Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
Άννα Φόνσου: Η Ελληνίδα ηθοποιός μιλάει στην ATHENS VOICE για τη ζωή της, τις συνεργασίες της και αφηγείται την πραγματική ιστορία με τον Γιώργο Μαρίνο
Πριν από έναν μήνα ανακάλυψα στο αρχείο μου ένα ανέκδοτο τραγούδι του σπουδαίου συνθέτη Τάκη Μπουγά, ο οποίος άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο την 1η Νοεμβρίου του 2021. Τους στίχους τους είχα γράψει εγώ και λεγόταν «Μοναχή μου παλεύω». Έψαξα να βρω ποιος είχε τα δικαιώματα του τραγουδιού και επειδή ήξερα ότι η Άννα Φόνσου είχε παντρευτεί τον Μπουγά, την πήρα τηλέφωνο. Όταν της είπα τον τίτλο του τραγουδιού έβαλε τα κλάματα. «Το ξέρω αυτό το τραγούδι, το είχα ακούσει πολλές φορές, το αγαπούσε πολύ!» «Θέλεις να το πεις;» «Αν θέλω λέει!» Το ηχογραφήσαμε, ο Κωνσταντίνος Μάνης, φίλος αλλά και συμπαραστάτης του Μπουγά μέχρι το τέλος, το άκουσε, μας έδωσε την άδεια και ο Νίκος Σούλης έκανε ένα συγκλονιστικό βίντεο κλιπ.
Όλο το διάστημα που ετοιμαζόταν το τραγούδι, έζησα την Άννα Φόνσου από κοντά. Κατάλαβα πως είχε να αφηγηθεί μια συναρπαστική ζωή. Έτσι, ένα απόγευμα, στο αγαπημένο Αthénée, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί αυτή κι ένα μπουκάλι εγώ, την άκουσα να μου διηγείται σαν παραμύθι, πώς κατόρθωσε από «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» να γίνει η «Χιονάτη».
Άννα Φόνσου: Η Καισαριανή, η οικογένεια και η παιδική ηλικία
Γεννήθηκα στην Καισαριανή. Γονείς μου ήταν η Ασημίνα και ο Γιώργος. Φόνσου είναι το πραγματικό μου επίθετο. Ο πατέρας μου ήταν ένας κούκλος. Η μητέρα μου ήταν κι αυτή όμορφη γυναίκα, αλλά η κλασική γυναίκα που υποτάσσεται στον άντρα της, μια νοικοκυρά. Εγώ δεν πήρα από τη μάνα μου, πήρα από τον πατέρα μου. Ήταν ο γόης της Καισαριανής. Πριν όμως έρθουμε στην Καισαριανή ήταν ένας σπουδαίος γλύπτης στην Τήνο, είχε κάνει σχεδόν όλους τους περιστεριώνες του νησιού. Όμως τα φρονήματά του τον πρόδωσαν γιατί έναν κομμουνιστή είχε η Τήνος κι αυτός ήταν ο πατέρας μου. Οπότε πήγε στην εξορία 6 χρόνια και μας άφησε μόνες μας. Η μητέρα μου με την αδελφή μου έπαθαν φυματίωση και μπήκαν στο Σωτηρία, και έτσι έμεινα τελείως μόνη. Με έστειλαν στην Τήνο όπου έμεινα με τη γιαγιά μου εσωτερική στις καλόγριες. Η γιαγιά ήταν μια σκληρή γυναίκα, που αρκετή από τη σκληράδα της έχω κληρονομήσει και εγώ. Ήταν καθαρίστρια και καθολική και είχε το δικαίωμα να έχει και την εγγονή της στο σχολείο. Στις καλόγριες έβγαλα το δημοτικό σχολείο, έμαθα γαλλικά, αλλά έπρεπε και να δουλέψω. Δεν πλήρωνα δίδακτρα, αλλά έπρεπε να βοηθήσω τη γιαγιά μου.
Ένας γάιδαρος που λεγόταν Αδόλφος Αλφόνσο
Είχα ένα γαϊδουράκι, τον Αδόλφο Αλφόνσο. Τον είχα βγάλει έτσι γιατί τον θεωρούσα βασιλιά, άρχοντα, και πάνω του ανέβαινα μόνο εγώ που φανταζόμουν πως ήμουν βασίλισσα. Άσε που το «ΑlFonso» για μένα, στο μυαλό μου, σήμαινε της Φόνσου! Τέτοια φαντασία είχα από μικρή. Με τον Αδόλφο, λοιπόν, πηγαινοερχόμουν στη Χώρα και έφερνα στα παιδιά του σχολείου ψωμί, ντομάτες, φρούτακι ό,τι άλλο μου είχαν παραγγείλει και έβγαζα έτσι ένα μικρό μεροκάματο.
Όταν τελείωσα το δημοτικό, γύρισα πίσω και έμεινα μόνη μου στην Καισαριανή. Η μητέρα μου και η αδελφή ήταν στο Σωτηρία και ο πατέρας μου εξόριστος στον Αη-Στράτη, μαζί με τον Λειβαδίτη, τον Ρίτσο, τον Θεοδωράκη και άλλους γνωστούς καλλιτέχνες. Μου τους γνώρισε όλους αυτούς μετά, κι εγώ που ήμουν τότε μικρό κορίτσι, γκρίνιαζα και του έλεγα: «Μπαμπά έλεος! Βαριέμαι να μιλάω με τον κύριο Ρίτσο και τον κύριο Θεοδωράκη. Έχω να κάνω άλλα πιο σοβαρά πράγματα». «Και ποια είναι αυτά τα πιο σοβαρά πράγματα;» με ρωτάει. «Να διαβάζω τα περιοδικά, να μιλάω για τη μόδα, να γνωρίσω ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας!» Πληγώθηκε. Όπως πληγώθηκε και από ένα γράμμα που του έστειλα, όταν ήταν στην εξορία. Του έγραφα: «Όταν η γυναίκα σου και η κόρη σου είναι φυματικές και εγώ στους πέντε δρόμους, δεν έχεις το δικαίωμα να είσαι κομμουνιστής. Να υπογράψεις και να γυρίσεις πίσω!» Πληγώθηκε πολύ αλλά δεν υπέγραψε. Τον άφησαν να φύγει λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του και μερικά χρόνια αργότερα πέθανε.
