ένα έργο) από κει. Ο κόσμος βγαίνει στη Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα, θα ντυθεί καλά, θα έρθει με διάθεση να διασκεδάσει. Το έργο… είναι ένα ερωτικό τρίγωνο, μια εξωσυζυγική σχέση… μόνο που ο άντρας νοσταλγεί την μαγειρική της γυναίκας του και απατάει την ερωμένη με τη γυναίκα του, και… η Άννα Μαρία, η σύζυγος, καλεί τους άλλους δύο, δηλαδή εμένα και τον Λαέρτη, για φαγητό με σκοπό να μαγειρέψει – τον άντρα της! Εχει πλάκα, αλλά από την άλλη είναι μια παράσταση για αυτό που μας ταλανίζει όλους, τις ανθρώπινες σχέσεις. Τι γίνεται όταν ο γάμος κρατάει χρόνια, πως αλλάζουν οι σχέσεις… είμαστε κι εδώ πολύ δεμένη ομάδα. Και… είναι μεγάλη τιμή που είμαι μαζί τους. Ξεκινάμε παραστάσεις στο Ράδιο Σίτυ στις 5/12, και στις 16/1 κατεβαίνουμε Αθήνα, στο Βεάκη.»

Μιλάει με θαυμασμό για τον Γιάννη Μπέζο, λέει για το υπόγειο ή υποβρύχιο χιούμορ του, για τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους ηθοποιούς, τον τρόπο που σκηνοθετεί – και πως τον φοβάσαι στην αρχή, κι έπειτα περιμένεις την επόμενη φράση του λες κι είναι ο Βούδας, που είναι, κατά κάποιον τρόπο. Και σταματάς να τον φοβάσαι πολύ γρήγορα, όταν δουλεύεις μαζί του. Λέει η Ελενα. Συμφωνώ, κι ας μην έχω δουλέψει μαζί του.

«Είναι ένα στοίχημα για μένα το θέατρο», λέει, «με έχει συνηθίσει ο κόσμος σε ένα ρόλο, τώρα θα κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό – κι ο Γιάννης Μπέζος, σε βοηθάει, ξέρει πώς να σε κάνει να βγάλεις τον καλύτερό σου εαυτό στη σκηνή…»

Έλενα Χαραλαμπούδη © Διονύσης Κούτσης

Η Έλενα έχει μια κόρη, τη Φαίδρα, κι έναν σύζυγο, τον Λάζαρο. Ο Λάζαρος είναι πολύ υποστηρικτικός, την πιστεύει, την βοηθάει με την μικρή, είναι ο ιδανικός μπαμπάς (τον έχω δει καλοκαίρι στην Καρδαμύλη με την Φαίδρα ακόμα πιο μικρή, και το υπογράφω, είναι θεός ο Λάζαρος).

«Καμιά φορά οι γυναίκες με ρωτάνε, πώς τα ισορροπώ, καριέρα και οικογένεια – ΔΕΝ τα ισορροπώ! Είναι ψέμα αυτό που μας έχουν ταΐσει, ότι η καριέρα συνδυάζεται με την μητρότητα! Η καριέρα σημαίνει ότι κυνηγάς κάτι συγκεκριμένο, άρα δεν γίνεται, θέλεις βοήθεια με το παιδί. Κι είναι κρίμα που μεταφέρεται αυτός ο μύθος (της καριέρας + οικογένεια) στους νέους γονείς, μου πήρε καιρό μέχρι να το πάρω πρέφα ότι ΔΕΝ ισχύει. Ο Λάζαρος λειτουργεί σαν ένας ζωντανός αερόσακος για μένα, αντι-κραδασμικός! Είναι πολύ σημαντική η συμβολή του – μετατρέπει τους κραδασμούς σε κάτι άλλο, τους απλοποιεί, με προσγειώνει. Είναι σίγουρος για τον εαυτό του, απόλυτα συνειδητοποιημένος, με έχει καταλάβει, ξέρει ότι θέλω αυτό, αυτήν την – τρέλα!»

Είναι πράγματι λίγο τρέλα: η Έλενα κινείται συνέχεια, τρέχει ασταμάτητα, είναι ζόρι να την πετύχεις, ακόμα και στο τηλέφωνο.

«Με ρωτάνε αν είμαι έτσι και στο σπίτι μου», κουνάει το κεφάλι, «στο σπίτι μου είμαι πάρα πολύ βαρετή. Γυρνάω το βράδυ, παίζω λίγο με τη Φαίδρα, την μπανιαρίζω, την κοιμίζω, και μετά… ανάβω την ηλεκτρική μου κουβέρτα, παίρνω αγκαλιά το Λάζαρο και βλέπω ταινία! Ούτε οι μαζώξεις μου αρέσουν ούτε οι έξοδοι! Βλέπω ταινία μασουλώντας το αγαπημένο μου σνακ, χούμους με ταμπάσκο και παξιμάδι. Νοιώθω τρομερή ασφάλεια τότε, και ευτυχία – ο ορισμός της γαλήνης και της ευτυχίας για μένα είναι αυτός!»

Κατά τα άλλα, τι προλαβαίνει και τι όχι;

«Προσπαθώ να περνάω χρόνο με το παιδί μου, πηγαίνουμε στο πάρκο, αλλά με κάποια μαμά ακόμα, όχι μόνη μου με τη Φαίδρα. Θυμάμαι φίλες που σκοτωνόντουσαν να παίζουν με το παιδί τους όταν ήταν μικρό, εγώ χαίρομαι που πέρασε αυτή η περίοδος (η μπεμπέ), που τώρα μπορώ να παίζω επιτραπέζια με τη Φαίδρα, ή να φτιάχνουμε μαζί παζλ, τα πολύ δύσκολα!.. Κατά τα άλλα… κάνω Πιλάτες. Το βαριέμαι φριχτά, αλλά μου αρέσει πως νοιώθω μετά. Α και παίζουμε παντλ με τον Λάζαρο, με ρακέτες. Τον έτρεχα τον καημένο να κάνουμε μαζί γιόγκα το καλοκαίρι…»

Ακόμα πιο κατά τα άλλα, η Έλενα «δεν φοβάται να τσαλακώσει την εικόνα της», σύμφωνα με το κλασσικό κλισέ, κι ακόμα παραπέρα, γιατί δεν κολώνει πουθενά, δεν διστάζει να υποδυθεί την/τον οποιονδήποτε, αρκεί να «το έχει». Να είναι σίγουρη ποιόν «παίζει», ποιόν χαρακτήρα υποδύεται, σατιρίζει ή μιμείται. Κι έχει πάντα σχέδια, οράματα, πολλή δουλειά – και πολλή τρέλα, σίγουρα. Αλλά είναι κάπως κόμπακτ αυτή η τρέλα, μαζεμένη, έτοιμη να ορμήσει δημιουργικά σε κάτι, σε κάτι άλλο, ή σε κάτι ακόμα. Ως θεατές, ελπίζουμε να συνεχίσει ακάθεκτη, να μην βαρεθεί ποτέ, να μην πάψει ποτέ να προσέχει τι γίνεται γύρω της, δηλαδή γύρω μας… και να κυκλοφορεί ανάμεσά μας σα να μη τρέχει τίποτα.