- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αλέξανδρος Τσιλιφώνης: Στόχος μου είναι να κάνω διεθνείς ταινίες γυρισμένες στην Ελλάδα
Αλέξανδρος Τσιλιφώνης: Λίγο πριν την κυκλοφορία της νέας του ταινίας «Café 404», ο σκηνοθέτης μιλάει για τις επιρροές του, την κωμωδία και την παγκόσμια γλώσσα του κινηματογράφου
Μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας, ο Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος Αλέξανδρος Τσιλιφώνης ολοκλήρωσε πρόσφατα την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, "Café 404", μια παραγωγή της Central Athens με συμπαραγωγούς την ΕΡΤ, τον ΕΚΚΟΜΕΔ, τη ΝΟVA και την Batavia Films, γυρισμένη με Έλληνες ηθοποιούς στην Ελλάδα, αλλά πάνω σε αγγλικό σενάριο το οποίο υπογράφει ο ίδιος μαζί με τον Αντώνη Τσιoτσιόπουλο και τον Σωτήρη Νικία. Η ταινία - η δεύτερη του σκηνοθέτη μετά τη μικρού μήκους "The T3st" - έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στη συνέχεια έκανε μια στάση στο Los Angeles Greek Film Festival, όπου έγινε δεκτή με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από το κοινό και ύστερα διαγωνίστηκε στο London Independent Film Festival, όπου και κέρδισε το Πρώτο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής. Το καστ περιλαμβάνει τους ηθοποιούς: Ντιμίτρι Γκριπάρι, Τζερόμ Καλούτα, Margaux Καραγιάννη, Αντώνη Τσιoτσιόπουλο, Βασίλη Κουκαλάνι και Μαρία Ναυπλιώτου.
Λίγο πριν το "Café 404" κυκλοφορήσει στις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά και πριν το "T3st" προβληθεί στο φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, ο Αλέξανδρος Τσιλιφώνης μίλησε στην Athens Voice για τις επιρροές του ως σκηνοθέτη, τη «μαύρη κωμωδία» ως κινηματογραφικό είδος και την ανάγκη του καλλιτέχνη ώστε το έργο του να ξεπερνάει τα στενά όρια της τοπικότητας.
Σας πήρε πολύ καιρό, αφότου ολοκληρώσατε το σενάριο μαζί με τον Αντώνη Τσιoτσιόπουλο και τον Σωτήρη Νικία, μέχρι να ξεκινήσετε και να ολοκληρώσετε τα γυρίσματα του «Café 404»;
Απ’ όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου, ήμασταν πολύ ρεαλιστές ως προς το ότι θέλαμε να γράψουμε κάτι που να μπορεί να γυριστεί. Συνήθως, ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες είναι ότι, ενώ μπορεί να έχουν δυνατές ιδέες, αυτές δεν είναι τελικά υλοποιήσιμες. Από το πρώτο προσχέδιο, η δράση λάμβανε χώρα σε μία τοποθεσία – ένα μαγαζί στη μέση του πουθενά– και υπήρχαν τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες. Αυτό, αφενός το κάνει πιο ελκυστικό στις εταιρείες παραγωγής και αφετέρου βοηθάει πάρα πολύ στο να έχει μια σαφή δομή (αρχή, μέση, τέλος). Εξαιτίας, λοιπόν, αυτών των περιορισμών, καταφέραμε να γράψουμε την πρώτη εκδοχή του σεναρίου μέσα σε περίπου έναν χρόνο κι έπειτα από τρία χρόνια συνολικά, μπήκαμε στην παραγωγή. Δεδομένου ότι υπήρχε και μια καθυστέρηση όσον αφορά τη χρηματοδότηση, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, θεωρώ πως ήταν ένα πολύ ικανοποιητικό χρονοδιάγραμμα.