Από το αχυρένιο στρώμα, στα πούπουλα
Φυσικά στην Καισαριανή είχα πάρει μαζί μου και τον Αδόλφο Αλφόνσο. Έπρεπε να κάνω κάτι για να ζήσω. Έτσι, σηκωνόμουν στις 2 τη νύχτα και πήγαιναν στη Λαχαναγορά. Ο Αδόλφος ήξερε όλη τη διαδρομή και όταν φτάναμε εκεί, πήγαινα στον πατέρα του Τόλη Βοσκόπουλου, ο οποίος ήταν μεγαλομανάβης, μου έδινε διάφορα πράγματα και μου έλεγε: «Αννούλα, άμα τα πουλήσεις θα μου δώσεις τα λεφτά, άμα δεν τα πουλήσεις εγώ δεν θέλω λεφτά». Εγώ όμως τα πούλαγα, έβαζα και κάτι παραπάνω στην τιμή και έτσι τον πλήρωνα και έβγαζα και κέρδος! Στην Λαχαναγορά όλοι με αντιμετώπιζαν με περιέργεια – ήμουν τότε 12 χρονών αλλά έδειχνα μεγαλύτερη. Δεν τους έδινα σημασία, έπαιρνα τον Αδόλφο Αλφόνσο και επιστρέφαμε στην Καισαριανή.
Εκεί που είναι τώρα το Κάραβελ υπήρχε ένα ρέμα. Βρήκα λοιπόν μια τρύπα σε αυτό το ρέμα, έβαλα σανό στον Αλφόνσο να μασουλάει και δίπλα έβαλα κι εγώ άχυρα, από πάνω μια κουβέρτα, και εκεί κοιμόμουν. Πού να κοιμηθώ; Η μητέρα μου και η αδελφή μου είχαν γυρίσει σπίτι, αλλά ήταν ακόμα άρρωστες, θα κόλλαγα φυματίωση. Με είδε μια μέρα μια κυρία, ήταν η μητέρα του Τσιριγκούλη του ζωγράφου, με λυπήθηκε και με πήρε σπίτι της. Και με έβαλε να κοιμάμαι σε κανονικό κρεβάτι, στα πούπουλα, μου έστρωσε τα σεντόνια από την προίκα της, κάθε πρωί είχα το γάλα μου, το αυγό μου – εγώ πια νόμιζα πως ήμουν η βασίλισσα Σίσσυ. Αλλά τη δουλειά μου δεν τη σταμάτησα. Κάθε πρωί η βασίλισσα Σίσσυ ανέβαινε στον γάιδαρό της και πήγαινε στη Λαχαναγορά.
Η πρώτη φορά στο θέατρο και η κυρία Κατερίνα
Όμως μια μέρα έδειρα έναν αστυφύλακα, διαδηλώναμε για την Κύπρο και είχε βάλει κάτω μια φίλη μου και την πάταγε. Αφού του έδωσα κλοτσιές και μπουνιές, έβγαλα τη σφεντόνα μου, που την είχα πάντα μαζί μου, και του πέταξα μια πέτρα. Τον πήρε στο μάτι και παρ’ ολίγον να τυφλωθεί. Δεν τυφλώθηκε τελικά, αλλά εμένα με απέβαλαν από όλα τα σχολεία της Ελλάδας. Έπρεπε να βρω χρήματα για να σπουδάσω σε ιδιωτικό, τα λεφτά όμως που έβγαζα από τη μαναβική ίσα που έφταναν να ζήσω. Μου λέει μια φίλη μου: «Να πας κομπάρσα στο θέατρο. Εκεί κάθεσαι και δεν μιλάς και όταν τελειώνει η παράσταση σε πληρώνουν. Έχω μάθει ότι η κυρία Κατερίνα ανεβάζει ένα έργο της Αγκάθα Κρίστι και ψάχνει για κομπάρσους, να κάνουν τους ενόρκους. Εκεί να πας!» Ήταν η πρώτη φορά, δεν είχα ξαναδεί θέατρο, έπαιζαν πολλοί γνωστοί ηθοποιοί. Στο διάλειμμα σηκώνομαι, πάω και χτυπάω την πόρτα του καμαρινιού της κυρίας Κατερίνας. Η Κατερίνα Ανδρεάδη ήταν μια σπουδαία ηθοποιός και πολύ πλούσια γυναίκα. Στο θέατρο όλοι την έλεγαν κυρία Κατερίνα, κανένας δεν την έλεγε κυρία Ανδρεάδη. Χτυπάω, λοιπόν, την πόρτα του καμαρινιού και την ακούω με τη χαρακτηριστική φωνή της να λέει: «Ναιαιαι;» Λέω «Γεια σας, μπορώ να σας απασχολήσω για ένα λεπτό;»«Όοοχι!» μου απαντάει. Δεν έδωσα σημασία, άνοιξα την πόρτα και της άρχισα ένα κατεβατό γρήγορα γρήγορα για το ποια είμαι και τι θέλω – τρελάθηκε η γυναίκα. Έβαλε τις φωνές «Βοήθεια! Βοήθεια! Μια τρελή στο καμαρίνι μου!» Έρχεται ο Πλωρίτης και άλλοι ηθοποιοί, τους λέω πάλι το κατεβατό ότι θέλω να μαζέψω λεφτά για να πάω σε ιδιωτικό σχολείο. «Και από εμάς τι θέλεις;» με ρωτάει η κυρία Κατερίνα. «Να παίξω κομπάρσα και να με πληρώνετε! Πόσα θα παίρνω;» «Πόσο χρονών είσαι;» «Δεκαοχτώ!» – ψέματα, ήμουν μικρότερη. Μου λέει: «Έλα εδώ. Μπορείς να διαβάσεις κάτι;» Και μου δίνει ένα απόσπασμα από ένα έργο της Αγκάθα Κρίστι: «Αυτός είναι ο ένοχος! Μια ώρα με έχετε έξω να περιμένω. Αυτός είναι ο ένοχος κι εσείς έχετε ενοχοποιήσει όλους τους άλλους ανθρώπους!» Μου λέει: «Πόσο θα κάνεις να το μάθεις;» «Τρία λεπτά» «Για παιξ' το!» Λέω: «Με συγχωρείτε, πριν το παίξω, μπορείτε να μου πείτε αν στο έργο αυτός που λέω είναι ο πραγματικός ένοχος;» Γέλασαν όλοι. «Αυτή θα διορθώσει και την Αγκάθα Κρίστι» λέει ο Πλωρίτης. Το έπαιξα, τους άρεσε και λέει η κυρία Κατερίνα: «Εγώ αυτήν την κοπέλα θα την κάνω πρωταγωνίστρια!» Και έτσι έπαιζα σε όλες τις παραστάσεις της.
