- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Σπάικ Λι, ο Κουροσάβα και ο Εντ ΜακΜπέιν μπαίνουν σε ένα μπαρ
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΕΤΟΙΕΣ ΠΟΥ ΣΕ ΠΟΝΑΝΕ
Προχθές, για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, ένιωσα να μην έχω καμία δύναμη μέσα μου, τίποτε. Ήταν μετά από το τρομοκρατικό χτύπημα των Ρώσων —ένα από τις χιλιάδες— στους ανθρωπάκηδες που περίμεναν στη σκιά από τα κλαδιά των δέντρων έξω από το ταχυδρομικό ταμιευτήριο, να πάρουν τη σύνταξή τους.
Έψαξα την πόλη, τη Γιάροβα της περιφέρειας Ντονέτσκ, και είδα πως είναι μικρή, έχει 1.850 κατοίκους όλους κι όλους· ένα χωριό, ουσιαστικά. Δεν είναι στρατηγικής σημασίας επίσης, δεν είναι τίποτα. Την είχαν καταλάβει οι Ρώσοι την άνοιξη του 2022 κατά την επέλασή τους, και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους πέρασε πάλι στα χέρια των Ουκρανών, μετά από μια σαρωτική αντεπίθεση. Αλλά, ξαναλέω: δεν έχει καμιά αξία για τον πόλεμο. Έτσι απλώς τη βομβάρδισαν.
Κάποιος υπάνθρωπος ξύπνησε, είδε τους δορυφόρους, έριξε μια νυσταγμένη ματιά στις αναφορές, έκανε κάτι υπολογισμούς, ήπιε ένα τσάι, ρεύτηκε, έκλασε, έκατσε μια στιγμή να απολαύσει τη μυρωδιά, και μετά έδωσε διαταγές να χτυπήσει ο πύραυλος την ουρά των συνταξιούχων. Και πάνε έτσι 25 άτομα, που άνοιξαν τα μέσα έξω, ένιωσαν για μια στιγμή της στιγμής τα μάτια τους να πρήζονται και να σκάνε, σκέφτηκαν με την ταχύτητα του φωτός ποιος θα τάιζε τη γάτα το απόγευμα και τι θα γινόταν με το φαΐ που είχαν ξεχάσει να βάλουν στο ψυγείο, μπας και μυρίσει, ενώ τα μέλη τους πήραν εκείνες τις περίεργες γωνίες, τις στρεβλώσεις που αποκτά το σώμα όταν βάλλεται από σράπνελ, και λες πώς στο καλό μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα, τι γεωμετρία αλλόκοτη είναι πάλι και τούτη, τι διάολο.
Ξανά και πάλι: κυριολεκτικά για το τίποτε. Για την ανώμαλη ηδονή ενός κοπροφαγικού συστήματος που σήπεται καθημερινά βρομίζοντας τον πλανήτη, αφενός, και εξαιτίας βέβαια, ταυτόχρονα, του φόβου των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απέναντι στον όχλο — ενός φόβου που τον καταλαβαίνεις μεν, εννοείται πως τον καταλαβαίνεις —ποιος θέλει να δει τις πόλεις του να καταστρέφονται και να φλέγονται από τις ορδές των βασιβουζούκων—, μα που θα τον πληρώσουμε πολύ ακριβά στο άμεσο μέλλον. Είναι αυτός ο φόβος, προϊόν της τυραννίας του όχλου —υπό το καθεστώς της οποίας ζούμε—, που μας κρατά ακόμα στην άκρη, λυτρωτικά επαναπαυμένους με τις κυρώσεις και τα αυστηρά μας λόγια και τα σηκωμένα μας φρύδια. Ένας φόβος με ημερομηνία λήξεως, μετά από την οποία θα καταλάβουμε —με τον δύσκολο τρόπο— πόσο λάθος τακτική ήταν αυτή και σε τι μάς οδήγησε.
Και εν πάση περιπτώσει είπα στο διάολο και τα βιβλία, και τα έργα, και το χαΐρι τους. Στο διάολο όλα.
