- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιάννης Οικονομίδης – Σπασμένη Φλέβα: Το να κάνεις μία ταινία είναι σαν να κάνεις μία εκστρατεία
Γιάννης Οικονομίδης: Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο για τη νέα του ταινία «Σπασμένη Φλέβα», το σινεμά και τη ζωή του.
Spoiler Alert. Είναι η καλύτερη ταινία του και θα συναντήσει τους θεατές στις 27 Νοεμβρίου. Λίγες ώρες πριν βρεθούμε με τον Γιάννη Οικονομίδη, έχω χαθεί στη «Σπασμένη Φλέβα». 121 λεπτά με σκηνές που εναλλάσσονται μαζί με τα συναισθήματά σου. Σε αυτό το φιλμ θαυμάζεις τις σύγχρονες αναφορές στη μεγάλη παράδοση του αρχαίου ελληνικού δράματος, ξαφνιάζεσαι, σε κυριεύει η αγωνία, σφίγγεσαι, παγώνεις, μειδιάς, στοχάζεσαι, γελάς, χαλαρώνεις, παρατηρείς κάθε σεκάνς, όχι γιατί είναι ακαταλαβιστίκ αλλά για να πιάσεις τα πολλαπλά επίπεδά της ταινίας, και κουνάς το κεφάλι σου στον ρυθμό του σάουντρακ. Ένα ξέφρενο ταξίδι της ζωής, από έναν κινηματογραφιστή που δεν αντιμετωπίζει τους ηθοποιούς ως πειραματόζωα, αλλά δουλεύει μαζί τους με τη δική του μοναδική μέθοδο.
Πρωινό Πέμπτης, έχουμε δώσει ραντεβού με τον Γιάννη Οικονομίδη στο λόμπι του ξενοδοχείου Τιτάνια, λίγο παρακάτω από τα γραφεία της ΑTHENS VOICE. Είναι εντάξει, δεν θέλει καφέ, οπότε ξεκινάμε τη συζήτηση με τη μία.
― Η «Σπασμένη Φλέβα» ξεκινά με τη ρήση του Ηράκλειτου: «Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του». Πώς την επιλέξατε;
Μάλλον η ίδια η ταινία επέλεξε αυτή τη ρήση. Ταιριάζει πάρα πολύ στην ιστορία του κεντρικού ήρωα. Αυτό που παθαίνει έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του, τη συμπεριφορά του, μ’ αυτό που καθορίζει τη ζωή του, τη μοίρα του, την κατάληξή του. Απλά όταν έπεσα ξανά πάνω σ’ αυτή τη ρήση, συνειδητοποίησα ότι εκφράζει την ταινία. Εκφράζει ένα από τα επίπεδα της ταινίας που έχει να κάνει με τον χαρακτήρα, με τον ήρωα, με το πρόσωπο του Θωμά Αλεξόπουλου.
― Πώς γεννήθηκε η ιδέα της «Σπασμένης Φλέβας»; Ήταν μια ιστορία που την είχατε στο μυαλό σας για καιρό ή προέκυψε μέσα από την εποχή που ζούμε;
Στο μυαλό μου υπήρχε το τραγικό γεγονός – αυτό, δηλαδή, που συμβαίνει προς το τέλος της ταινίας. Όχι ακριβώς έτσι, αλλά ως ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Απλώς μετά έπρεπε να διαμορφωθεί η ιστορία σεναριακά. Έτσι ξεκινήσαμε με τον Βαγγέλη Μουρίκη, την εποχή της πανδημίας του κορονοϊού, να στήνουμε την πλοκή. Αυτό πήρε περίπου ενάμιση χρόνο. Σενάριο, χαρακτήρες, ιστορία και πλοκή.
― Ο Θωμάς Αλεξόπουλος, ήρωας της ταινίας, μοιάζει να είναι ένας τραγικός άνθρωπος, που παλεύει με τις συνέπειες των επιλογών του. Υπάρχουν και κάποιες αναφορές στο αρχαίο δράμα. Πόσο κοντά νιώθετε ότι βρίσκεται αυτή η φιγούρα σε κάτι βαθιά ελληνικό;
Βρίσκεται πολύ κοντά σε κάτι βαθιά ελληνικό, αλλά και βαθιά παγκόσμιο. Γιατί αυτούς τους τραγικούς ήρωες τους βρίσκεις παντού, δεν είναι μονοπώλιο της αρχαίας Ελλάδας. Τραγωδίες και δράματα παίζονται καθημερινά στη ζωή μας ή γύρω μας. Το θέμα είναι πώς το ξεχωρίζεις αυτό το πράγμα και πώς το κάνεις έργο τέχνης. Πώς το κάνεις κινηματογράφο. Πώς το εντάσσεις σε μία ιστορία και φτιάχνεις μια ταινία.
