- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μπομπ Ντίλαν | A Complete Unknown: Ο μοναχικός δρόμος της δημιουργικής ρήξης
«Open your f...ing ears man»
A Complete Unknown: Ο Μπομπ Ντίλαν και η γέννηση ενός ροκ μύθου
Ο προφανής τρόπος να δει κανείς την ταινία A Complete Unknown του James Mangold είναι ως εξιστόρηση της ζωής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μπομπ Ντίλαν στην περίοδο 1961-65, δηλαδή από την ημέρα που μετακόμισε στη Νέα Υόρκη από τη Μινεσότα μέχρι την ημέρα που γιουχαΐστηκε από το κοινό στο φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής του Newport, Rhode Island.
Ένας άλλος τρόπος να το δει κανείς είναι ως μια ματιά σε μια μοναδική στιγμή ριζοσπαστικής δημιουργικής στροφής, που ξεχωρίζει μια μεγαλοφυία από τους κοινούς θνητούς, και έχει σαν αποτέλεσμα τη βίαιη οργή των προσκολλημένων σε ιδεολογικές ορθοδοξίες και αγκυλώσεις.
Η εναλλακτική αυτή, δεύτερη ματιά είναι το θέμα αυτού του σημειώματος.
A Complete Unknown: Η μουσική στροφή που άνοιξε νέα μονοπάτια
Η ταινία του Mangold χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο, από το 1961 έως το 1964, πραγματεύεται την άφιξη του Μπομπ Ντίλαν στη Νέα Υόρκη και την αναρρίχηση του στην κορυφή της ιεραρχίας της παραδοσιακής αμερικανικής μουσικής (folk music), με μια κιθάρα και μια φυσαρμόνικα. Το δεύτερο μέρος, από την άνοιξη μέχρι τις 25 Ιουλίου 1965, δείχνει τις συνέπειες που είχε η στροφή του Ντύλαν στην ηλεκτρονική ροκ μουσική και η αντίδραση που προκάλεσε στους κύκλους του Greenwich Village και της αριστερής ιδεολογικής ορθοδοξίας.
Ο Ντίλαν πήγε το χειμώνα 1961 στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει τον πατριάρχη της παραδοσιακής μουσικής Woodie Guthrie γιατί αυτό ήταν το μουσικό ιδίωμα που τον συνάρπαζε και υπηρετούσε εκείνη τη στιγμή. Αμέσως, λόγω του απίστευτου ταλέντου του, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Peter Seeger, συνεργάτη του Guthrie και σπουδαίου folk μουσικού, καθώς και του Alan Lomax, μιας εξαιρετικά σημαντικής προσωπικότητας της αμερικανικής λαογραφίας[i]. Σε ελάχιστο χρόνο, λόγω των καταπληκτικών τραγουδιών που συνθέτει (Blowin’ in the Wind, Girl from the North Country, Mr. Tambourine Man, κλπ.) ξεπερνάει σε επιτυχία και φήμη όλους τους καλλιτέχνες του μικρόκοσμου της παραδοσιακής μουσικής που κατοικούσαν στο Greenwich Village και αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα της αριστερής ιντελιγκέντσιας της εποχής.
Το 1964, όμως, ο Ντίλαν αποφασίζει να κάνει στροφή προς την ροκ και να αρχίσει να συνθέτει μουσική για ροκ μπάντα (ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, ντραμς). Τι τον οδήγησε στη στροφή; Κατά πάσα πιθανότητα η «βρετανική εισβολή» του 1964: Beatles, Rolling Stones, Kinks, The Who, Animals, Manfred Mann, Yardbirds, κλπ.
