Κινηματογραφος

Χρήστος Μασσαλάς: Όταν το σινεμά σκοτώνει με χιούμορ

Οτιδήποτε αποκλείει το χιούμορ δεν είναι αληθινό

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 958
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Χρήστος Μασσαλάς, τρόμος πίσω από τις κάμερες: Σλάσερ με σαρδόνιο χαμόγελο

Ομολογώ ότι διασκέδασα πολύ με τη νέα ταινία του Χρήστου Μασσαλά «Killerwood», που έρχεται δύο χρόνια μετά το επιτυχημένο του σκηνοθετικό ντεμπούτο, το «Broadaway», και φιλοδοξεί να είναι ένα πρωτότυπο θρίλερ στο οποίο η σινεφιλία, το χιούμορ και το μυστήριο συναντιούνται με αρκετή ευρηματικότητα.

Ο Χρήστος Μασσαλάς σαρώνει με το Killerwood

― Με το «Killerwood» δηλώνετε τη λατρεία σας για τα σλάσερ φιλμ, με δράστες σίριαλ κίλερ. Αλήθεια, ποια είναι τα πιο αγαπημένα σας σλάσερ;

Το πρώτο «Halloween» του Τζον Κάρπεντερ είναι το αγαπημένο μου. Το είχα δει σε μικρή ηλικία, οπότε είναι μια από τις ταινίες που με έχουν καθορίσει γενικώς. Βέβαια το πρώτο σλάσερ που θυμάμαι να βλέπω ήταν μάλλον το «Scream» του ’96, σε ηλικία 10 ετών. Κρυφά από τους μεγάλους, που θεωρούσαν ότι έβλεπα παιδικές ταινίες. Μετά άρχισα να ψάχνω και προς τα πίσω, κι έτσι ανακάλυψα τον Κάρπεντερ και το «Black Christmas».

Σίγουρα αυτή η αναγέννηση των σλάσερ, που ξεκίνησε με το «Scream» και συνεχίστηκε με τα «Ξέρω τι κάνατε πέρσι το καλοκαίρι», «UrbanLegend», «Halloween: 20 χρόνια μετά», έχει επηρεάσει τη γενιά μου, καθώς αυτές οι ταινίες βγήκαν πάνω στη φάση που περνούσαμε από την παιδική στην προ-εφηβική ηλικία.

Οπότε είναι και προσωπικό, αλλά είναι και θέμα γενιάς. Δεν είναι τυχαίο το ότι σήμερα βλέπουμε τόσα reboots των ταινιών εκείνης της περιόδου. Eίναι σαν να έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου, και τώρα πλέον οι άνθρωποι που είναι 30-40 χρονών, επισκέπτονται ξανά –όχι απλώς ως θεατές αλλά και ως σκηνοθέτες– τα κινηματογραφικά είδη που στιγμάτισαν τα παιδικά και εφηβικά χρόνια τους.

Το «Copycat» που αναφέρεται στο σενάριο, παρότι δεν είναι σλάσερ αλλά ψυχολογικό θρίλερ, είναι κι αυτό μια ταινία που θυμάμαι να βλέπω στην τηλεόραση μικρός. Tη θυμήθηκα γράφοντας το σενάριο του «Killerwood». Εκτός από τη Sigourney Weaver στο «Copycat» παίζει και η Holly Hunter, την οποία λατρεύω, και με την οποία θεωρώ ότι κάπως συγγενεύει ερμηνευτικά η Έλσα.

― O σκηνοθέτης του πρώτου «Φρανκενστάιν», Τζέιμς Γουέιλ, έλεγε πως θρίλερ χωρίς χιούμορ δεν είναι καλό θρίλερ.

Για μένα οτιδήποτε αποκλείει το χιούμορ είναι ελλιπές, ή μάλλον δεν είναι αληθινό. Κι όταν λέω χιούμορ, δεν εννοώ απαραιτήτως κάτι που θα οδηγήσει στο γέλιο, δηλαδή ένα punchline. Eννοώ ακόμη και μια αιχμή που θα υπονομεύσει την απολυτότητα μιας κατάστασης – είτε σε μια ταινία είτε σε μια συζήτηση. Οπότε ναι, και το θρίλερ χρειάζεται το χιούμορ σε ορισμένες δόσεις, και το δράμα, και ο Μπέργκμαν ακόμη, που έχει μερικά ωραία χιουμοριστικά ευρήματα σε σκηνές ακραία δραματικές.