Η Δραματκή Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη και η Επίδαυρος
Από εκεί και πέρα, η κυρία Κατερίνα με πήρε υπό την προστασία της. Βοήθησε πολύ τους δικούς μου, μας πήρε από εκεί που μέναμε και μας πήγε σε ένα άλλο σπίτι που είχε το μπάνιο μέσα – μεγάλη πολυτέλεια για τότε! Αφού έπαιρνα τις φίλες μου και τους έλεγα: «Για να καταλάβετε, έχει το μπάνιο μέσα στο σπίτι!» Επειδή ήξερα γαλλικά από τις καλόγριες, με έπαιρνε μαζί της στο Παρίσι, εμπιστευόταν το γούστο μου και, το σπουδαιότερο, με έγραψε στη Δραματική Σχολή ενός σπουδαίου θεατρανθρώπου, του Δημήτρη Ροντήρη. Προτού πάω να γραφτώ, η κυρία Κατερίνα με προειδοποίησε: «Πρόσεξε, θα πας ο εαυτός σου!» Τι ήταν να μου το πει; Φόρεσα κι εγώ ένα μίνι μικρότερο από της Μαίρης Κουάντ, έβαλα κάτι μπότες ψηλές που ήταν τότε στη μόδα, μακιγιαρισμένη, με βαμμένα μαλλιά και πήγα με τα εξώφυλλα από τα περιοδικά που είχα ποζάρει με μαγιώ. Μόλις τα είδε ο Ροντήρης μου λέει: «Ήρθες με τα τρόπαιά σου; Αυτά είναι που έχεις κάνει στη ζωή σου;» Τά έχασα, δεν ήξερα τι να πω. «Λοιπόν» μου λέει, «θα φύγεις και θα έρθεις ξανά, με ένα απλό φόρεμα και με ίσια παπούτσια, κι εγώ θα σου δώσω να παίξεις έναν ρόλο σαν να φοράς μια μακριά τουαλέτα και ψηλά τακούνια. Πότε μπορείς να έρθεις;» «Αύριο» του λέω. Και από τότε ακολουθούσα πάντα ό,τι μου έλεγε. Ήταν σπουδαίος δάσκαλος, από τη Σχολή του βγήκαν πολλοί γνωστοί ηθοποιοί, με πρώτη και καλύτερη την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Με αγαπούσε πολύ ο Ροντήρης, έχω και ένα γράμμα του που μου γράφει «Αν δεν παίξεις τραγωδία, τζάμπα βγήκες στο θέατρο». Εμένα δεν με έπαιρναν να παίξω τραγωδία, κανείς δεν μου πρότεινε να παίξω έστω και στον Χορό. Έτσι μια μέρα, νοίκιασα ένα πουλμανάκι, έβαλα τους φίλους μου μέσα και πήγαμε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Ήταν χειμώνας, ο φύλακας με γνώρισε μόλις με είδε, μου άνοιξε το θέατρο και εκεί, μέσα στο κρύο, έπαιξα αποσπάσματα από τραγωδίες, για να κάνω το χατίρι του δασκάλου μου και να μου φύγει και εμένα το μεράκι ότι έπαιξα στην Επίδαυρο! Φυσικά όλοι οι φίλοι μου, μετά την παράσταση, έφυγαν με περιπνευμονία.
«Το αγοροκόριτσο» και η παρεξήγηση με την Αλίκη Βουγιουκλάκη
Η πρώτη μου ταινία ήταν «Το αγοροκόριτσο». Ήταν να την παίξει η Αλίκη Βουγιουκλάκη, αλλά προτίμησε να παίξει στη «Μουσίτσα». Είχαν μείνει χωρίς πρωταγωνίστρια. Τότε με πρόσεξαν, ήμουν εγώ πραγματικό αγοροκόριτσο, με είδε ο Αντρέας Μπάρκουλης και του άρεσα. Έπαιξα μαζί του, το έργο είχε επιτυχία, έπαιξα και σε άλλες ταινίες, με έβαζαν στα εξώφυλλα των περιοδικών, έγινα πολύ γνωστή. Μια μέρα με ρωτάει ένας δημοσιογράφος: «Την Αλίκη Βουγιουκλάκη την ξέρετε;» «Όχι, δεν την ξέρω» του απάντησα εννοώντας ότι δεν την γνωρίζω προσωπικά. O δημοσιογράφος έγραψε ότι είπα: «Ποια είναι αυτή;» Η Αλίκη το διάβασε και έγινε μπαρούτι. «Δεν φτάνει που της έδωσα την ευκαιρία να παίξει στο “Αγοροκόριτσο”, τώρα λέει πως δεν με ξέρει;», φώναζε έξαλλη.
