Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Patrick Tatopoulos: O άνθρωπος πίσω από τα blockbusters του Χόλιγουντ μιλάει στην Athens Voice
Patrick Tatopoulos: Ο θρυλικός σχεδιαστής παραγωγής του Χόλιγουντ μιλάει για την καριέρα του και τη σχέση του με την Ελλάδα
Ο ελληνικής καταγωγής Γαλλοαμερικανός θρύλος των ειδικών εφέ στο Χόλιγουντ, Πάτρικ Τατόπουλος, βρέθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια ενός από τους πιο ζεστούς Απρίληδες των τελευταίων ετών. Το σημείο συνάντησής μας είναι το NEW Hotel στην Οδό Φιλελλήνων, όπου διαμένει κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του και επιλέγουμε να καθίσουμε στο καφέ στον 7ο όροφο, που έχει θέα στον Εθνικό Κήπο.
Ο Τατόπουλος γεννήθηκε στο Παρίσι, όμως, επηρεασμένος από την αδυναμία του πατέρα του στην Ελλάδα, αποφάσισε να αφήσει πίσω του την Πόλη του Φωτός, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και να μετακομίσει στην Αθήνα δουλεύοντας σε ένα κατάστημα με εξοπλισμό για θαλάσσια σπορ και κάνοντας παράλληλα εικονογραφήσεις για αθλητικά περιοδικά. Ακόμα και σήμερα, το καλογυμνασμένο του σώμα και το ηλιοκαμένο του δέρμα φανερώνουν έναν άνθρωπο με περιπετειώδες πνεύμα και σχεδόν εφηβική όρεξη για ζωή.
Ο Τατόπουλος ταξίδεψε πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1989, με σκοπό να ακολουθήσει το όνειρό του και να εργαστεί στη βιομηχανία του Κινηματογράφου στο Χόλυγουντ. Η καριέρα του ως σχεδιαστής παραγωγής και σπανιότερα ως σκηνοθέτης είναι ζηλευτή, τόσο για τη μεγάλη της διάρκεια όσο και για την ευρεία της γκάμα, όσον αφορά τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχει συνεργαστεί, αλλά και τις ταινίες ορόσημα του σινεμά στις οποίες έχει δουλέψει. Χωρίς το ταλέντο του Πάτρικ Τατόπουλου δεν θα υπήρχαν οι κόσμοι του «Bram Stoker’s Dracula» (1992), του «Se7en» (1995), της «Ημέρας ανεξαρτησίας» (1996), του «Dark City» (1998), των «Χρονικών του σκότους» (2004) ή του «Ζωντανού θρύλου» (2007), με τη μορφή τουλάχιστον που έχουν μείνει στη συλλογική μας μνήμη.
Είστε μισός Έλληνας (από τη μεριά του πατέρα σας) και ζήσατε μάλιστα στην Αθήνα για κάποια χρόνια, πριν μετακομίσετε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ποια είναι η σχέση σας με την Ελλάδα και την Αθήνα ειδικότερα;
Ο παππούς μου είχε γεννηθεί στην Ελλάδα. Μετακόμισε στη Γαλλία και έκανε τον πατέρα μου εκεί. Ο πατέρας μου είναι Έλληνας, κατά κάποιον τρόπο, αλλά μεγάλωσε στη Γαλλία. Στη Γαλλία, όταν ήμασταν μικρά, ο αδερφός μου κι εγώ δεν μιλούσαμε πολύ ελληνικά με τον πατέρα μου στο σπίτι. Φοβόταν ότι θα μπερδέψουμε τις γλώσσες. Ήταν, ωστόσο, πολύ περήφανος που ήταν Έλληνας. Πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον Έλληνα έχω γνωρίσει. Ταξιδεύαμε συχνά στην Ελλάδα, απλά δεν είχαμε γαλουχηθεί με την ελληνική κουλτούρα. Σίγουρα, οι δεσμοί αίματος ήταν πολύ ισχυροί. Ένιωθα πάντα Έλληνας, ακόμα και σαν μικρό παιδί. Και η Αθήνα είναι το καλύτερο μέρος στην Ελλάδα. Πάνε χρόνια τώρα, απ’ όταν αποφάσισα να έρθω και να μείνω εδώ, γιατί είχα βαρεθεί τη Γαλλία. Εδώ ξεκίνησα να δουλεύω σε μια εταιρεία που πουλούσε σανίδες του «surf» και σχεδίαζα αναπαραστάσεις πάνω τους. Ύστερα, ένα περιοδικό που λεγόταν Surf + Ski (από τις Εκδόσεις Αντώνης Λυμπέρης) είδε τη δουλειά μου και με προσέλαβε να τους κάνω τις εικονογραφήσεις. Έμεινα στην Ελλάδα και δούλεψα εδώ για πέντε χρόνια. Συνήθισα την πόλη και τον κόσμο και ένιωσα πολύ οικεία.
