Ο επιμελητής Σταμάτης Σχιζάκης μας ξεναγεί στα έργα και τις θεωρίες του πρωτοπόρου της γλυπτικής

Ντέιβιντ Λιντς: Δημιουργώντας το απόλυτο κινηματογραφικό αίνιγμα
Η ερμηνεία της ζωής δεν χωράει σε λόγια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα έργα του Ντέιβιντ Λιντς
Δεν έχω ξανακούσει τόσες πολλές φορές στη ζωή μου έντονες συζητήσεις για το «τι θέλει να πει ο ποιητής». Κι όπου ποιητής, φυσικά ο αξιοσέβαστος Ντέιβιντ Λιντς που τα σουρεαλιστικά κινηματογραφικά σχέδιά του απασχολούσαν εντονότατα τους σινεφίλ, φέρνοντας κάποιους από αυτούς σε απελπισία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την κουβέντα που είχαμε στήσει για αρκετή έξω από το studio στη δημοσιογραφική προβολή της «Χαμένης λεωφόρου» με τον πιστό θαυμαστή του, Γιάννη Δεληολάνη, να προσπαθεί να πείσει κάποιους μπερδεμένους συναδέλφους για το κρυφό νόημα που κρύβεται στην ταινία. Φεύγοντας μαζί με τον Γιάννη για να επιστρέψουμε τότε στα γραφεία του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ όπου εργαζόμασταν, μου είχε εκμυστηρευτεί με πονηρό χαμόγελο πως «η αλήθεια είναι ότι και μένα με μπέρδεψε κάπως ο Ντέιβιντ με το φιλμ αυτό».
Ο Λιντς αρνιόταν πεισματικά να αποκαλύψει την όποια λογική εξήγηση κρυβόταν πίσω από τα μυστηριώδη πλάνα του. «Έχω φυσικά οριοθετήσει τους λόγους που συμβαίνουν κάποια παράξενα πράγματα στις ιστορίες που αφηγούμαι αλλά δεν θεωρώ απαραίτητο ότι πρέπει να τους μοιραστώ με κάποιον άλλο. Αφήστε δε που ακόμη και εγώ σε κάποιες περίεργες αοριστίες δεν βγάζω άκρη», ήταν η απάντησή του στους δημοσιογράφους-κριτικούς που ζητούσαν πεισματικά το νόημα που κρύβεται στα υποβλητικό αλλά και εκκεντρικό σύμπαν του.
Για να κατανοήσουμε ποια ακριβώς κινητήρια δύναμη οδηγούσε τον Λιντς στη δημιουργία των σκοτεινών ταινιών του θα πρέπει να σημειώσουμε τέσσερα σημαντικά στοιχεία. Τη λατρεία του για τη ζωγραφική (και ειδικά για τις δημιουργίες των Κοκόσκα- Χόπερ- Μπέικον), το εκρηκτικό ντεμπούτο του με το ακραίο «Eraserhead» το 1977 που έκανε πέντε χρόνια για να το ολοκληρώσει, την αδυναμία του στο νουάρ και την εμμονική προσήλωσή του στα παιχνίδια που παίζει το μυαλό. Το πρώτο του φιλμ, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν «ένα όνειρο των σκοτεινών και βασανιστικών πραγμάτων» που κατακλύζουν τη ζωή ενός παράξενου άντρα ονόματι Χένρι Σπένσερ (ο ηθοποιός Τζακ Νανς στον ρόλο) που κατοικεί σε μια απροσδιόριστη πόλη και μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ μιας ρουτινιάρικης δουλειάς, της κοπέλας του (Σαρλότ Στιούαρτ) και μερικών παράξενων φαντασιώσεων.

Το κλειδί εδώ βρίσκεται στις σκηνές που σκιτσάρει η κάμερα-πινέλο του σκηνοθέτη-ζωγράφου. Απόκοσμες εικόνες συνθέτουν ένα ενοχλητικό εικαστικό παραλήρημα (σκουλήκια που βγαίνουν από το στόμα, μωρά που είναι διασταύρωση ερπετών και μοσχαριών, οικογενειακά γεύματα με ζωντανές κότες στο τραπέζι κ.ά.) που δεν έχει ανάλογό του στην ιστορία του σινεμά. Πολλοί βιάστηκαν να πουν ότι ο Λιντς διατηρεί άμεση σχέση με τα σουρεαλιστικά οράματα του «Ανδαλουσιανού σκύλου» αλλά εκείνος δεν αποδέχτηκε ποτέ αυτό τον ισχυρισμό. «Η ταινία μου αυτή είναι ένα ανήσυχο όνειρο που ακόμη δεν έχω καταφέρει να το ερμηνεύσω ολοκληρωτικά» είχε πει, συμπληρώνοντας με νόημα ότι «ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον να τα καταφέρω».