Μια μέρα, ντύθηκα σαν την Αλίκη, βάφτηκα σαν την Αλίκη και πήγα και της χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η μητέρα της. «Γεια σας. Είμαι η Άννα Φόνσου, θα ήθελα να δω την Αλίκη» της λέω. «Όπως είσαι, κάνε στροφή και φύγε!», μου απαντάει εχθρικά. Από μέσα η Αλίκη άκουσε τη συζήτηση. «Μαμά, ποιος είναι;» της λέει. «Το αγοροκόριτσο, η Άννα Φόνσου και θέλει να σε δει». «Για πες της να έρθει μέσα». Μόλις με είδε τα έχασε. «Μα εσύ είσαι ίδια εγώ!» μου λέει. Αρχίζω να της εξηγώ πόσο τη λατρεύω, πως ντύνομαι σαν κι αυτήν, πως είναι το είδωλό μου, πως τρελαίνομαι για αυτήν, δεν σταμάταγα... Κάποια στιγμή με διέκοψε και μου λέει: «Δεν θέλω άλλο να μου μιλάς, θέλω μόνο να με αγκαλιάζεις!» Και από τότε μείναμε φίλες, μέχρι το τέλος.
Τι είπε ο Φεντερίκο Φελίνι για τον Θανάση Βέγγο
Αλλά ο φίλος της ζωής μου ήταν ο Θανάσης Βέγγος. Ο Θανάσης με αγαπούσε τόσο πολύ που όταν ήταν να κάνει ταινία με τον Φίνο, του έλεγε: «Αν δεν παίξει η Αννούλα, εγώ δεν την κάνω την ταινία!» Ο Φίνος δεν με ήθελε – δεν με συμπαθούσε, δεν ήθελε να έχει γκρίνιες από την Αλίκη; Δεν ξέρω γιατί, πάντως δεν με έπαιρνε στις ταινίες του. Και τη μοναδική φορά που έπαιξα σε ταινία της Φίνος Φίλμ, στο «Βιετνάμ», ήταν γιατί το ζήτησε ο Βέγγος. Θα ήθελα να είχα παίξει και στο θέατρο μαζί του, τον αγαπούσα τόσο πολύ, τον θαύμαζα, ήταν τόσο σπουδαίος κωμικός! Μια φορά ήμουν στη Ρώμη με τον Σπύρο Φωκά και συναντήσαμε τον Φελίνι. Εμένα μου κόπηκαν τα πόδια, ο Σπύρος άρχισε να του λέει πως είναι πρωταγωνιστής στην Ελλάδα, πως έχει μεγάλη επιτυχία και τον θαυμάζουν στο εξωτερικό. Τότε του λέει ο Φελίνι: «Εγώ έναν ηθοποιό θαυμάζω στην Ελλάδα και είναι ο σπουδαιότερος κωμικός που έχω δει. Λέγεται Βέγγους, Βέγγας, δεν θυμάμαι καλά το όνομα». Όταν γύρισα τα είπα στον Θανάση. «Άντε» του λέω «ετοιμάσου να πάμε στην Ιταλία να κάνουμε ταινία με τον Φελίνι». «Απαπαπα! Εγώ δεν φεύγω από την Ελλάδα! Πού θα αφήσω τη γυναίκα μου την Ασημίνα;»
20 χρόνια παρεξήγηση με τον Ντίνο Ηλιόπουλο
Ο πρώτος άντρας που γνώρισα ερωτικά ήταν ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Ήμουν 16 χρονών, είχε τα διπλάσια χρόνια από εμένα, ήταν όμορφος, ευγενικός, περιποιητικός. Πάντοτε άφραγκος και πάντα διατεθειμένος να σου χαρίσει τον κόσμο όλο. Και πώς τα φέρνει η ζωή; Τα τελευταία του χρόνια τα έζησε στο Σπίτι του Ηθοποιού που είχα ήδη φτιάξει! Μετά ήταν ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Τον αγάπησα πολύ τον Ντίνο και με αγάπησε κι αυτός. Στην καθημερινή ζωή του ήταν όπως και στις ταινίες: πανέξυπνος, παιχνιδιάρης, αστείος. Με έκανε να γελάω συνέχεια. Ο Ντίνος με έκανε πρωταγωνίστρια στο θέατρο και μου έμαθε πολλά μυστικά της δουλειάς. Όμως έγινε κάτι που τον θύμωσε και έκανε να μου μιλήσει 20 χρόνια.
Παίζαμε στο θέατρο Βεάκη που το είχε ο Κώστας Παλτόγλου. Εγώ ήμουν 19, εκείνος 23, όμορφος άντρας – τον ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Τα φτιάξαμε, αλλά δεν μου άρεσε που είχα παράλληλη σχέση με τον Ντίνο. Του το είπα και αυτός, για να μην υπάρχει ο Ντίνος στη μέση, έκλεισε το θέατρο Βεάκη! Αποζημίωσε βέβαια τους ηθοποιούς, αλλά ο Ντίνος, όταν έμαθε ότι όλο αυτό έγινε γιατί είχα σχέση με τον Παλτόγλου, έκανε να μου μιλήσει 20 χρόνια. Και κάποια στιγμή μετά, αφού πια είχε παντρευτεί, εγώ είχα χωρίσει και ξαναπαντρευτεί, τον έπιασα και του λέω: «Μα είναι δυνατόν εμείς να μη μιλιόμαστε;» Γελάσαμε κι οι δύο και από τότε ξαναγίναμε φίλοι. Τον λάτρευα τον Ντίνο, αλλά και αυτός με αγαπούσε τόσο που όταν πέθανε, άφησε ένα χαρτί που έλεγε να πάμε όλοι στην κηδεία του ντυμένοι στα λευκά, να εκφωνήσω μόνο εγώ τον επικήδειο, να βάλουν στον τάφο του την παιδική του μπάλα και πάνω στο μνήμα να γράψουν: «Συγγνώμη, κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ!» Όπως και έγινε.
