More in Culture

Ο ρομαντικός Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους θεωρούσε την Άνω Πόλη ομφαλό της Θεσσαλονίκης

Αξίζει να αναζητήσετε τα βιβλία του και να γνωρίσετε ένα κρυμμένο λογοτεχνικό μυστικό της πόλης

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους: ο γιατρός και ποιητής που αποθέωσε την Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης

«Είμαστε τα εφήμερα παιδιά των Κάστρων που πετούν χαρταετούς σα φυσά»: Χάζευα την Πανσέληνο του Κυνηγού να φωτοβολά πάνω από την Άνω Πόλη και είμαι σίγουρος πως ο τζέντλεμαν ιστοριοδίφης, γιατρός, ποιητής και αισθητικός εξερευνητής Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους θα έκανε κάλεσμα στα σόσιαλ, εάν ζούσε, για να ξαμολυθούμε οι αλαφροΐσκιωτοι και να συμμετάσχουμε στη γιορτή του βραδινού πετάγματος χαρταετού, για να τιμηθεί η γιορτή. Δυστυχώς δεν μένει πια εδώ. Βαθιά ρομαντικός, ατμοσφαιρικός και λυρικός, ο Χαραλάμπους, που για τους λόγιους δεν ανήκει στους ποιητές της πρώτης γραμμής, δεν πολυείναι γνωστός στη Θεσσαλονίκη, ασχέτως αν το μεγαλύτερο μέρος του έργου του κατάγεται από εδώ.

Τριγυρίζει εδώ, άγεται και φέρεται από το εδώ, το εδώ πρωταγωνιστεί σε κάθε στίχο του Χαραλάμπους… «Θεσσαλονίκη, πολύ ξαγρύπνησα για σένα/ υπήρξα το ανήσυχο νεανικό σου πρόσωπο/ γι’ αυτό και επιθυμώ τη μορφή σου/ μαζί με τη δική σου ανάγλυφα εντοιχισμένες/ σε τοίχους παλαιοχριστιανικών Βασιλικών». Γεννημένος το 1937, σπούδασε ιατρική και πήρε ειδικότητα οδοντίατρου στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, όπου και εργάστηκε για πέντε χρόνια ως επιμελητής έδρας. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και πρωτοπαρουσιάστηκε ως ποιητής το 1969 στη Διαγώνιο του Χριστιανόπουλου. Ασχολήθηκε με την κριτική και το δοκίμιο, ενώ παράλληλα υπήρξε μελετητής του Βυζαντίου και πρόεδρος της Μακεδονικής Εταιρείας Προστασίας Περιβάλλοντος. Πέθανε στα πάτρια το 2007, προλαβαίνοντας να αφήσει πίσω του πέντε ποιητικές συλλογές και πέντε πεζογραφίες με την πόλη πάντα να αχνοφέγγει στο φόντο: «Θεσσαλονίκη μου, τα βήματά μου αποτυπώθηκαν στα κράσπεδά σου/ η βροχή μαστίγωσε πολλές φορές το μέτωπό μου καθώς αναζητούσα τη μορφή σου στα όρια του κάμπου/ τα μάτια μου εθώπευσαν από τις επάλξεις/ τις αναπόφευκτες αλλαγές σου στη μνήμη μου και στις παρυφές της ιστορίας».

Η Άνω Πόλη, τόπος με βαθιά ρίζα και προνομιακό πεδίο άσκησης μυστικισμού, αποτέλεσε για τον Χαραλάμπους ένα πολύ προσφιλές τοπόσημο: «Τόσο χρόνια σε περίμενα ετοιμάζοντας τον εαυτό μου/ Οργανώνοντας δρομολόγια στην πάνω πόλη μέσα σε συγκλονιστικές δύσεις/ γυρνώντας στις μυστικόπαθες εκκλησίες τα δειλινά/ ακούγοντας τις πολύχρωμες ανταύγειες στα πρόσωπα της Πανσελήνου, τόσα χρόνια αδίκως σε περίμενα».

Χαζεύω το φεγγάρι του Κυνηγού να σαλιαρίζει με τα σύννεφα πάνω από το κεφάλι μου και τη Θεσσαλονίκη πανοραμική από το Κάστρα και ύστερα, γυρίζοντας σπίτι, ανατρέχω σε δυο συγκλονιστικά βιβλία του Χαραλάμπους, τη Χρυσή Πύλη της Δύσης και τη Μυστική Ιστορία της Θεσσαλονίκης. Αξίζει να τα αναζητήσετε. Και στα δύο, ο δεινός περιηγητής και ο παροξυσμικά ερωτευμένος με την πόλη διασχίζει τις σήραγγες και τις υπόγειες στοές, ή κοντοστέκεται στους Κήπους του Πασά και τη Ροτόντα με την ηχώ των αιώνων και την αινιγματική ακουστική της, εξορύσσοντας ανεκτίμητες πληροφορίες. Πληροφορίες που το μισό τους πατά στην αληθινή ιστορία, ενώ το άλλο τους μοιάζει με ονειροπαράκρουση ενός ποιητή κυνηγού φαντασμάτων, που από τη στήλη των Όφεων της Αγίου Δημητρίου ως τα πορνοστάσια της Μπάρας, καθώς και σε ό,τι απέμεινε από τα μνημειακά χάνια της πόλης, περιφέρεται χορεύοντας νοητικά όμοιος με εκστασιασμένο Σούφι.

Πολυμαθής επιστήμονας και περίτεχνος παραμυθάς, με ευρυγώνια όραση και σε υπερμνημονικό ντελίριο, ο Χαραλάμπους παρέδωσε με αυτά τα δύο βιβλία τη λογοτεχνική ψυχογεωγραφία του αστικού παζλ που λέγεται Θεσσαλονίκη των αιώνων, μεστά, βυρωνικά, υπαρξιακά και ανεπανάληπτα. Και καθώς η μετεό προειδοποιεί για νέα επέλαση ψύχους ενώ ήδη ο Όλυμπος τελεί χιονισμένος, ορίστε άλλο ένα ποίημα του Χαραλάμπους για την Άνω Πόλη και τον επελαύνοντα χειμώνα: «Όταν το χιόνι κατακτά το θερμαϊκό αμφιθέατρο σε εξαπτέρυγους σχηματισμούς/ τότε παρακοιμώμενη στην πολύβουη πολιτεία αναδεικνύεται αυτόνομη και αιώνια η άνω πόλη/ πλησιάζοντας απόκοσμη σε ενορατικές οντότητες/ υψώνοντας λευκά κεριά σε αλλεπάληλα μανουάλια/ Τότε διακρίνονται φανερόστατες οδοί στα διαδοχικά άνω διαζώματα όπου κατέφευγα/ τρέχοντας με αγωνία ν’ ακούσω την αληθινή ανάσα της πόλης μου».