Κινηματογραφος

Το Ξυπόλητο Τάγμα και η Κατοχή στη Θεσσαλονίκη του Γκρεγκ Τάλας

Τα ορφανά του Παπάφειου σε ρόλο Ρομπέν των Δασών

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ξυπόλητο Τάγμα: Η ταινία του Γκρεγκ Τάλας που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη με παιδιά από το Παπάφειο ίδρυμα

Τον σκληρό Απρίλη του 1941, περίπου 160 παιδιά από έξι έως είκοσι έξι χρονών εκδιώχτηκαν από το Παπάφειο ίδρυμα, όταν οι Ναζί επίταξαν το κτήριο του ορφανοτροφείου. Τα ανέστια, πεινασμένα, ταλαιπωρημένα και ρακένδυτα πλάσματα, όμοια με ήρωες του Ντίκενς στον Όλιβερ Τουίστ, χωρίς οικογένεια, φροντίδα και κάποιον να τα νοιάζεται, βρήκαν καταφύγιο στα χαλάσματα του βομβαρδισμένου στρατιωτικού νοσοκομείου 424. Έτσι αρχίζει η θρυλική ιστορία του Ξυπόλητου Τάγματος, που χρόνια αργότερα, όταν ο Ελληνοαμερικανός Γκρεγκ Τάλας (Γρηγόρης Θαλασσινός) μάθει την ιστορία τους, θα γυρίσει τη νεορεαλιστική ομώνυμη ταινία, η οποία το 1955 τιμήθηκε με τη Χρυσή Δάφνη στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Εδιμβούργου. 

Το Ξυπόλητο Τάγμα στέκεται επάξια δίπλα στα αριστουργηματικά Ανοχύρωτη Πόλη του Ροσελίνι και τον Κλέφτη Ποδηλάτων. «Αν είχες γυρίσει την ταινία προτού γυρίσω τον Κλέφτη των Ποδηλάτων, τώρα θα ήσουν εσύ ο Ντε Σίκα» είπε ο Βιτόριο στον Γκρεγκ Τάλας, ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε την ιστορία των χαμένων παιδιών, κινητοποιήθηκε, βρήκε τα κεφάλαια και τη φίλμαρε στη Θεσσαλονίκη των αρχών του ’50. 

Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας Το ξυπόλητο τάγμα

Πώς πήραν τα ορφανά την ονομασία Ξυπόλητο Τάγμα;

Μάλλον τους την έδωσε ο λαός της Θεσσαλονίκης για να τιμήσει τη δράση τους: Τα παιδιά των πέντε δρόμων αυτοργανώθηκαν σε συμμορία και αλά Ρομπέν των Δασών σάλταραν στα καμιόνια των Γερμανών για να κλέψουν κουραμάνες, προκειμένου να κορέσουν την πείνα τους, και στη συνέχεια μοίραζαν τα λάφυρα στους εξίσου εξαθλιωμένους κατοίκους της πόλης. Με άντρο τους την Άνω Πόλη, οι «Ξυπόλητοι» συνδέθηκαν με την αντίσταση. Στην ταινία του Τάλας, αναλαμβάνουν να κρύψουν και να φυγαδεύσουν έναν Αμερικανό πιλότο που έπεσε, υποτίθεται, με το αεροπλάνο του στα μέρη μας. Λέω υποτίθεται γιατί συνήθως στα μέρη μας επιχειρούσαν Άγγλοι και όχι Αμερικανοί, αλλά ας όψεται η αμερικανική ταυτότητα του σκηνοθέτη και των κεφαλαίων που άντλησε για να τη γυρίσει. 

Η συλλογικότητα των παιδιών που ορκίστηκαν να προστατεύουν και να βοηθούν το ένα το άλλο και η συσπείρωσή τους γύρω από τον κοινό σκοπό της διάσωσης του πιλότου παράγουν ιδεολογία και στράτευση που βοηθούν τα ορφανά να μη φοβούνται να ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους. Το Τάγμα σαν φυλή, προστατεύει τα παιδιά, η ασφάλεια που τους χαρίζει ο κοινός σκοπός μειώνει τον φόβο τους, ενώ την ίδια στιγμή ο λαός που θαυμάζει τα κατορθώματά τους, ενώ στην αρχή απορεί με την αλληλεγγύη που δείχνουν το ένα στο άλλο, μπαίνει με τη σειρά του στο παιχνίδι της συνωμοτικότητας και της δράσης. 

Με μουσική γραμμένη από τον Μίκη Θεοδωράκη και μόνο με δυο επαγγελματίες ηθοποιούς, τον Νίκο Φέρμα και τη Μαρία Κωστή, ο Τάλας επέλεξε να γυρίσει την ταινία του με παιδιά από το Παπάφειο Ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη των ανοιχτών εξωτερικών χώρων ως σκηνικό, προσδίδοντας στην ταινία ποιότητα και χροιά ντοκιμαντέρ. Το φιλμ επικρίθηκε, αφού ο Τάλας παρουσίασε μια ρομαντικά εξωραϊσμένη Ελλάδα, μέσα στη σύμπνοια για την επίτευξη του κοινού σκοπού της ελευθερίας, χωρίς να κάνει καμιά μνεία στον Εμφύλιο και τα διαφορετικά θέλω του ΕΑΜ. Ο αμερικανός πιλότος παρουσιάστηκε γλυκός και χαριτωμένος, κάτι που έκανε τους αριστεροκομμουνιστικού προσήμου θεατές και κριτικούς να κατηγορήσουν τον Τάλας για προπαγανδιστή της «αμερικανοκρατίας». Του πρόσαψαν αφέλεια, ουτοπικό ρομαντισμό και ύποπτο σαπορτάρισμα του πρόστυχου έργου της Φρειδερίκης στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, που όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια κάθε άλλο παρά φιλόστοργη ήταν. Παρ’ όλα αυτά, το Ξυπόλητο Τάγμα παραμένει ένα ποιητικά ρεαλιστικό, ατμοσφαιρικό αφήγημα, γυρισμένο επί τούτου με κάμερες του 1928, προκειμένου η αχλή της ιστορίας να αποδοθεί ονειρικά, λες και όλα συμβαίνουν στις παρυφές του ύπνου με τον ξύπνιο με τον λυρισμό να εκρήγνυται.