― Κάποιοι δεύτεροι ρόλοι είναι απολαυστικότατοι. Όπως της ψυχιάτρου, της παραγωγού και της ενδυματολόγου. Ήταν οι Πατεράκη, Ευείδη και Κουμαριανού οι πρώτες σας επιλογές;

Όλοι οι χαρακτήρες ενσαρκώθηκαν από τους ηθοποιούς που είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα το σενάριο. Μόνο μία ηθοποιός που ήθελα για έναν ρόλο δεν μπόρεσε να είναι στην ταινία, και τελικά, αντί να πάω σε μια δεύτερη επιλογή, ουσιαστικά άλλαξα τον ρόλο, τον αναδιομόρφωσα σε κάτι άλλο. Με αρκετούς από τους ηθοποιούς του «Killerwood» είχα ξαναδουλέψει –με την Έλσα Λεκάκου προφανώς, τον Φοίβο Παπαδόπουλο, τον Μιχάλη Πητίδη, τον Rafael Papad, τον Νίκο Αρβανίτη–, με κάποιους όμως όχι, όπως τη Ρούλα Πατεράκη, την Τζόυς Ευείδη και την Εύα Κουμαριανού.

Οπότε το ότι τελικά όλοι αυτοί άνθρωποι δέχτηκαν ήταν σαν να κέρδισα το τζακ ποτ. Και παρότι πρόκειται για το μεγαλύτερο ensemble με το οποίο έχω δουλέψει ως τώρα και το πιο ετερόκλητο φαινομενικά, υπήρξε μια φοβερή αρμονία – που είναι βέβαια και αποτέλεσμα των πολλών προβών που κάναμε. Ο μόνος χαρακτήρας για τον οποίο δεν είχα κάποιον ηθοποιό στον νου μου όταν έγραφα το σενάριο ήταν ο Τίτος, ο «σκηνοθέτης».

Ώσπου έπεσα τυχαία πάνω σε μια συνέντευξη του Βαγγέλη Δαούση στο YouTube, τον οποίο δεν γνώριζα ούτε είχα δει να παίζει, κι αμέσως έγινε το κλικ. Και μαζί ήρθε κι ένα ακόμη τζακ ποτ, γιατί ο Βαγγέλης είναι πραγματικά ταλαντούχος, με φοβερό κωμικό timing και ένας πολύ αφοσιωμένος συνεργάτης.

― Προφανώς και δεν έχετε σε περίοπτη θέση τους κριτικούς, όπως βλέπουμε στην αρχή του έργου. Γιατί;

Δεν θα το ’λεγα. Αρχικά να πω ότι, πριν από τη σκηνοθεσία, σπούδασα Ιστορία και Θεωρία του Κινηματογράφου. Οπότε ίσως σε μια άλλη εκδοχή της ζωής μου να είχα γίνει κριτικός. Μ’ ενδιαφέρει πολύ το κομμάτι της κριτικής ανάλυσης, μ’ ενδιαφέρει το δοκίμιο. Για μένα τα ερωτήματα ξεκινούν όταν αυτό πρέπει να γίνεται σε εβδομαδιαία βάση, στον Τύπο, υπό τη μορφή συνοπτικού άρθρου που πρέπει να καταλήγει σε μια ετυμηγορία. Όλο αυτό μου προκαλεί αμηχανία, γιατί πιστεύω ότι οι ταινίες θέλουν τον χρόνο τους για να μεταβολιστούν.

Δεν θεωρώ ότι η ταχύτητα μεταβόλισης σχετίζεται με την εξυπνάδα του δέκτη ή την εμπειρία του στο αντικείμενο. Αυτά μπορεί να σου δώσουν τη δυνατότητα να σκαρφιστείς πολύ γρήγορα μια φαινομενικά πειστική επιχειρηματολογία για να υπερασπιστείς ή να κατακρίνεις ένα έργο. Αλλά για να φτάσεις στην ουσία ενός έργου, χρειάζεται να μπορείς να αφεθείς σε μια σταδιακή αποκάλυψή του – και μετά την προβολή. Να το σκεφτείς, να το ξεχάσεις, να το ξαναδείς.

Αυτή η πολυτέλεια προφανώς δεν υπάρχει όταν πρέπει ως κριτικός να δεις τόσες ταινίες κάθε βδομάδα και να βγάλεις πόρισμα για όλες. Και μέσα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία σίγουρα κάποιες ταινίες θα αδικηθούν ή, έστω, θα παρερμηνευθούν. Ίσως ένα σύστημα στο οποίο οι κριτικοί θα μπορούσαν να επιλέγουν για το ποιες ταινίες θα γράψουν και ποιες όχι, και μόνο όταν θέλουν να πουν κάτι ειδικό για τη x ταινία –θετικό ή αρνητικό– να ήταν πιο ουσιαστικό, στα δικά μου μάτια. Αλλά προφανώς αυτή η συνθήκη δεν θα εξυπηρετούσε το εμπορικό κύκλωμα διανομής ταινιών που χρειάζεται τις κριτικές και τα quotes για την προώθηση των έργων.