― Ο Θωμάς Αλεξόπουλος είναι ένας μεσήλικας επιχειρηματίας που πνίγεται, καταπίνεται στα λάθη, στις επιπολαιότητες, στα χρέη. Έχετε νιώσει την πίεση αυτού του τύπου;
Όχι σε τέτοιο επίπεδο. Έχω κάνει λάθη, έχω μετανιώσει πράγματα, όπως όλος ο κόσμος. Αλλά χοντρά λάθη, που να καθορίσουν τη ζωή μου, όχι.
― Πώς δουλεύετε με τον Βαγγέλη Μουρίκη;
Είναι πολύ καλή η συνεργασία μας, έχουμε ξαναδουλέψει μαζί στο παρελθόν. Και εγώ τον έχω σκηνοθετήσει, αλλά και ο Βαγγέλης ήταν μέσα στα σενάρια. Απλά τώρα ήμασταν μονάχα οι δυο μας. Γράψαμε το σενάριο πάρα πολλές φορές, παίξαμε όλους τους χαρακτήρες για να ακούσουμε πώς μιλάνε, την ακρίβεια της εκφοράς του λόγου, τον τρόπο που εκφέρονται οι ατάκες, αν υπάρχει φυσικότητα, αν είναι η γλώσσα μας αυτή που χρησιμοποιούν – η γλώσσα που μιλιέται σήμερα. Στις πρόβες πειράζω το σενάριο ξανά και ξανά και μετά, στο γύρισμα, υπάρχουν αυτοσχεδιασμοί και μια γενικότερη ελευθερία με την οποία προσεγγίζω τα πράγματα. Γενικά είναι πολύ δουλεμένο το σενάριο.
― Είστε ένας κινηματογραφιστής που το έχει πάει «τάπα» στην ατάκα, με πολλές παρέες να επικοινωνούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τις ατάκες αυτές. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Αυτό έγινε μαγικά. Στην αρχή με ξάφνιασε πολύ κι εμένα. Και το ξάφνιασμα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο όταν αυτό γινόταν από ταινία σε ταινία. Έβλεπα ότι οι ατάκες διεισδύουν μέσα στην κοινωνία. Κι αυτό, σ’ έναν βαθμό, καθόρισε ένα κομμάτι της κουλτούρας, της καθημερινότητας του Έλληνα. Είναι ευχάριστο και, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, σημαίνει ότι οι ταινίες έφτασαν σε έναν κόσμο που θα ασχοληθεί και θα το ψάξει. Πολλοί συναντήθηκαν έτσι με τις ταινίες μου. Στην αρχή ήρθαν σε επαφή μαζί τους μέσα από παρέες και ατάκες, κι έπειτα μπήκαν στον κόπο να τις δουν. Δεν το επιδιώξαμε, πάντως. Είναι ένα θέμα προς διερεύνηση.