Πώς πήρατε την απόφαση να γράψετε το σενάριο στα αγγλικά; Συναντήσατε δυσκολίες, δεδομένου ότι η ταινία είναι ελληνικής παραγωγής και πολλοί από τους ηθοποιούς είναι Έλληνες;
Καταρχάς, ο Σωτήρης Νικίας –ενώ έχει πολύ ελληνικό όνομα– είναι Άγγλος, μεγαλωμένος εκεί. Έτσι, το πρώτο προσχέδιο ήταν αναγκαστικά γραμμένο στα αγγλικά. Εκείνη την περίοδο ζούσα μόνιμα στο Λονδίνο και ψάχναμε να γυρίσουμε την ταινία με αυτό το concept: σε μία τοποθεσία και με αυτούς τους χαρακτήρες. Όταν αρχίσαμε να κάνουμε αιτήσεις χρηματοδότησης, είδαμε πως ο ΕΚΟΜΕ θα μπορούσε να μας βοηθήσει να τη γυρίσουμε στην Ελλάδα. Έπειτα κάναμε και την αίτηση στην ΕΡΤ, η οποία, εφόσον η ταινία θα γυριζόταν στην Ελλάδα, με ελληνικό καστ και συνεργείο, δεν ενδιαφερόταν αν θα ήταν στα ελληνικά ή όχι. Αυτό, λοιπόν, μας επέτρεψε να δοκιμάσουμε να κάνουμε μια ουσιαστικά «ξένη» παραγωγή στην Ελλάδα. Γενικά, ήθελα η ταινία να διαδραματίζεται κάπου στα Βαλκάνια, καθώς έχει να κάνει με αυτούς τους τέσσερις χαρακτήρες, που έρχονται ο καθένας από διαφορετικό background. Θεώρησα πως τα Βαλκάνια είναι ιδανικό μέρος για να συναντηθούν αυτές οι τέσσερις ψυχές. Συνεπώς, η ταινία διαδραματίζεται σε μια Εθνική Οδό που περνάει μέσα από τα Βαλκάνια, χωρίς να αναφέρεται ποτέ η ακριβής τοποθεσία. Έτσι, βγάζει νόημα και το γεγονός ότι μιλάνε αγγλικά, γιατί είναι μια γλώσσα στην οποία μπορεί να συνεννοηθεί π.χ. ένας Βούλγαρος με έναν Έλληνα.
Θεώρησα πως τα Βαλκάνια είναι ιδανικό μέρος για να συναντηθούν αυτές οι τέσσερις ψυχές
Την εποχή του COVID επιστρέψατε για κάποιο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα και σήμερα μένετε κυρίως στο Λονδίνο, αλλά επισκέπτεστε συχνά την Αθήνα. Εκτός από τη χρηματοδότηση, τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γυρίσετε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας εδώ;
Την περίοδο της πανδημίας, όταν ήμουν 26 χρονών, μου είχε δοθεί μια τρομερή ευκαιρία να σκηνοθετήσω μια τηλεοπτική σειρά για κάποια πλατφόρμα. Λόγω του COVID, το πρότζεκτ αυτό δυστυχώς δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Έτσι, βρέθηκα σε μια κατάσταση όπου δεν ήξερα τι κάνω. Το όνειρό μου ήταν να γίνω σκηνοθέτης, και πάνω που μου είχε δοθεί η ευκαιρία, ξέσπασε ο «Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος». Βρισκόμουν, λοιπόν, μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου, κι αφού δεν γυρίστηκε η σειρά, είχα πάρει την απόφαση πως, ό,τι και να γίνει, έπρεπε να γυριστεί αυτή η ταινία. Τα βάλαμε κάτω με την εταιρεία παραγωγής και είδαμε ότι μας συνέφερε να γυρίσουμε το πρότζεκτ στην Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, όταν αρχίσαμε να παίρνουμε τις χρηματοδοτήσεις, ήταν και λίγο μονόδρομος. Στην πραγματικότητα, εκείνο που θέλω περισσότερο απ’ όλα είναι να καταφέρω να κάνω «διεθνείς» ταινίες και να τις γυρίζω στην Ελλάδα. Θέλω να συνδέσω το τοπικό με το παγκόσμιο. Όσον αφορά το Λονδίνο, έχω τη βάση μου εκεί, αλλά προσπαθώ να πηγαινοέρχομαι. Μάλιστα, τώρα συζητάμε να γυρίσουμε μια σειρά του BBC στην Ελλάδα. Οι καιρικές συνθήκες, οι ομορφιές αλλά και ο τρόπος ζωής της Ελλάδας δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Αν καταφέρουμε, ως χώρα και ως χώρος, να φέρουμε εδώ μια νοοτροπία επαγγελματισμού και συνεχίσουμε με σταθερότητα και συνέπεια να προσφέρουμε κίνητρα χρηματοδότησης, τότε είναι βέβαιο ότι μπορούμε να προσελκύσουμε ξένες παραγωγές με υψηλούς προϋπολογισμούς.