Πώς πήρατε τελικά την απόφαση να αφήσετε πίσω την Αθήνα και να μετακομίσετε στο Λος Άντζελες;
Μια μέρα που καθόμουν στην παραλία στη Νέα Μάκρη, ξεφύλλιζα ένα περιοδικό που μου είχε δώσει ένας φαν, το Cinefex, το οποίο μιλούσε για τις εταιρείες ειδικών εφέ στην Αμερική. Το άνοιξα και είπα: «Αυτό είναι που θέλω να κάνω στη ζωή μου». Έτσι, άρχισα να αγοράζω πηλό και έφτιαξα μερικά τέρατα σε μέγεθος μικρών αγαλματιδίων, εδώ στην Αθήνα, στο σπίτι της μητέρας της πρώην συζύγου μου. Έφτιαξα ένα «portfolio» και άρχισα να παίρνω τηλέφωνα σε εταιρείες ειδικών εφέ στο Χόλυγουντ. Είδα πως απαντούσαν, οπότε μάζεψα μερικά χρήματα (δεν ήμουν και πολύ πλούσιος) και ταξίδεψα στην Αμερική. Το πρόβλημα ήταν ότι είχαμε μια ενδιάμεση στάση με το αεροπλάνο στο Άμστερνταμ και όταν φτάσαμε στο Λος Άντζελες κατάλαβα πως η βαλίτσα μου είχε μείνει πίσω στο Άμστερνταμ. Είχα αρκετά λεφτά για να επιβιώσω μόλις μια βδομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε τους πήρα όλους ξανά τηλέφωνο και είπα: «Δεν έχω μαζί μου το portfolio, μπορώ να περάσω να σας δω ούτως ή άλλως;» Εκείνοι απάντησαν πως μπορούσαν να με δούνε, όμως χωρίς δείγματα δουλειάς θα ήταν δύσκολο να φτάσουμε σε κάποιο deal. Ήταν τρομαχτικό! Την τελευταία μέρα πριν το ταξίδι της επιστροφής, η βαλίτσα μου τελικά έφτασε. Με το ντοσιέ στα χέρια, πήρα άλλη μια φορά τους πάντες τηλέφωνο, όμως κανείς τους δεν μπορούσε να με δει γιατί είχαν όλοι γύρισμα. Μόνο μία μικρή εταιρεία συμφώνησε να βρεθούμε. Έριξαν μια ματιά στη δουλειά μου και είπαν πως τους άρεσε, πως είχα μερικές καλές ιδέες, αλλά δεν είχαν κάποιο πρότζεκτ για μένα εκείνη τη στιγμή. Υποσχέθηκαν πως θα με καλούσαν αν προέκυπτε κάτι. Έτσι, επέστρεψα στην Ελλάδα έχοντας πάρει πια την απόφασή μου να ξεχάσω το όνειρό μου να κάνω ειδικά εφέ για ταινίες και να γίνω ψαράς σε κάποιο μικρό νησάκι. Ένα μήνα αργότερα όμως, η εταιρεία ειδικών εφέ με κάλεσε ξανά και είπε: «Έχουμε μια δουλειά για σένα. Τι θα έλεγες να έρθεις και εμείς θα φροντίσουμε την πράσινη κάρτα σου;» Αυτή ήταν και η αφετηρία της αμερικανικής εμπειρίας μου. Επέστρεψα και άρχισα να δουλεύω γι’ αυτούς, ξεκινώντας από πολύ χαμηλή θέση. Ήταν μια τρελή εμπειρία. Όποτε το θυμάμαι, σκέφτομαι πως ίσως αυτό να με προετοίμασε για όλα όσα ακολούθησαν. Καμιά φορά το να είσαι τυχερός και να ξεκινήσεις με μια μεγάλη εταιρεία δεν είναι το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν πολλούς καλούς επαγγελματίες που δουλεύουν ήδη γι’ αυτές, οπότε χάνεσαι, δεν είσαι κάτι το ιδιαίτερο. Το γεγονός ότι δούλεψα για μια μικρή εταιρεία στην αρχή, μου έδωσε πολλές ευκαιρίες: Έμαθα καλά την τέχνη και νομίζω πως ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μου έχει τύχει.
Η πρώιμη δουλειά σας σε ταινίες όπως τους «Doors» (1991) του Όλιβερ Στόουν, το «Jade» (1995) του Ουίλιαμ Φρίντκιν και το «Se7en» (1995) του Ντέιβιντ Φίντσερ, έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι της στην αισθητική της δεκαετίας του 1990. Η εμπειρία του να δουλεύει κανείς σε ένα κινηματογραφικό σετ την εποχή εκείνη θα πρέπει να ήταν πολύ διαφορετική απ’ ότι είναι σήμερα. Τι σας λείπει από αυτό και τι έχει γίνει καλύτερο έκτοτε;
Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά τότε, ειδικά στον τομέα μου ως εννοιολογικός καλλιτέχνης και σχεδιαστής. Δουλεύαμε με μαρκαδόρους και χρωματιστά μολύβια. Δεν υπήρχαν υπολογιστές εκείνη την εποχή. Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς τώρα, γιατί είμαστε τόσο συνηθισμένοι στο να δουλεύουμε με 3D. Το καλό εκείνη την εποχή ήταν πως ο καθένας είχε διαφορετικό στιλ. Μπορούσες να κάνεις εντύπωση πολύ πιο εύκολα τότε. Αν βάλεις σήμερα δέκα καλλιτέχνες τον έναν δίπλα στον άλλο και τους αφήσεις να δουλέψουν με 3D, τα αποτελέσματα θα μοιάζουν περίπου ίδια μεταξύ τους. Θα είναι καλής ποιότητας, αλλά τα ίδια. Τότε, καθώς τα κάναμε όλα με το χέρι, αναπτύσσαμε μια εντελώς προσωπική αισθητική. Μπορούσες να γοητεύσεις κάποιον με αυτή.