― Πώς δουλεύετε με τους ηθοποιούς;
Μπορώ να απαντήσω μόνο γενικά. Πολλή δουλειά. Μια αντίληψη που έτυχε να έχω από την αρχή. Μαζί με έναν στόχο που ήθελα να φτάσω. Το κυνήγησα για να το πετύχω. Η ουσία είναι ότι έχω ένα δικό μου τρόπο. Μία μέθοδο την οποία δουλεύω και εξελίσσω από την εποχή του «Σπιρτόκουτου», σχεδόν μια 25ετία, σχετικά με το acting και το πώς καταφέρνω τη φυσικότητα σε σχέση με το ποιοι είμαστε – με τον Έλληνα, με την Ελλάδα και το πώς μπορεί ο ηθοποιός να πάψει να θυμίζει ηθοποιό μέσα στις ιστορίες, αλλά πραγματικό άνθρωπο. Το πώς γίνεται αυτό έχει να κάνει με μια ολόκληρη επίμονη και επίπονη διαδικασία, η οποία σταδιακά μετεξελίσσεται. Και φτάσαμε σήμερα σε αυτή την ταινία, που θεωρώ ότι έχει ανέβει κλίμακα σε επίπεδο υποκριτικής. Βλέποντας μια ταινία και τους ηθοποιούς να παίζουν, βλέπεις το γούστο του σκηνοθέτη. Τι καταλαβαίνει ο σκηνοθέτης από το παίξιμο, τη φυσικότητα, τον ρεαλισμό, τη δραματουργία. Στην πραγματικότητα αυτό είναι που βλέπεις σε κάθε ταινία: την αντίληψη του ανθρώπου που φτιάχνει την ταινία. Από εκεί και πέρα, από τη στιγμή που είχα θέσει τον στόχο, το θέμα ήταν να καταφέρω να τον κατακτήσω. Να βρω μια μέθοδο, να μη βρω μια μέθοδο; Να κόψω τον λαιμό μου ώστε να φτάσω εκεί. Αλλιώς, αν δεν φτάσω εκεί, δεν θα με ικανοποιεί ούτε εμένα αυτό που βλέπω. Άρα, τελικά, σε κάθε ταινία που βλέπεις, φαίνεται πού έχει βάλει τον πήχη ο σκηνοθέτης, βάσει του γούστου του και της αντίληψής του. Τον στόχο του.
― Στη «Σπασμένη Φλέβα» πού βάλατε τον πήχη;
Εκεί που πήγε. Είναι ακόμα πιο ρευστό, πιο ελεύθερο, πιο φυσικό το παίξιμο, ακόμα πιο καθημερινό, χωρίς να γίνεται γραφικό ή νατουραλιστικό. Να υπάρχει περισσότερη εμπιστοσύνη από μεριάς των ηθοποιών στο ίδιο τους το παίξιμο. Αυτό είναι πάντα το ζητούμενο. Δεν πρόκειται για δυσκολία, αλλά για τη χαρά της δημιουργίας. Βέβαια δεν είναι απλό πράγμα, δεν είναι εύκολο.
«Κάνω πολιτικό σινεμά. Είμαι ένα κοινωνικό ον και θέλω να επικοινωνήσω με τους συμπατριώτες μου, μιλάω με την Ελλάδα για τον Έλληνα, κάνω ταινίες που έχουν έναν προβληματισμό, έχουν επίπεδα.» – Γιάννης Οικονομίδης
― Ο τίτλος «Σπασμένη Φλέβα» παραπέμπει στο σημείο θραύσης, εκεί που η πίεση γίνεται αίμα. Ποιο είναι για εσάς το σημείο θραύσης, ας πούμε, του σύγχρονου ανθρώπου;
Είναι πάρα πολλά τα σημεία θραύσης, από πού να το πιάσεις... Το θέμα είναι ο σημερινός άνθρωπος, ο σύγχρονος, ο «νέος νεοέλληνας», που φορτώνεται πράγματα. Υπάρχει πολλή πρέσα. Τώρα, το πού σκας… Το φοβερό είναι ότι μπορεί να συμβεί και με αφορμή κάτι πολύ απλό. Αυτά είναι και τα χειρότερα κρασαρίσματα. Εκεί που δεν το περιμένεις ότι θα σκάσεις.
― Υπάρχει η θεώρηση ότι στις ταινίες σας στηλιτεύετε τους μικροαστούς, την οικογένεια, τη μίζερη ανδροκρατία, τις νοσηρές σχέσεις ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, με ωμό ρεαλισμό. Θα λέγατε ότι βλέπετε τον κόσμο με μία οριακή μισανθρωπία; Γίνεστε πιο τρυφερός όσο περνάει ο χρόνος;
Τους βλέπω με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια αιχμηρότητα, απλά είμαι πιο ψύχραιμος. Έχω κατανόηση, γιατί μεγάλωσα. Δεν έχω τα νεύρα και την ένταση που είχα. Ωρίμασα, θέλω να πιστεύω. Κατάλαβα πέντε πράγματα στη ζωή, που έχουν να κάνουν με τον χρόνο, τη βιασύνη, τα νεύρα, την αποδοχή, την υπομονή… τέτοια πράγματα. Να ακούς καλύτερα και τον άλλον, να τον δέχεσαι. Πράγματα που τα κατακτάς, με τον χρόνο, και μέσα από τη ζωή σου.