Αυτό κράτησε μια-δυο ώρες. Εκεί πάνω στο δίωρο, έτυχε να πέσω πάνω στο εξώφυλλο του The New Yorker. Δεν είναι από αυτά που μου αρέσουν —προφανώς είναι έξοχο βέβαια, ο άνθρωπος είναι μέγας σχεδιαστής, απλώς δεν είναι του στιλ μου—, όμως άνοιξα το λινκ να δω τι λέει — και μου πέρασε κάπως η σκασίλα. Το σχέδιο, με τίτλο «The Soloist», είναι λοιπόν του καλλιτέχνη Καντίρ Νέλσον, που είπε στο περιοδικό:
«Όταν οι ειδήσεις είναι τέτοιες που σε πονάνε, στηριζόμαστε στην τέχνη μας πρώτα-πρώτα για να ηρεμήσουμε εμείς οι ίδιοι, και έπειτα για να ενημερώσουμε και να εμπνεύσουμε τους άλλους: για να δουν, να ακούσουν, να νιώσουν και να εκτιμήσουν τις όμορφες πτυχές της ζωής».
Προφανώς και έχει δίκιο. Όταν γύρω μας όλα μοιάζουν σκοτεινά, όταν οι ειδήσεις γεμίζουν με βία, αδικία και θλίψη, η ενοχή γεννιέται πανεύκολα μέσα μας: Είναι σωστό να μιλάμε για τέχνη; Είναι σωστό, και δίκαιο, και πρέπον, και καθωσπρέπει, να διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα, να βλέπουμε σινεμά, να πηγαίνουμε στο θέατρο, να ασχολούμαστε με τις νέες σειρές στην τηλεόραση; (Δεν λέω να βλέπουμε πίνακες, κανείς δεν ασχολείται με τέτοια). Δεν μοιάζουν όλα αυτά με μια περιττή πολυτέλεια μπροστά στον πόνο του κόσμου; Κι όμως, το ξέρουμε όλοι καλά: η τέχνη υπάρχει ακριβώς για αυτές τις στιγμές. Δεν είναι διαφυγή, ούτε αδιαφορία· είναι ένα καταφύγιο που μας δίνει δύναμη για να αντέξουμε.
Η τέχνη μάς υπενθυμίζει επίσης πως, όσο κι αν το κακό απλώνεται, όσο κι αν μαυρίζει ο ουρανός από κακές σκέψεις και οπλισμένα ντρόουν, ο άνθρωπος μπορεί ακόμη να φτιάχνει όμορφα πράγματα, να μετατρέπει την αγωνία σε μουσική, την απώλεια σε ποίηση, τον φόβο σε εικόνα που φωτίζει. Καταναλώνοντας τέχνη και μιλώντας για την τέχνη και για όλα τα ωραία τεχνουργήματα αυτού του ωραίου καημένου κόσμου, δεν αγνοούμε την πραγματικότητα: την κοιτάζουμε με άλλη ματιά. Η τέχνη δεν σβήνει τον πόνο —τίποτα δεν τον σβήνει· καμιά φορά δεν πρέπει κιόλας—, αλλά τον μεταμορφώνει σε κάτι που μπορεί να ειπωθεί, να μοιραστεί, και σε κάτι που αντέχει.
Η τέχνη μάς δίνει τη δυνατότητα να εκφράσουμε συναισθήματα και σκέψεις που είναι δύσκολο να διατυπωθούν με λόγια. Μας βοηθά να επεξεργαστούμε τα γεγονότα και να ανακαλύψουμε νέες οπτικές γωνίες. Η συζήτηση για τα ωραία πράγματα της ζωής δεν είναι μια επιπόλαιη απόδραση, αλλά ένας ρηξικέλευθος τρόπος να υπερασπιστούμε την ομορφιά και την αξία της — την αξία της ζωής. Δεν λέει να αφήνουμε το κακό να σβήνει το καλό.
Η τέχνη και η ομορφιά, τέλος, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη. Και, σε χαλεπούς καιρούς, το να στρεφόμαστε στην τέχνη δεν συνιστά πολυτέλεια ή κάποιου είδους εστετισμό. Είναι μια μορφή αντίστασης, ένας τρόπος να κρατήσουμε ζωντανή την ανθρωπιά μας. Αν χάσουμε την ικανότητα να συγκινούμαστε από το ωραίο, τότε χάνουμε και τον λόγο να παλέψουμε για έναν καλύτερο κόσμο.
Αν πάλι μένουμε στην τέχνη, κλείνοντας τα μάτια στον κόσμο και τον πόνο του — ε, τότε ας πάμε στο γερο-διάολο.