Θα πρέπει να αναφέρω πως όταν πρωτοπήγα στην Αμερική, δεν υπήρχαν πολλοί Γάλλοι καλλιτέχνες τριγύρω. Όταν έρχεσαι με αυτό τον ευρωπαϊκό αέρα, που διαφέρει από αυτά που έχουνε συνηθίσει όλοι (εκείνοι διάβαζαν Μπάτμαν και Σούπερμαν και εγώ διάβαζα Τεντέν), προσφέρεις μια φρέσκια εναλλακτική. Πρέπει να διαθέτεις αυτό το «κάτι» που κάνει τους άλλους να θέλουν να δουλέψουν μόνο μαζί σου. Υπάρχουν, βέβαια, και τα τυχερά. Σε κάποιες ταινίες η συνεισφορά σου μπορεί να είναι ελάχιστη. Υπάρχει μια πολύ αστεία ιστορία απ’ όταν δούλεψα με τον Ντέιβιντ Φίντσερ. Είχαμε σερβίρει φαγητό, με τη γυναίκα και τα παιδιά μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο βοηθός του Φίντσερ, ο οποίος είπε ότι ο Ντέιβιντ ήθελε να μου μιλήσει. «Εντάξει», είπα και στη γραμμή ακούστηκε η φωνή του: «Πάτρικ, είσαι Γάλλος;» Του είπα πως είμαι. «Τέλεια! Έχω μια δουλειά για σένα. Φτιάχνω μία ταινία που θα λέγεται ‘Se7en’ και θέλω να μου σχεδιάσεις ένα ‘dildo’ που μπορεί να σκοτώσει». Θυμήσου, είχαμε σερβίρει φαγητό με τα παιδιά μου εκείνη την ώρα. Είπα: «Εντάξει!» και σύντομα αφ’ ότου μου εξήγησε όλο το «concept», ξεκίνησα να δουλεύω στην ιδέα. Κατέληξε να είναι μια σχεδόν ψυχεδελική εμπειρία για μένα. Ακόμα και το σεξουαλικό μέρος δεν είναι καν εκεί στην πραγματικότητα. Είναι κάτι που απλά σε συνθλίβει. Το βλέπεις και λες: «Δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να πέθανε με αυτό τον τρόπο». Το αντικείμενο, μάλιστα, δεν φαίνεται πραγματικά στην ταινία. Το βλέπουμε σε μια Polaroid φωτογραφία, όμως όποιος έχει δει το «Se7en» το θυμάται. Έχει να κάνει με τη δυναμική του Φίντσερ ως σκηνοθέτη και την υπόνοια αυτού που συνέβη και αυτά κάνουν το αντικείμενο αξέχαστο. Όταν λέω πως δούλεψα στο «Se7en», έκανα μόνο αυτό στην πραγματικότητα.
Οι ταινίες επάνω στις οποίες έχετε δουλέψει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν αυτές που διαμόρφωσαν την αισθητική της γενιάς μου. Το «Bram Stoker’s Dracula» (1992), η «Ημέρα ανεξαρτησίας» (1996), το «Dark City» (1998), ο «Γκοτζίλα» (1998) –όπου ο κεντρικός χαρακτήρας φέρει και το επώνυμό σας– το «Underworld» (2003) και το «Van Helsing» (2004), είναι όλες ταινίες σταθμοί στη σύγχρονη ιστορία του Χόλυγουντ. Γυρίζεται ποτέ νοερά σε αυτή την περίοδο της δουλειάς σας;
Στην «Ημέρα ανεξαρτησίας» εργάστηκα στο πώς φαίνεται η ταινία, στα σετ, το διαστημόπλοιο, τους εξωγήινους –τα πάντα– και ήταν μία τεράστια ταινία. Μερικές φορές δουλεύεις σε κάτι και σου δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσεις τη δική σου «υφή», τη δική σου εμπειρία, σε πολύ ευρύτερο επίπεδο. Γνώρισα τον σκηνοθέτη της «Ημέρας ανεξαρτησίας», Ρόλαντ Έμεριχ, όταν δούλευα στην ταινία του «Stargate» (1994) και μετά συνεργάστηκα μαζί του ξανά στο «Γκοτζίλα». Όλο αυτό έγινε ουσιαστικά χάρη στη δουλειά μου στην ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Bram Stoker’s Dracula». Δεν είχα ακόμα την πράσινη κάρτα μου τότε και ένας φίλος μου που έφτιαχνε τα σκηνικά για το «Dracula», μου ζήτησε να κάνω μερικά σχέδια για την ταινία. Τους άρεσε πολύ η δουλειά μου και η σχεδιάστρια κοστουμιών, Έικο