― Υποθέτω ότι, ως άνθρωπος που κάνει ταινίες, έχετε επηρεαστεί από σκηνοθέτες και κινηματογραφικά ρεύματα. Έχουν αλλάξει αυτές οι επιρροές όσο περνά ο χρόνος;
Αν σας πω πως όχι; Δηλαδή τις ταινίες που πρωτοερωτεύτηκα και τους σκηνοθέτες που πρωτοαγάπησα, εκεί ψηλά τους έχω ακόμα. Όταν καμιά φορά γυρίζω και βλέπω ταινίες που θα ήθελα να τις είχα κάνει εγώ, πάλι μένω με το στόμα ανοιχτό. Πάλι ζηλεύω, υποκλίνομαι, μου τρέχουν τα σάλια.
― Ποιες ταινίες θα θέλατε να κάνετε με τον δικό σας τρόπο;
Τη «Φλόγα που τρεμοσβήνει», του Λουί Μαλ, το «In Cold Blood» του Ρίτσαρντ Μπρουκς και το «Shortcuts» του Ρόμπερτ Άλτμαν. Είναι μεγάλες ταινίες βέβαια, δεν θα ήταν εύκολο να τις είχα κάνει. Έχω συνείδηση του τι μπορώ να κάνω και τι όχι. Κάτι είναι κι αυτό. Δηλαδή στην Ελλάδα πρέπει να καταλάβουμε τι σινεμά μπορούμε να κάνουμε. Το θέμα είναι –το βάζω κι εγώ στον ίδιο μου τον εαυτό– μέσα σε αυτή την κινηματογραφία, τι ταινίες μπορείς να κάνεις. Για να τις κάνεις καλά. Για να μη σε καταπιεί η παραγωγή, για να μη σε καταπιούν άλλα ζητήματα – τεχνικά, προϋπολογισμού. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να κάνεις εδώ το «Αρμαγεδδών». Γιατί κατά καιρούς ακούω στα γραφεία διάφορους φίλους που γράφουν σενάρια, κάτι μεγαλεπήβολα, κάτι μαξιμαλισμούς, από ταινίες εποχής απίστευτης δυσκολίας μέχρι sci-fi. Υπάρχει ένα range, ένα πλαίσιο, στις δυνατότητες που έχει και σ’ αυτά που μπορεί να υποστηρίξει η ελληνική κινηματογραφία. Για παράδειγμα, στα «Παράσιτα» βλέπουμε τη σκηνή της βροχής, της πλημμύρας. Αυτή τη σκηνή, ακόμα και όλα τα λεφτά του κόσμου να είχαμε, δεν θα μπορούσαμε να την είχαμε κάνει εμείς. Δεν έχουμε το know how. Δεν έχουμε την παράδοση ώστε να καταφέρουμε να γυρίσουμε αυτή τη σκηνή, να τη φτιάξουμε όσο άρτια την έκανε ο Κορεάτης.
― Πριν από λίγα χρόνια υπήρχε ένα κύμα weird κινηματογράφου. Τι πιστεύετε ότι απέγινε; Σήμερα διακρίνετε κάποιες νέες τάσεις στο ελληνικό σινεμά;
Έχω την εντύπωση ότι η τάση αυτή παραμένει. Είναι μια τάση πιο φεστιβαλική, όχι τόσο weird, αλλά παραμένει λίγο η παραξενιά, το εσωστρεφές. Το οποίο σε κάποιους βγαίνει. Και υπάρχει και μία άλλη τάση του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία προσπαθεί να πει σημερινές ιστορίες, να πλησιάσει την κοινωνία, τα προβλήματα, τους ανθρώπους, να αρθρώσει καλύτερα ιστορίες, χαρακτήρες, συναισθήματα. Χονδρικά, αυτές είναι οι δύο τάσεις.
― Αν σας δινόταν η δυνατότητα να έχετε μεγάλα μπάτζετ και σταρ, θα σας ενδιέφερε να δουλέψετε σ’ αυτό το μοντέλο;
Ενδεχομένως ναι, αλλά πάντα με τη συνθήκη να διαχειρίζομαι εγώ την ταινία, χωρίς να με καταπίνει η παραγωγή. Να μπορώ να έχω εγώ τον έλεγχο της κατασκευής. Ως εκεί ναι, εννοείται. Έτσι κι αλλιώς τα λεφτά πάντα λίγα είναι. Πάντα θες παραπάνω, για να πληρωθεί ο κόσμος καλύτερα και για να κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου.
