Κινηματογραφος

Γρηγόρης Ρέντης: «Η ζωή των μισθοφόρων μοιάζει με αυτή των μοναχών»

Ο βραβευμένος κινηματογραφιστής μας μιλάει για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η «Βάρδια», μια εσωτερική αφήγηση για τους μισθοφόρους στη Σομαλία που ισορροπεί μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας.

Μαρίνα Ανδριωτάκη
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Γρηγόρης Ρέντης - «Βάρδια»: Συνέντευξη του σκηνοθέτη για τη βραβευμένη με Αργυρό Αλέξανδρο ταινία του 

Το μονοπάτι που έχει ακολουθήσει ο Γρηγόρης Ρέντης είναι μακρύ αλλά συναρπαστικό. Αφού αποφοίτησε ως ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Ιmperial College του Λονδίνου, συνέχισε τις σπουδές του στον κινηματογράφο στο California Institute of the Arts και μετά από μια μακριά και επιτυχημένη πορεία ο δρόμος του τον οδήγησε στη Σομαλία. Εκεί διαδραματίζεται η «Βάρδια» («Dogwatch»), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του που ακολουθεί τρεις ένοπλους φρουρούς που ο καθένας, σε διαφορετικά στάδια της καριέρας του, προστατεύει από πειρατικές επιθέσεις τα πλοία που διαπερνούν τα στενά στα ανοιχτά της Σομαλίας. Ισορροπώντας περίτεχνα μεταξύ του ντοκιμαντέρ και της μυθοπλασίας, δεν καταπιάνεται μόνο με την πειρατεία των εμπορικών πλοίων αλλά κυρίως με την έλλειψη δράσης των μισθοφόρων λόγω της απουσίας της, συνθέτοντας μια σπουδή στον ψυχισμό τους αλλά και εξερευνώντας την έννοια του ανδρισμού. 

Η «Βάρδια» απέσπασε τον Αργυρό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Μόσχας. Μαζί της ο Γρηγόρης Ρέντης ταξίδεψε μέχρι τις Κάννες ως μέρος του προγράμματος «Thessaloniki Goes to Cannes», συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νιόν, Visions Du Réel, όπου έκανε πρεμιέρα και την είδε να βραβεύεται ως πρότζεκτ στο Les Arcs Works In Progress. Λίγες μέρες πριν τις ειδικές προβολές της ταινίας σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ρέθυμνο και με αφορμή την προβολή της ταινίας από το CineDoc, μας διηγήθηκε μοναδικές εμπειρίες από τα γυρίσματα εν πλω, μας μίλησε για το ρομαντισμό της πειρατείας, το ιδιόμορφο καθρέφτισμα των μισθοφόρων στον εχθρό, το δίπολο νόστου και ανάγκης για δράσης, αλλά και το συναίσθημα της ματαίωσης, σκιαγραφώντας την εικόνα ενός -όχι και τόσο άτρωτου- στρατιώτη που δεν απέχει τόσο από τον καθένα μας.

Γρηγόρης Ρέντης: Συνέντευξη για τη «Βάρδια», τη βραβευμένη με Αργυρό Αλέξανδρο ταινία του 

Από μηχανικός σε σκηνοθέτης, πώς προέκυψε αυτή η επαγγελματική στροφή;
Από πάντα ήμουν σινεφίλ αλλά δεν είχα αποφασίσει ότι θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με την σκηνοθεσία. Όταν σπούδαζα μηχανικός στην Αγγλία μού δόθηκαν διάφορες αφορμές για να μπω σε αυτό πιο ενεργά καθώς το πανεπιστήμιο που φοιτούσα ήταν μεσοτοιχία με το Royal College of the Arts. Έτσι, έχοντας αυτό το ενδιαφέρον, παρακολουθήσα αρκετά μαθήματα σχετικά με τις τέχνες. Άρχισα επίσης να μελετώ μόνος μου και τότε ήταν που γύρισα την πρώτη πρώιμη μικρού μήκους ταινία μου, την οποία έστειλα έπειτα μαζί με τις αιτήσεις μου στα πανεπιστήμια της Αμερικής. 

Και ακολούθησαν πολλές μικρές μήκους μέχρι την πολυετή «Βάρδια».
Γύρισα αρκετές μικρού μήκους στα πλαίσια της σχολής, αλλά αποφοιτώντας δραστηριοποιήθηκα περισσότερο στον χώρο της διαφήμισης και του βιντεοκλίπ. Εκεί, μιας οι ρυθμοί είναι αρκετά απαιτητικοί, βλέπεις την αρχική ιδέα να παίρνει μορφή άμεσα και μαθαίνεις γρήγορα, ειδικά αν σου αρέσει το γύρισμα, μιας και έχεις πρόσβαση σε εξοπλισμό και συνεργάτες που δύσκολα έχεις σε μια ταινία στο ξεκίνημα της καριέρας σου. Επίσης μαθαίνεις να αφηγείσαι μια ιστορία γρήγορα και αποτελεσματικά. Η «Βάρδια» ξεκίνησε ως ιδέα το 2013 και χρειάστηκε περίπου 7 χρόνια για να ολοκληρωθεί κυρίως λόγω των δυσκολιών πρόσβασης στην περιοχή και φυσικά του θέματος.