Το γεγονός ότι εκείνο το φιλμ τον έκανε διάσημο στους κύκλους του περιθωριακού αμερικανικού σινεμά (οι μεταμεσονύχτιες προβολές γέμιζαν από το ενθουσιώδες κοινό) δημιούργησε μια περιέργεια στους εκπροσώπους του μέινστριμ, με συνέπεια να τον επιλέξει ο Μελ Μπρουκς για τον «Άνθρωπο ελέφαντα». Η ιστορία του παραμορφωμένου Τζον Μέρικ στο βικτωριανό Λονδίνο είχε αρκετές ομοιότητες με εκείνη του Χένρι Σπένσερ στο «Erasehead». O Λιντς επιχείρησε να συνδέσει την υπαρξιακή αγωνία του ήρωα με τα δυστοπικά οράματα της βιομηχανοποιημένης κοινωνίας αλλά ο παραγωγός Ντίνο ντε Λαυρέντις δεν του επέτρεπε να ξεφύγει από την αφηγηματική καθαρότητα και την ακαδημαϊκή προσέγγιση. Ο ιταλός παραγωγός ήθελε να αντικαταστήσει τον Λιντς αλλά η υποστήριξη που του παρείχε ο Μπρουκς ήταν καταλυτική. Ο 35χρονος σκηνοθέτης ακόμη κι έτσι κατάφερε να φτιάξει το φιλμ με τους κανόνες καθώς και το δικό του τελικό μοντάζ, κάτι που δεν συνέβη π.χ. τέσσερα χρόνια μετά με το «Ντιουν» («πότε δεν έπρεπε να ασχοληθώ με αυτό το πρότζεκτ» παραδέχτηκε πολλά χρόνια μετά). Ο δικός του Τζον Μέρικ έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τους εφιάλτες που κρύβει η καθημερινότητα σε μια «φυσιολογική» ζωή από την οποία πάντως δεν λείπει ούτε το αλλόκοτο ούτε η εχθρότητα που γεννά η όψη της διαφορετικότητας. Αν και σκληρό, το ασπρόμαυρο φιλμ του Λιντς αναδύει μια διακριτική ουμανιστική πλευρά που θα την ξαναβρούμε σποραδικά μόνο στα επόμενα έργα του. Εξαίρεση το φτιαγμένο σαν ζωντανός πίνακας του Χόπερ «Straight story» το 1999 που αποτελεί την πλέον τρυφερή και γενναιόδωρη συναισθηματικά δημιουργία του Λιντς.

Τα φιλμ «Μπλε βελούδο», «Mulholland drive» και η σειρά «Twin Peaks» που οδήγησε την τηλεόραση στην ενηλικίωσή της, μπορούν να διαβαστούν σαν ισότιμα μέρη μιας τριλογίας για την απόκλιση του νου και του κόστους που επιφέρει η αναζήτηση της επιτυχίας- ευτυχίας. Το μαζικό όνειρο είτε της καριέρας στο Χόλιγουντ, είτε της απόκτησης χρήματος, είτε της δημιουργίας μιας όμορφης οικογένειας που θα ζει στα ειδυλλιακά προάστια, φυσικά και θα έχει ευτυχή κατάληξη μόνο για ελάχιστους, σύμφωνα με τον Λιντς. «Η ερμηνεία της ζωής δεν χωράει σε λόγια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα έργα μου. Κολακεύομαι που τόσοι άνθρωποι ασχολούνται μαζί τους και προσπαθούν να λύσουν τα αινίγματά τους. Όμως αφού η ίδια η ζωή πολλές φορές δεν βγάζει νόημα, γιατί αυτό να συμβαίνει με τις ταινίες μου;» συνήθιζε να λέει.

Το μόνο πράγμα που έβγαζε κάποιο νόημα για εκείνον που λάτρευε τον διαλογισμό ήταν ο χρόνος. «Μας επιτρέπει να δούμε πιο καθαρά τα πράγματα και ίσως να μας οδηγεί πιο κοντά στην αλήθεια. Η ενέργεια και η δύναμη που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του, με το πέρασμα του χρόνου ενισχύονται και ίσως κάποιοι να καταφέρουν να βρεθούν πιο κοντά στην επίτευξη των στόχων τους. Φυσικά η αναζήτηση της ευτυχίας είναι το ζητούμενο για τους περισσότερους. Μιας ευτυχίας που όμως κάνουμε λάθος να την συγχέουμε με την απόκτηση χρήματος ή εξουσίας. Ή να την αναζητούμε κάπου εκεί έξω αφού στην πραγματικότητα κρύβεται βαθιά μέσα μας».
Δειτε περισσοτερα
Συνεργασίες που συζητήθηκαν με μούσες σχεδιαστών που έμειναν στην ιστορία της μόδας
Ο πρωταγωνιστής που υποδύεται τον Μπομπ Ντίλαν στο «Α Complete Unknown» φαίνεται να μην έχει συγκεκριμένο τύπο και αυτό μας αρέσει
Είναι βρεγμένη, καταπράσινη και δασωμένη
Ο 78χρονος Χριστόδουλος Δαλαβέρας δημιουργεί χρηστικά αντικείμενα από καρύδες
Με αφορμή την ταινία «A Complete Unknown», κάνουμε μια αναδρομή στις γυναίκες της ζωής του