Τα μέλη των συγκροτημάτων αυτών μεγάλωσαν στη δεκαετία του ’50 και στις αρχές του ’60 ακούγοντας δίσκους μαύρων Αμερικανών μουσικών που έφερναν από τις ΗΠΑ δισκοπωλεία στο Λονδίνο και στο Λίβερπουλ επειδή έτυχε να αρέσει η μουσική αυτή στους ιδιοκτήτες τους: Muddy Waters, Howlin’ Wolf, Robert Johnson, John Lee Hooker, Little Richard, Chuck Berry, κλπ.
Οι μαύροι μουσικοί που επινόησαν τα μπλουζ και το rhythm ‘n’ blues (που οι λευκοί ονόμασαν «rock ‘n’ roll»...) ήταν παντελώς άγνωστοι στη λευκή Αμερική και η μουσική τους παιζόταν μόνο σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και κλαμπ για μαύρους Αμερικανούς. Οι λευκοί αναφέρονταν στα blues και στο rhythm ‘n’ blues ως «race music», δηλαδή «φυλετική μουσική» και δεν την άκουγαν.
Η λευκή Αμερική έμαθε τη μουσική της μαύρης Αμερικής μέσω των Βρετανικών συγκροτημάτων που την υιοθέτησαν και την μετάλλαξαν σε κάτι νέο που μπορούσε να καταναλώσει η λευκή Αμερική γιατί πίσω από το μικρόφωνο στεκόταν ο Paul McCartney και ο Mick Jagger και όχι ένας μεγαλόσωμος, κατάμαυρος άντρακλας με βαθειά μπάσα φωνή, όπως ο Howlin’ Wolf ή ο Muddy Waters…
Όταν ο Ντίλαν αποφασίζει να κάνει στροφή προς την ροκ, καταφεύγει στην παράδοση αυτή, στο μπλουζ και στη μουσική παράδοση του Μισισιπή. Δεν είναι τυχαίο ότι το άλμπουμ του που αποτέλεσε το σημείο καμπής ονομάστηκε Highway 61 Revisited, δηλαδή «επιστροφή στον Αυτοκινητόδρομο 61». Ο Highway 61 είναι ένας δρόμος που ξεκινάει από την Μινεάπολη της Μινεσότα και διατρέχει όλο το μήκος του ποταμού Μισισιπή, μέχρι τη Νέα Ορλεάνη. Από το Μέμφις του Τενεσή μέχρι το Βίκσμπουργκ, ο Highway 61 ονομάζεται «Blues Highway» γιατί περνάει μέσα από το Δέλτα του Μισισιπή, το μέρος που γεννήθηκαν τα blues. Ο θρύλος των blues λέει ότι στη γωνία του Highway 61 με το Route 49, λίγο βόρεια από το Clarksdale, ένα βράδι, ο Robert Johnson πούλησε τη ψυχή του στο διάβολο με αντάλλαγμα να παίζει κιθάρα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον μουσικό στον κόσμο.
Ο Mangold δείχνει τη στροφή αυτή του Μπομπ Ντίλαν με αριστουργηματικό τρόπο.
Περίπου στο μέσον της ταινίας ο Ντίλαν στέκεται στην άκρη της σκηνής του Φεστιβάλ Παραδοσιακής Μουσικής του Newport (Newport Folk Music Festival), τον Ιούνιο 1964, και παρακολουθεί τον Τζόνι Κας, με το τριμελές συγκρότημα του, να τραγουδούν την επιτυχία τους Big River. Το τραγούδι είναι rockabilly, με γρήγορο τέμπο και χορευτικό ρυθμό και η μπάντα Tennessee Three του Τζόνι Κας περιλαμβάνει μια ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς.
Ο Ντίλαν παρακολουθεί την παράσταση του φίλου του, με ανήσυχα, διαπεραστικά μάτια και με το τσιγάρο στο χέρι, με ένα ύφος που δείχνει καθαρά τι περνούσε απ’ το μυαλό του εκείνη τη στιγμή: «Θέλω αυτόν τον ήχο, θέλω να περάσω σ΄ αυτό το είδος μουσικής, η κιθάρα με τη φυσαρμόνικα δεν είναι πιά αρκετά γι’ αυτό που θέλω να κάνω και να είμαι».