Τι σε γοήτευσε στη θεματολογία; Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Μπήκα στον κόσμο αυτό μέσα από τις διηγήσεις του θείου μου που ακολούθησε αυτή την επαγγελματική πορεία και, παράλληλα, με γοήτευσε η μυθολογία της πειρατείας. Οι Σομαλοί πειρατές δικαιολογούσαν τις επιθέσεις τους ως μία αντίδραση στην υπεραλίευση και την γενικότερη διατάραξη των υδάτων τους. Μου έκανε εντύπωση ότι αρκετοί φρουροί κατανοούσαν αυτή την οπτική, σε βαθμό που κάποιοι υποστήριζαν πως αν ζούσαν στη Σομαλία θα ήταν πειρατές. Υπήρχε ένα ιδιόμορφο καθρέφτισμα στον εχθρό. Αλλά η προσωπική μου είσοδος σε αυτή την κατάσταση αφήγηση ήρθε όταν η πειρατεία άρχισε να φθίνει. Η έλλειψη δράσης δημιουργούσε μία προσδοκία. Παρόλο που ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός και η προετοιμασία το ίδιο έντονη, αυτή η μεγάλη αναμέτρηση δεν ερχόταν. Κάπου εκεί, ένιωσα ότι υπάρχει η αφετηρία για μία ταινία.

Πόσο δύσκολο είναι να βρεις τη χρυσή τομή μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας;
Για μένα, το ντοκιμαντέρ και η μυθοπλασία δεν είναι κάτι άσπρο ή μαύρο, αλλά ανήκουν σε ένα ευρύτερο φάσμα.  Δεν ξέρω αν βρέθηκε η χρυσή τομή μεταξύ τους αλλά η ταινία είναι υβριδική με έναν τρόπο. Αν και στον πυρήνα της, η Βάρδια είναι ντοκιμαντέρ παρατήρησης, δανείζεται στοιχεία και από τη μυθοπλασία. Υπάρχει ένα παιχνίδι μεταξύ κατασκευής και καταγραφής, αναπαράστασης και πραγματικότητας. Οι φρουροί ήταν μέρος αυτής της διαδικασίας μιας και μέρος της προετοιμασίας ήταν και η εκτέλεση ασκήσεων από πιθανά σενάρια επίθεσης. Επίσης η φόρμα της ταινίας είναι τέτοια που μοιάζει με μυθοπλασία. Έχω αποφύγει τις συνεντέυξεις και μία πιο δημιογαφική προσέγγιση. Αντίθετα, στόχος ήταν να ταξιδέψει ο θεατής σε εκείνο το σημείο, να βιώσει το πέρασμα του χρόνου και τον επικείμενο κίνδυνο.

Τι παρατήρησες και σε έβαλε έντονα σε σκέψεις κατά τη διάρκεια της έρευνας;
Με εντυπωσίασαν τα κοινά στοιχεία των ανθρώπων που επιλέγουν αυτό τον τρόπο ζωής. Οι μισθοφόροι και οι ναυτικοί γενικότερα έχουν έναν μοναστικό τρόπο ζωής, μια απουσία θορύβου από την καθημερινότητα. Από την μια βρίσκεται ο νόστος και η ανάγκη τού να επιστρέψεις στο σπίτι σου και από την άλλη η γοητεία του να είσαι εν πλω, η νοσταλγία της θάλασσας. Αυτό το δίπολο είναι ένας εσωτερικός αγώνας που έχω βιώσει και εγώ ζώντας στο εξωτερικό. Μια αίσθηση που πραγματικά δεν ξέρεις πού ανήκεις.

«Περιμένοντας για κάτι που θα σε κάνει να νιώσεις ξανά ζωντανός»... Μπορείς να μου σχολιάσεις αυτή τη φράση από την ταινία;
Υπάρχει μια φράση στην ορολογία του στρατού «Hurry up and Wait», που δηλώνει αυτή την ταυτόχρονη αναμονή αλλά και επιφυλακή, μια στιγμή που δεν έχει ακριβώς έλλειψη δράσης. Με ενδιέφερε να αποτυπώσω την καθημερινότητά τους, τον χρόνο που κυλά πάνω σου και σε αλλάζει χωρίς να το συνειδητοποιείς, τον αναβρασμό σε συνθήκες αναμονής, αυτό τον αμυδρό εκνευρισμό. 