― Έχετε εργαστεί και στο θέατρο, στο «Στέλλα κοιμήσου». Πώς μεταπηδάτε από το ένα μέσο στο άλλο;
Στο «Στέλλα κοιμήσου», στην πραγματικότητα, έκανα αυτό που ήξερα από το σινεμά. Ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα, το απόλαυσα. Επίσης, με πήγε παρακάτω σε σχέση με τη δουλειά μου με τους ηθοποιούς. Το πώς δούλεψα με την ομάδα του «Στέλλα κοιμήσου» ήταν και για μένα ένα μάθημα, το οποίο χρησιμοποίησα μετά στη «Σπασμένη Φλέβα». Ένιωσα, δηλαδή, πιο ελεύθερος να δοκιμάζω πράγματα, ένιωσα μια πιο μεγάλη αυτοπεποίθηση, «ξεφοβήθηκα» πράγματα σε σχέση με τη δραματουργία. Πώς έχεις ένα κείμενο, πώς το βάζεις κάτω με μια ελευθερία και πώς το ελέγχεις, πώς το κουμαντάρεις για να μη χαθεί η μπάλα, για να κατακτήσεις την πιο μεγάλη ρευστότητα, την πιο μεγάλη φυσικότητα, τη μεγαλύτερη αλήθεια, το παίξιμο.
― Πιστεύετε ότι το σινεμά είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε τον εαυτό μας, την κοινωνία γύρω μας, τον κόσμο; Αν ναι, τι καταλάβατε για τον εαυτό σας κάνοντας σινεμά;
Η απάντηση είναι εύκολη για έναν θεατή. Η επαφή του με την τέχνη είναι το ζητούμενο. Να καταλάβει τον εαυτό του και τους ανθρώπους γύρω του, τον κόσμο, να ανοίξουν τα μάτια του, να φωτιστούν τα σκοτάδια, γι’ αυτό υπάρχει η τέχνη. Για τον δημιουργό είναι όλο αυτό κι άλλα τόσα. Γιατί το να κάνεις μια ταινία, είναι σαν να κάνεις μια εκστρατεία. Ένας μικρός πόλεμος.
― Αισθάνεστε στρατηγός σε αυτόν τον πόλεμο;
Και στρατηγός και στρατιώτης. Η επαφή με τον κόσμο, η ένταση, οι προσωπικές σχέσεις, η ευθύνη για μια ομάδα ανθρώπων, η ευθύνη για το αποτέλεσμα, όλος ο αγώνας –από το σενάριο μέχρι να βρεις τα λεφτά, να πας να κάνεις το γύρισμα, να παραδώσεις την ταινία–, όλο αυτό το πράγμα είναι μια μάχη, ένας πόλεμος. Μέσα από αυτό, ανδρώνεσαι. Εξελίσσεσαι. Έχει πολλή κάψα και γκάβλα όλο αυτό το πράγμα.
― Βλέποντας τη φιλμογραφία σας, τι θα κάνατε διαφορετικά σήμερα; Τι σας ενώνει και τι σας χωρίζει από τις πρώτες ταινίες σε επίπεδο θεματολογίας, στη σκηνοθετική μέθοδο, στο πώς διευθύνετε τους ηθοποιούς, την ομάδα παραγωγής…
Όλα αυτά μου είναι πιο εύκολα τώρα πια, πιο «πατημένα», έχω εμβαθύνει περισσότερο, τα έχω κατακτήσει. Η προσπάθεια όμως, παραμένει πάντα ίδια. Το να κάνεις μια ταινία είναι μια φοβερή ανηφόρα. Είναι μια κατάσταση στα κόκκινα. Ειδικά στην Ελλάδα, που όλο το πράγμα είναι βιοτεχνικό, κάθε φορά ανακαλύπτεις ξανά από την αρχή το παιχνίδι, το game.
― Συχνά νομίζουμε ότι είναι βιομηχανικό, ενώ είναι βιοτεχνικό.