Μόλις τελειώνει το πρόγραμμα του ο Κας, ανεβαίνει στη σκηνή ο Ντίλαν και τραγουδάει για πρώτη φορά ένα τραγούδι που έγινε ένας από τους ύμνους της ταραγμένης δεκαετίας του 60: The Times They Are A-Changing. Η ανταπόκριση από όλους τους παρευρισκόμενους είναι συγκλονιστική: το κοινό πετάγεται όρθιο και τραγουδάει το ρεφρέν του τραγουδιού μαζί με τον Ντύλαν, ο Πητ Σήγκερ είναι στα πρόθυρα να ξεσπάσει σε κλάματα, ο Τζόνι Κας κουνάει το κεφάλι του με θαυμασμό, άλλοι, δευτερεύοντες, χαρακτήρες έχουν μείνει αποσβολωμένοι.
Εκτός από τον ίδιο τον Ντίλαν .
Μόλις τελειώνει το τραγούδι, ούτε ευχαριστεί το κοινό, ούτε χαμογελάει, ούτε αντιδρά στις εκδηλώσεις λατρείας που εκτυλίσσονται γύρω του. Μόνο κοιτάει τους θαυμαστές του με ανέκφραστο, ελαφρά φοβισμένο, πρόσωπο και τα μάτια του λένε «Ελπίζω να συνεχίσετε να με χειροκροτείτε ύστερα από αυτό που είμαι έτοιμος να κάνω».
Η στροφή αυτή ήταν τα δύο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1965, το annus mirabilis του Ντίλαν : το Bringing It All Back Home, τον Απρίλιο, και ένα από τα κορυφαία ροκ άλμπουμ όλων των εποχών, το Highway 61 Revisited, στις 30 Αυγούστου. Το άλμπουμ αυτό, σύμφωνα με τον βρετανό μουσικοκριτικό και συγγραφέα Michael Gray, ήταν «το εναρκτήριο λάκτισμα των 60s».
Όταν, τον Οκτώβριο 2016, η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε ότι το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στον Μπομπ Ντίλαν , η δεύτερη αντίδραση μου ήταν «Φυσικά. Αν όχι αποκλειστικά, κυρίως όμως για το Highway 61 Revisited», ένα έργο που μπορεί άνετα να εκληφθεί ως ποιητική συλλογή με συνοδεία μουσικών οργάνων.
Κανείς, ποτέ δεν είχε ακούσει κάτι παρόμοιο με αυτά τα δύο άλμπουμ και κανείς ποτέ, από τότε, δεν προσπάθησε να βαδίσει στα μουσικά και ποιητικά μονοπάτια που άνοιξαν. Ο Ντίλαν δεν αντιγράφεται και δεν δημιουργεί μόδες ή «σχολές».
Με μια εξαίρεση: το Subterranean Homesick Blues, από το άλμπουμ Bringing It All Back Home, είναι το πρώτο τραγούδι freestyling στην ιστορία, 20 χρόνια πριν από τους μουσικούς της hip hop από το Bronx που έκαναν αυτό το είδος μουσικής mainstream στην λαϊκή κουλτούρα, χρησιμοποιώντας τους ήχους της soul και του funk της δεκαετίας του ’70.
Στις 25 Ιουλίου 1965 ο Ντίλαν και οι μουσικοί που ηχογράφησαν το Highway 61 Revisited ανέβηκαν στη σκηνή του Newport Folk Festival για να παίξουν τρία τραγούδια. Όλη την ημέρα, οι διοργανωτές (Pete Seeger, Alan Lomax, κλπ) προσπαθούσαν να τον πείσουν να μην παρουσιάσει τα νέα του τραγούδια, δηλαδή να μην ακουστούν ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσα στη σκηνή που ήταν αφιερωμένη σε ακουστικά όργανα και χορωδίες.