Ισιόκα, μου ζήτησε να σχεδιάσω την περικεφαλαία για την πανοπλία του Δράκουλα. Ήταν μία εκπληκτική σχεδιάστρια, με μεγάλη επιρροή, αλλά για κάποιον λόγο η περικεφαλαία δεν της έβγαινε και ο Κόπολα δεν έδειχνε ενθουσιασμένος. Έτσι τη σχεδίασα και από εκεί και ύστερα ο σχεδιαστής παραγωγής μού ζήτησε να τους βοηθήσω με το κάστρο και με άλλα σκηνικά στην ταινία. Το όνομά μου δεν αναφέρεται στους τίτλους της ταινίας, αλλά όλοι στο Χόλυγουντ ξέρουν πως δούλεψα εκεί. Σχεδίασα και το ξωκλήσι όπου ο Δράκουλας σκοτώνεται, με τα δύο αγάλματα. Ένα πρωί επισκέφτηκα το Καλλιτεχνικό Τμήμα και όλοι οι υπάλληλοι με φώναξαν για να δω το μπουκάλι από το οινοποιείο του Κόπολα που ο σκηνοθέτης τους είχε στείλει σαν δώρο. Στο εξωτερικό του είχε ένα αυτοκόλλητο με τη δική μου ζωγραφιά. Είχα ενθουσιαστεί. «Θα πρέπει να σου έχουν στείλει και σένα ένα» είπαν. Όταν πήγα όμως να ρωτήσω, μου είπαν πως δεν είχαν καταφέρει να μου βρουν κι εμένα ένα. Τελικά, κάποιος από την ομάδα μου κατάφερε να μου βρει μόνο το αυτοκόλλητο. Θυμάμαι, έφυγα από το Καλλιτεχνικό Τμήμα λέγοντας μέσα μου: «Αυτό δεν πρόκειται να μου ξανασυμβεί ποτέ. Θα είμαι εγώ ο σχεδιαστής παραγωγής στην επόμενη ταινία, δεν θα δουλεύω απλά για τον σχεδιαστή». Από αυτή την άποψη, σήμερα θα πρέπει να είμαι ευγνώμων σε αυτόν τον τύπο που μου το έκανε αυτό. Το επόμενο πρότζεκτ μου ήταν το «Stargate», όπου σχεδίασα το τέρας, τους στρατιώτες, τα πάντα. Στο τέλος ο Ρόλαντ Έμεριχ είπε: «Μου αρέσει πολύ η δουλειά σου! Θέλεις να σχεδιάσεις και την "Ημέρα ανεξαρτησίας" για μένα;» Συμφώνησα και μπήκα με τα μπούνια. Θα έπρεπε να ήμουν πιο ταπεινός, αλλά ήμουν αφελής, οπότε είπα ότι θα το κάνω και μετά αναγκάστηκα να το κάνω. Αυτή η αδικία στο Χόλυγουντ με έκανε να θέλω να παλέψω και σιγά σιγά άρχισα να αναλαμβάνω ολοένα και μεγαλύτερες ταινίες.
Όσο για τον «Γκοτζίλα», αυτή η μικρή αναφορά στην πραγματικότητα ξεκίνησε ως αστείο. Αργά ή γρήγορα γίνεσαι φίλος με τον σκηνοθέτη, οπότε μια μέρα που ήμασταν και οι δύο στο στούντιο με κάλεσε στο γραφείο του. Μου είπε: «Έχουμε μία ταυτότητα, πες μου αν σου αρέσει ή όχι. Θέλω ο χαρακτήρας του Μάθιου Μπρόντερικ να έχει το όνομά σου» Μου άρεσε η ιδέα, αλλά ρώτησα γιατί ήθελε ο χαρακτήρας να έχει το όνομά μου και μου εξήγησε ότι επειδή είναι ελληνικό όνομα, κανείς δεν θα μπορεί να το προφέρει σωστά. Είπα: «Καλή ιδέα, αλλά κάνε μου μια χάρη: μην τον ονομάσεις Πάτρικ. Δωσ’ του το όνομα του πατέρα μου» Έτσι, καταλήξαμε να τον πούμε Νικ Τατόπουλο (όπως τον πατέρα μου) και όταν κυκλοφόρησε η ταινία, πήγα στο Παρίσι, όπου μένουν οι γονείς μου, και τους πήγα –μαζί με τον αδερφό μου και μερικά ξαδέρφια– στον κινηματογράφο να δούμε την ταινία. Δεν είχαν ιδέα, οπότε όταν αναφέρθηκε το όνομα, παρατήρησα το βλέμμα στο πρόσωπό του και των άλλων. Είχαν φρικάρει. Ο πατέρας μου τελικά είπε: «Μισό λεπτό, αυτό είναι το όνομά μου! Δεν με ρώτησαν. Θα τους κάνω μήνυση!» Είπα: «Μπαμπά, μου κάνεις πλάκα;» Φυσικά, ήταν εξαιρετικά περήφανος που είδε το όνομά του σε κάτι τέτοιο. Ήταν ένας μικρός φόρος τιμής από εμένα σε εκείνον που με έχει στηρίξει τόσο πολύ, όλα αυτά τα χρόνια.