― Διαβάζω από το δελτίο Τύπου πως το φιλμ είναι «μια ιστορία μυστηρίου σε μορφή mockumentary, ένα σαρκαστικό meta-αφήγημα για το backstage των ελληνικών ταινιών, ένα θρίλερ για μια σειρά ανεξιχνίαστων φόνων στη σύγχρονη Αθήνα». Πότε και πώς σας ήρθε η ιδέα του φιλμ;

Μ’ ενδιαφέρει το μυστήριο στα σενάρια που γράφω, και δεν το εννοώ με τη στενή ερμηνεία του whodunnit – στο οποίο συνήθως λαμβάνεις μια σαφή και αδιαπραγμάτευτη απάντηση στην ερώτηση «ποιος είναι ο δολοφόνος» στο τέλος της ταινίας. Άλλωστε, το «ποιος είναι ο δολοφόνος;» μπορεί να είναι η λιγότερο σημαντική παράμετρος ενός μυστηρίου. Μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα η εξιχνίαση μιας δολοφονίας χαρακτήρα, σε ηθικό επίπεδο δηλαδή, ή η εξιχνίαση μιας αινιγματικής απόφασης που παίρνει ο πρωταγωνιστής μιας ιστορίας.

Αυτές οι σκέψεις γύρω από το μυστήριο ήρθαν και συναντήθηκαν με την ανάγκη μου να γυρίσω κάτι για το backstage του σινεμά, το οποίο είναι και ο κόσμος στον οποίο ζω. Η ιδέα για ένα mockumentary που θα μπλέκει το θρίλερ μπροστά και πίσω από τις κάμερες με τρόπο κωμικοτραγικό αποσαφηνίστηκε στο μυαλό μου λίγο μετά την έξοδο του «Broadway», μιας ταινίας που πήρε πολλά χρόνια για να γίνει και από την επήρεια της οποίας ήθελα επειγόντως να βγω. Και ο μόνος τρόπος που μπορούσα να φανταστώ ήταν να κάνω μια τέτοια αυτο-σαρκαστική ταινία όσο πιο ενδιαφέρουσα μπορούσα.

― Αναρωτιέμαι πόσα απ’ αυτά που περιγράφετε στην ταινία έχουν συμβεί και στην προσωπική σας ζωή.

Σίγουρα τα πράγματα που μου έχουν συμβεί δεν έχουν συμβεί ακριβώς έτσι. Η αλήθεια είναι ότι δεν εκτροχιάζομαι τόσο εύκολα όσο ο Τίτος, o σκηνοθέτης μέσα στην ταινία. Και αυτό, το ότι κρατιέμαι, έχει ένα ψυχικό κόστος γιατί συσσωρεύσω θυμό που, όσο δεν εξωτερικεύεται, τόσο βρίσκει ψυχοσωματική έκφραση, γίνεται χρόνια αϋπνία και λοιπά και λοιπά... Εκείνος βγάζει όλο τον θυμό του στη φόρα χωρίς να σκέφτεται τις επιπτώσεις στους άλλους. Και αυτή ουσιαστικά ήταν και η κομβική απόφαση που πήρα για τον χαρακτήρα.

Ότι δηλαδή θα τον βάλω σε καταστάσεις γνώριμες σ’ εμένα, αλλά θα τον αφήσω αχαλίνωτο να δω μέχρι πού θα πάει, πόσο θα τον ανεχτούν οι γύρω του ή πώς θα μπορέσουν να τον διαχειριστούν. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία συνειδητοποίησα ότι το πιο επικίνδυνο στοιχείο του Τίτου δεν είναι οι εκρήξεις του, που ανήκουν περισσότερο στη σφαίρα του θεατρινισμού, αλλά η αδιαφορία του. Ότι δηλαδή, προκειμένου να ολοκληρώσει την ταινία του, θα κάνει τα στραβά μάτια, ότι δεν ακούει τον κώδωνα του κινδύνου, ώσπου τελικά θα πάψει να τον ακούει. Και αυτή η αδιαφορία του μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις.

― Αναφέρετε τον Λάνθιμο σε μία τις πιο απολαυστικές σκηνές. Ποια είναι η άποψή σας για το σινεμά που κάνει ο διεθνούς φήμης πλέον Έλληνας σκηνοθέτης;

Μ’αρέσουν οι ταινίες του, τον εκτιμώ πολύ. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Το έργο του είναι σίγουρα επιδραστικό παγκοσμίως. Στην Ελλάδα θεωρώ ότι πιο επιδραστική είναι η ιδέα της επιτυχίας του, που έχει δημιουργήσει ένα κομφούζιο στους κόλπους του ελληνικού σινεμά, γιατί όλοι πλέον έχουν ένα μέτρο σύγκρισης. Οπότε, θα πρότεινα ψυχραιμία. Κάντε ένα διάλειμμα, κάντε ένα «Killerwood».