Ο Ντίλαν τους αγνόησε και ξεκίνησε το σετ με το Maggie’s Farm. Περίπου το μισό κοινό εξερράγη και άρχισε να τον γιουχάρει και να πετάει αντικείμενα στη σκηνή. Κορίτσια έκλαιγαν από την απογοήτευση και ξέσπασαν καυγάδες μεταξύ των θεατών. Ο Λόμαξ και ο Σήγκερ προσπάθησαν να κόψουν τον ήχο αλλά οι τεχνικοί στην κονσόλα τους απέτρεψαν και ένας από αυτούς ξέσπασε στον Σήγκερ:
«Open your fucking ears, man!”
Δηλαδή, «ξεκόλλα, άνοιξε τα αυτιά σου και κατάλαβε τι ακούς!»
Η μπάντα του Ντίλαν τελείωσε το σετ με το Like a Rolling Stone, ένα τραγούδι που ψηφίζεται από μουσικοκριτικούς ως ένα από τα 3 καλύτερα τραγούδια στην ιστορία της ροκ, και αποχώρησε από τη σκηνή. Το όλο επεισόδιο δε διήρκεσε πάνω από 15 λεπτά. Όμως, η μνήμη του έχει μείνει ανεξίτηλη στην ιστορία της μουσικής και των 60s.
Η βίαιη αντίδραση της ιδεολογικής ορθοδοξίας στην στροφή του Ντίλαν είναι το μάθημα της ταινίας, εάν θέλει κανείς να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο «μάθημα». Η άρνηση των ταγών της παραδοσιακής μουσικής (και του ιδεολογικού φορτίου με το οποίο ήταν συνυφασμένη...) να επιτρέψουν οποιαδήποτε παρέκκλιση από την ορθοδοξία, ακόμη και στο λαμπρότερο αστέρι τους, αφήνει το θεατή άφωνο. Όχι μόνο γιατί από μόνη της αυτή η στάση δείχνει στενοκεφαλιά και ακραίο συντηρητισμό αλλά γιατί στόχος της είναι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης και, ακόμη περισσότερο, το συγκεκριμένο άλμπουμ.
Το Highway 61 Revisited είναι, αναμφίβολα, το Waste Land, το Waiting for Godot, το A Farewell to Arms του Ντίλαν : δηλαδή το κορυφαίο, από ένα μεγάλο αριθμό σπουδαίων έργων, που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της Σουηδικής Ακαδημίας και χάρισαν στο δημιουργό του το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Είναι η κορυφαία δημιουργία ενός από τους σπουδαιότερους και σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.
Κι όμως, Σήγκερ, Λόμαξ και οι λοιποί «στρατευμένοι καλλιτέχνες» του 1965 λένε στον Ντίλαν ότι η μουσική αυτή είναι για τα «τζουκ μποξ» και όχι για το φεστιβάλ του Newport. Ο Λόμαξ, μάλιστα, λέει στον Ντίλαν «Προτιμώ δέκα πιστούς παρά δέκα χιλιάδες οπαδούς» (I’d rather have ten faithful than ten thousand groupies).
Ο Ντίλαν φεύγει από το Newport και κόβει τις επαφές του με τον κύκλο αυτό, ο οποίος περιθωριοποιείται ακόμη περισσότερο στα επόμενα χρόνια, ενώ ο Ντίλαν γίνεται θρύλος. Σήμερα η αμερικανική παραδοσιακή μουσική αφορά μόνο τα ντοκιμαντέρ και τους μουσικολόγους στα πανεπιστήμια ενώ ο Ντύλαν εξακολουθεί και περιοδεύει τον κόσμο, γεμίζει στάδια και αρένες και, το 2001, σε ηλικία 59 ετών, κερδίζει το βραβείο Grammy για το δίσκο της χρονιάς, με το Love and Theft.