Αν υπάρχει μία ταινία που σχεδόν όλοι οι Έλληνες πήγαν να δούνε στο σινεμά, τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό, αυτή ήταν οι «300» (2007) που βασίστηκε στο ομώνυμο graphic novel του Φρανκ Μίλλερ. Ήταν ένα πρότζεκτ που γνωρίζατε ότι θα πραγματοποιούταν και επιχειρήσατε να εμπλακείτε σε αυτό, ή ήταν καθαρή τύχη;
Στην πραγματικότητα, δεν συμμετείχα καθόλου στην πρώτη ταινία. Έκανα το σίκουελ, που ήταν η αθηναϊκή εκδοχή, επίσης σκηνοθετημένο από τον Ζακ Σνάιντερ. Άκουσα πως κάποιος θα γύριζε τους «300», αλλά δεν σκέφτηκα το κόμικ. Πρέπει να γνωρίσω αυτόν τον τύπο, σκέφτηκα. Ο σκηνοθέτης και οι παραγωγοί δέχτηκαν να συναντηθούν μαζί μου και εγώ μπήκα σαν οδοστρωτήρας. Έφερα μέχρι και ελληνικά αγαλματίδια. Ο Ζακ Σνάιντερ καθόταν εκεί, οι παραγωγοί στο βάθος, και είπε: «Λοιπόν, πώς το σκέφτεσαι;» Άρχισα να μιλάω, γιατί ξέρω την πολύ καλά ιστορία, αλλά νομίζω πως το παράκανα. Ο Ζακ Σνάιντερ με κοιτούσε με το ένα φρύδι ανασηκωμένο. Οι παραγωγοί είχαν ενθουσιαστεί, πιστεύοντας πως θα γινόταν αληθινό έπος. Όταν τελείωσα την παρουσίασή μου, έφυγα για να πάω στο σετ του «Ζωντανού θρύλου» (2007) που γυρίζαμε ακριβώς την ίδια περίοδο. Καθώς περπατούσα προς το στούντιο, με πήραν και είπαν: «Πάτρικ, με συγχωρείς. Ο Ζακ ένιωσε να κατακλύζεται από αυτά που του είπες, δεν νομίζω πως μπορείς να αναλάβεις το πρότζεκτ. Θα χαρούμε να δουλέψουμε μαζί σου μελλοντικά». Αργότερα, έμαθα ότι ο Ζακ, στο τέλος της συνάντησης, είπε: «Εντάξει, αλλά δεν κάνουμε μία ιστορική ταινία, θα μεταφέρουμε το graphic novel». Μπορούσαν να μου το έχουν πει εξ αρχής, θα ήταν πιο δίκαιο έτσι. Θα μου έδιναν και τον χρόνο να προετοιμαστώ, αλλά όπως και να ’χει το έχασα. Έκανα τον «Ζωντανό θρύλο», που βγήκε πολύ ωραίο, και δούλεψα σε μερικά άλλα πρότζεκτ στο μεταξύ, μέχρι που μια μέρα έλαβα μία κλήση από τον Ζακ Σνάιντερ: «Χάσαμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε στους ‘300’. Αυτό ήταν λάθος, όμως θέλω να δουλέψεις στο επόμενο, που θα λέγεται ‘300: Η άνοδος της Αυτοκρατορίας’». Έτσι ήρθα και σχεδίασα την ταινία για εκείνους. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να δουλέψω με τον Ζακ ξανά στο «Batman vs Superman: Η αυγή της δικαιοσύνης» (2016).
Έχετε δουλέψει σε πολλά σίκουελ επιτυχημένων «franchise» ταινιών, όπως το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει 4.0» (2007), το «Resident Evil: Η εξόντωση» (2007) και το «Starship Troopers 3: Marauder» (2008). Πώς νιώθετε όταν προσπαθείτε να αναπτύξετε ένα φανταστικό σύμπαν που υπάρχει ήδη και που το κοινό γνωρίζει από προηγούμενες ταινίες; Ποιες είναι οι δυσκολίες που συναντάτε;
Αν σκεφτείς το «300: Η άνοδος της αυτοκρατορίας», όλα έχουν να κάνουν με τη ναυμαχία. Είναι μια εντελώς διαφορετική ταινία από τους «300». Έπρεπε να δημιουργήσω ολόκληρο τον περσικό στρατό με την αίσθηση του παλιού και παρ’ όλο που έπρεπε να κρατήσω μερικά στοιχεία από την πρώτη μεταφορά, είχα αρκετή δημιουργική ελευθερία. Όταν η κατάσταση μου επιτρέπει να κάνω κάτι καινοτόμο, ακόμα κι αν πρόκειται για σίκουελ, δεν με ενοχλεί. Το ίδιο ήταν και με το «Maleficent: Mistress of Evil» (2019). Αυτό κατέληξε να έχει δραστικές διαφορές σε σύγκριση με το πρώτο. Ήθελα κάτι καθαρό, σχεδόν σαν ταινία της Disney. Έτσι, η απάντηση είναι πως όταν νιώθω ότι μπορώ να φέρω κάτι νέο και διαφορετικό στο τραπέζι, δεν με πειράζει αν θα είναι σίκουελ – ειδικά αν το σενάριο είναι καλό. Έχει να κάνει και με τη σχέση μου με τον σκηνοθέτη. Μερικές φορές, ένας σκηνοθέτης που δούλεψε στην πρώτη ταινία δεν θα μένει να δουλέψει και στο σίκουελ, συνήθως επειδή το στούντιο αποφασίζει ότι τελικά δεν ήταν η σωστή επιλογή. Αν ένας σκηνοθέτης με τον οποίο τα βρίσκω αναλάβει το έργο, θα μπω αμέσως και θα συνεργαστώ μαζί του.