Πώς ο Μάνος Χατζιδάκις «δωροδοκήθηκε» με κοκ
Παρ’ όλο που είχα κάνει 67 ταινίες και ήμουν γνωστή, δεν έκανα ποτέ μου τουρνέ, αντίθετα έφτιαξα ένα θεατρικό οργανισμό, το Προσκήνιο, με διευθυντή τον Αλέξη Σολωμό. Είναι κάτι για το οποίο είμαι περήφανη γιατί το σκέφτηκα και το έκανα, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή μου, μοναχή μου. Ο Αλέξης Σολωμός ήταν σκηνοθέτης στο Εθνικό, τον πήραμε, πήραμε και τον Αιμίλιο Χουρμούζιο καλλιτεχνικό διευθυντή, πήραμε τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη. Μας έλειπε ένας μουσικός. Ήθελα τον Μάνο Χατζιδάκι. Μου είπαν πως είναι πολύ δύσκολο, τον πήρα τηλέφωνο, μου λέει: «Δεν με ενδιαφέρει». Αλλά εγώ είμαι πολύ πεισματάρα, δεν το βάζω εύκολα κάτω. Μαθαίνω ότι έτρωγε στον Μαγεμένο Αυλό και ότι του άρεσαν τα κοκ. Πήγαινα λοιπόν κάθε μέρα, καθόμουν στο διπλανό τραπέζι και όταν έφευγα άφηνα το κουτί με τα γλυκά και έλεγα στο γκαρσόνι: «Αυτά είναι για τον κύριο Χατζιδάκι». Μια δυο τρεις, ο Χατζιδάκις με κάλεσε στο τραπέζι του. «Ελπίζω τα κοκ που αφήνεις να είναι φρέσκα!» μου λέει, «Τι θέλεις από μένα;» Του εξήγησα ότι είχα κάνει το Προσκήνιο, ότι ο άντρας μου είναι ο επιχειρηματίας του θεάτρου, ότι είχαμε κλείσει τους καλύτερους συνεργάτες και θέλαμε κι αυτόν για να μας γράψει τη μουσική. «Θα στη γράψω» μου λέει, «γιατί είσαι τολμηρή και επίμονη». «Για τα χρήματα όμως θα πρέπει να συνεννοηθείτε με τον άντρα μου» του λέω. «Όχι» μου απαντάει, «τη μουσική θα σου τη γράψω δωρεάν. Γιατί αν ζητήσω αμοιβή, ο άντρας σου, όσο πλούσιος και να είναι, δεν θα μπορεί να με πληρώσει». Έτσι, μου έκανε τη μουσική δωρεάν και εκεί τραγούδησα σε πρώτη εκτέλεση το τραγούδι «Στην οδό του Φλαμαντώ».
Τρεις άντρες, τρεις γάμοι και τρεις χωρισμοί
Έτσι περνούσε ο καιρός... έκανα τρεις γάμους, χώρισα και με τους τρεις, για να πούμε την αλήθεια δεν είμαι ο τύπος της νοικοκυράς που θα αφοσιωθεί στο σπίτι της, στα παιδιά της και στον άντρα της. Μπορώ να πλένω, να σφουγγαρίζω, να καθαρίζω, και τα κάνω όλα αυτά στο Σπίτι του Ηθοποιού, αλλά τα κάνω επειδή το θέλω εγώ, όχι γιατί πρέπει. Παιδιά δεν ήθελα και όσο και να αγαπούσα τους άντρες μου, δεν τους ήθελα συνέχεια στα πόδια μου. Ήταν όλοι επιστήμονες, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες και, εκτός από τον Τάκη Μπουγά, ήταν πολύ πλούσιοι. Δεν τους παντρεύτηκα γι’ αυτό, ούτε έκανα ποτέ σχέση για τα χρήματα. Τους αγάπησα. Αγάπησα τον Σωκράτη, αγάπησα τον Κώστα, αγάπησα τον Νίκο, αγάπησα τον Τάκη και όλους τους άλλους που γνώρισα, αλλά μόνο με τον Μπουγά τα βρήκαμε. «Κοίτα» του λέω, «εσύ είσαι μουσικός, μπορεί να γυρνάς στις 3 τα ξημερώματα και εγώ θα πρέπει να ξυπνήσω. Έχω ένα σπίτι στην Πλάκα, θα στο φτιάξω και θα μένεις εκεί». Φυσικά όταν δεν δούλευε ή τα μεσημέρια για να φάμε, βρισκόμασταν. Ήταν πολύ ωραίος ο δεσμός με τον Τάκη, ήταν αυτό ακριβώς που ήθελα να ζω με έναν άντρα. Δεν ήθελε κι αυτός να κάνουμε παιδιά και ήθελε πάθος στη σχέση μας. Μου στοίχισε πολύ ο θάνατός του. Δεν πρόκειται να τον ξεχάσω ποτέ. Λένε πολλοί πως ο Μπουγάς το τραγούδι «Άννα» το έγραψε για μένα. Δεν είναι αλήθεια, το έγραψε για μια άλλη Άννα που είχε αγαπήσει. Για μένα έγραψε το «Ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου». Πόσο θα ήθελα να ζούσε, για να με ακούσει τώρα να τραγουδάω το «Μοναχή μου παλεύω»!