Ενώ η κωμωδία είναι ένα είδος που αρέσει στο ελληνικό κοινό, μαύρες κωμωδίες βλέπουμε πιο σπάνια. Πώς σας ήρθε η έμπνευση να γυρίσετε μια τέτοια ταινία;
Ο κάθε σκηνοθέτης, πιστεύω, θέλει να πει κάποια πράγματα. Το genre είναι ένα όχημα για να εκφραστούν αυτές οι απόψεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μια μαύρη κωμωδία, προσωπικά, μου επιτρέπει να μιλήσω για μερικά πολύ δραματικά θέματα με έναν χιουμοριστικό τρόπο, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι αρκετά ψυχαγωγικό για το κοινό. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακαλύπτω και τη δική μου φωνή ως σκηνοθέτης. Θεωρώ ότι είναι ένα πολύ δύσκολο genre, καθώς η κωμωδία γενικότερα είναι κάτι το υποκειμενικό. Πολλοί παραγωγοί (αλλά και σκηνοθέτες) φοβούνται να κάνουν μαύρη κωμωδία γιατί είναι δυσκολότερο να «μαρκεταριστεί». Δεν είναι ξεκάθαρο για ποιο κοινό προορίζεται κι έτσι είναι πολύ λίγες οι επιτυχίες ή πάρα πολύ λίγοι οι σκηνοθέτες που καταφέρνουν και το κάνουν. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα σκηνοθετών από το παγκόσμιο στερέωμα που έχουν καταφέρει να υπηρετήσουν καλά αυτό το κινηματογραφικό είδος είναι ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, οι αδερφοί Κοέν, οι αδερφοί Σάφντι και ο Γκάι Ρίτσι.
Αν σας ζητούσα να ονομάσετε πέντε αγαπημένους σας σκηνοθέτες, ποιοι θα ήταν αυτοί και γιατί;
Οι ταινίες που έβλεπα μικρός και μ’ έκαναν να θέλω να μάθω «τι πάει να πει σινεμά» είναι σίγουρα εκείνες του Γκάι Ρίτσι. Σήμερα, βέβαια, ο συγκεκριμένος έχει στραφεί σε ένα πιο εμπορικό είδος κινηματογράφου, αλλά οι πρώτες ταινίες του ήταν αυτές που πραγματικά με «έβαλαν στον χορό». Έπειτα, εκείνος που θεωρώ ότι είναι ένας από τους καλύτερους σεναριογράφους-σκηνοθέτες είναι ο Μάρτιν ΜακΝτόνα. Όταν είχα δει το «In Bruges» δεν μπορούσαν να πιστέψω πως υπάρχει τέτοια μαύρη κωμωδία. Ύστερα, ένας σκηνοθέτης που νομίζω πως μας έχει επηρεάσει όλους κατά κάποιον τρόπο είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Έχουν ειπωθεί πολλά για τις ταινίες του, όμως η δομή τους και αισθητική τους, ειδικά για την εποχή που κυκλοφόρησαν είχαν κάτι το πρωτοποριακό. Τώρα τελευταία, μου αρέσει πολύ και ο Μπονγκ Τζουν-χο. Τα «Παράσιτα» θεωρώ πως ήταν η καλύτερη ταινία της δεκαετίας και χάρηκα ιδιαίτερα που μια ταινία γυρισμένη στα κορεάτικα κατάφερε να αγγίξει τόσο πολύ κόσμο παγκοσμίως. Τέλος, ένας σκηνοθέτης στον οποίο πραγματικά θα ήθελα να μοιάσω, γιατί μπορεί να κάνει τόσο διαφορετικές ταινίες μεταξύ τους είναι ο Τάικα Γουαϊτίτι. Μπορεί να γράφει με όποιον τρόπο θέλει, όντας πάντα ο εαυτός του και χωρίς να περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο είδος σινεμά.