Προσδοκούν τη στιγμή που θα έρθει η επαφή με τον εχθρό;
Ναι μέχρι ένα σημείο, κι ας ακούγεται κάπως παράδοξο, είναι ένα είδος περιέργειας. Ταυτόχρονα απεύχονται φυσικά και να συμβεί. Είναι περήφανοι για τη στιγμή της επαφής όσοι την ζουν, είναι μια σημαντική προσωπική και επαγγελματική στιγμή. Ένας από τους χαρακτήρες μάλιστα πήγε σε ζώνη μεγαλύτερης επικινδυνότητας μετά την ταινία γιατί του έλειπε η παραπάνω δράση. 

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στα γυρίσματα;
Η ταινία ξεκίνησε ταπεινά και σιγά σιγά, δεν είχα στο μυαλό μου ότι μπορεί να πάρει αυτή την διάσταση. Το πιο δύσκολο αλλά πιο συναρπαστικό κομμάτι των γυρισμάτων ήταν φυσικά στο πλοίο, το οποίο έγινε πραγματικότητα γιατί η ναυτιλιακή εταιρία M/Maritime, η οποία δίνει μεγάλη σημασία σε θέματα ασφάλειας, αγκάλιασε το πρότζεκτ μας. Το πρώτο μας γύρισμα ήταν εν πλω και στη συνέχεια συνεχίσαμε στη στεριά και συγκεκριμένα στην Σρι Λανκα αλλά και σε μια Αθήνα που δεν βλέπουν πολλοί. Νιώθω τυχερός που έζησα αυτό το ταξίδι. Η ζωή στο καράβι ήταν σαν ησυχαστήριο, έβλεπες μόνο τη θάλασσα αλλά από την άλλη ανά πάσα στιγμή κινδυνεύεις από τους πειρατές, τις ρουκέτες από την Υεμένη, την θαλασσοταραχή. Γενικότερα η θάλασσα κρύβει πολλούς κινδύνους και δεν ξέρεις τι να περιμένεις.

Η ταινία όμως δεν πραγματεύεται τόσο τη ζωή των μισθοφόρων αλλά λειτουργεί σαν ένα έναυσμα για δημοσια συζήτηση πάνω στην «ανδρική ταυτότητα». Με ποιο τρόπο προσεγγίσατε την στερεοτυπική αυτή εικόνα;
Ήθελα να φύγω από το στερεότυπο που δικαίως ή όχι, έχουμε για τους ανθρώπους με όπλα, να φύγω από αυτό το περίβλημα του στρατιώτη. Έκανα πολλές συνεντεύξεις που εν τέλη δεν μπήκαν στην ταινία. Μιλήσαμε αρκετά προσωπικά, για τους λόγους που κάνουν αυτή τη δουλειά, για το πως νιώθουν που βρίσκονται εκεί, για την γοητεία του κινδύνου. Ήταν ένα σημαντικό μέρος της επιλογής των χαρακτήρων και της σχέσης μας με έναν τρόπο. Και σε προσωπικό επίπεδο ήθελα να απομυθοποιήσω τα πρότυπα ανδρισμού της εποχής που μεγάλωσα, όπως το τι σημαίνει να είσαι δυνατός ή το να βρίσκεσαι σε μόνιμη επιφυλακή.

Γιατί «Dogwatch»; 
Γιατί είναι μια ζωή που κυλάει σε αλλεπάλληλες βάρδιες. «Dogwatch» είναι η πρωινή βάρδια, το λεγόμενο γερμανικό, και η πιο επικίνδυνη ώρα που χαράζει ο ήλιος και επιτίθεσαι όταν κοιμάται ο εχθρός. Ετυμολογικά υπάρχουν δύο ερμηνείες: «Dodge-watch», η βάρδια που θες να αποφύγεις, και «Dog-watch», ο χρόνος μέσα στη νύχτα που όλοι εκτός από τα σκυλιά κοιμούνται. 

Τρεις ήρωες, τρία κεφάλαια, τρεις ιστορίες. Φαίνεται σου αρέσουν τα μοτίβα. Με τι κριτήρια επέλεξες τους ήρωές σου;
Μίλησα με πολλούς ανθρώπους για να καταλήξω σε αυτούς τους τρεις χαρακτήρες. Ήθελα να έχουν και μια ηλικιακή διαφορά γιατί οι ζωές τους διαμορφώθηκαν σαν μια ενιαία ιστορία, μια σκυταλοδρομία αφηγήσεων, που έναςχαρακτήρας μεγαλώνει σε ένα σταθερό περιβάλλον.