* * *
ΜΙΚΡΕΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Αυτές οι όχι πρωτότυπες σκέψεις έγιναν με αφορμή —όχι κανέναν Τζόις ή ξέρω γω τον Αμπάς Κιαροστάμι— αλλά την τελευταία, ψυχαγωγική ταινία του Σπάικ Λι που είδαμε στο Apple TV+, το «Highest 2 Lowest», μια μεταφορά του μυθιστορήματος «King’s Ransom: An 87th Precinct Mystery» του σπουδαίου Εντ ΜακΜπέιν (εκδόθηκε με το θρυλικό ψευδώνυμο Ίβαν Χάντερ το 1959). Τώρα, ο ΜακΜπέιν δεν είναι απλώς σπουδαίος, εδώ που τα λέμε, αλλά ίσως ο #1 συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων όλων των εποχών. Αλλά για αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμα.
Στο μυθιστόρημα λοιπόν, ο Ντάγκλας Κινγκ, στέλεχος της Granger Shoe Company, σκοπεύει να εξαγοράσει όσες μετοχές απαιτούνται για να γίνει το απόλυτο αφεντικό της εταιρείας. Έχει συγκεντρώσει τα χρήματα και είναι έτοιμος για το μεγάλο χτύπημα, όταν δέχεται μια κλήση: έχουν απαγάγει τον γιο του, και ο απαγωγέας τού ζητά μισό εκατομμύριο δολάρια για να τον αφήσει — όσα έχει και δεν έχει για να προχωρήσει στην εξαγορά.
Ο Κινγκ και η σύζυγός του κατακλύζονται από πανικό και καλούν αμέσως την αστυνομία. Ο επιθεωρητής Στιβ Καρέλα με την ομάδα του από το 87ο Τμήμα καταφθάνουν και θέτουν σε εφαρμογή την προβλεπόμενη έρευνα. Όμως τότε αποδεικνύεται ότι ο γιος του Κινγκ είναι μια χαρά: αυτός που απήχθη είναι ο γιος του σοφέρ του — ένα παιδί που βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Τι πρέπει να κάνει ο Κινγκ τώρα; Να πληρώσει τα λύτρα και να καταστραφεί οικονομικά και επιχειρηματικά; Να τα τινάξει όλα στον αέρα; Ή μήπως να ενδώσει στο αίσθημα της φιλαργυρίας που τον κατακλύζει ξαφνικά, κάνοντας τη γυναίκα του να αηδιάσει με τη στάση του; Σπουδαίο μυθιστόρημα, έξοχο crime, ένα δίλημμα που σπάει κόκαλα, και μια πραγματικά πρωτότυπη ιδέα.
Τέσσερα μόλις χρόνια μετά, το 1963, κυκλοφορεί στις αίθουσες ένα από τα πιο γνωστά φιλμ του Κουροσάβα, που είχε σπεύσει να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου αμέσως μόλις το διάβασε, ή ίσως και προτού καλά-καλά το τελειώσει: το «High and Low» είναι ένα μαγευτικό φιλμ, ένα δοκιμιακό, αρχετυπικό νουάρ που (όπως άλλωστε πολλά μεγάλα νουάρ) θυμίζει ώρες-ώρες αρχαία τραγωδία. Και βέβαια, είναι ένα κοινωνικό-ταξικό δράμα ταυτόχρονα, όλο ένταση, συμβολισμούς και αφηγητική ακρίβεια. Μεγάλο έργο. (Υπάρχει και ονλάιν ολόκληρο, στο YouTube, για όποιον ενδιαφέρεται).