Όταν είχα δει το «In Bruges» δεν μπορούσαν να πιστέψω πως υπάρχει τέτοια μαύρη κωμωδία
Το σενάριο του «Café 404» είναι φανταστικό και η βία έχει μια καρτουνίστικη υφή, όπως στις ταινίες του Ταραντίνο. Είναι, ωστόσο, μια ταινία που εκφράζει προβληματισμούς για το σήμερα;
Με αυτή την ταινία ήθελα να μιλήσω για τη δημιουργία μιας διαφορετικής μορφής οικογένειας, όπως αυτή που συχνά συναντάμε μέσα στην κοινωνία. Πρόκειται για μια οικογένεια που χτίζεται μέσα από σχέσεις, εμπιστοσύνη και αλληλοστήριξη. Κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει κάτι διαφορετικό – σαν πρότυπα ή αντανάκλαση καταστάσεων που βλέπουμε γύρω μας. Έτσι, η ταινία θέτει ερωτήματα για το πώς μπορούμε να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο και να βρούμε κοινό νόημα, ακόμη κι αν δεν μας συνδέουν δεσμοί αίματος.
This browser does not support the video element.
Όσον αφορά το καστ της ταινίας, πώς γνωρίσατε τους ηθοποιούς και πώς καταλάβατε ότι είναι ιδανικοί για τους ρόλους τους οποίους ενσαρκώνουν;
Έχουμε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον καστ: Ο Ντιμίτρι Γκριπάρι και η Margaux Καραγιάννη είναι δύο νέα αστέρια και το «Café 404» είναι η πρώτη τους μεγάλου μήκους ταινία. Τον Αντώνη Τσιoτσιόπουλο τον είχα δει σε μια θεατρική παράσταση, το «Εθνικός Ελληνορώσων», που τώρα γυρίζεται και σε ταινία, και εκτός από τον ρόλο που παίζει στο «Café 404» βοήθησε και στη συγγραφή του σεναρίου. Ύστερα, έχουμε δύο πολύ δυνατούς γκεστ σταρ, τον Βασίλη Κουκαλάνι και τη Μαρία Ναυπλιώτου. Όλο αυτό το καστ δεν θα το έβρισκα χωρίς την Ελπίδα Παναγιωτίδου, την casting director μας. Της είχα δώσει μια πολύ συγκεκριμένη περιγραφή για τον κάθε χαρακτήρα. Ο Ντιμίτρι Γκριπάρι είχε κάνει τότε το «Dangerous Liaisons» στο Amazon Prime και η Ελπίδα τον είχε δει στη σειρά, οπότε μου είπε κατευθείαν ότι αυτός θα ήταν τέλειος για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Πράγματι, όταν έκανε το κάστινγκ του, καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να δώσουμε τον ρόλο σε κάποιον άλλο. Ήθελα, επίσης, όλοι οι ηθοποιοί να έχουν ρίζες από την Ελλάδα και η οικογένεια του Ντιμίτρι ήταν από εδώ. Με τη Margaux είχαμε συνεργαστεί σε άλλες δύο μικρού μήκους ταινίες στην Αγγλία, οπότε, όταν έγραφα τον ρόλο, την είχα ήδη στο μυαλό μου. Τέλος, ο Αντώνης ήταν εκεί από την αρχή (λόγω του σεναρίου) και ενώ είχαμε σκεφτεί έναν πιο ηλικιωμένο ηθοποιό για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, τελικά τον ανέλαβε εκείνος. Ο Αντώνης ήταν αυτός που μου γνώρισε και τον Βασίλη Κουκαλάνι, με τον οποίο είχε συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Ο Τζερόμ Καλούτα έφερε στην ταινία την εκρηκτική του ενέργεια και τη σκηνική του παρουσία, στοιχεία που αναζητούσα για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Με την αυθεντικότητα και την πολυδιάστατη καλλιτεχνική του πορεία, έδωσε στον ρόλο μια ιδιαίτερη ζωντάνια. Η Μαρία Ναυπλιώτου, από την άλλη, έφερε στο σετ έναν αέρα επαγγελματισμού και κομψότητας που μας ανέβασε όλους. Με τη χάρη και την παρουσία της έδωσε στο γύρισμα μια ιδιαίτερη ποιότητα.