Πώς έγινε το Σπίτι του Ηθοποιού
Το Σπίτι του Ηθοποιού το έκανα από ένα τυχαίο περιστατικό. Ήμουν στο Κολωνάκι και συνάντησα έναν ηθοποιό, τον Κώστα Σαντοριναίο. «Τι κάνεις; Πώς περνάς;» τον ρωτάω. «Έχω έρθει να πληρώσω έναν λογαριασμό». «Να σε πάω σπίτι σου;» Έμενε στον Βοτανικό. Είχα μια Τζάγκουαρ τότε, τον πάω σπίτι του, μια χαρά σπίτι ήταν, αλλά μεγάλο για έναν μοναδικό άνθρωπο. «Και τι κάνεις, βρε Κώστα μου, όλη την ημέρα σε αυτό το σπίτι;» Μου έδειξε το τηλέφωνο. «Το βλέπεις; Όλη μέρα περιμένω να χτυπήσει και δεν με παίρνει κανένας. Βρε, Άννα μου, εσύ που είσαι δραστήρια, γιατί δεν φτιάχνεις ένα μαγαζί, ένα καφενείο, να συναντιόμαστε εμείς οι συνταξιούχοι ηθοποιοί;» μου λέει. Μέχρι να επιστρέψω στο Κολωνάκι τα λόγια του τριγύριζαν στο μυαλό μου. Συναντάω την αδελφή μου: «Σκέφτομαι να φτιάξω ένα καφενείο που να μαζεύονται οι ηθοποιοί» της λέω. «Και γιατί να φτιάξεις καφενείο;» μου λέει η αδελφή μου. «Θα φτιάξεις το Σπίτι του Ηθοποιού. Θα πάρεις ένα μεγάλο σπίτι, θα το χωρίσεις σε δωμάτια, να έρχονται να τρώνε και να κοιμούνται οι άποροι ηθοποιοί. Θα βάλεις λεφτά εσύ, θα σε βοηθήσει και το κράτος και θα το κάνεις». Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια. Είχα μια μπουτίκ, την πούλησα, πρόσφεραν και όλοι οι ηθοποιοί και με τα χρήματα κάναμε Σωματείο. Ο τότε δήμαρχος Δημήτρης Αβραμόπουλος μας έδωσε ένα ακίνητο τέρμα Πατησίων, έγιναν τα εγκαίνια, άρχισαν οι εργασίες και μετά από 4 χρόνια μας λένε: «Δεν μπορείτε να συνεχίσετε, διαφωνεί η γειτονιά». Στο μεταξύ ο Νιάρχος μας είχε στείλει μια επιταγή 70.000.000 δραχμές, την οποία όμως δεν μπορούσαμε να εισπράξουμε γιατί είμαστε σωματείο. Αν ήμασταν ίδρυμα θα μπορούσαμε. Τα είχα μάθει όλα τα οικονομικά – 6 μήνες έκανα λογιστικά για να ξέρω τι μου γίνεται. «Και ποιος μπορεί να μας κάνει ίδρυμα;» ρωτάω. «Μόνο ο Πρόεδρος της κυβερνήσεως». Τότε ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος. Πάω στο Προεδρικό Μέγαρο, λέω: «Έχω ραντεβού με τον κύριο Στεφανόπουλο». Με κοιτάει παραξενεμένη η γραμματέας: «Μια στιγμή» μου λέει, παίρνει τηλέφωνο. «Ο Πρόεδρος είπε να περάσετε». Ανεβαίνω στον δεύτερο όροφο, με υποδέχεται ο Στεφανόπουλος με ανοιχτές αγκάλες: «Φονσάκι!» μου λέει, «Τι ευχάριστη έκπληξη! Είμαι θαυμαστής σου, σε έχω δει και στο θέατρο, τι μπορώ να κάνω για σένα;». Του εξηγώ την κατάσταση. «Μπορώ να βοηθήσω αλλά πρέπει να έχεις εγγυητική επιστολή 40.000.000 δραχμές. Έχεις;» «Έχω!» του λέω ψέματα, «Αύριο θα τη φέρω». Παίρνω έναν φίλο μου πολύ πλούσιο και μου έδωσε την εγγυητική επιστολή. Υπογράφει ο Στεφανόπουλος το διάταγμα και το στέλνουν στη Βουλή για επικύρωση. Περίμενα μία, περίμενα δύο, την τρίτη μέρα πάω στη Βουλή και βρίσκω τον υπεύθυνο. «Ναι, μας έστειλε ο Πρόεδρος το διάταγμα, κάπου εδώ θα είναι», και μου δείχνει μια στοίβα χαρτιά. Βλέπω πως το δικό μας ήταν τελευταίο. «Αχ» λέω στον υπάλληλο, «με έπιασε μια ζαλάδα. Μήπως μπορείτε να μου φέρετε ένα ποτήρι νερό;» Πάει αυτός να φέρει το νερό, βγάζω το διάταγμα από τη στοίβα και το βάζω πάνω πάνω. Την επομένη είχε υπογραφεί και το Σπίτι του Ηθοποιού έγινε επίσημα πια ίδρυμα!
Είναι πολύ δύσκολη η διαχείρισή του, κάθε μέρα ψάχνουμε για σπόνσορες, για χορηγούς, για δωρεές, σχεδόν ζητιανεύουμε για να καλύψουμε τα έξοδά μας. Το κράτος μας βοηθάει τα 3 τελευταία χρόνια. Ήρθε μια μέρα η υπουργός Πολιτισμού, η κ. Μενδώνη, είδε το έργο που έχει γίνει και μας δίνει κάθε χρόνο ένα επίδομα. Αυτό όμως που με κάνει περήφανη είναι ότι επηρεάσαμε και άλλους και έτσι υπάρχει τώρα Σπίτι του Ηθοποιού στη Ρουμανία και στην Ισπανία. Στην Ισπανία, μάλιστα, γραμματέας είναι ο Αντόνιο Μπαντέρας, ο οποίος θα έρθει στα εγκαίνια της καινούργιας μας πτέρυγας!