Τώρα, ο Σπάικ Λι ξαναγυρίζει —με τον τρόπο του— την ταινία, πράγμα μάλλον προβληματικό, καθώς δεν διασκευάζει το βιβλίο του ΜακΜπέιν: αλλά τον Κουροσάβα. Βασικά, πάνω-κάτω τον κοπιάρει. Κι αυτό θέλει κότσια, περισσότερα από όσα έχει ο Λι. Σχεδόν σού έρχεται να πεις πως αυτοϋπονομεύεται με τον ίδιο τον τίτλο της ταινίας του: αν ο Κουροσάβα εννοείται στο πρώτο συνθετικό, ποιον μπορεί να εννοεί το δεύτερο;…
Παρά ταύτα, η άνιση αυτή ταινία παρακολουθείται ευχάριστα, ειδικά από ένα σημείο και μετά, κι αυτό για δύο λόγους. Καταρχάς, προφανώς και θέλουμε να δούμε τι θα γίνει! Κατά δεύτερον, βλέπουμε μπόλικη Νέα Υόρκη, και μάλιστα με μια ματιά που δεν την έχουμε συνηθίσει. Ο Λι προτιμά, π.χ., να μας δείχνει ένα έθνικ πανηγύρι που γίνεται στον δρόμο (και τον κλείνει!), σε μία ωραία μονταρισμένη σκηνή κυνηγητού, ή κακόφημες συνοικίες, παρά κεντρικούς και «ακριβούς» δρόμους. Από τον πλούτο του διαμερίσματος του κεντρικού χαρακτήρα (ο Ντένζελ Ουάσιγκτον κάνει ό,τι μπορεί για να είναι πειστικός, σχεδόν όσο και ο σκηνογράφος), μας τραβάει από τον γιακά και μας πετάει in da hood. Και όλο αυτό, φυσικά, με τη σούπερ μαύρη μουσική που ακούει και προτιμά, και που αγαπάμε κι εμείς.
Η λύση θα δοθεί εύκολα και γρήγορα. Δεν θα κάνουμε σπόιλερ —μόλο που δεν έχει και καμιά σημασία, εδώ που τα λέμε—, αλλά θα προσθέσουμε μόνο πως (αν και κινηματογραφικά δεν έχουν την παραμικρή λογική εξήγηση) απολαύσαμε τα δύο «βιντεοκλίπ» τραγουδιών που προσθέτει στο ανοικονόμητο τέλος του έργου του. Κομματάρες και τα δύο. Νά το ένα (το λέει ο άντρας της Ριάνα):
Και νά και το άλλο, από την καλλιτέχνιδα Αγιάνα-Λι:
Η ίδια τραγουδίστρια ερμηνεύει και την απίστευτη έκπληξη που μας επιφυλάσσουν τα credits: μια διασκευή τού… «Prisencolinensinainciusol» του πελώριου Αντριάνο Τσελεντάνο! Σηκωθήκαμε και χορεύαμε στα γράμματα.
Δεν θα πούμε άλλα, καθώς ο Σπάικ Λι μάς άρεσε μόνο προ αμνημονεύτων ετών, και κάποια στιγμή μάς κούρασε και τον παρατήσαμε. Αλλά φυσικά είναι μάγκας, και το έργο είναι ωραίο — να το δείτε.
* * *
Εμείς πάντως είμαστε πιο τού ελαφρολαϊκού, εξ ου και ξαναείδαμε μετά από πολύ καιρό τον «Άτρωτο» («The Running Man», 1987) με τον Σβαρτσενέγκερ και τη Μαρία Κοντσίτα Αλόνσο (edit: τη ΘΕΑ Μαρία Κοντσίτα Αλόνσο), ένα b-movie που αγαπάμε, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ που λατρεύουμε. Ταινία δράσης και ταυτόχρονα παρωδία ταινίας δράσης, από τον καιρό που γύριζαν τέτοια έργα με αληθινές βόμβες να σκάνε δίπλα στους ηθοποιούς, αληθινές σφαίρες να σφυρίζουν στον αέρα, αληθινούς ανθρώπους να πέφτουν από αληθινά μπαλκόνια, να καίγονται και να τους προλαβαίνουν τελευταία στιγμή κλπ. Ωραία πράγματα. Βλέπουμε και πολύ καλές ερμηνείες στο έργο, σε βαθμό που δεν το περιμέναμε, και φυσικά δεν το θυμόμασταν. (Αλλά όχι από τον Άρνι).
Το ξαναείδαμε και για έναν ακόμη λόγο: γιατί στα μέσα Νοεμβρίου έρχεται το ριμέικ της ταινίας με τον Γκλεν Πάουελ (αχώνευτος σε βαθμό που σου πονάνε τα παΐδια όποτε τον βλέπεις), σε σκηνοθεσία του φοβερού και τρομερού Έντγκαρ Ράιτ («Shaun of the Dead», «Hot Fuzz», «Baby driver», «Last night in Soho» κλπ.), ταινία που την περιμένουμε πώς και πώς.
Αυτά. Και τώρα πάμε να διαβάσουμε κάτι σοβαρό. Ή και όχι. Και Σλάβα Ουκραΐνι.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.