Το «Café 404» έκανε πρεμιέρα στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία και ποια ήταν η ανταπόκριση του κοινού;
Το να προβάλλεται η ταινία σου σε ένα μεγάλο φεστιβάλ, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, είναι μια ξεχωριστή εμπειρία. Νιώθεις έναν παλμό και καταλαβαίνεις τι «δουλεύει» και τι δεν «δουλεύει», οπότε μαθαίνεις πώς μπορείς να βελτιωθείς ως σκηνοθέτης και ως καλλιτέχνης. Στην πρεμιέρα του «Café 404», ήμασταν πολύ τυχεροί, γιατί ήταν από τις πρώτες ταινίες που έγινε sold out την πρώτη μέρα. Για κάποιο λόγο είχε τόση απήχηση στον κόσμο, που από τη δεύτερη κιόλας μέρα προπώλησης των εισιτηρίων το Φεστιβάλ μάς ειδοποίησε ότι είχαν εξαντληθεί όλα. Είχε, λοιπόν, μια πολύ θερμή υποδοχή. Επίσης, ενώ η ταινία ανήκει στο είδος της μαύρης κωμωδίας, δεν ήταν ένας από τους βασικούς μας στόχους να κάνουμε το κοινό να γελάσει. Μέτρησα, όμως, τις φορές που το κοινό ξέσπασε σε γέλια κατά τη διάρκεια της ταινίας και οι φορές αυτές ήταν 45. Σε μια ταινία 90 λεπτών, αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος γέλαγε, κατά μέσο όρο, ανά ένα λεπτό. Το να καταφέρνεις να κάνεις τον κόσμο ν’ αφήσει για λίγο τα προβλήματά του και να γελάσει για μιάμιση ώρα είναι από μόνο του κάτι σπουδαίο· πόσο μάλλον όταν μέσα σ’ αυτό το γέλιο κρύβεται κι ένα μήνυμα που μπορεί να τον αγγίξει.
Οι ταινίες σας κυκλοφορούν – ή θα να κυκλοφορήσουν – και στο εξωτερικό;
Στην Ελλάδα, το «Café 404» θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες από την TWR στις 17 Σεπτεμβρίου. Τον Νοέμβριο του 2025 θα προβληθεί στα κανάλια της Nova κι έπειτα από κάποιους μήνες στο ERTFLIX. Παράλληλα, σε συνεργασία με τη 7 Palms Entertainment και το Amazon Prime, εξασφαλίσαμε τη διεθνή διανομή της ταινίας σε 25 χώρες.
Τώρα δουλεύετε σε κάποιο πρότζεκτ που μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας;
Η πρώτη μικρού μήκους ταινία μου, «The T3st», θα κάνει φέτος την ελληνική της πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Στην Αγγλία είχα ολοκληρώσει μερικές μικρού μήκους ταινίες, συμπεριλαμβανομένου ενός student film, χωρίς όμως ένα μπάτζετ που να μπορεί να υποστηρίξει μια ταινία. Έτσι, θεωρώ πως το «T3st» ήταν το κινηματογραφικό μου ντεμπούτο και χαίρομαι ιδιαίτερα που θα προβληθεί και στην Ελλάδα. Ετοιμάζω το σενάριο για μια μεγάλου μήκους εκδοχή του «T3st», που θα ήθελα να είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου. Θα είναι μια ολλανδική συμπαραγωγή και αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στο δεύτερο draft του σεναρίου. Επίσης, ετοιμάζω μια σειρά με την Tanweer. Θα λέγεται «Αντίπαρος» και παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Series Mania, στη Γαλλία, οπότε ελπίζουμε πως θα γυριστεί στο άμεσο μέλλον.