Κινηματογραφος

Σπασμένη φλέβα: Ο Οικονομίδης μεγαλουργεί και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος

Στην έκτη του ταινία ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μετατρέψει το βίαιο και σκοτεινό δράμα του πρωταγωνιστή σε μια αυθεντική (αρχαιοελληνικής υφής σχεδόν) τραγωδία
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Kριτική για τη «Σπασμένη φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη. Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Μπισμπίκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέττυ Αρβανίτη, Στάθης Σταμουλακάτος, Γιάννης Νιάρρος, Κλέλια Ρένεση

Ο Θωμάς Αλεξόπουλος, ιδιοκτήτης μιας εταιρείας ειδών υγιεινής, τα έχει κάνει μαντάρα στη ζωή του και νιώθει να βουλιάζει κάτω απ’ το βάρος των οικονομικών οφειλών του. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, δανείζεται από έναν τοκογλύφο και βάζει υποθήκη το πολυτελές διαμέρισμά του στα Νότια Προάστια. Όμως ο κλοιός στενεύει και ο Αλεξόπουλος έχει μόλις 5 μέρες για να συγκεντρώσει τα 230 χιλιάρικα που χρωστά στον Παντελή, τον «μεγαλύτερο καριόλη της υφηλίου», όπως τον αποκαλεί ο κολλητός του, που τον προειδοποιούσε να μη δανειστεί από εκείνον.

Η έκτη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη έρχεται πέντε χρόνια μετά την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», μια ταινία που αποτέλεσε την κορύφωση μιας αφοσιωμένης και αυστηρής διαδρομής, όπου το αλάνθαστο αποτύπωμα της νεοελληνικής πραγματικότητας δόθηκε από τον σκηνοθέτη με όρους στιλιζαρισμένου αστικού δράματος, οδηγώντας στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου στιλ που έγινε μόδα. Πολλοί νέοι κινηματογραφιστές αντέγραψαν την αφηγηματική τεχνική και το γκροτέσκο χιούμορ του Οικονομίδη, ο οποίος εδώ μοιάζει να διαχωρίζει τη θέση του επιλέγοντας ένα έργο σαφώς πιο ρεαλιστικό, δραματικά άρτιο και πολιτικά αιχμηρό.

Στη «Σπασμένη φλέβα» ο Οικονομίδης προτιμά –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπου τα γνώριμα μπινελίκια ακούγονται ξανά στη διαπασών– να εστιάσει στην αποδραματοποίηση των γεγονότων και στη μελέτη των χαρακτήρων, ώστε να αναδείξει το πραγματικό πρόσωπο του Νεοέλληνα και την αβάσταχτη καθημερινότητά του. Πρόκειται για μια συνθήκη που ξεκίνησε από τον Κορυδαλλό του 2001 και την ανάγκη να μεγαλοπιαστούν οι μικροαστοί μεροκαματιάρηδες ήρωες του «Σπιρτόκουτου».

Είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια μετά, μπορεί ο μεσοαστός Αλεξόπουλος να μην έχει τις ίδιες κοινωνικές καταβολές με τους χαρακτήρες εκείνου του φιλμ, που άλλαξε μια για πάντα το ελληνικό σινεμά, όμως κάποια κοινά στοιχεία υπάρχουν: εκτός από αυτοδημιούργητος «πετυχημένος» επιχειρηματίας είναι και το πρότυπο του νεόπλουτου Έλληνα. Εκείνου του κουτοπόνηρου απατεωνίσκου και του αρσενικού παλαιάς κοπής που θεωρεί ότι μια ζωή θα τη βγάζει πάντα καθαρή. Εδώ είναι όμως που μεγαλουργεί ο Οικονομίδης και καταφέρνει να μετατρέψει το βίαιο και σκοτεινό δράμα του σε μια αυθεντική (αρχαιοελληνικής υφής σχεδόν) τραγωδία, το τέλος της οποίας κανείς δεν μπορεί να προβλέψει.

Η καταδίκη για εκείνους που γίνονται υβριστές είναι αναπόφευκτη και η μοίρα –όχι μόνο για τους υπαίτιους αλλά και για τους άτυχους που τους περιστοιχίζουν– κάνει τα δικά της σχέδια, από τα οποία δεν υπάρχει περιθώριο διαφυγής. Κι όπως σωστά αναφέρει η ρήση του Ηράκλειτου στην εισαγωγή του φιλμ, «η μοίρα του κάθε ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του».