Είναι βιοτεχνία που έχει τα υπέρ και τα κατά. Τα πράγματα για μένα πλέον, σε κάποια επίπεδα, έχουν γίνει πιο εύκολα. Στις πρώτες ταινίες κατέβαλα πιο πολλή προσπάθεια στο να αποδείξω ποιος είμαι και να πείσω τους συνεργάτες μου για το πού θέλω να πάμε, τον στόχο που κυνηγάω, τη μέθοδο που θέλω να τους περάσω· δεν με ξέρανε, είναι φυσιολογικό. Απλώς, από ταινία σε ταινία κι όταν αρχίσανε να βγαίνουνε τα έργα, το πράγμα διευκόλυνε τις συνεργασίες, γιατί με ήξεραν πια. Στην πρώτη και δεύτερη ταινία έπρεπε να ιδρώσω.
― Ποιο είναι το πιο τρελό ψηστήρι που έχετε κάνει;
Όλα τα ψηστήρια ευοδώθηκαν. Το θέμα είναι από εκεί και πέρα τι κάνεις. Η σχέση που δημιουργείς και το πώς αυτή βαθαίνει. Στις πρώτες ταινίες έβλεπα στο βλέμμα του άλλου τον φόβο, μια ανασφάλεια του τύπου «τι μου λέει αυτός ο τρελός τώρα, τι έχει στο κεφάλι του αυτός ο μαλάκας, πού μας πάει». Έπρεπε να καταβάλλω προσπάθεια – για τη διαδικασία περισσότερο. Μετά τα πράγματα ήταν πιο οργανικά, είχα αποκτήσει κι εγώ ταυτότητα. Πρόσωπο. Κούτελο. Αυτό το κομμάτι έγινε πολύ ευκολότερο. Ένα κομμάτι που, αν το σκεφτείς, δεν είναι καθόλου απλό. Είναι αυτό το βαθύτερο τρακ που έχει κάθε σκηνοθέτης όταν ξεκινάει, έχει τόσα πράγματα στο κεφάλι του, πρέπει να μεταφέρει τις σκέψεις του σε ένα σωρό συνεργάτες, να τους εμπνεύσει, να τους βάλει σε ένα τριπάκι, να τους πάει κάπου.
«Δεν έχω τα νεύρα και την ένταση που είχα. Ωρίμασα, θέλω να πιστεύω. Κατάλαβα πέντε πράγματα στη ζωή, που έχουν να κάνουν με τον χρόνο, τη βιασύνη, τα νεύρα, την αποδοχή, την υπομονή…» – Γιάννης Οικονομίδης
― Υπάρχει μια πολύ μεγάλη συζήτηση γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη. Πώς σας φαίνεται; Υπάρχει κάτι που σας ανησυχεί, κάτι που σας ενθουσιάζει;
Παρακολουθώ τι παίζει. Θα συμφωνήσω με τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ο οποίος είχε πει ότι φοβάται την ανθρώπινη βλακεία πιο πολύ από την ΑΙ. Από την άλλη, ενστερνίζομαι όλες τις ανησυχίες, γιατί είναι πραγματικές. Πολύς κόσμος θα χάσει τη δουλειά του. Όσο εξελίσσονται τα ρομπότ, θα έρθουν τα πάνω κάτω.
― Πώς είναι να συνεργάζεσαι με τον Φατίχ Ακίν;
Ωραίος τύπος. Τα πήγαμε πολύ καλά. Μου έδωσε κι εμένα ευχέρεια να αυτοσχεδιάσω, να προσθέσω κάποιοα στοιχεία στον ρόλο. Είχε πολλή ενέργεια, ήταν φιλόδοξος, ακούραστος, ασταμάτητος.