Έχω πολλά σχέδια για το Σπίτι του Ηθοποιού, έχω σχέδια για παραστάσεις, έχω σχέδια για τη θεατρική ομάδα που έχουμε φτιάξει με τα ΑΜΕΑ, έχω σχέδια για τους νέους ηθοποιούς που έρχονται από την επαρχία και δεν έχουν κάπου να μείνουν. Κάθε μέρα μαζί με τους αγαπημένους συνεργάτες μου, την Άντα Αγοραστού και τον Δημήτρη Μανιάτη, μοιράζουμε γεύματα σε ανθρώπους που είναι κατάκοιτοι ή άποροι. Όλη την ημέρα τρέχω στις τράπεζες, στα διοικητικά συμβούλια, στα υπουργεία. Αυτά με κρατούν ζωντανή και δημιουργική. Η Κυριακή, που δεν έχω δουλειές, είναι η χειρότερή μου μέρα!
Η ιστορία με τον Γιώργο Μαρίνο
Στο Σπίτι του Ηθοποιού έχουν μείνει κατά διαστήματα γνωστοί ηθοποιοί. Ποτέ δεν δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα. Όμως επειδή μερικοί είπαν πως εκμεταλλεύτηκα τον Γιώργο Μαρίνο, θα ήθελα εδώ να πω την αληθινή ιστορία χωρίς φόβο και πάθος. Είχα πρεμιέρα σε ένα έργο που το αγαπώ πολύ, «Ο Μανώλης». Το μεσημέρι μου τηλεφωνεί στο Σπίτι του Ηθοποιού μια κυρία και μου λέει: «Είμαι γιατρός, είμαι στη Νέα Μάκρη και έχω ασθενή τον Γιώργο Μαρίνο. Αυτή τη στιγμή είναι στον δρόμο με ένα μπουκάλι νερό και θέλει να πέσει πάνω στα αυτοκίνητα να αυτοκτονήσει. Είναι σε άσχημη κατάσταση, κάντε κάτι!» Της λέω «κυρία μου, είστε σίγουρη ότι είναι ο Γιώργος Μαρίνος;» «Ναι» μου λέει, «αυτό είναι το τηλέφωνό μου και αυτό είναι το όνομά μου. Ελάτε να τον πάρετε». Λέω «δεν μπορώ να έρθω, σήμερα έχω πρεμιέρα, μήπως να τηλεφωνήσετε σε κάποιον φίλο του;» Μου λέει «τηλεφωνώ και δεν βρίσκω κανένα». Σκέφτομαι ότι μπορεί να έχει μεγάλη ανάγκη, παίρνω μια φίλη μου και ξεκινάμε για το Νέο Βουτζά. Φτάνουμε, συναντώ αυτήν την κυρία, πάμε έξω το σπίτι του Γιώργου, ήταν κλειδωμένο. Φωνάζω: «Κύριε Μαρίνο, κύριε Μαρίνο!» Καμία απάντηση. Παίρνω τηλέφωνο την αστυνομία, λέω: «Πρέπει να ανοίξετε το σπίτι, η κυρία εδώ είναι γιατρός και ο κύριος Μαρίνος μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο».
Πράγματι η αστυνομία άνοιξε την πόρτα, μπήκα μέσα, άρχισα να τον φωνάζω πάλι. Ήρθαν κάτι σκυλιά και γάβγιζαν, τους λέω: «Ουστ! Φύγετε από εδώ», οπότε ακούω από κάτω τη φωνή του Μαρίνου, «δεν μιλάνε ελληνικά τα σκυλιά!» Λέω «το ουστ πρέπει να το ξέρουν, είναι διεθνές!» Είχα και τα νεύρα μου, κατεβαίνω έναν όροφο και τον βλέπω κούκλο, αδυνατισμένο, φορούσε μια μπαντάνα στο κεφάλι και ήταν λίγο σαν χαμένος. Μου λέει «ποια είσαι;». Λέω «Η Άννα Φόνσου». «Αχ, βρε Άννα μου, συγγνώμη που δεν σε γνώρισα, είμαι ζαλισμένος, δεν μπορώ να αναπνεύσω». Λέω «να φωνάξουμε το Πρώτων Βοηθειών». Φωνάζουμε το Πρώτων Βοηθειών, τον πάνε στον Ευαγγελισμό που εφημέρευε, τον βάζουν στην εντατική γιατί είχε πάθει έμφραγμα – η ώρα ήταν 6, στις 8 είχα πρεμιέρα. Αφήνω τη φίλη μου και φεύγω σαν την τρελή.
Τελείωσε η παράσταση, πάω ξανά στον Ευαγγελισμό. «Καλά που ήρθατε. Έχει αναστατώσει την εντατική και θέλει να φύγει. Λέει πως έχει ιδιωτική ασφάλιση στο Υγεία». Παίρνω την ασφαλιστική εταιρεία και ρωτάω: «Έχει ασφάλιση. Ερχόμαστε να τον παραλάβουμε». Έρχονται. Ο Γιώργος έλεγε «δεν πάω πουθενά αν δεν έρθει και η κυρία Φόνσου μαζί». Παίρνω τη φίλη μου, τους ακολουθούμε στο Υγεία, τον βάζουν στην εντατική, ήταν και χειρουργός ο Παττακός εκεί: «Μην ανησυχείτε, αύριο θα του κάνω μπαλονάκι». Μου λέει ο Γιώργος «θέλω να τηλεφωνήσω στους φίλους μου». Τους πήρα όλους, όλους όσους μου είπε, οι μισοί είπανε «καλά» και οι άλλοι μισοί δεν απάντησαν, εκτός από τον κύριο Βασίλη, που τον έχει ο Γιώργος 40 χρόνια στο σπίτι του, του έχει βαφτίσει το παιδί, είναι ο πιο κοντινός του άνθρωπος. Ήρθε αμέσως, ήταν ανήσυχος, μου λέει «τι θα κάνουμε;» Λέω «υπομονή μέχρι αύριο που θα του κάνει ο Παττακός το μπαλονάκι». Πράγματι την άλλη μέρα έκανε μπαλονάκι, όλα πήγαν καλά, έπρεπε να μείνει λίγες μέρες για να συνέλθει. Η μόνη που ήρθε να τον δει ήταν η Δανδουλάκη. Τέλος πάντων. Ξαφνικά μου τηλεφωνούν από την ασφαλιστική και μου λένε «πρέπει να τον πάρετε από εκεί γιατί μας χρωστάει λεφτά». Λέω «πόσα λεφτά είναι;» Μου λένε «27.000 ευρώ» Αμάν! Ο Βασίλης τότε μου λέει «εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος, δεν έχω τόσα λεφτά, αλλά ξέρω ότι ο Γιώργος περιμένει κάτι λεφτά, μήπως μπορείτε να τα πληρώσετε εσείς και να σας τα επιστρέψει;» Λέω «καλά, θα τα πληρώσω εγώ». Τα πλήρωσα και πράγματι, μετά από λίγες μέρες, ο Γιώργος μου τα έδωσε πίσω.