Πώς αισθάνεστε όταν καλείστε να επεκτείνετε έναν φανταστικό κόσμο που δημιουργήθηκε από έναν καλλιτέχνη του οποίου το έργο σέβεστε, όπως για παράδειγμα εκείνο του H.R. Giger στο «Alien vs. Predator» (2004) ή του Τζορτζ Ρομέρο στο «Resident Evil: Η εξόντωση» (2007);
Υπήρξα αρκετά τυχερός ώστε να έχω την ευκαιρία να δουλέψω με τον Τζορτζ Ρομέρο πριν πεθάνει, σε ένα από τα ματαιωμένα πρότζεκτ του. Αυτό λεγόταν, «Before I Wake» και ήταν μια ιστορία με φαντάσματα. Ο Ρομέρο ήταν πραγματικός γίγαντας. Εγώ είμαι 1,80 μέτρα και αυτός ήταν 2 μέτρα ή κάτι τέτοιο. Φυσικά, αυτούς τους θρύλους, τους συναντάς –το ίδιο συνέβη και με τον Τζον Κάρπεντερ– και στις δύο περιπτώσεις, εγώ είμαι αυτός που απομακρύνθηκε από το έργο. Τώρα βέβαια σκέφτομαι, πώς μπόρεσα να απομακρυνθώ από κάτι τέτοιο; Τότε όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τα ζόμπι, όπως γνωρίζεις πολύ καλά, δεν είναι ποτέ ακριβώς τα ίδια, αλλά είναι πάντα τα ίδια. Μπορείς να δημιουργήσεις κάτι εντελώς δικό σου και τα ζόμπι, αν και ο Ρομέρο βρίσκεται στη ρίζα όλου αυτού, έχουν δουλευτεί από τόσους πολλούς σκηνοθέτες. Στο τέλος της ημέρας, έχει γίνει κάτι για το οποίο ο καθένας έχει διαφορετική ερμηνεία. Δεν είναι λάθος, μπορείς να παρέμβεις και να κάνεις τη δική σου εκδοχή. Τώρα το «Alien vs. Predator» ήταν μια υπέροχη εμπειρία γιατί είμαι μεγάλος θαυμαστής των παλιών τεράτων. Όταν δουλεύεις με βάση κάτι που έχει τόσο μεγάλη επιρροή, είναι πάντα μια εξαιρετική ευκαιρία. Είμαστε όλοι ίδιοι στο Χόλυγουντ. Θέλουμε να κάνουμε νέα πράγματα, αλλά κάθε τόσο κάποιος γυρίζει και λέει: «Έχουμε καινούριο ‘Alien’, θες να το κάνεις;» Ή «Φτιάχνουμε ένα νέο Batmobile, θέλεις να το αναλάβεις;» Με δουλεύεις; Φυσικά και θέλω να αναλάβω να σχεδιάσω το νέο Batmobile! Έχουν κατασκευαστεί μόνο έξι από αυτά. Εννοείται πως θέλω να κάνω το έβδομο! Ακόμα και ο «Γκοτζίλα»: Πήρα έναν δραστικά διαφορετικό δρόμο εκεί. Ήταν μια αμφιλεγόμενη απόφαση. Σε κάποιους δεν άρεσε καθόλου, άλλοι τον αγάπησαν. Έγινε μέρος της παιδικής τους ηλικίας. Στις νέες ταινίες, ο «Γκοτζίλα» μοιάζει περισσότερο όπως έμοιαζε τη δεκαετία του 1950. Η εκδοχή μου ήταν κάπου στη μέση και εξακολουθεί να φαίνεται πολύ διαφορετική. Απέκτησε κάτι σαν «cult following». Τι άλλο θα μπορούσε κανείς να ευχηθεί, αλήθεια;
Έχετε συνεργαστεί με κάποιους σκηνοθέτες, όπως ο Άλεξ Πρόγιας, ο Ρόλαντ Έμεριχ, ο Πολ Γ. Σ. Άντερσον και ο Ζακ Σνάιντερ, σε παραπάνω από μία ταινίες. Είναι χάρη στην προσωπική σχέση που έχετε αναπτύξει με εκείνους ή εξαιτίας του οράματός τους που σας κάνει να τους προτιμάτε;
Στην περίπτωση του Άλεξ Πρόγιας, είναι σίγουρα το όραμά του. Όταν είδα για πρώτη φορά το «Crow» (1994), έμεινα έκπληκτος. Ήρθε και με βρήκε για το «Dark City» και, μέχρι σήμερα, όταν με ρωτούν ποια είναι η αγαπημένη μου κινηματογραφική παραγωγή, λέω ότι είναι αυτή. Δεν μπορώ να φανταστώ πότε θα καταφέρουμε να στήσουμε πάλι κάτι τέτοιο για μια άλλη ταινία. Τέλος πάντων, όταν γνώρισα το έργο του, ένιωσα τόσο συνδεδεμένος με αυτό: Αυτό ακριβώς ήθελα να κάνω. Ένιωσα το ίδιο και με τον Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, αν και τελικά ποτέ δεν κατάφερα να κάνω κάτι μαζί του. Σπάνια θα ανακαλύψω έναν σκηνοθέτη με τον οποίο θέλω να συνεργαστώ με αυτό τον τρόπο. Με τον Άλεξ έχουμε επίσης μια απίστευτη σχέση. Πηγαίναμε σε κλαμπ το βράδυ – όχι «rave», τα παλιά κλασικά κλαμπ της δεκαετίας του 1950, αυτά που βλέπεις στο «Dark City». Κάναμε