Ένας άνθρωπος που έχει ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή πορεία όπως εσύ μπορεί να καταλάβει και να εκτιμήσει τη ζωή ενός μισθοφόρου;
Η ζωή και η δουλειά στα καράβια έχει σίγουρα μια γοητεία και ίσως έναν μύθο γύρω της. Είναι με έναν τρόπο έξω από την κοινωνία, την καθημερινότητα της πόλης, τα μικροάγχη. Αυτή η απουσία θορύβου και η συνθήκη θυμίζει μοναστήρι, καθώς είναι όλοι άντρες, έχουν κάποιες συγκεκριμένες υποχρεώσεις μέσα στην ημέρα, και ομολογουμένως αυτός ο παραλληλισμός πάντα με ενδιέφερε. 

Έχεις νιώσει ποτέ πως η ορθολογική σκέψη, που αν μη τι άλλο είναι χαρακτηριστικό ενός μηχανικού, σε έχει περιορίσει ως σκηνοθέτη;
Σπουδάζοντας μηχανικός μάλλον ανέπτυξα μια αναλυτική σκέψη αλλά δε νιώθω ότι με έχει περιορίσει δημιουργικά.Για να χτίσεις μια αφήγηση και να διηγηθείς μια ιστορία, οι περιορισμοί είναι ευπρόσδεκτοι. Ειδικότερα στο ντοκιμαντέρόπου μπορεί να νιώσεις την ανάγκη να καταγράψεις τα πάντα, είναι σημαντιτκό να περιοριστείς, να επιλέξεις πολύ συγκεκριμένα τι θα συμπεριλάβεις, η ανάλυση αυτή είναι κλειδί για τη συνοχή.

Ποια είναι η γνώμη σου για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά και τι εύχεσαι να αλλάζει στο μέλλον;
Το ελληνικό σινεμά διανύει μια περίοδο άνθησης με πολλές διαφορετικές φωνές και νέα ντεμπούτα.Πιστεύω πως οι ελληνικές ταινίιες έχουν ενδιαφέρον και ελπίζω σε ένα πιο έντονο διάλογο μεταξύ των δημιουργών ώστε αυτή η συζητήση να αφορά ακόμη περισσότερο και το κοινό.

Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;
Ετοιμάζω μια ταινία μυθοπλασίας που θα γυριστεί το 2025 και πραγματεύεται την προετοιμασία της Εθνικής Ομάδας Ενόργανης Γυμναστικής πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο τίτλος της είναι «Sydney Smile Future Perfect» και έχει παρόμοιες θεματικές με την «Βάρδια», αν και για μένα έχει τρομερό ενδιαφέρον να εξερευνήσω ένα πιο γυναικείο σύμπαν, βγαίνοντας από μια τόσο ανδρική ταινία.

Προβολές στην Αθήνα – Κινηματογράφος Δαναός
Παρουσία του σκηνοθέτη Γρηγόρη Ρέντη και Q&A μετά τις προβολές
ΔΑΝΑΟΣ 1 – Πέμπτη 18 Ιανουαρίου, 19.45
ΔΑΝΑΟΣ 2 – Σάββατο 20 Ιανουαρίου, 16.00
ΔΑΝΑΟΣ 2 – Κυριακή 21 Ιανουαρίου, 16.00
Προπώληση στο ταμείο του κινηματογράφου και στο danaoscinema.store

Και οι τρεις προβολές θα γίνουν παρουσία του σκηνοθέτη Γρηγόρη Ρέντη, με τον οποίο θα ακολουθήσει συζήτηση μετά το πέρας της ταινίας. Παράλληλα με τις προβολές στον κινηματογράφο Δαναό, ο σκηνοθέτης έχει προγραμματισμένη μία φωτογραφική έκθεση από τα γυρίσματα της ταινίας με τίτλο «Hurry up and Wait», που μέρος της θα εκτεθεί και στο φουαγιέ της κινηματογραφικής αίθουσας.

Προβολή στη Θεσσαλονίκη - Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης
Τετάρτη 17 Ιανουαρίου, 19.00
Πληροφορίες: filmfestival.gr

Προβολή στο Ρέθυμνο - Χώρος Πολιτισμού «Σημείο»
Σάββατο 13 Ιανουαρίου, 20.00
Πληροφορίες: facebook.com/yannisbleproductions

Ιnfo: Ταινία τεκμηρίωσης (Ελλάδα, Γαλλία, 2022, διάρκειας 78') Σενάριο – Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Ρέντης, σε παραγωγή Γρηγόρη Ρέντη, Βίκυς Μίχα, Clement Duboin και Florence Cohen Τrue/False, Missouri - ΗΠΑ, από 3 έως 5 Μαρτίου, Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (διεθνές πρόγραμμα), από 2 έως 12 Μαρτίου, Βergamo Film meeting, Iταλία, από 11 έως 19 Μαρτίου.
Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το Eurimages, το Aide aux cinemas du monde Centre national du Cinema, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Media Creative, Europe, το Arte και την ΕΡΤ.