― Είναι τρομακτική η ζωή ενός κινηματογραφιστή;

Είναι! Γιατί πέρα από τον μπαμπούλα της επιτυχίας που αναφέραμε πριν, έχεις πάνω απ’ το κεφάλι σου και τον μπαμπούλα της γραφειοκρατίας, τον μπαμπούλα της εργασιακής και οικονομικής αβεβαιότητας, τον μπαμπούλα του χρόνου που περνάει και δεν ξέρεις τι να πρωτοπρολάβεις – και όλοι αυτοί γεννούν μικρότερους υπο-μπαμπούλες, και πάει λέγοντας. Αλλά θα ζήσεις και κάποιες πολύ δυνατές στιγμές μέσα από τη δημιουργική διαδικασία και μπορεί, αν είσαι τυχερός, να συναντήσεις κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους που ίσως γίνουν συνοδοιπόροι στην καλλιτεχνική σου ζωή.

― Συνεργάζεστε ξανά με την Έλσα Λεκάκου. Ποιο είναι το στοιχείο που εκτιμάτε περισσότερο σ’ αυτήν, ώστε να την κάνετε και πάλι πρωταγωνίστριά σας;

Είναι η τρίτη μας συνεργασία. Πρώτη φορά συνεργαστήκαμε στη μικρού μήκους «Copa-Loca», μια ταινία κομβική στη δική μου πορεία. Ήταν η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Έλσας, η οποία ήταν τότε τελειόφοιτη του Ωδείου Αθηνών. Αλλά, εκτός από τις τρεις ταινίες που έχουμε ήδη γυρίσει, έχω γράψει ρόλους για εκείνη και σε άλλα σενάρια, που ακόμη δεν έχουν γυριστεί. Οπότε στο μυαλό μου μετράει αλλιώς το εύρος αυτής της συνεργασίας, όχι μόνο από αυτά που έχετε δει. Δεν ξέρω καν αν η λέξη συνεργασία είναι και η πιο σωστή, με την έννοια ότι η Έλσα πλέον αποτελεί δομικό στοιχείο του κινηματογραφικού μου σύμπαντος. Δηλαδή κι αν αύριο αποφασίζαμε ότι δεν θα κάνουμε μια επόμενη ταινία μαζί, η θέση της στον κόσμο μου είναι πλέον παγιωμένη και μη αναστρέψιμη. Αλλά θα κάνουμε και αύριο ταινία μαζί, οπότε...

― Τι σας φοβίζει περισσότερο;

Αυτό που φοβάμαι περισσότερο σε αυτή τη φάση της ζωής είναι ο ψυχαναγκασμός, οι ψυχαναγκαστικές σκέψεις. Αυτή η λούπα που μπορεί να παίζει στο κεφάλι σου ακόμη και για πράγματα άνευ ουσίας και να μη σ’ αφήνει να ησυχάσεις.

― Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με το σινεμά και ποια είναι τα πρώτα βήματα που κάνατε στην καριέρα σας;

Όταν τελείωσα το σχολείο πήγα κατευθείαν για σπουδές στο Λονδίνο, πρώτα θεωρητικές κι έπειτα πρακτικές στο London Film School. Έμεινα εκεί για λίγα χρόνια μετά το τέλος των σπουδών μου, ψάχτηκα και τελικά επέστρεψα στην Ελλάδα το 2013 στο peak της κρίσης. Δεν ήθελα ποτέ να ασχοληθώ με κάτι άλλο πέρα απ’ το σινεμά, από παιδάκι. Στην αρχή βέβαια νόμιζα ότι θα γίνω κινηματογραφικός συνθέτης.

Έπειτα συνειδητοποίησα ότι ήθελα να γράφω σενάρια και να σκηνοθετώ, ίσως να μοντάρω κιόλας. Και τελικά φτάσαμε στο «Killerwoοd» σήμερα, όπου τα έκανα όλα αυτά μαζί. Αυτό τώρα κάποιοι θα το ονομάσουν συγκεντρωτισμό, κάποιοι άλλοι ίσως μοναχοφαϊσμό και κάποιοι μπορεί, πιο καλοπροαίρετα, να το δουν ως παράδειγμα αναγεννησιακού ανθρώπου. Για μένα είναι απλώς μια φυσική κατάσταση, ότι δηλαδή θα κάνω ό,τι μπορώ προκειμένου να υλοποιήσω μια ταινία. Και το να έχεις διαφορετικές δεξιότητες είναι σίγουρα βοηθητικό, όταν κάνεις μια ταινία τόσο μικρού budget όπως το «Killerwood».

→ Η ταινία «Killerwood» κυκλοφορεί στις αίθουσες από τις 29 Μαΐου σε διανομή Weirdwave