παρέα σε ένα σκοτεινό τραπέζι, δοκιμάζαμε πράγματα μαζί και αυτός είναι πραγματικά ο καλύτερος τρόπος για να δουλέψεις. Νιώθαμε πως ήμασταν μέρος της ταινίας, κατά κάποιον τρόπο. Έτσι μετά από αυτό, θα ήταν τρία τέσσερα χρόνια αργότερα, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι θα κάνει μία ταινία η οποία θα βασίζεται στο «Εγώ, το ρομπότ» του Ασίμωφ, την οποία ήθελε να σχεδιάσω. Άρχισα να σχεδιάζω, λοιπόν, το ρομπότ για την παρουσίαση στο Fox, και ήταν αρκετά σκοτεινό. Αρχικά, ήταν πολύ Άλεξ Πρόγιας, πολύ πολύ σκοτεινό. Είπαν: «Δεν ανησυχούμε για εσάς. Με εσάς τους δύο μαζί, η ταινία θα γίνει αριστούργημα». Κάτι συνέβη, ωστόσο, δύο εβδομάδες αργότερα και ο Γουίλ Σμιθ επιλέχθηκε να παίξει τον πρωταγωνιστή στην ταινία. Έφερε μια εντελώς διαφορετική υφή. Όχι ο ίδιος: Εκείνος δεν ζήτησε αλλαγές στην ταινία. Όμως, το στούντιο αποφάσισε ότι αν πρόκειται ο Γουίλ Σμιθ να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, η ταινία θα πρέπει να είναι πολύ πιο «mainstream». Αν και ο Άλεξ ανοίχτηκε σε κάτι που δεν είναι και πολύ «mainstream», η ταινία «Εγώ, το ρομπότ» είναι σίγουρα λιγότερο σκοτεινή από ό,τι θα περίμενες από εκείνον και αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος. Η τελική ταινία μου αρέσει πολύ και η δουλειά που κάναμε μαζί ήταν φανταστική, όμως ξέρω ότι δεν ήταν αυτό που είχαμε στο τραπέζι αρχικά.
Υπήρξατε κριτής για τις πρώτες 2 σεζόν της τηλεοπτικής σειράς του Syfy, «Face Off», όπου διαφορετικοί «makeup artists» διαγωνίζονταν μεταξύ τους για το πρώτο βραβείο, και εκεί γνωρίσατε τη μέλλουσα σύζυγό σας και παρουσιάστρια του σόου, Μακένζι Γουέστμορ. Πώς ήταν αυτή σας η εμπειρία;
Ήμουν ανάμεσα από πρότζεκτ εκείνη την περίοδο και με πλησίασαν, λέγοντάς μου: «Θα κάνουμε αυτήν την εκπομπή για το Syfy και θέλουμε να γίνεις κριτής». Μου φάνηκε πολύ ωραία ιδέα! Η εκπομπή είναι διαθέσιμη στο Netflix αυτή τη στιγμή, δυστυχώς όχι τα επεισόδια στα οποία ήμουν εγώ, γιατί τα δικαιώματα ανήκουν σε διαφορετικό στούντιο. Τέλος πάντων, δέχτηκα να το κάνω και κατέληξα να αγαπήσω αυτό το σόου. Ήταν περισσότερο ενδιαφέρον για έναν λόγο: Όλα αφορούσαν την τέχνη. Δεν υπήρχε το δράμα, όπως συνήθως συμβαίνει στα ριάλιτι. Αν υπήρχε δράμα, ήταν εκατό τοις εκατό γνήσιο, γιατί τα παιδιά φρίκαραν που δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν. Η μεγαλύτερη ιστορία σχετικά με το σόου είναι ότι την πρώτη μέρα που έφτασα εκεί κάθισα μπροστά σε μια γυναίκα που μου φάνηκε πολύ όμορφη. Ήμουν ελεύθερος εκείνη την εποχή. Μας σύστησαν και κατάλαβα πως ήταν η παρουσιάστρια της εκπομπής, οπότε περάσαμε μερικές σεζόν δουλεύοντας μαζί. Καταλήξαμε να είμαστε μαζί και τώρα είναι η γυναίκα μου. Συνολικά έγιναν 13 σεζόν και έγινε μεγάλη σταρ μέσα από αυτό το σόου. Ήταν το είδος της παράστασης που όλη η οικογένεια μπορεί να καθίσει το βράδυ και να δει μαζί. Ήταν υγιές και πραγματικά καλό. Είχε να κάνει με την ανάγκη να πολεμάς για τα όνειρά σου και να δημιουργείς σπουδαία πράγματα.
Δουλεύετε σε κάποιο νέο πρότζεκτ αυτή τη στιγμή;
Ετοιμάζω μια σειρά και το πρότζεκτ βρίσκεται πολύ κοντά στο να ξεκινήσει καθώς τα χρήματα έχουν βρεθεί. Θα είναι μία παραγωγή της Wild Bunch και πρόκειται για μια σειρά επιστημονικής φαντασίας, που θα λέγεται «The Mars Project». Είναι μια ιστορία για τους πρώτους εφήβους που γεννήθηκαν στον Άρη. Νομίζω πως θα βγει πολύ καλή. Δεν θα είναι μια εφηβική σειρά, αλλά θα παίζουν έφηβοι ηθοποιοί.