― Υπάρχει κάποια συμβουλή που σας έχει δώσει κάποιος και την ακολουθείτε;
Ήταν κάτι που μου είχε πει παλιά, πριν το «Σπιρτόκουτο», ένας λογιστής που είχα τότε – έγραφε και βιβλία Ιστορίας. Δεν μου είχε πει κάτι φοβερό, αλλά εμένα κάτι μου έκανε τότε και το κράτησα. Σημασία, λέει, έχει να κάνεις ό,τι μπορείς. Δεν έχει νόημα να κάθεσαι σ’ έναν καναπέ, να κοιτάς το σενάριό σου και να λες: «Ρε γαμώτο, δεν έχω λεφτά να κάνω αυτό το σενάριο. Τι έχω, 5 ευρώ;». Σήκω από τον καναπέ και κάνε αυτό που αντιστοιχεί στα 5 ευρώ. Κάνε κάτι. Πιο μεγάλη αξία έχει για την αξιοπρέπειά σου, για την ψυχική σου υγεία, για το νόημα της ζωής και των πραγμάτων.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα και εγώ από τον καναπέ. Είχα γνωρίσει και τον Ερρίκο Λίτση, είπα έχω αυτόν τον άνθρωπο, μπορώ γύρω του να χτίσω μια ταινία. Βρήκα και τα άλλα παιδιά της ομάδας, μπήκαμε σε έναν χώρο, είχαμε πέντε φράγκα, δανείστηκα άλλα πέντε και είπαμε πάμε να το κάνουμε. Αυτό μπορώ, αυτό θα κάνω, στ’ αρχίδια μου. Έτσι έγινε το «Σπιρτόκουτο». Σημασία δεν έχει να κάνεις συνέχεια πράγματα. Σημασία έχει να κάνεις αυτό που πρέπει, την ώρα που το νιώθεις και το έχεις ανάγκη.
― Από το «Επεισόδιο» και το «Καλημέρα καληνύχτα» μέχρι σήμερα, ποιο θα λέγατε ότι είναι το σημαντικότερο μάθημα που έχετε πάρει, εντός ή εκτός κινηματογράφου, και γιατί είναι σημαντικό για εσάς;
Πάνω απ’ όλα είναι η προσωπική επαφή. Με την προσωπική επαφή μπορείς να καταφέρεις πολλά πράγματα. Όταν λέω προσωπική επαφή, εννοώ τη σύνδεση. Να συνδέεσαι με τους ανθρώπους. Με τη φιλία, με την πραγματική επικοινωνία. Τις δυνατότητες που αποκτάς όταν πραγματικά δίνεις.
― Υποθέτω ότι έχετε αποκτήσει πολλούς φίλους μέσα απ’ αυτό το ταξίδι.
Πραγματικούς φίλους. Αυτό είναι και το ωραίο του σινεμά. Σε περνάει, μαζί με άλλους, μέσα από τις δυσκολίες. Ή σε αποσυνδέει.
― Όταν τελειώσουν όλα, τα γυρίσματα, οι συνεντεύξεις, οι πρεμιέρες, τι μένει από κάθε ταινία;
Ο κοινωνικός απόηχος της ταινίας είναι πολύ σημαντικός για έναν δημιουργό. Και εγώ το έχω βιώσει αυτό με τις ταινίες μου. Κάνω σινεμά για να επικοινωνήσω. Κάνω πολιτικό σινεμά. Είμαι ένα κοινωνικό ον και θέλω να επικοινωνήσω με τους συμπατριώτες μου, μιλάω με την Ελλάδα για τον Έλληνα, κάνω ταινίες που έχουν έναν προβληματισμό, έχουν επίπεδα. Δεν είμαι διασκεδαστής, δεν χαϊδεύω κανέναν.
― Δεν είστε και πολιτικάντης…
Αυτό που είναι να πω, θα το πω. Δεν κάνω υποχωρήσεις – ούτε ρούπι. Κι αν η ταινία βρει αποδοχή, παίρνω κουράγιο για την επόμενη. Νιώθω μια δικαίωση, γεμίζω. Αισθάνομαι ότι είμαι στη σωστή κατεύθυνση, γιατί μέσα στα χρόνια έχουμε δεχτεί πολύ πόλεμο. Πάρα πολλοί προσπάθησαν, με διάφορους τρόπους, να μας βγάλουν από την πορεία, να μας πετάξουν στο χαντάκι, να τυφλωθούμε και να πάμε, ίσως, και κάπου αλλού. Άνθρωποι που πολλές φορές πλασάρονται και ως φίλοι.
― Σας φοβίζει η μανιέρα;
Η μανιέρα με φοβίζει, αλλά κάθε ταινία μου περιέχει φοβερό ρίσκο για μένα. Κινούμαι σε άγνωστα νερά, δοκιμάζω καινούργια πράγματα σε κάθε ταινία.