Στα χρόνια που πέρασαν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το επεισόδιο του 1965 στο Newport μπήκε στην ιστορία του ροκ σαν μια από τις σημαντικότερες, και πιο αξιοπερίεργες, στιγμές της μουσικής ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Φυσικά, όπως μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό, η στάση των διοργανωτών του φεστιβάλ έναντι του Ντίλαν έχει προκαλέσει τόνους γέλιου και απαξιωτικών σχολίων όλα αυτά τα χρόνια.
Το 2005 o Martin Scorsese κυκλοφόρησε ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ για την περίοδο 1961-66 της καριέρας του Μπομπ Ντίλαν με τίτλο Νο Direction Home. Στην περιγραφή του επεισοδίου του γιουχαΐσματος του Ντίλαν στο φεστιβάλ του Newport το 1965, ο μουσικός John Cohen, μέλος του folk συγκροτήματος New Lost City Ramblers και ομοϊδεάτης των επικριτών του ηλεκτρικού ήχου του Ντίλαν , λέει στον Scorsese ότι ο Seeger δεν προσπάθησε να κόψει τον ήχο γιατί διαφωνούσε με τις ηλεκτρικές κιθάρες του ωαλλά γιατί ... η ποιότητα του ήχου ήταν κακή και η μητέρα του Seeger, που ήταν στο ακροατήριο και φορούσε ακουστικό βαρηκοΐας, υπέφερε από τον μικροφωνισμό!...
Όσοι περίμεναν ένα mea culpa, έστω ένα «ήταν μπροστά από την εποχή του και δεν καταλάβαμε τι ακούγαμε», συγγνώμη που θα σας απογοητεύσω. Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις είναι χρόνια ασθένεια και δεν υπάρχει γιατρειά.
Κλείνοντας, δύο ενδιαφέρουσες παραπομπές.
Πρώτον, το Newport του Rhode Island, όπου διοργάνωνε το φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής η αριστερή ιντελιγκέντσια του Greenwich Village ήταν και είναι μια από τις πλουσιότερες και ομορφότερες λουτροπόλεις της Αμερικής. Μια περιοχή εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς, είχε επιλεγεί από τους πλουτοκράτες του 19ου αιώνα (JP Morgan, John Jacob Astor, Cornelius Vanderbilt, κλπ.), από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Βοστώνη, για να χτίσουν εκεί γιγαντιαίες θερινές εξοχικές κατοικίες και να ελλιμενίζουν τις θαλαμηγούς τους. Σκεφτείτε Great Gatsby ή The Age of Innocence: αυτό είναι το Newport, Rhode Island.
Και σε αυτό το προπύργιο της χυδαίας επίδειξης πλούτου επέλεξαν να κάνουν το ετήσιο φεστιβάλ τους οι γενειοφόροι μπίτνικ και κομμουνιστές της Νέας Υόρκης. Κάτι ανάλογο στις μέρες μας θα ήταν να γίνεται το Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή στο Πόρτο Χέλι ή, ακόμη καλύτερα, στη Μύκονο. Τα συμπεράσματα δικά σας. Απορεί ακόμη κανείς γιατί η αμερικανική αριστερά δεν κατάφερε να αποκτήσει ποτέ ευρεία λαϊκή απήχηση παρ’ όλο που οι ΗΠΑ ήταν η πιο ανεπτυγμένη βιομηχανική καπιταλιστική χώρα του κόσμου, με μηδενική προστασία και δικαιώματα των εργαζομένων;
Δεύτερον, αξίζει να σημειωθεί η αντίδραση των δύο γυναικών με τις οποίες συνδέεται ερωτικά ο Ντίλαν στην ταινία, που είναι και οι δύο παρούσες όταν τραγουδάει για πρώτη φορά το The Times They Are A-Changing στο φεστιβάλ του Newport το 1964. Η επίσημη φιλενάδα του, με την οποία συζεί στη Νέα Υόρκη, η Sylvie Russo, κάθεται ανάμεσα στους θεατές. Όσο μεγαλώνει ο ενθουσιασμός τους και ο Ντίλαν , στη σκηνή, μεταμορφώνεται σε σούπερσταρ, η Sylvie βυθίζεται στη θλίψη: ξεκάθαρα βουλιάζει στην ανασφάλεια ότι δε θα μπορέσει να τον κρατήσει κοντά της τώρα που η φήμη του αρχίζει να μεγαλώνει και συντρίβεται από αυτήν.