Όταν βγήκαμε από το νοσοκομείο μου λέει «Και τώρα εγώ πού θα πάω;» «Να σας πάω στο σπίτι σας». «Α, εγώ δεν θέλω να πάω σπίτι μου, θέλω να έρθω στο Σπίτι του Ηθοποιού». Όμως ο κανονισμός λέει ότι στο Σπίτι δεν μπορούν να μείνουν όσοι έχουν χρήματα και περιουσία, πρέπει να είναι άποροι. Τι να έκανα όμως; Τον φιλοξένησα περίπου έναν μήνα, ήταν ήσυχος, δεν έβλεπε κόσμο, μόνο εμένα και τον κύριο Βασίλη. Μια μέρα μου λέει «Δεν θέλω να καταχραστώ τη φιλοξενία σου, θα φύγω, θα πάω σε ένα ίδρυμα που έχει φτιάξει η κυρία Λάτση. Ήρθε και τον πήρε ο κύριος Φασουλής. Την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε από το ίδρυμα. «Αγάπη μου, εδώ είναι καταπληκτικά! Έχει πισίνα, κήπο, υπέροχα δωμάτια. Να έρθεις οπωσδήποτε να με επισκεφτείς!» Μετά από λίγες μέρες μου ξανατηλεφωνεί. «Θα φύγω από εδώ. Θα πάω στο σπίτι του Βασίλη. Μη με πάρεις εσύ τηλέφωνο, άμα είναι θα σε πάρω εγώ! Όμως για να σου ανταποδώσω τη φιλοξενία θα χαρίσω στο Σπίτι του Ηθοποιού όλα τα κοστούμια από τις παραστάσεις μου». Και πραγματικά τα έστειλε και τα έχουμε τώρα στο βεστιάριο.
Έτσι ο Μαρίνος μένει τώρα με την οικογένεια του κυρίου Βασίλη, τον περιποιούνται εκεί, τον βγάζουν βόλτες, τον φροντίζουν, από ό,τι μαθαίνω είναι καλά και στην υγεία του και στα μυαλά του, αλλά έχει επιλέξει να μη βλέπει ανθρώπους. Είναι δικαίωμά του και το σέβομαι. Κάθε άνθρωπος, αλλά ιδιαίτερα ένας μεγάλος καλλιτέχνης σαν τον Γιώργο Μαρίνο, έχει δικαίωμα να ζήσει όπως θέλει.
Οι ερωτικές ταινίες και ο Αλέξης Μινωτής
Όλοι μιλάνε για τις ερωτικές ταινίες. Χαίρομαι που τις θυμούνται μετά από τόσα χρόνια, αλλά εγώ ερωτικές σκηνές έχω γυρίσει, πορνό δεν γύρισα ποτέ μου. Τις είχανε ντουμπλάρει. Αφού, να φανταστείτε, σε μια από αυτές με ντουμπλάριζε μια χοντρή με μαύρα μαλλιά. Αν είναι δυνατόν! Τους πήγα στα δικαστήρια, δικαιώθηκα και οι ταινίες αποσύρθηκαν. Δεν είχαν ντουμπλάρει μόνο εμένα, αλλά και άλλους γνωστούς ηθοποιούς. Εγώ, έχω τέτοιο χαρακτήρα, που όταν θέλησα να κάνω ερωτική ταινία έκανα το «Κορίτσι και το άλογο», την οποία θεωρώ μια από τις καλύτερες ταινίες μου. Είναι διασκευή του θεατρικού «Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες» του Ο’ Νηλ. Και για να παίξει ο Γιάννης Αργύρης, που ήταν εκείνη την εποχή στο Εθνικό Θέατρο, το σενάριο το είχε εγκρίνει ο ίδιος ο Αλέξης Μινωτής. Αλλά πόσοι ξέρουν τι μεγάλος θεατράνθρωπος ήταν ο Αλέξης Μινωτής; Τι μεγάλοι ηθοποιοί ήταν η κυρία Κατερίνα, ο Ροντήρης, η Έλλη Λαμπέτη, ο Θανάσης Βέγγος και τόσοι άλλοι; Αυτά θέλω να μάθουν οι νέοι ηθοποιοί. Όχι πως κατόρθωσα να καβαλάω το άλογο δίχως σέλα στο «Κορίτσι και το άλογο»! Μια και το έφερε όμως η κουβέντα, τόσα χρόνια με τον γάιδαρό μου χωρίς σέλα πήγαινα, είχα συνηθίσει. Κι αν έχω να δώσω ένα δίδαγμα ζωής είναι αυτό: Πρέπει πρώτα να συνηθίσεις να πηγαίνεις με τον γάιδαρο και ύστερα να πας στον ιππικό όμιλο!
*Ευχαριστούμε τον Δημήτρη Μανιάτη που μας παραχώρησε τις φωτογραφίες από το αρχείο της Αννας Φόνσου.
*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού
Δειτε περισσοτερα
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της