― Σε αυτή την ταινία ποιο ήταν το ρίσκο που πήρατε;
Η ταινία περιλαμβάνει πάρα πολύ ζόρικες στιγμές και πολύ ανθρώπινες σκηνές που, αν δεν τις πετυχαίναμε, δεν θα υπήρχε ταινία. Ο έρωτας μιας 80χρονης με έναν πενηντάρη. Η σεξουαλικότητα που έχουν αυτοί οι δύο, το έγκλημα και πώς γίνεται. Αυτός ο χαρακτήρας είναι της μεσαίας τάξης και πάνω. Πρώτη φορά ασχολούμαι με έναν χαρακτήρα Νοτίων Προαστίων, που να είναι φραγκάτος, καλοζωϊσμένος, επιχειρηματίας, που έχει ζήσει την καλή ζωή και γυρίζει με τη Mercedes του.
― Η «Σπασμένη Φλέβα» είναι αφιερωμένη σε δύο ανθρώπους που χάσατε το 2020, τον πατέρα σας και τη φίλη και σκηνογράφο σας Ιουλία Σταυρίδου. Πώς διαχειριστήκατε τις απώλειες;
Στην πραγματικότητα δεν είναι εύκολο να διαχειριστείς μια τέτοια κατάσταση. Δεν είναι εύκολο να κατανοήσεις τον θάνατο. Είναι ένας παραλογισμός. Τώρα έχεις έναν άνθρωπο και μετά δεν τον έχεις. Είναι πολύ δύσκολο να το δεχτεί αυτό κάποιος, όταν στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κάνει κάτι για να το αλλάξει. Πάντα μα πάντα υπάρχει ο πόνος και η αίσθηση ότι κάτι παράλογο έχει συμβεί, που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Απλώς αυτό που κάνουμε, σαν άμυνα, είναι κατά περιόδους να το ξεχνάμε, να το βάζουμε λίγο στην άκρη, για να προχωρήσουμε.
― Σας φοβίζει ο θάνατος;
Και ναι και όχι. Είναι φορές που με φοβίζει. Η ανυπαρξία, ότι δεν υπάρχεις, φεύγεις. Κενό. Μηδέν. Είναι φορές που βρέθηκα σε μια τέτοια διάθεση που είπα «δεν γαμιέται».
― Το λέτε συχνά το «δεν γαμιέται»; Είναι αυτό που σας σηκώνει από τον καναπέ;
Όχι σε τέτοιο στιλ. Αυτό το «δεν γαμιέται» που λέω είναι όταν είμαι σε άσχημη φάση με τον εαυτό μου, που χάνω την αυτοεκτίμησή μου, την πίστη μου, χάνω το κέφι μου, όταν δεν με νοιάζω αρκετά και δεν με υπολογίζω αρκετά. Τότε, σαν να αποκτώ μια ανδρεία απέναντι στο ενδεχόμενο της εξαφάνισής μου διά παντός. Ξαφνικά γίνομαι πολύ δυνατός, πολύ θαρραλέος.
Βάζουμε τελεία στην κουβέντα και περνάω στο GPS μια διεύθυνση κάποιας αθηναϊκής στοάς όπου έχουμε δώσει ραντεβού για τη φωτογράφιση. Στον δρόμο δυο υπάλληλοι ενός μαγαζιού αναγνωρίζουν τον Γιάννη Οικονομίδη και του απαντούν για τη διεύθυνση που ψάχνουμε. Το επόμενο ραντεβού είναι στις κινηματογραφικές αίθουσες, για να δούμε τη «Σπασμένη Φλέβα», που έρχεται από την Tanweer και την Αργοναύτες Α.Ε.. Εκεί που, μετά τους τίτλους τέλους, ΛΕΞ & Kepler is Free ερμηνεύουν το φερώνυμο τραγούδι της ταινίας κι εσύ έχεις καταλάβει ότι είχες πολύ καιρό να δεις μια τέτοια.
Το εξώφυλλο του νέου τεύχους της Athens Voice φιλοτέχνησε ο εικαστικός Στέφανος Ρόκος. Ένα αφιερωματικό έργο όπου οι μορφές της ταινίας «Σπασμένη Φλέβα» ξεπηδούν μέσα από το σχέδιο σαν να καλούν τον φακό του Γιάννη Οικονομίδη. Στη «Σπασμένη Φλέβα» πρωταγωνιστεί και η ζωγραφική του Στέφανου Ρόκου.