Η δεύτερη γυναίκα με την οποία συνδέεται ο Ντίλαν είναι η Τζόαν Μπάεζ, που τον παρακολουθεί από την άκρη της σκηνής με την κιθάρα της κρεμασμένη από τον ώμο της. Το βλέμμα της εναλλάσσεται από περιέργεια σε δυσάρεστη έκπληξη, όσο ξεδιπλώνονται οι εκπληκτικοί στίχοι του The Times They Are A-Changing.
Όταν γνωρίστηκαν, στην αρχή της ταινίας, το 1961, όταν ο Ντίλαν έφτασε στη Νέα Υόρκη από τη Μινεσότα, η Μπάεζ είχε ήδη κυκλοφορήσει δίσκο και ήταν επώνυμη στον στενό κύκλο της παραδοσιακής μουσικής σκηνής, με πιστούς θαυμαστές. Όμως, σχετικά γρήγορα, ο Ντύλαν γίνεται ο σημαντικότερος τροβαδούρος του είδους, γιατί τα τραγούδια του και οι στίχοι του ήταν ασύγκριτα. Μάλιστα, σε προηγούμενη σκηνή της ταινίας λέει της Μπάεζ «Τραγουδάς για γλάρους και ηλιοβασιλέματα και τη μυρωδιά των κέικ όταν βγαίνουν απ’ τον φούρνο. Τα τραγούδια σου είναι σαν ελαιογραφίες στον προθάλαμο οδοντίατρου». Αφού συνέρχεται από το σοκ, η Μπάεζ του λέει «Είσαι λίγο μαλάκας, Μπομπ». Και ο Ντύλαν, χωρίς να ενοχληθεί στο παραμικρό της απαντάει «Ναι, μάλλον είμαι».
Η Μπάεζ, όσο ακούει να ξετυλίγεται το The Times They Are A-Changing συνειδητοποιεί ότι το ταλέντο του Ντίλαν είναι σε άλλο επίπεδο και δε θα μπορέσει ποτέ να τον φτάσει καλλιτεχνικά ή εμπορικά. Όσο η πραγματικότητα αυτή εδραιώνεται, το πρόσωπο της σκοτεινιάζει και η ματιά της γίνεται σχεδόν απειλητική. Είναι μια αξέχαστη σκηνή που υπογραμμίζει το μέγεθος της τέχνης του Μπομπ Ντίλαν και την απόσταση που τον χώριζε από σχεδόν όλους τους καλλιτέχνες της γενιάς του.
Όπως τραγούδησε (ή απήγγειλε) στο Like a Rolling Stone:
How does it feel
To be without a home?
Like a complete unknown, like a rolling stone.
Όπως ο ίδιος ο Μπομπ Ντίλαν.
[i] Στην ταινία Cadillac Records (2008), ο Alan Lomax πηγαίνει στην καλύβα του δουλοπάροικου Muddy Waters στο Mississippi, τον ηχογραφεί, με μηχανήματα που είναι στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, σε δίσκο βινυλίου για λογαριασμό του έργου διαφύλαξης της αμερικανικής λαϊκής μουσικής από τη Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου, το οποίο ακούει ο πατέρας του Chicago Blues και λέει «Δεν ήξερα μέχρι τώρα πως ακούγεται η φωνή μου».