Σας αρέσει ο ρόλος του σκηνοθέτη; Έχετε κάποιο πρότζεκτ στα σκαριά στο οποίο θα βρίσκεστε πίσω από την κάμερα;
Έχω δύο πρότζεκτ. Στην πραγματικότητα, εγκαταλείπω το σχεδιασμό παραγωγής τώρα. Έχω μια μικρή εμπειρία στο να δουλεύω πίσω από την κάμερα. Είχα ανακατευτεί με τη μεταφορά της ιστορίας «Το τρένο του μεσονυχτίου» του Κλάιβ Μπάρκερ στη μεγάλη οθόνη, αλλά η ταινία κατέληξε στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη. Επίσης, μόλις τελείωσα το «Damsel» για το Netflix, όπου σχεδίασα τον δράκο. Ήθελα να δουλέψω με το Netflix εδώ και αρκετό καιρό. Στο τέλος των γυρισμάτων με ρώτησαν αν ήθελα να δουλέψω σε πρότζεκτ μαζί τους. Δημιουργήσαμε, λοιπόν, σχέσεις και τώρα θα δουλέψουμε μαζί σε ένα νέο πρότζεκτ. Είναι στη φάση του «casting» τώρα –πρόκειται για μια μικρή ταινία, με προϋπολογισμό 6 εκατομμύρια δολάρια– και αφορά μια εισβολή σε σπίτι. Είναι τρομακτικό και πολύ έντονο. Θα λέγεται «Reckoning». Δεν ξέρω ακριβώς πότε θα κυκλοφορήσει, αλλά νομίζω σύντομα. Το άλλο πρότζεκτ είναι ένα γουέστερν που θα λέγεται «The Land of the Father», το οποίο θα είναι και το πρώτο γουέστερν στο που έχω δουλέψει ποτέ. Πάντα με ενδιέφερε το είδος, από τότε που είδα για πρώτη φορά το «Κάποτε στη δύση» (1968), αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που βρήκα κάτι στο οποίο θα ήθελα πολύ να δουλέψω. Ο σκηνοθέτης θα είναι Αφροαμερικανός, κάτι μάλλον ασυνήθιστο και με μένα να είμαι Γάλλος, νομίζω ότι το αποτέλεσμα θα έχει πολύ ενδιαφέρον. Ωστόσο, μπορεί να απέχουμε ακόμη έναν χρόνο από την κυκλοφορία του.
Πώς βρίσκετε τη βιομηχανία του σινεμά σήμερα; Πιστεύετε πως έχει γίνει καλύτερη ή χειρότερη απ’ ό,τι ήταν όταν πρωτοξεκινήσατε;
Ας το θέσουμε ως εξής: Είναι ο κόσμος μας καλύτερος τώρα από ό,τι ήταν παλιότερα; Είναι δύσκολο να πεις με σιγουριά. Η γενιά σας δεν έχει την εμπειρία που είχα εγώ για παράδειγμα. Ακούγεσαι πάντα σαν γέρος όταν μιλάς έτσι. Όμως άνθρωποι όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε, για παράδειγμα, είναι πολύ απογοητευμένοι με τον τρόπο που πάνε τα πράγματα. Μήπως επειδή δεν είναι αρκετά μοντέρνοι; Νομίζω ότι κάποια πράγματα παίρνουν τρομαχτική τροπή και μιλάμε γι’ αυτό σχεδόν κάθε μέρα. Κάποιοι λένε: «Όχι, μη φοβάσαι το AI». Πιστεύω ότι πρέπει να φοβόμαστε την Τεχνητή Νοημοσύνη. Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να καταλήξει να χρησιμοποιείται: Αν πληκτρολογήσω «Φτιάξε μια ταινία με καουμπόηδες στην Άγρια Δύση» και το κάνει, τότε τι ελέγχω εγώ ακριβώς; Ως σχεδιαστής σχεδιάζεις, αναπτύσσεσαι, δημιουργείς. Εάν μπορείς να ζητήσεις να γίνει μια ταινία με χ, ψ κι ω, δεν θα πάρεις ακριβώς αυτό που θες, αλλά θα πάρεις χιλιάδες εικόνες. Αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος που θα πρέπει να τη χρησιμοποιούμε, γιατί υπό αυτό το σενάριο δεν ελέγχουμε τίποτα. Τεμπελιάζουμε. Με ανησυχεί πραγματικά αυτήν η πτυχή της AI. Πιστεύω ότι τα στούντιο θα προσπαθήσουν να παρακάμψουν όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούνε που εργάζονται αυτήν τη στιγμή στη βιομηχανία του Κινηματογράφου, βασιζόμενοι στον υπολογιστή για να κάνουν όλη τη δουλειά για ένα μέρος του κόστους. Το θετικό σενάριο από την άλλη πλευρά, θα ήταν η Τεχνητή Νοημοσύνη να γίνει ένα ακόμη εργαλείο που θα έκανε τη δουλειά μας πιο αποτελεσματική. Αντί να χρησιμοποιήσουμε στυλό, ας πούμε, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την AI. Αυτό το σενάριο ακούγεται υπέροχο γιατί πρέπει πάντα να κοιτάμε μπροστά. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι είμαστε ακόμα ασφαλείς για μερικά χρόνια.
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού